Οι αφίσες στα διόδια ­ με το κόκκινο να δεσπόζει ­ έδιναν από νωρίς το στίγμα της παράστασης. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί στον χώρο του Ξενία ανέβαινε εγκαίρως για να καταλάβει μια θέση στις κερκίδες. Τη «Μήδεια» του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο, που παρουσιάστηκε την περασμένη Παρασκευή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, την παρακολούθησαν περίπου 7.500 θεατές που έδειχναν ανυπόμονοι: μόλις έγινε εννέα άρχισαν να χειροκροτούν, σε μια προσπάθεια να οδηγήσουν τον θίασο επί σκηνής. Η παράσταση άρχισε όμως ένα τέταρτο μετά και αφού μια κουκουβάγια έδωσε την εντύπωση ότι με τους ήχους της καθόρισε και την έναρξη.


Ηδη είχαν πάρει τις θέσεις τους ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Νίκος Κούρκουλος, που συνοδευόταν από τις κυρίες Μαριάννα Λάτση και Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ. Και δεν ήταν οι μόνοι επώνυμοι· η «Μήδεια» προσέλκυσε πολλούς και ήταν η πρώτη παράσταση των φετινών Επιδαυρίων που έδωσε στο κοινό ευκαιρία για λίγη «κοινωνική κριτική»: «κοιτάξτε», μας παρότρυνε όλους η έκπληκτη κυρία πίσω μου, μόλις η Ζωζώ Σαπουντζάκη έκανε ­ από πολύ νωρίς ­ την είσοδό της στο θέατρο συνοδευόμενη από έναν εκπρόσωπο της Εκκλησίας. Αμέσως μετά άρχισαν να καταφθάνουν και άλλοι «γνωστοί». Ανάμεσά τους ο Θεόδωρος Κρίτας με τη Βάσω Μανωλίδου, ο Νίκος Κούνδουρος με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο («Να δείτε που θα αναλάβει την υπεράσπιση της Μήδειας μετά την παράσταση», έλεγε, χαριτολογώντας βέβαια, μια νεαρά), ηθοποιοί, σκηνοθέτες, βουλευτές. Και τα φλας άρχισαν να αστράφτουν. Ουδείς παρατήρησε την είσοδο της Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο, που κάθισε ήσυχα μαζί με την παρέα της στις κερκίδες.


Το λευκό σκηνικό, φτιαγμένο από ελαστικές κορδέλες, είχε λειτουργικό χαρακτήρα. Και αν στην αρχή το κοινό το παρατηρούσε με περιέργεια, ίσως και καχυποψία, τελικά ο Γιώργος Πάτσας που υπέγραφε τη σκηνογραφία κέρδισε τις εντυπώσεις. Από εκεί πρόβαλε μαυροντυμένη η Σαβίνα Γιαννάτου, που συνέθεσε τη μουσική για την παράσταση και έπαιζε σε αυτήν, καθώς ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια επί σκηνής, βγάζοντας ήχους και κραυγές, σαν μια ορχήστρα χωρίς όργανα, με μόνο όργανο τη φωνή της. Ο κύκλος αίματος που ξεκίνησε να σχηματίζει η συνθέτις ολοκληρώθηκε ύστερα από δύο ώρες και δέκα λεπτά, όταν πια η ευριπίδεια παράσταση είχε κάνει επίσης τον δικό της κύκλο. Με την υπογραφή της Νικαίτης Κοντούρη, στην πρώτη της σκηνοθεσία στο αρχαίο δράμα και στην Επίδαυρο, η «Μήδεια» χάραξε μια πορεία εκδίκησης, με έντονα τα σημάδια του θυμού και του μίσους, προτείνοντας μιαν άλλη προσέγγιση στην τραγωδία.


Ο καθαρός και διαπεραστικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά ακούστηκε πρώτα από τα χείλη της Τροφού· η Μάγια Λυμπεροπούλου, με μαύρο κοστούμι, προετοίμασε με τον μονόλογό της τα δεινά που θα συμβούν. Παρών ο Παιδαγωγός (Νίκος Χατζόπουλος) που κρατούσε στα χέρια του τους δύο γιους της Μήδειας (πάνινα ομοιώματα). Ο Χορός, 18 κορίτσια λευκοντυμένα, ξεπρόβαλε μέσα από τις ελαστικές κορδέλες του σκηνικού. Τότε, η κραυγή της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη διαπέρασε τη σιωπή τής Επιδαύρου, έστω και αν η ηθοποιός, κρυμμένη πίσω από το σκηνικό, δεν φαινόταν.


Με μια κίνηση ακρίβειας η Μήδεια έκανε την εμφάνισή της: το βαθυκόκκινο κοστούμι της με τη μακριά ουρά (και αυτό, όπως όλα, του Γιώργου Πάτσα), το μακιγιάζ της, οι κόκκινες γραμμές αίματος που είχαν σχηματιστεί πάνω στα χέρια της, την επέβαλαν στο κοινό που αντέδρασε με επιδοκιμαστικό βουητό. Αμέσως τα «κλικ» των φλας «βομβάρδισαν» τον χώρο. «Τι υπέροχη που είναι», είπε η παρέα των νέων που κατέβηκε στην Επίδαυρο μόνο και μόνο για να τη δει και δεν έδειχνε διόλου να πάσχει με τα δεινά της. Ακολούθησε η εμφάνιση του Κρέοντα (Γιάννης Νταλιάνης). Τον αλαζόνα Ιάσονα (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) που εμφανίστηκε ψηλά, πίσω από το σκηνικό, τον ακολούθησε ο σεμνός Αιγέας (Αρης Λεμπεσόπουλος), ενώ στα κόκκινα εμφανίστηκε και ο Αγγελος της Αννας Μακράκη.


Ο μονόλογος της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη όταν ήρθε η ώρα της δύσκολης απόφασης, αν θα σκοτώσει ή όχι τα παιδιά της, έγινε μέσα σε απόλυτη σιωπή: η Μήδεια έδειχνε αποφασισμένη. Ο θυμός και η εκδίκηση, το μίσος και ο πόνος που προκάλεσε η προδοσία του Ιάσονα, είχαν πάρει για τα καλά τη θέση τους. Στο τέλος η τραγική ηρωίδα, ντυμένη με ένα κατακόκκινο μακρύ φόρεμα, που αγκάλιαζε το σώμα της και όλη την κατασκευή που την κρατούσε ψηλά, και σε απόλυτη αντίθεση με τον Ιάσονα, που σερνόταν από πόνο και δυστυχία στη σκηνή, χάθηκε στους ουρανούς. Τα φώτα έσβησαν και το χειροκρότημα του κοινού ακούστηκε δυνατό. Ο θίασος υποκλίθηκε και μαζί με τη σκηνοθέτιδα «έσπρωξαν» μπροστά την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη που δέχθηκε θερμό χειροκρότημα, με μπράβο και σφυρίγματα.