Πριν από περίπου δύο δεκαετίες, όταν ο Ουμπέρτο Εκο βρισκόταν στην Αμερική για κάποιες διαλέξεις, ένας αμερικανός δημοσιογράφος τον πλησίασε και, εμφανώς προβληματισμένος, τον ρώτησε πώς καταφέρνει να συμβιβάζει την ιδιότητα του μελετητή και του καθηγητή πανεπιστημίου με τις άλλες δραστηριότητές του και ειδικά με αυτήν του αρθρογράφου.


Ο Εκο του απάντησε ότι αυτή η πρακτική είναι κοινή σε όλους τους ευρωπαίους διανοουμένους και ότι ο ίδιος δεν αποτελεί εξαίρεση. Οσον αφορά τα κίνητρά του, επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου του «Ταξίδια στην υπερ-πραγματικότητα»: «Υπάρχει ένας ακόμη λόγος που γράφω αυτά τα άρθρα. Πιστεύω ότι είναι πολιτικό καθήκον μου. Στις ΗΠΑ η πολιτική είναι επάγγελμα ενώ στην Ευρώπη είναι δικαίωμα και καθήκον. Πιθανώς αποδίδουμε υπερβολική σημασία και κάνουμε κακή χρήση αυτού, ο καθένας από εμάς όμως νιώθει την ηθική υποχρέωση να συμμετέχει στα κοινά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ο δικός μου τρόπος συνίσταται στο να λέω πώς βλέπω την καθημερινή ζωή, τα πολιτικά γεγονότα, τη γλώσσα των ΜΜΕ, ακόμη και μια ταινία».



Ο ρόλος του διανοουμένου και η σχέση του με την κοινωνία είναι ένα ζήτημα που δεν έπαψε να απασχολεί τη δυτική σκέψη από την εποχή του Πλάτωνα και το όραμά του για φιλοσόφους-κυβερνήτες. Ποια ευθύνη φέρει ένας πνευματικός άνθρωπος απέναντι στους συμπολίτες του; Με ποιον τρόπο οφείλει να αξιοποιεί τις πνευματικές κατακτήσεις του έτσι ώστε να ωφελεί το ευρύτερο σύνολο και όχι μόνο τους ομοίους του; Εχει δικαίωμα ή υποχρέωση να επεμβαίνει στη δημόσια ζωή, να παίρνει θέση σε καίρια ζητήματα της επικαιρότητας και να θίγει τα κακώς κείμενα; Σε ποιον βαθμό μπορεί ο διανοούμενος να διατηρήσει την αυτονομία του και την ακεραιότητά του από τη στιγμή που εισέρχεται στην αρένα των πολιτικών συζητήσεων και των ΜΜΕ;


Στο πλαίσιο του αφιερώματος της γαλλικής εφημερίδας «Le Figaro» διάφοροι στοχαστές της εποχής μας ­ ο καθένας προερχόμενος από διαφορετικό γνωστικό πεδίο ­ κλήθηκαν να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα και να σκιαγραφήσουν το τοπίο της σύγχρονης διανόησης. Ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, φιλόσοφος και συγγραφέας, θεωρεί ευτύχημα την άρθρωση πολιτικού λόγου από τη μεριά των διανοουμένων σήμερα και θεωρεί απαραίτητες τις επεμβάσεις τους σε μεγάλα πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα. «Οι λέξεις είναι σαν ένα παγόβουνο από το οποίο δεν βλέπουμε παρά μόνο την κορυφή. Καθήκον των διανοουμένων είναι να μας αποκαλύπτουν ή έστω να μας κάνουν να υποψιαζόμαστε το αφανές μέρος του».


Η Συλβιάν Αγκασίνσκι, από την άλλη, δέχεται τη χρησιμότητα της δημόσιας αντιπαράθεσης και συζήτησης των διανοουμένων, υποστηρίζει όμως ότι η αναζήτηση της μεταφυσικής ή επιστημονικής αλήθειας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτυγχάνεται μέσω των ΜΜΕ, σε έναν χώρο δηλαδή όπου η θεαματικότητα είναι το Α και το Ω.


Ούτε η αντίθετη στάση, η αποχή από τις δημόσιες αντιπαραθέσεις και ο εγκλωβισμός σε μια στενή επιστημονική κοινότητα δηλαδή, αποτελεί λύση: ο Μισέλ Μαφεζολί, καθηγητής της Σορβόννης και κοινωνιολόγος, κατηγορεί τους διανοουμένους ότι έχουν χωριστεί σε φατρίες, καθεμιά από τις οποίες μιλάει τη δική της γλώσσα και ανακηρύσσει τους δικούς της «ήρωες» χωρίς να ενδιαφέρεται ­ χωρίς ούτε καν να γνωρίζει ­ για την κοινωνική πραγματικότητα.


Μαζί του μοιάζει να συμφωνεί και ο συγγραφέας Φιλίπ Σολέρ: στιγματίζει το φαινόμενο του «ακαδημαϊσμού», κατακρίνει τους διανοουμένους που έχουν απομακρυνθεί από τις αξίες του Διαφωτισμού, έχουν γίνει άκαμπτοι και στείροι και έχουν ξεχάσει την «τέχνη της ζωής».


Η απουσία διαλόγου


Πολλοί από τους συμμετέχοντες στο αφιέρωμα του «Figaro» επισημαίνουν το εξής παράδοξο: το φαινόμενο της απουσίας αληθινού δημοκρατικού διαλόγου μέσα σε μια θεωρητικά δημοκρατική κοινωνία. Ο Αλέν Φίνκελκροτ, φιλόσοφος και συγγραφέας, διαπιστώνει ανάμεσα στις τάξεις των σύγχρονων διανοουμένων μια έντονα δογματική στάση: δεν πασχίζουν για την αναζήτηση της ρίζας των προβλημάτων ­ το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ο εντοπισμός και ο στιγματισμός του «εχθρού» ή του «κακού», φαινόμενο κατά το οποίο «το πνεύμα συρρικνώνεται σε γραμμόφωνο»: «Οι νέοι που μεταμορφώνονται εν ριπή οφθαλμού σε πολέμιους του ρατσισμού δεν λένε απλώς «ο ρατσισμός είναι κάτι κακό» αλλά «ο ρατσισμός είναι το κακό». Και έτσι αναισθητοποιούνται απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη μορφή βαρβαρότητας». Οπως το θέτει χαρακτηριστικά και η Αγκασίνσκι, το πρόβλημα αυτού του είδους των διανοουμένων είναι ότι «γίνονται στρατευμένοι «μαχητές» προτού γίνουν φιλόσοφοι».


Τη δυσκολία προσέγγισης της αλήθειας μέσα από τις δημόσιες αντιπαραθέσεις των «ειδικών» τονίζει και ο Μισέλ Σερ, φιλόσοφος: «Η αλήθεια διυλίζεται μέσα από τη φήμη, δηλαδή μέσα από μια αδιάκοπη αναπαραγωγή ενός «διαφημιστικού» λόγου. Αυτό που ακούμε να συζητείται παντού σχετικά με τα πυρηνικά απόβλητα ή με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς είναι συνολικώς ένα ψέμα. Η φήμη έχει πάρει τη θέση της αλήθειας».


Δεν υπάρχουν κανόνες


Ο Τζορτζ Στάινερ, φιλόσοφος και συγγραφέας, θέτει τέλος το θέμα της «ιδιωτικής στιγμής» («privacy»): σε έναν κόσμο στοιχειωμένο από την υλιστική επιθυμία και τον δεσποτισμό της αγοράς το χωροχρονικό περιθώριο απομόνωσης που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του καθαρού στοχασμού διαγράφεται ολοένα και πιο στενό.


Ισως τελικά δεν υπάρχει «συνταγή»: κανένας δεν μπορεί να αναγκάσει έναν διανοούμενο να επέμβει στα κοινά και κανένας δεν μπορεί να ξέρει εκ των προτέρων την ποιότητα της παρέμβασης αυτής ­ οι «ψευτοδιανοούμενοι» με τις δημαγωγικές διαθέσεις δύσκολα εντοπίζονται από τον όχλο. Και φυσικά ο ίδιος ο διανοούμενος από την πλευρά του αναγκάζεται συχνά να λειτουργεί ενστικτωδώς. Οπως το έθεσε ο Εκο, «δεν υπάρχει κανόνας· μερικές φορές πρέπει να μιλάς επειδή νιώθεις την ηθική υποχρέωση να πεις κάτι και όχι επειδή έχεις την «επιστημονική» βεβαιότητα ότι αυτό που λες το λες με τρόπο αδιαμφισβήτητο».