Κάθε χρόνο δύο εκατοντάδες περίπου φοιτητές τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών επισκέπτονται την Κύπρο για μία εβδομάδα, πραγματοποιώντας μια παιδευτική, κατάλληλα προετοιμασμένη επίσκεψη, προϊόν συνεργασίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών με το υπουργείο Παιδείας τής Κύπρου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μετάβαση-προσκύνημα στη σκληρά δοκιμασμένη Μεγαλόνησο, που έχει το πιο θλιβερό «προνόμιο»: να υψώνεται, καταμεσής τής Λευκωσίας και στην αυγή τού 21ου αιώνα, το μοναδικό σήμερα στον κόσμο «τείχος τού αίσχους», το τείχος που χωρίζει την ελεύθερη από την κατεχόμενη Κύπρο. Αυτό το βίωμα, αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία αν δεν την ζήσεις, δεν καταλαβαίνεις ποτέ την τραγωδία που ζει από το ’74 η Κύπρος. Χωρίς την Ελλάδα η Κύπρος ­με την ανοχή και την αναισχυντία των ισχυρών και με τη διεθνή διαπλοκή συμφερόντων­ θα κινδύνευε να βρεθεί ολόκληρη υπό τουρκική κατοχή, με την αδύναμη φωνή της να μην ακούγεται πουθενά. Και χωρίς την Κύπρο η Ελλάδα θα ήταν εθνικά και πολιτισμικά ακρωτηριασμένη, αποστερημένη από ένα πανάρχαιο, γνήσιο και ζωντανό κομμάτι τού Ελληνισμού και από μια πολύτιμη πύλη προς την Ανατολή. Γιατί μπορεί η Κύπρος, αφού δεν πραγματοποιήθηκε η ποθητή (από το 95,7% των κατοίκων τού νησιού κατά το δημοψήφισμα τού 1950) Ενωση με την Ελλάδα, να είναι (μετά την αποτίναξη τής Αγγλοκρατίας από το 1960) ανεξάρτητη Δημοκρατία, ανεξάρτητο Κράτος, αλλά δεν έπαυσε ποτέ να είναι έθνος ελληνικό ­στην καταγωγή, στη γλώσσα, στη θρησκεία, στην παράδοση, στον πολιτισμό, στην ιστορική της πορεία και, πάνω απ’ όλα, στη βαθύτερη διαχρονική συνείδηση των Κυπρίων ως ιστορικού τμήματος τού Ελληνισμού.


Οι Ελλαδικοί Ελληνες έχουμε χρέος να γνωρίζουμε την ουσία του προβλήματος που ζει (από το 1974 και με ευθύνη των πραξικοπηματιών τής Ελλαδικής Δικτατορίας) η Κύπρος: με το 1/3 τού νησιού (37%) υπό τουρκική κατοχή, με 200.000 Ελληνοκυπρίους πρόσφυγες στον τόπο τους, με 80.000 εποίκους, φερμένους από την Τουρκία στην κατεχόμενη περιοχή για να αλλοιώσουν δημογραφικά τη σύνθεση τού νησιού, και με τους ίδιους τους Τουρκοκυπρίους (υπολογίζονται σε 40.000) να εκπατρίζονται για να γλυτώσουν από τους Τούρκους εποίκους! Με τη συμπαράσταση των αρμοδίων τής Κύπρου πρέπει να πραγματοποιούνται συστηματικά επισκέψεις μαθητών και φοιτητών στην Κύπρο, οι οποίοι θα έχουν έτσι την ευκαιρία να ζήσουν από κοντά και να καταλάβουν από μόνοι τους το κυπριακό πρόβλημα, απολαμβάνοντας συγχρόνως τις ομορφιές τού νησιού. Δεν είναι δυνατόν ­και είναι ευθύνη των σχολείων και τού Υπουργείου Παιδείας­ οι λεγόμενες εκπαιδευτικές εκδρομές, όσο κι αν κατανοούμε και υποστηρίζουμε τη ζωντάνια των νέων μας, να καταντούν συχνά απλά «εκπαιδευτικά ξεφαντώματα» σε μπαρ και σε κλαμπ ελάχιστων, πολυσύχναστων και άχρωμων τουριστικών περιοχών μέσα σε κατάσταση αμηχανίας, ψυχικής δοκιμασίας και υπονόμευσης τού κύρους των συνοδευόντων εκπαιδευτικών.


Αντιθέτως, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το ότι τα τελευταία χρόνια το Πανεπιστήμιο τής Κύπρου και το Πανεπιστήμιο Αθηνών συνεορτάζουν στον χώρο τού Πανεπιστημίου τής Κύπρου ­σε συνδυασμό και με την επίσκεψη των φοιτητών­ δύο μεγάλες εθνικές εορτές: την 25η Μαρτίου τού 1821 και την 1η Απριλίου τού 1960, τον απελευθερωτικό αγώνα τής Κύπρου εναντίον των Αγγλων με τον καθολικό ξεσηκωμό τού κυπριακού λαού (1954-1959) που έγινε γνωστός με τα ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών τής ΕΟΚΑ. Πρόκειται για ένα μεγάλο στη σημασία και στον συμβολισμό του εθνικό και πνευματικό γεγονός, το οποίο θα έπρεπε ­πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά­ να τιμούν και να αναδεικνύουν με την παρουσία τους ο Πρόεδρος τής Δημοκρατίας, η Κυβέρνηση, οι ηγέτες των κομμάτων, η Εκκλησία, τα ΜΜΕ και οι πνευματικοί ταγοί τής Κύπρου. Δεν αρκεί μόνο να συγκροτούμε ­πράξη σωστή και απαραίτητη­ τον «ενιαίο αμυντικό χώρο» Ελλάδος και Κύπρου (Θράκη – νησιά Αιγαίου – Κύπρος), αλλά πρέπει να θεμελιώσουμε και την προϋπόθεσή του, αυτή που θα τον στηρίζει και θα τον ενεργοποιεί: τον ενιαίο πνευματικό χώρο Ελλάδος και Κύπρου. Κι αυτός είναι οι βαθύτεροι πνευματικοί, ηθικοί, ψυχικοί και ανθρώπινοι δεσμοί που σφυρηλατούνται από την παιδεία, τη γνώση, τη συνεργασία, την αμοιβαία εκτίμηση, την πίστη στις ίδιες αξίες, τη συμπόρευση γενικά σε πνευματικό επίπεδο. Ετσι επιτυγχάνεται η συνειδητοποίηση των ουσιαστικών λόγων, για τους οποίους αξίζει, όταν χρειάζεται, να μάχεται κανείς από κοινού με τον άλλο σ’ έναν χώρο συνεχή, αρραγή, πνευματικά και αμυντικά ενιαίο. Ας μη ξεχνάμε ότι παιδεία και πνεύμα, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με τον Κοραή, τον Ρήγα και τους μεγάλους Διδασκάλους τού Γένους, ήταν αυτός που οδήγησε στον φωτισμό και τον ξεσηκωμό τού Γένους των Ελλήνων να διεκδικήσει και να κατακτήσει με αίμα την ελευθερία του, και ότι ένας άλλος διαφωτισμός, ο κυπριακός διαφωτισμός από τους Ελληνες της Κύπρου που σπούδασαν στην Ελλάδα, από τα ελληνικά Σχολεία τής Κύπρου, από την Εκκλησία και τους πνευματικούς ανθρώπους τής Μεγαλονήσου ήταν αυτός που οδήγησε τον κυπριακό λαό στον ξεσηκωμό κατά των Αγγλων (1954-1959) και στην απόκτηση τής ελευθερίας του. Η δύναμη τής παιδείας, τού πνεύματος και τής ηθικής για μια ακόμη φορά αποδείχτηκε υπέρτερη τής δύναμης τής βίας, τής ύλης και των όπλων.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.