Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ πολιτική της κυβέρνησης αποβλέπει στη «διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής που απαντά ισόρροπα στον στόχο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αποτελεσματικής προώθησης των εθνικών συμφερόντων». Στόχος θαυμάσιος, με τον οποίο συμφωνώ και, όσο περνά από το χέρι μου, θα βοηθήσω να επιτευχθεί.


Το πρόβλημα είναι ότι στην πράξη η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης ελάχιστα κινείται προς την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Ενας από τους βασικότερους λόγους είναι ότι οι επιμέρους πολιτικές που ακολουθεί η κυβέρνηση δεν είναι μεταξύ τους συμβατές. Αποτέλεσμα, ίσως, μιας προσπάθειας να είναι «και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα ολάκερη».


Η νομισματική πολιτική επιδιώκει τη μείωση του πληθωρισμού μέσω της πολιτικής της σκληρής δραχμής (η δραχμή ανατιμήθηκε από την αρχή του χρόνου έναντι του γερμανικού μάρκου κατά 5%).


Η δημοσιονομική πολιτική επιδιώκει τη μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους, κυρίως μέσω της αύξησης των φόρων (ο προϋπολογισμός προβλέπει ότι οι φόροι θα αυξηθούν περίπου κατά 1 τρισ. δρχ.).


Η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης εξακολουθεί να στηρίζεται στη διατήρηση του status quo του μεγάλου κράτους.


Αν καθεμιά από τις πολιτικές αυτές ήταν αυτόνομη, θα επετύγχανε κάποιον από τους στόχους της κυβέρνησης. Η σκληρή δραχμή, για παράδειγμα, ασκεί πίεση για συμπίεση του κόστους παραγωγής και άρα αντιπληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία. Η αύξηση των φόρων αυξάνει τα έσοδα του κράτους περιορίζοντας τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος και έτσι εξυπηρετεί τα κριτήρια σύγκλισης της οικονομίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση.


Η πολιτική της συντήρησης του μεγάλου κράτους εξασφαλίζει θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα (293.313 τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι στις 31.10.96, 13.734 περισσότεροι από τις 31.10.1993), ενώ παράλληλα οι μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις (23,3% αύξηση των μισθών στον δημόσιο το 1996 έναντι 13% στον ιδιωτικό τομέα!) συμβάλλουν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όσων έχουν εξασφαλίσει θέση στον δημόσιο τομέα.


Η σύνθεση όμως των τριών αυτών αξόνων πολιτικής είναι αντιφατική:


Η σκληρή δραχμή πιέζει τον ιδιωτικό τομέα να γίνει πιο αποτελεσματικός, αλλά η αύξηση των φόρων τον κάνει λιγότερο.


Η σκληρή δραχμή και η αύξηση των φόρων πιέζουν τις επιχειρήσεις να χαμηλώσουν το κόστος εργασίας, αλλά η εισοδηματική πολιτική άπου ασκείται στον δημόσιο τομέα δημιουργεί απαιτήσεις για ανάλογες αυξήσεις και στον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας.


Ο συνδυασμός της αύξησης των φόρων, της σκληρής δραχμής και του φορολογικού ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης δημιουργεί αντικίνητρα για αποταμιεύσεις και επενδύσεις στην Ελλάδα.


Η επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η αυξανόμενη ανεργία και η πτώση της συνολικής αποταμίευσης δεν είναι γεγονότα άσχετα με την αντιφατικότητα της οικονομικής πολιτικής.


Αν δεν υπάρξουν άμεσες διορθωτικές κινήσεις, η συνέχιση των αντιφάσεων δεν μπορεί παρά να έχει μία μόνο δυσάρεστη κατάληξη: τη βίαιη εγκατάλειψη της πολιτικής της σκληρής δραχμής, που θα μας κάνει όλους φτωχότερους.


Ο τόπος έχει ανάγκη από μια συνολική συνεπή οικονομική πολιτική που θα βασίζεται σε τέσσερις άξονες:


­ Στη μαζική αποκρατικοποίηση, αρχίζοντας από τις μεγάλες εμπορικές κρατικές τράπεζες, και στον περιορισμό των κρατικών μονοπωλίων, ιδίως στις τηλεπικοινωνίες, στις μεταφορές, στην ενέργεια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.


­ Στον περιορισμό των ελλειμμάτων μέσω του δραστικού περιορισμού των δαπανών.


­ Στη βελτίωση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και στην απομάκρυνση των στρεβλώσεων και αγκυλώσεων των αγορών.


­ Στη μείωση των φορολογικών συντελεστών.


Η προώθηση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται προϋποθέτει βαθιές τομές στη δομή και λειτουργία του κράτους. Οι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιος είναι ο τελικός στόχος και πώς θα επιδιωχθεί η υλοποίησή του, γιατί στην πορεία μετάβασης θα πρέπει να επέλθει ρήξη με επιμέρους συντεχνίες, τα συμφέροντα των οποίων αντιστρατεύονται το πέρασμα της χώρας μας στον επόμενο αιώνα.


Ο κ. Στέφανος Μάνος είναι βουλευτής Α´ Αθηνών της ΝΔ και πρώην υπουργός.