Ι


Προηγούνται στοιχειώδεις υποδείξεις για τους δύο όρους της πρότασής μου: τόσο για τη Ρητορική, όσο και για την ένταξη της καθαρεύουσας στο σημασιολογικό και λειτουργικό πεδίο της διάσημης αυτής τέχνης.


Θυμίζω ότι η τέχνη της ρητορικής μπορεί κατά βάση να οριστεί, ιστορικά και γραμματολογικά, με δύο, διακεκριμένους μεταξύ τους, τρόπους, κατοχυρωμένους ήδη και τεκμηριωμένους στο θεμελιώδες βιβλίο του Ricoeur υπό τον τίτλο «Η ζωντανή μεταφορά». Ο ένας τρόπος ανάγεται στον Αριστοτέλη, ο οποίος διακρίνει τη Ρητορική ως τέχνη της πειθούς από την Ποιητική ως τέχνη της μίμησης. Ο Αριστοτέλης δεν ενδιαφέρεται να εντοπίσει και να εξειδικεύσει τα επιμέρους υφολογικά σχήματα της Ρητορικής, επιμένοντας στη βασική διάκριση μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς ­ διάκριση που ισχύει, με διαφορετικούς βέβαια όρους, και στην Ποιητική του.


Ο δεύτερος τρόπος ορισμού της Ρητορικής ανάγεται στην όψιμη ελληνιστική αρχαιότητα και εδραιώθηκε με τον θετικισμό του περασμένου αιώνα. Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό η ρητορική τέχνη ορίζεται και ασκείται ως ταξινομημένο σταυρόλεξο σχημάτων, τα οποία αποκτούν διδάξιμη και διδακτική γραμματική και υφολογική αξία.


Στον αιώνα μας, στο πλαίσιο μάλιστα της νεότερης γλωσσολογίας και της νεοτερικής υφολογίας, η Ρητορική προφανώς διεύρυνε τα όριά της: δοκιμάζοντας κάποτε, αστόχαστα κατά τον Ricoeur, να συνδυάσει τους αριστοτελικούς με τους μεταγενέστερους σχηματολογικούς χαρακτήρες της.


Δεν έχω χώρο να επιμείνω περισσότερο. Προαναγγέλλω μόνον ότι στη δική μου πρόταση, όπου η ρητορική της καθαρεύουσας εντοπίζεται στον χώρο της λογοτεχνίας, ειδικότερα της ποίησης, λαμβάνεται υπόψη κυρίως ο αριστοτελικός ορισμός της, όπως τον επεξεργάστηκε εξαντλητικά ο Ricoeur.


Σε ό,τι τώρα αφορά τον όρο «καθαρεύουσα», απαιτούνται επίσης πρώτα κάποιοι προσδιορισμοί γενικότερης σημασίας. Εχω την αίσθηση ότι εκκρεμεί ακόμη το ερώτημα αν η καθαρεύουσα, στις ποικίλες τροπές της, θα πρέπει να οριστεί ως τεχνητή ή φυσική γλώσσα, ή κάτι ανάμεσα στα δύο αυτά ακραία όρια. Η απάντηση σε τούτο το πολύπλοκο ζήτημα εξαρτάται νομίζω καταρχήν από τις γλωσσικές τροπές της καθαρεύουσας· ως προς τον αρχαϊστικό, μετριοπαθή ή μεικτό χαρακτήρα της. Ενα δεύτερο συμπληρωματικό μέτρο, για να αποφασίσουμε για τον φυσικό ή τεχνητό τύπο της καθαρεύουσας, είναι πιστεύω: αφενός η γραπτή ή η προφορική της χρήση· αφετέρου η θεσμικά διατεταγμένη ή κατά κάποιον τρόπο η αυθαίρετη άσκησή της.


Οπως κι αν έχει το πράγμα, νομίζω πως μπορούμε χοντρικά να δεχτούμε ότι η καθαρεύουσα ταλαντεύτηκε, ενμέρει ταλαντεύεται ακόμη, ανάμεσα στον τεχνητό και στον φυσικό της πόλο, με συνηθέστερη απόκλιση προς τον πρώτο. Στις περιπτώσεις μάλιστα εκείνες όπου η προκείμενη απόκλιση εξαντλεί τη ροπή της, έχουμε νομίζω το δικαίωμα να εκτιμήσουμε την καθαρεύουσα ως ένα είδος τεχνητής διαλέκτου, εμβόλιμης στο σώμα της Νεοελληνικής Κοινής ή απλούστερα της δημοτικής γλώσσας.


Παρενθετικό σχόλιο για τον διαλεκτικό χαρακτήρα της καθαρεύουσας: Προτείνω να οριστεί η καθαρεύουσα ως νόθη διάλεκτος, σε σχέση με τις γνήσιες διαλέκτους, οι οποίες αποτελούν αυτόματες και αναγκαίες προσαρμογές, κατά χώρο και χρόνο, της μητρικής γλώσσας. Αντιθέτως, η καθαρεύουσα πρέπει να εκτιμηθεί ως εκβιαστικά ολική και εντεταλμένη διάλεκτος. Και τούτο πιστοποιείται τόσο στο λεξιλόγιό της, όσο και προπαντός στη φωνητική, στο τυπικό, στη σύνταξη και στο ύφος της, από το οποίο και προκύπτει το διακεκριμένο ήθος της.


Σε ό,τι εξάλλου αφορά την παρουσία και τη χρήση της καθαρεύουσας στον λογοτεχνικό πια και ποιητικό χώρο, ισχύουν, φαντάζομαι, οι επόμενες διακρίσεις: πρώτα ο βαθμός της καθαρότητάς της, κατά περίπτωση· ύστερα, και κυρίως, η προγραμματική ή σχεδόν η αυτόματη επιλογή της. Θα φανεί ελπίζω εν συνεχεία η σημασία αυτής της διάκρισης στο ειδικότερο πλαίσιο της πρότασής μου. ΙΙ


Προκειμένου να περιοριστεί το εύρος της, μοιράζω, όχι μόνον για λόγους χρονικής συντομίας, τα καθαρεύοντα κείμενα της νεοελληνικής ποίησης σε δύο βασικές κατηγορίες, εν γνώσει μου ότι η μοιρασιά αυτή παραείναι σχηματική.


Οπως ήδη προδήλωσα, στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ποιητές και ποιήματα που χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα γλώσσα προγραμματικά· στη δεύτερη, ποιητές και ποιήματα, όπου η προσφυγή στην καθαρεύουσα ελέγχεται λίγο πολύ ως προσωπική επιλογή, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί και προϊόν αναγκαιότητας.


Με το προηγούμενο κριτήριο προκύπτουν γραμματολογικά ενδεχόμενα, κατά τη γνώμη μου, αξιοπρόσεχτα: στην πρώτη κατηγορία προτείνω να ενταχθεί, παρά τις εσωτερικές του διαβαθμίσεις, το σύνολο περίπου της ποιητικής παραγωγής, το οποίο στεγάζεται υπό τον περιληπτικό τίτλο «Αθηναϊκή Σχολή»· στη δεύτερη κατηγορία προτείνω να γειτονέψουν, παρ’ όλες τις άλλες μεταξύ τους διαφορές, παραδειγματικώς ο Κάλβος, ο Καβάφης και ο Εμπειρίκος.


Εδώ όμως χρειάζονται συμπληρωματικές εξηγήσεις: τί σημαίνει ακριβέστερα η προτεινόμενη διάκριση προγραμματικής και προσωπικής, ή και αναγκαίας, χρήσης της καθαρεύουσας στην ποίησή μας; Αναφορικώς προς την προγραμματική πρόκριση της ποιητικής καθαρεύουσας, θα έλεγα ότι ο διακριτικός χαρακτήρας της οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί συλλογική απόφαση, η οποία μάλιστα περιβάλλεται από ιδεολογικά συμφραζόμενα ευρύτερης σημασίας ­ γλωσσικά, πολιτισμικά και πολιτικά.


Αντιθέτως, στην προτεινόμενη παραδειγματική τριάδα Κάλβου, Καβάφη και Εμπειρίκου, η προσφυγή στην καθαρεύουσα φαίνεται να γίνεται μάλλον για ατομικούς και συγκυριακούς λόγους: στον Κάλβο, επειδή εκ των πραγμάτων υπήρξε έλλειψη άμεσης επαφής με την ομιλούμενη ελλαδική γλώσσα· στον Καβάφη, γιατί τον παρακολούθησε από τα παιδικά του χρόνια η μεικτή κωνσταντινουπολίτικη λαλιά, ενισχυμένη αργότερα και από την τρέχουσα γλώσσα των Ελλήνων στην Αίγυπτο· στον Εμπειρίκο τέλος, όπως το ομολόγησε ο ίδιος, καθώς αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο πρώιμος εθισμός του σε γοητευτικά καθαρευουσιάνικα κείμενα, πρωτότυπα και μεταφρασμένα.


Και προχωρώ σε μια δεύτερη, λοξή επίσης, παρατήρηση, που θα μπορούσε να εκτιμηθεί προσεκτικότερα ως απλή υπόθεση εργασίας: περισσότερο η προγραμματική χρήση της καθαρεύουσας και λιγότερο η προσωπικότερη χρήση της συνεπάγονται, κατά τη γνώμη μου, μερική ή και ολική διάσπαση της βιογλωσσικής εμπειρίας, η οποία υπόκειται σε κάθε ποίημα και το υποστηρίζει. Θέλω να πω ότι: στην προκειμένη περίπτωση, εξαιτίας ακριβώς της καθαρεύουσας, διασπάται η βιωματική υπόστρωση από τη γλωσσική της επίστρωση, αφήνοντας ανάμεσά τους ένα είδος κενού. Τούτο πιθανόν σημαίνει: η καθαρεύουσα γλώσσα επιβάλλεται στο πραγματικό ή φαντασιακό βίωμα, το εξογκώνει ή ενμέρει το παραμορφώνει. Αποτέλεσμα: το ποίημα πλέον εκτρέπεται έτσι προς τον αριστοτελικό στόχο της ρητορικής πειθούς· απομακρύνεται επομένως από τη μιμητική αρχή της αριστοτελικής Ποιητικής, όπου κύριος σκοπός του ποιητικού λόγου είναι και παραμένει η ανάδειξη μιας ανθρωπογνωστικής πράξης.


Αλλά καθώς πήρα φόρα με δογματικού τύπου προτάσεις, προσθέτω και τούτο: στον βαθμό που η καθαρεύουσα διασπά την ενότητα της βιογλωσσικής εμπειρίας (κάτι που δεν συμβαίνει κατά κανόνα με την ποιητική πρόκριση της δημοτικής), και δημιουργείται έτσι ενδιάμεσο κενό, το αμέσως επόμενο ζητούμενο είναι να δούμε πώς κάθε φορά ο ποιητής και το ποίημα αντιμετωπίζουν τούτο το κενό. Εχω λοιπόν την αίσθηση ότι οι προγραμματικοί ως προς την καθαρεύουσα ποιητές αφήνουν συχνά το κενό αυτό έκθετο· αντιθέτως, όσοι χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα για προσωπικότερους λόγους, ή και από ανάγκη, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, το λαμβάνουν υπόψη και το αναπληρώνουν προς όφελος της ποίησης και του ποιήματος. Τούτο συμβαίνει κατά τη γνώμη μου, διαφορετικά ασφαλώς στον καθένα, με τους τρεις ποιητές, που παραδειγματικώς ήδη ανέφερα: τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Εμπειρίκο.


Επεται η συνέχεια.