Τα φεστιβάλ τρέφονται από τις εντάσεις ανάμεσα στην επανάληψη και στην έκπληξη, στη σιγουριά των αξιών και στο αναπάντεχο του πρωτόγνωρου, στην επανεμφάνιση των πιστών και στην κατάκτηση νέων και καινούργιων θεατών. Αν υπάρχει κάτι που ζηλεύω κάθε φορά στο Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι η δυναμική του. Ενας αμείωτος οίστρος συμμετοχής του κοινού και των καλλιτεχνών, ανεξάρτητος τελικά από τη λάμψη και τη σπουδαιότητα των θεαμάτων, από τις οικονομικές δυσκολίες, την αμφισβήτηση ή τα εγκώμια για τις επιλογές του ετήσιου προγράμματος.


Η Αβινιόν έχει παντού υποστηρικτές. Σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι γνωστές γαλλικές εφημερίδες εκδίδουν ειδικά παραρτήματα ενημερώνοντας, ακριβέστερα βομβαρδίζοντας, τους πάντες σε ημερήσια βάση για ό,τι θεατρικό, μουσικό, χορευτικό ή εκθεσιακό συμβαίνει στην Παπική Πόλη του θεάτρου με την πεντηκονταετή φεστιβαλική παράδοση.


Φυσικά δεν είναι μονάχα το επίσημο Φεστιβάλ με ένα πυκνό πρόγραμμα διαρθρωμένο γύρω από θεματικούς άξονες, σε μικρές ή μεγαλύτερες ενότητες, που δίνει τον τόνο της γιορτής μέσα στην πόλη. Αυτό που προκαλεί αληθινό ίλιγγο είναι το Φεστιβάλ OFF: ένας ανεπίσημος ποταμός με εκατοντάδες θεάματα που ξεχύνονται καθημερινά στους δρόμους, από το πρωί ως αργά τη νύχτα, αλλά και που έχουν ξετρυπώσει χώρους στο ιστορικό κέντρο και στα περίχωρα. Δεκάδες θίασοι κατεβαίνουν με δική τους πρωτοβουλία στην «αγορά» της Αβινιόν. Ομάδες έχουν ριψοκινδυνέψει να ανεβάσουν έργα κλασικά και σύγχρονα για να τα παρουσιάσουν εδώ. Δημιουργοί είναι σε αναζήτηση κοινού, κριτικών και «κυνηγών ταλέντων», τρέχουν πίσω από το θαύμα της άμεσης ανάδειξης. Ο,τι μπορεί να φανταστεί κανείς περιλαμβάνεται σε έναν ατελείωτο, πληθωριστικό κατάλογο με ονόματα συγγραφέων, τίτλους θεαμάτων, επωνυμίες σχημάτων. Τα θεάματα του δρόμου και διάφορες άλλες ελαφρές φόρμες είναι βεβαίως η πρόδηλη, η ασφυκτική πραγματικότητα που επιβάλλεται ακόμη και σε όσους δεν προτίθενται να ψάξουν για τους κρυμμένους θησαυρούς της OFF σκηνής. Μεταξύ επίσημου και ανεπίσημου Φεστιβάλ υφίσταται ένας ουσιαστικός δεσμός, μια αμοιβαιότητα, αφού είναι σε τελευταία ανάλυση συγκοινωνούντα δοχεία και το ένα προϋποθέτει το άλλο.


Στις αίθουσες του Παπικού Ανακτόρου ­ του μεγαλύτερου γοτθικού παλατιού της Ευρώπης, θεμελιωμένου το 1335, με θέα προς τη Γέφυρα της Αβινιόν, τα τείχη και τον Ροδανό ποταμό ­ είδα μιαν έκθεση ξεχωριστή. Με εικόνες όχι ζωγραφισμένες αλλά υφαντές πάνω σε μια πολύτιμη ταπισερί 45 μέτρων. Σαν σε κινούμενα σκίτσα οι παραστάσεις και το κείμενο είχαν υφανθεί το 1500 στις Βρυξέλλες: δώδεκα τεράστια πανό με τη μυθιστορία του μάρτυρα Ετιέν, με τα πρόσωπα να μιλάνε στα λατινικά ενώ στη βάση κάθε ταπισερί υπήρχε γαλλική σύνοψη. Τοπία, ζώα, φυτά, αρχιτεκτονήματα, βαρύτιμα ενδύματα, συμπεριφορές και συνήθειες, κωδικοποιημένες χειρονομίες και εμβλήματα, αλληγορίες και σύμβολα, κυρίως όμως η θρυλική ομορφιά των κεντημένων παραμυθιών και ιστοριών, αναδεικνύονταν στη μοναδική διήγηση με κλωστές μεταξωτές και μάλλινες. Το ταξίδι ήταν διπλό: στον κόσμο μιας υφαντικής τέχνης από αλλοτινούς καιρούς και στον βίο του Αγίου Ετιέν ­ ένα θρησκευτικό Stationen – Drama.


Πολλά τα ταξίδια και οι μορφές αφηγηματικότητας στο φετινό Φεστιβάλ. Ενα ταξίδι σε σημερινές εκφάνσεις του ρωσικού θεάτρου, όμοιο με κάθοδο στο υπόγειο, στο άδυτο ομάδων που καλλιεργούν την εργαστηριακή αντίληψη και που «κοινωνούν» την τέχνη σε πνεύμα μυσταγωγίας. Από τη μια μεριά ο γεωργιανός ζωγράφος, γλύπτης, σεναριογράφος Ρέζο Γκαμπριάτζε σε ένα «Τραγούδι για τον Βόλγα» με μαριονέτες ανάλαφρες όπως αυτή του Κλάιστ παρά τον βαρύ ίσκιο της μάχης του Στάλινγκραντ και από την άλλη ο Ανατόλι Βασίλιεφ με μαριονέτες τους ηθοποιούς του σε μιαν επίδειξη δεξιοτεχνίας καθώς σχοινοβατούσαν πάνω στις λέξεις, στις φράσεις, στα προσωπεία του μολιερικού «Αμφιτρύωνα».


Η σκηνική αφηγηματικότητα δύο Γάλλων που καταπιάστηκαν με αρχαίους θεούς και ήρωες βρίσκοντας ανταπόκριση σε ένα ευρύ κοινό κουβαλούσε απόηχους του Λαϊκού Θεάτρου. Ο Ολιβιέ Πι, «σταρ» της σύγχρονης γαλλικής δραματουργίας, γέμισε την Αυλή του Παπικού Ανακτόρου με την πολύωρη εποποιία του «Το πρόσωπο του Ορφέα», σε δύο εποχές: εύπεπτος νεοϋπαρξιακός προβληματισμός με λυρικές και κωμικές εξάρσεις. Ο Λοράν Πεγί, εξάλλου, που σκηνοθέτησε τους «Ομηρικούς Υμνους» στο Κλουάτρ ντε Σελεστέν, «αφηγήθηκε», εκτός από τις περιπέτειες της Δήμητρας και της Περσεφόνης, της Αφροδίτης και του Ερμή, το νεοελληνικό τοπίο: ένα θέαμα με μια μετα-βιτεζιανή αναφορά στην ελληνικότητα.