Η κρίση στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ) είναι ένα γεγονός που μας αφορά. Προτού να εξηγήσω το γιατί, θα αναφερθώ επιγραμματικά στα στοιχεία της. Οι ερευνητές του ΕΙΕ, βρίσκονται από καιρό σε απεργιακές κινητοποιήσεις και το Ιδρυμα δεν λειτουργεί. Δεν ζητούν αυξήσεις, αλλά να πληρωθούν τους μισθούς τους. Η κρατική επιχορήγηση (το ΕΙΕ εξαρτάται από το υπουργείο Ανάπτυξης) δεν επαρκεί για τις λειτουργικές και πάγιες δαπάνες. Η κατάσταση αυτή χρονίζει, το έλλειμμα συσσωρεύτηκε, τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο.
Γιατί μας αφορά η κρίση αυτή; Τα Εθνικά Ιδρύματα Ερευνών στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα της επιστημονικής έρευνας. Βεβαίως η έρευνα στις χώρες αυτές έχει πολλούς φορείς, κρατικούς κυρίως αλλά και ιδιωτικούς, αλλά τα Εθνικά Ιδρύματα Ερευνών έχουν επιτελικό χαρακτήρα. Μέσω αυτών πραγματοποιούνται οι σχεδιασμοί των στρατηγικών κατευθύνσεων της έρευνας και αποσαφηνίζονται τα κριτήρια για την αξιολόγησή της. Συμβάλλουν δηλαδή αποφασιστικά στη δημιουργία της εθνικής επιστημονικής κοινότητας και του πνεύματος που τη χαρακτηρίζει, αυτού που περιγράφει ο αγγλικός όρος scholarship. [Η απουσία αντίστοιχου ελληνικού όρου είναι χαρακτηριστική της ατροφίας της αντίστοιχης έννοιας στην Ελλάδα]. Επομένως αποτελούν βασικούς θεσμούς του δημόσιου χώρου στους οποίους συναντιούνται οι ανάγκες της κοινωνίας με τις αναζητήσεις που αναπαράγονται από την ίδια την επιστημονική έρευνα αυτόνομα. Πρόκειται για μια συνάντηση διαμεσολαβημένη. Ούτε οι εφήμερες ανάγκες της κοινωνίας ούτε της επιστημονικής έρευνας χωρίς τις ηθικές αξίες και τις μακροπρόθεσμες προτεραιότητες της κοινωνίας η οποία έστω και με αυτή την αφηρημένη της μορφή γίνεται ο τελικός αποδέκτης της έρευνας. Και βέβαια αυτή η διαμεσολάβηση δεν λειτουργεί πάντα ιδανικά, και βέβαια οι σχέσεις εξουσίας διαπερνούν τις επιστημονικές επιλογές, αλλά στις δημοκρατικές κοινωνίες οι σχέσεις αυτές είναι ανοιχτές σε έλεγχο και συζήτηση. Με αυτή την έννοια τα μεγάλα ερευνητικά ιδρύματα αποτελούν βασικούς θεσμούς του δημόσιου χώρου και επομένως της δημοκρατίας. Αν και το ελληνικό ΕΙΕ είναι πολύ λιγότερο αναπτυγμένο από τα ομοειδή ξένα ιδρύματα, δεν παύει να έχει τον χαρακτήρα αυτό, δυνητικά σε ορισμένα επιστημονικά πεδία, πρακτικά και δυναμικά σε άλλα, και ανάμεσα στα τελευταία στο πεδίο των ιστορικών σπουδών.
* Υποχρηματοδότηση και… πανηγύρια
Η κρίση χρηματοδότησης του ΕΙΕ (και όχι μόνο του ΕΙΕ αλλά και των άλλων ερευνητικών ιδρυμάτων) φέρνει ξανά στο προσκήνιο ένα πολυσυζητημένο θέμα όπως είναι η υποχρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα. Μόνο ένα 0.5% του ΑΕΠ διατίθεται στην έρευνα, ποσό και καθαυτό αλλά και συγκριτικά με άλλες χώρες παραδειγματικά χαμηλό. Δεν είναι η φτώχεια της ελληνικής κοινωνίας η αιτία. Εκτός του γεγονότος ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον Ψωροκώσταινα, η χρηματοδότηση της έρευνας δεν αποτελεί παρά ένα υποπολλαπλάσιο των εξόδων για εφήμερες πολιτισμικές εκδηλώσεις και πανηγύρια. Αναφέρθηκε σχετικά ότι για τη συνέχιση της λειτουργίας του ΕΙΕ θα αρκούσε το 5% του ελλείμματος από τη διοργάνωση των διεθνών αγώνων στίβου που πρόκειται να διεξαχθούν στο προσεχές μέλλον στην Αθήνα! Τα παραδείγματα μπορεί να πολλαπλασιαστούν με ακόμη πιο κωμικοτραγικές συγκρίσεις. Είναι η αδιαφορία για την επιστημονική έρευνα η αιτία.
Στους πολιτικούς σχεδιαστές της έρευνας επικρατεί πνεύμα παραίτησης. Μπορεί η Ελλάδα να ανταγωνιστεί τις προωθημένες χώρες του κέντρου ή απλώς χρειάζεται να καταναλώνει τα προϊόντα της δικής τους έρευνας; Πρόκειται για εμμονές εδραιωμένες όχι μόνο από τη νοοτροπία της «μετακένωσης» του ελληνικού διαφωτισμού εδώ και δύο αιώνες, αλλά και από τις πραγματικότητες μιας ισχυρής διεθνούς ανισοκατανομής της επιστημονικής γνώσης. Αλλά αν ακόμη και για την κατανάλωση της επιστημονικής και τεχνολογικής καινοτομίας σε επίπεδο μιας κοινωνίας χρειάζονται υποδοχές που καλλιεργούνται μέσα από τις διαδικασίες παραγωγής της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης, η αντίληψη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη της τις δυνατότητες που δημιουργεί η διεθνοποίηση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και το γεγονός ότι η τεχνολογία στα τέλη του 20ού αιώνα μετακινείται και μεταφέρεται πολύ πιο εύκολα σε σχέση με τη βαριά τεχνολογία του 19ου αιώνα. Για τη μεταφορά αυτής της τεχνολογίας σήμερα η βασική έλλειψη βρίσκεται κυρίως στο απροπαράσκευο γνωσιακό περιβάλλον και στη λειψή κουλτούρα υποδοχής της. Πώς όμως μπορεί να αναπτυχθούν αυτά χωρίς τη δημιουργία θεσμών επιστημονικής έρευνας, χωρίς την παραγωγή του αντίστοιχου επιστημονικού έθους και τον εμβολιασμό του στην ελληνική κοινωνία;
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ιστορία και τις κοινωνικές επιστήμες, η αδιαφορία εκφράζεται με σχεδόν απόλυτους τρόπους. Τι να την κάνει κανείς την ιστορική επιστήμη όταν νανουρίζεται γλυκά γλυκά από τους εθνικούς μύθους; Τι να τις κάνουμε τις κοινωνικές επιστήμες, αν υπονομεύουν ιδεολογικές φενάκες πάνω στις οποίες δεκαετίες βασίζεται η διαχείριση της ελληνικής κοινωνίας από τις πολιτικές αρχηγεσίες; Τι να την κάνουμε την Εθνική Βιβλιοθήκη, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τη Στατιστική Υπηρεσία, το Επιστημονικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών; Το πολύ πολύ χρειαζόμαστε δημοσκοπήσεις για τις επόμενες εκλογές, αλλά κι αυτές μπορούν να τις αναλάβουν ιδιωτικές εταιρείες έρευνας της αγοράς. Τελικά πουλάει αυτή η έρευνα; Κι αν δεν βρίσκει αγοραστές τι τη χρειαζόμαστε; Κι όμως, πώς θα βελτιωθεί το επίπεδο της εκπαίδευσης, από την πρωτοβάθμια ως την τριτοβάθμια, πώς θα αποφευχθούν νέες συλλογικές υστερίες όπως γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια από το «Μακεδονικό» ως τα Ιμια, χωρίς την ανάπτυξη της έρευνας, των πολλαπλασιασμό των ερευνητών και των ερευνών, χωρίς την επίδραση που ασκούν αυτά μικρή, αργή και σταδιακή έστω στη δημιουργία μιας σύγχρονης ιστορικής συνείδησης, ενός πνεύματος νηφάλιας και κριτικής αποτίμησης της πορείας που διανύει τώρα η ελληνική κοινωνία; Χωρίς αυτόν τον εκσυγχρονισμό των νοοτροπιών και των αξιών της ελληνικής κοινωνίας, ο πολιτικός εκσυγχρονισμός θα μένει μετέωρος, και ο οικονομικός εκσυγχρονισμός θα ασκείται με όρους λογιστηρίου και εις βάρος της κοινωνικής συνοχής. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αυτός ο εκσυγχρονισμός των νοοτροπιών και των αξιών μιας κοινωνίας συνδέεται με το επίπεδο ανάπτυξης, τη δημοκρατική λειτουργία και με τις κατευθύνσεις της επιστημονικής έρευνας; Πώς μπορεί να λειτουργήσει με σύγχρονους όρους η εκπαίδευση αλλά και η ευρύτερη παιδεία χωρίς την παραγωγή και τη μετάγγιση του επιστημονικού διαλογισμού και λόγου;
* Η σύνδεση με την αγορά
Υπάρχει η αντίληψη τα τελευταία χρόνια, μέσα στο πλαίσιο της λεγόμενης «απορρύθμισης» και της μεταφοράς δραστηριοτήτων από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, ότι και η έρευνα θα πρέπει να στραφεί και να χρηματοδοτηθεί από την αγορά, παράγοντας χρήσιμα προϊόντα. Πρόκειται για την τρέχουσα τάση στη χρηματοδότηση της έρευνας. Δεν σημαίνει ότι δαιμονοποιούμε τη σφαίρα των ιδιωτικών πρωτοβουλιών (υπάρχουν καλές και κακές), αν αναγνωρίσουμε τους περιορισμούς τους και τις αδυναμίες τους. Αυτή η τάση πήρε τρεις μορφές. Πρώτο εξάρτηση από τις χορηγίες, κυρίως στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στις έρευνες που αφορούν τον πολιτισμό. Δεύτερο, εξάρτηση από την αγορά και τις χρήσιμες εφαρμογές, σ’ ό,τι αφορά τις θετικές επιστήμες και την τεχνολογία. Τρίτο, εξάρτηση από την κοινοτική χρηματοδότηση αναφορικά με την έρευνα, τόσο εκείνην που αναπτύσσεται στα ερευνητικά ιδρύματα και στα πανεπιστήμια όσο και τη λεγόμενη ελεύθερη έρευνα.
Αναφορικά με τις χορηγίες αυτές ενδιαφέρονται περισσότερο για την κατανάλωση και όχι για την παραγωγή πολιτισμικών προϊόντων. Η επιστημονική έρευνα όμως αφορά προϋποθέσεις, δημιουργία εργαλείων δουλειάς, το ακροατήριό της διευρύνεται κατά κύκλους και στη φάση της παραγωγής οι κύκλοι αυτοί είναι μικροί. Ποιος χορηγός λ.χ. θα συνδράμει την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Κέντρο Τεκμηρίωσης, την καταλογογράφηση των Γενικών Αρχείων του Κράτους; Είναι δουλειές με χαμηλό προφίλ, απαραίτητες όμως για να χτιστούν πάνω τους συνθετικές εργασίες και περίλαμπρα επιτεύγματα. Το κυνήγι του περίλαμπρου (ή του γυαλιστερού) από τους χορηγούς είναι κατανοητό. Παράγει όμως βραχυπρόθεσμα και αποσπασματικά αποτελέσματα. Ως προς τις απαιτήσεις της αγοράς, βεβαίως και έχουν τη χρήσιμη λειτουργία τους.
Αλλά οι λειτουργίες μιας κοινωνίας δεν μπορεί να συρρικνωθούν στις οικονομικές της λειτουργίες. Και αν η ίδια η επιστημονική έρευνα αποτελεί μια κοινωνική λειτουργία, τα βήματά της καθορίζονται από την ελευθερία που μπορεί να διαθέσει σε σχέση με τις κοινωνικές δεσμεύσεις της, έστω και με τη μορφή τής χωρίς άμεση ή εμφανή χρησιμότητα γνώσης. Μακροπρόθεσμα δεν υπάρχει ωφελιμότερη γνώση από την άχρηστη βραχυπρόθεσμα γνώση. Δεν είναι η αγορά επομένως που θα χρηματοδοτήσει αυτή τη γνώση, και βέβαια η μικρή σε έκταση ελληνική αγορά. Κι αν περιμένουμε μόνο από την αγορά, η Ελλάδα θα μεταμορφωθεί ταχύτατα σε πολιτισμική έρημο.
* Κοινοτικά προγράμματα
Τέλος, η κοινοτική χρηματοδότηση, με τη μορφή των προγραμμάτων που εξαρτώνται άμεσα από τις Βρυξέλλες ή έμμεσα από χρηματοδοτικά πακέτα, αποτελεί τα τελευταία χρόνια τη σπουδαιότερη μορφή χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Ποιος όμως και με ποιον τρόπο καθορίζει τους σκοπούς αυτής της έρευνας; Σε μεγάλο βαθμό οι προτεραιότητες προκύπτουν από τους γραφειοκρατικούς κοινοτικούς μηχανισμούς και από το παιχνίδι των ισορροπιών που ασκείται γύρω τους. Οχι από τη συζήτηση των επιστημονικών κοινοτήτων που συγκροτούνται στα επί μέρους ερευνητικά πεδία. Επομένως επιβάλλουν δουλείες τις οποίες τρέχουν να υπηρετήσουν πανεπιστημιακοί και ελεύθεροι ερευνητές, ανεξαρτήτως ειδικότητας, γνώσεων και ενδιαφέροντος. Είναι απίστευτη η σπατάλη πόρων αλλά και η γενικευμένη διαφθορά του επιστημονικού έθους που επιβάλλει αυτή η μορφή χρηματοδότησης. Οι σκανδαλιστικές ιστορίες είναι πολλές, απίθανης ευρηματικότητας, με τελευταία την περίπτωση της χρηματοδότησης μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Αν η πενία δημιουργούσε καχεξία, ο λίβας αυτής της μορφής χρηματοδότησης θα κατακάψει όσα δενδράκια είχαν ξεμυτίσει. Γιατί στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η κοινοτική χρηματοδότηση είναι σε μικρό βαθμό συμπληρωματική της έρευνας που ασκείται συντεταγμένα από τα αντίστοιχα ερευνητικά ιδρύματα ή τα ιδρύματα αυτά ασκούν έλεγχο και επιβάλλουν τα κριτήρια της αξιολόγησης. Στην Ελλάδα η κοινοτική χρηματοδότηση αφενός δεν απορροφάται γιατί το ελληνικό Δημόσιο αρνείται να συμβάλλει στο αναλογούν είτε θεωρείται ότι μπορεί να αντικαταστήσει τις εθνικές δαπάνες για την έρευνα. Ετσι βρισκόμαστε στο τραγικό σημείο αφενός να ξοδεύονται αλόγιστα και χωρίς αποτέλεσμα ερευνητικοί πόροι, και αφετέρου να κλείνουν ικανά και αποδεδειγμένης χρησιμότητας ερευνητικά ιδρύματα εξαιτίας της έλλειψης πόρων.
Διαθέτουμε μια κυβέρνηση της οποίας πολλά και σημαντικά στελέχη προέρχονται από τον χώρο του Πανεπιστημίου και της Ερευνας. Η προέλευση αυτή θα έπρεπε να τους κάνει ευαίσθητους και να τους έχει εξοικειώσει με τα προβλήματα αυτά. Τα σημάδια όμως ως τώρα είναι απογοητευτικά. Κάπου διάβασα μάλιστα πως ο καθηγητής υπουργός Πολιτισμού χαρακτήρισε την Ελλάδα «πολιτισμική υπερδύναμη». Να γελάσουμε ή να κλάψουμε;
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
