«Ιένα, τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα. Ενα επεισόδιο στη ζωή λίγων ανθρώπων, που δεν είχε παρά πρόσκαιρη μόνο σημασία για τον κόσμο στο σύνολό του» σημειώνει ο Λούκατς στο βιβλίο του «Η ψυχή και οι μορφές» (1911) όταν αναφέρεται στη ρομαντική φιλοσοφία της ζωής και ειδικότερα στον γερμανό ρομαντικό ποιητή Novalis (φιλολογικό ψευδώνυμο του Friedrich von Handenberg). Σήμερα όμως με αφορμή τη συμπλήρωση 225 χρόνων από τη γέννηση δύο μεγάλων μορφών του ρομαντισμού το 1772, του Novalis και του Friedrich Schlegel, η επανεκτίμηση του ρομαντικού κινήματος θεμελιώνεται σε εντελώς διαφορετικές μεθοδολογικές αρχές από εκείνες τις οποίες με πάθος υποστήριξε ο Λούκατς επιμένοντας να αναπτύσσει τα επιχειρήματά του εντός των ορίων της αντιπαράθεσης μεταξύ του ορθολογισμού και του ανορθολογισμού.


Η απάντηση στο ερώτημα τι ήταν ο ρομαντισμός είναι εξαιρετικά δύσκολη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έχει κανείς να αντιμετωπίσει τη θεωρητική σύλληψη του Φρειδερίκου Σλέγκελ και την ποιητική πράξη του Νοβάλις. Γιατί θα πρέπει να τονισθεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι οι Σλέγκελ και Νοβάλις αντιπροσωπεύουν στον «κύκλο της Ιένας» στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα δύο διαφορετικές – συμπληρωματικές εκδοχές του ρομαντισμού. Ο Σλέγκελ καθιερώνεται ­ μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Αύγουστο – Βίλχελμ ­ ως ο θεωρητικός του ρομαντισμού, ενώ ο Νοβάλις επιδιώκει ως το τέλος τον ποιητικό μετασχηματισμό της εμπειρικής και κοινωνικής πραγματικότητας.


Η εξηκονταετία 1770-1830 είναι η ιστορική μήτρα του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου μας. Οι απαρχές της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης της μοντέρνας κοινωνίας ανάγονται σε αυτά τα χρόνια. Είναι η «εποχή γέννησης και μετάβασης σε νέα περίοδο» κατά τον Hegel. Στα χρόνια αυτά της παγκόσμιας γέννας οι άνθρωποι έπρεπε να πάρουν στα χέρια τους τη ζωή τους. Η κοινωνική εκκοσμίκευση και η ιδεολογική «απομάγευση» του κόσμου σε συνδυασμό με την αναφαινόμενη καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας αποτελούσαν τα νέα ιστορικά δεδομένα που αντιστοιχούσαν με μια κατακερματισμένη κοινωνική πραγματικότητα. Το Απόλυτο (η πλήρης ενότητα του υποκειμένου με τον κόσμο) έχει διασπασθεί και οι ορθολογικές μέθοδοι περί γνώσεως επωμίζονται το έργο της θεμελίωσης των επιστημών. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 είναι το ύψιστο πολιτικό γεγονός. Η επιστημολογία του γερμανικού ιδεαλισμού είναι το ύψιστο φιλοσοφικό γεγονός.


Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο των ριζικών ανατροπών και ανακατατάξεων ο Νοβάλις επέλεξε έναν εντελώς ιδιαίτερο και προσωπικό δρόμο για να διαχειριστεί τη μοίρα του. Ηταν ο δρόμος που θα τον οδηγούσε στον θάνατο όχι επειδή δεν μπορούσε να αντέξει τη ζωή, όπως υποστηρίζουν οι ορθολογιστές αντίπαλοί του. Αλλά επειδή παραδέχεται ότι ο κόσμος είναι αυτό που το Εγώ «κατασκευάζει». Το ίδιο όμως το Εγώ δεν είναι παρά η μεταβατική και φευγαλέα ψευδαίσθηση της φύσης. Η πραγματικότητα χτίζεται με φόντο το μηδέν και τον θάνατο. Οι φράσεις αυτές συνοψίζουν τη φιλοσοφική εκδοχή του ρομαντισμού, ο οποίος δεν είναι παρά η ποιητική επινόηση (ή ο μετασχηματισμός) της πραγματικότητας.


Στο κορυφαίο έργο του «Υμνοι στη Νύχτα», 1797 (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διάττων, σε απόδοση του Γ. Ν. Πολίτη, 1986), ο Νοβάλις αποτυπώνει την έσχατη αγωνία του να ανασυνθέσει την πραγματικότητα ως ποιητική κατάσταση. Κατά τον Νοβάλις ποίηση και πραγματικότητα δεν διαφέρουν, δεν είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά αντιθέτως «η ποίηση είναι η αληθινή απόλυτη πραγματικότητα». Ο ίδιος δεν μπορούσε να ζήσει παρά στα όρια της ποιητικής πραγματικότητας, δηλ. της αληθινής πραγματικότητας. Η ρομαντική επιλογή του δεν ήταν φυγομαχία μπροστά στον νέο κόσμο που ανέτειλε. Προτίμησε ο Νοβάλις να ζήσει στη «μαγική νύχτα του ρομαντισμού στη λάμψη του φεγγαριού» παρά να αφομοιωθεί στον «απομαγευμένο» ορθολογικό κόσμο του καπιταλισμού.


Ο Νοβάλις δεν επεδίωξε τη λειτουργική συντήρηση του πνεύματός του στον φωτεινό κόσμο που γεννιόταν. Πέθανε στα 29 χρόνια του το 1801 και μας κληροδότησε έναν τρόπο ποιητικής κατασκευής της πραγματικότητας: τον ρομαντισμό. Το Εγώ ως πνεύμα και η φύση δεν είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που είναι το άπειρο. Και η πρόσβαση στο άπειρο δεν είναι δυνατή μέσω της σκέψεως. Επρεπε να «κατασκευασθεί» ένας διαμεσολαβητικός μηχανισμός ανάμεσα στην αίσθηση και στη σκέψη, ανάμεσα στη φύση και στο πνεύμα· και αυτός ο μηχανισμός δεν ήταν άλλος από το ίδιο το Εγώ ως τμήμα του Απείρου, ως τμήμα της φύσης. Η νύχτα του Νοβάλις δεν είναι παρά η ίδια η κοινωνία που αρνείται να οργανωθεί με λειτουργικά συστήματα (οικονομία, πολιτική, εκπαίδευση κ.ά.), αλλά αντιθέτως «κατασκευάζεται» στο φως του άπειρου· πρόκειται για μια μορφή ζωής που συνδέεται κατά άμεσο τρόπο με το Απόλυτο. Πρόκειται για την ποιητική άφθαρτη πραγματικότητα, που όταν γίνεται ζωή καταστρέφεται.


Στο ερώτημα λοιπόν τι ήταν ο ρομαντισμός, η απάντηση του Νοβάλις είναι σαφής. Είναι στάση ζωής που θεμελιώνεται στην ποίηση κατά τέτοιο τρόπο ώστε η ίδια η πραγματικότητα να είναι δυνατή μόνον ως ποίηση. Η ποιητική «κατασκευή» της πραγματικότητας είναι όμως ταυτόχρονα και συνθήκη θανάτου στα πραγματολογικά πλαίσια του καπιταλισμού. Η ρομαντική θυσία του Νοβάλις αποτελεί για μας σήμερα μια ανεξαργύρωτη πολιτική και αισθητική παρακαταθήκη ότι μπορούμε να «κατασκευάσουμε» τον κόσμο μας στα μέτρα της ολότητας.


Σημείωση: Το κείμενο αυτό γράφηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 225 χρόνων από τη γέννηση, το 1772, των Novalis και Friedrich Schlegel, δύο μεγάλων μορφών του ρομαντισμού. Εξάλλου φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη δημοσίευση του έργου του Novalis «Υμνοι στη Νύχτα» (1797).