Fee Parking» γράφει στα αγγλικά και γερμανικά η βαμμένη με λαδομπογιά ξύλινη πινακίδα και το μήνυμα μοιάζει θεόσταλτο: αφού έχεις διανύσει από το Ηράκλειο επί 45 λεπτά απόσταση για την οποία θα χρειαζόσουν μόνο ένα τέταρτο της ώρας, επιδιδόμενος σε κάθε είδους ελιγμό για να αποφύγεις δεκάδες φορτηγά και αγροτικά αυτοκίνητα που δεν υπακούουν σε καμιά σήμανση επειδή αυτή δεν υπάρχει, φτάνεις κάθιδρος και εκνευρισμένος στην Κνωσό. Για το επίσημο κράτος η Κνωσός χρειάζεται δύο σίγμα ενώ η αγγλική της απόδοση ένα ώστε να ακούγεται Κνωζός. Αλλά ούτε σε αυτό το λάθος υπάρχει συνέπεια. Από τις δεκάδες ταμπέλες είναι ζήτημα αν υπάρχουν δύο όμοιες. Ολη η αμηχανία του ανορθόγραφου είναι αποτυπωμένη σε όλες τις πιθανές εκδοχές της παίζοντας με τα σίγμα.


* Ανίερη εκμετάλλευση


Αριστερά και δεξιά του στενού δρόμου τεράστια πούλμαν αποβιβάζουν τουρίστες, ενώ οι υπάλληλοι των τουριστικών καταστημάτων με τα χέρια στη μέση θηρεύουν πελάτες για να τους πουλήσουν τραπεζομάντιλα κρητικά «made in Hong Kong». Τα παραβλέπεις όλα ώστε να εντοπίσεις πού βρίσκεται επιτέλους ο χώρος στάθμευσης. Και τότε εντοπίζεις τη σωτήρια πινακίδα. Αγνοείς αφελώς πόσο πρόχειρα είναι κατασκευασμένη, αγνοείς ότι δεν έχει λέξη ελληνική και εφορμάς μέσα στον χώρο της ελεύθερης στάθμευσης, ώστε να απαλλαγείς από το αυτοκίνητό σου και να φτάσεις επιτέλους στον αρχαιολογικό χώρο.


Και αφού πια βαδίζεις προς την έξοδο του οικοπέδου, βλέπεις τη δεύτερη πινακίδα που σε προσγειώνει: ναι μεν ανοιχτό είναι το οικόπεδο και ελεύθερο το παρκάρισμα, αλλά ο χώρος ανήκει στο παρακείμενο εστιατόριο και γι’ αυτό, αν παρκάρετε εδώ, προτιμήστε μας! Τοποτηρητής είναι ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι που καθισμένο δίπλα στην αποκαλυπτικά διευκρινιστική ταμπέλα ελέγχει την κατάσταση. Του υπόσχεσαι λοιπόν ότι θα επισκεφθείς και το εστιατόριο και φεύγεις για να φτάσεις επιτέλους στον προορισμό σου.


Αν είσαι ιδιώτης και δεν ανήκεις σε ομάδα τουριστών με ξεναγό, μάλλον ατύχησες. Οχι μόνο δεν μπορείς να προχωρήσεις από το ασφυκτικό πλήθος αλλά γίνεσαι και στόχος των φερομένων ως ξεναγών που πέφτουν πάνω σου και σε ρωτούν: «Μιλάτε ελληνικά; Εχω ένα γκρουπάκι και θα αρχίσουμε σε λίγο, δεν έρχεστε;». Αγνοείς και αυτούς και προσπαθείς να προχωρήσεις.


Ο,τι κατορθώνεις να δεις αποφεύγοντας αυτούς που σκαρφαλώνουν στα ερείπια, σε πατάνε, σε σπρώχνουν και φλυαρούν μεγαλοφώνως είναι ερείπια ερειπίων μινωικού ανακτόρου. Και αν έχεις ξαναπάει μία και δύο φορές στο παρελθόν, χωρίς προσπάθεια διαπιστώνεις πως ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ευρώπης είναι παρατημένος στη χειρότερη μοίρα του, ενώ ταυτοχρόνως η με κάθε τρόπο χυδαία εκμετάλλευσή του φτάνει στα άκρα. Επιπλέον, αν δεν είσαι αρχαιολόγος ή αν δεν έχεις οπωσδήποτε μελετήσει σχολαστικά αρχαιολογικούς οδηγούς, δεν μπορείς να κατανοήσεις τι βλέπεις μπροστά σου. Οι μικρές, μονολεκτικές πινακίδες χρονολογούνται εδώ και πολλές εικοσαετίες και απέχουν έτη φωτός από αυτό που γνωρίζει κανείς ως σύγχρονη αξιοποίηση αρχαιολογικού χώρου. Το μόνο που σου μένει είναι να παρακολουθείς χιλιάδες τουρίστες να πατούν όπου βρίσκουν και να χαράζουν, όταν κανένα βλέμμα δεν πέφτει πάνω τους, τα αρχικά τους στις κολόνες. Μπορεί να βρίσκεσαι σε ένα από τα ωραιότερα σημεία του κόσμου, μπορεί να νιώθεις ότι βρίσκεσαι μέσα στον ελληνικό πολιτισμό, αλλά καλύτερα να διώξεις το βλέμμα σου πέρα, στις πευκόφυτες πλαγιές και να έχεις ανοιχτά τα αφτιά σου μόνο στη φωνή εκατομμυρίων τζιτζικιών. Για το θέμα της Κνωσού και τις προτάσεις που χρόνια τώρα οι αρμόδιοι αρχαιολόγοι με κάθε τρόπο προτείνουν και υποστηρίζουν διαπιστώνοντας την καταστροφή του μνημείου θα επανέλθουμε με προσεχές αναλυτικό κείμενο.


* «Ουρά» επισκεπτών


Ασφαλώς και δεν αποτελεί μόνη και μεμονωμένη περίπτωση η χρήση της Κνωσού από το ελληνικό Δημόσιο. Η επίσκεψη στο Μουσείο του Ηρακλείου, που για να επαναλάβουμε τα γνωστά αλλά και διόλου υπολογίσιμα από την πλευρά του κράτους είναι μαζί με το Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών οι διεθνώς μεγαλύτερες συλλογές αρχαιοτήτων, εξελίσσεται κατά ανάλογο τρόπο. Περισσότερο από μισή ώρα χρειάζεται για να δρασκελίσει κανείς το κατώφλι του μουσείου: στο μέσον του Αυγούστου, η ουρά των επισκεπτών, πολύχρωμο φίδι, ξεπερνά την είσοδο, ξεπερνά το πεζοδρόμιο μπροστά από το μουσείο, βγαίνει στον δρόμο και συνεχίζει.


Δεν οφείλεται μόνο στις εκατοντάδες επισκέπτες που εκείνη την ώρα συνέπεσαν στην είσοδο. Συμβαίνει γιατί στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου μόνο ένας υπάλληλος είχε προβλεφθεί να βρίσκεται στα εκδοτήρια των εισιτηρίων. Και όσες φιλότιμες προσπάθειες να κατέβαλε ο μοναδικός και αλλόφρων από την κοσμοσυρροή υπάλληλος, ήταν αδύνατον να εκδίδει γρηγορότερα τα εισιτήρια. Επιπλέον ήταν και ο μοναδικός υπάλληλος του μουσείου που βρισκόταν σε ολόκληρη την είσοδο του χώρου, με αποτέλεσμα να δέχεται και εμβολίμως όλες τις ερωτήσεις των επισκεπτών!


* Εμφανής περιφρόνηση


Στο εσωτερικό του μουσείου ο χρόνος έχει σταματήσει: το μόνο που μοιάζει να έχει αλλάξει στα χρόνια της ζωής του είναι οι ηλεκτρικές λάμπες. Οι περιγραφές είναι περιττές. Η απίστευτη ομορφιά και το αναρίθμητο πλήθος των εκθεμάτων (και το 1/8 θα ήταν αρκετό για να φτιάξει μουσείο από μόνο του) ευτυχώς σε απορροφούν ολοκληρωτικά. Οταν πλέον τελειώσεις την επίσκεψη και βγεις τσαλαπατημένος από την πολυκοσμία μη τυχόν και διψάσεις και αναζητήσεις νερό. Το μικρό καφενεδάκι που λειτουργεί μέσα στον χώρο του μουσείου δεν διέθετε εμφιαλωμένο νερό και αντ’ αυτού σε προμήθευε πλαστικά ποτήρια με νερό της βρύσης. Για μία εμφιαλωμένη πορτοκαλάδα και δύο ποτήρια νερό το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν στις 800 δρχ. Εξ αυτών οι 500 αντιστοιχούσαν στον χυμό και τα υπόλοιπα στο νερό!


Μπροστά σε αυτά, μπροστά στην εμφανή περιφρόνηση του πολιτισμού, το ένα ή τα δύο σίγμα στις επίσημες πινακίδες του δρόμου, η πλημμύρα τουριστικών φτηνομάγαζων, ο Ζορμπάς από τα μεγάφωνα και η διάχυτη βαριά μυρωδιά της τηγανίλας πέριξ της Κνωσού μοιάζουν παρωνυχίδες. Είναι προφανές πως αν υπήρχε φροντίδα για τα μνημεία και τα μουσεία θα υπήρχε αυτομάτως και μέριμνα για το περιβάλλον που τα απομυζά.