Istvan Mezaros «Η μεταμόρφωση του μαρξισμού»




Ο Ιστβαν Μεζάρος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ της Βρετανίας. Γεννημένος το 1930 στη Βουδαπέστη, τελείωσε το διδακτορικό του το 1955 με ένα δοκίμιο για τη σάτιρα («Σάτιρα και πραγματικότητα») υπό την οπτική του Λούκατς. Σχετίστηκε με κύκλους καλλιτεχνών στην Ουγγαρία και ως μέλος της Εταιρείας Ούγγρων Συγγραφέων το διάστημα 1950-56 έγραψε θεωρητικά κείμενα για τα γράμματα και τις τέχνες στην πατρίδα του. Συμμετείχε στο περιοδικό «Eszmelet», επιθεώρηση για τη θεωρία και την πολιτική, στο οποίο είχε εκλεγεί διευθυντής. Οταν έφυγε από τη χώρα του, δίδαξε διαδοχικά σε πανεπιστήμια της Ιταλίας, της Βρετανίας και της Σκωτίας, του Καναδά. Από το 1977 είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ. Με αυτή του την ιδιότητα βρέθηκε στην Αθήνα όπου, στις 19 Οκτωβρίου, μίλησε σε συμπόσιο που διοργανώθηκε από το περιοδικό «Ουτοπία» με θέμα «Συνέπειες της ανάπτυξης: ο ερχόμενος αιώνας «του σοσιαλισμού ή της βαρβαρότητας»». Με αυτή την ευκαιρία, παραχώρησε προς «Το Βήμα» εκτενή συνέντευξη, τα κυριότερα σημεία της οποίας παρατίθενται στη συνέχεια.


­ Υπάρχει χώρος για τη φιλοσοφία στα χρόνια που έρχονται; Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος των φιλοσόφων, ποια η σχέση τους με την πολιτική;


«Ναι, ίσως περισσότερο από ποτέ. Διότι η πνευματική παραγωγή ­ που βρίσκεται υπό την πίεση των προσταγών και των αποφάσεων του κεφαλαίου ­ τείνει να είναι κατακερματισμένη σε αμέτρητες εξειδικεύσεις εις βάρος της συνολικής θεώρησης των πραγμάτων. Αλλά η φιλοσοφία δεν μπορεί να αρνείται τα συνολικά ζητήματα. Αυτά τα ζητήματα δεν εξαφανίζονται απλώς και μόνο επειδή τα αγνοεί η επικρατούσα μόδα. Για όλα αυτά ωστόσο υπάρχει ένας ισχυρός ιδεολογικός σκοπός: η κυρίαρχη τάξη εκλαμβάνει τον εαυτό της ως δεδομένο, παραδεχόμενη μόνο την πιθανότητα (και τη νομιμότητα) οριακών διορθώσεων, αλλά ποτέ τη βιωσιμότητα των συνολικών εναλλακτικών λύσεων. Αν η φιλοσοφία συμφωνήσει με αυτή την προσέγγιση, θα έχει αυτοκτονήσει.


Η πρόκληση συνεπώς είναι σήμερα μεγάλη, δεδομένης της βαθιάς κρίσης της ίδιας της πολιτικής. Γνωρίζουμε τον παλαιό ορισμό της πολιτικής ως «τέχνης του εφικτού». Ακούμε όμως, παράλληλα, όλο και πιο συχνά ­ από κάθε απόχρωση κυβερνητικής σοφίας ­ ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Η Μάργκαρετ Θάτσερ το επανελάμβανε ad nauseam και, στα χνάρια της, και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ώσπου αναγκάστηκαν να ανακαλύψουν ότι μπορούσε, έπρεπε να υπάρξει εναλλακτική λύση. Σε κάθε περίπτωση, η σοφία τού «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» ­ η οποία επιμένει ότι «τέχνη του εφικτού» σημαίνει ότι «το εφικτό είναι ανέφικτο» ­ αποτελεί κατηγορία κατά της σημερινής διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Η φιλοσοφία ασχολείται με τον λόγο της ανθρώπινης χειραφέτησης και, συνεπώς, πρέπει να αμφισβητήσει την επικρατούσα σκέψη που προκύπτει από τα στενά όρια του κεφαλαίου για καθημερινές μικρές βελτιώσεις. Το κεφάλαιο ξαναπαίρνει σήμερα τις βελτιώσεις του παρελθόντος, όπως απέδειξε με τις επιθέσεις του στο κράτος πρόνοιας».


­ Μιλώντας για κεφάλαιο, όλοι κατανοούμε τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση των αγορών. Αποτέλεσμα αυτού είναι η λεγόμενη πολιτιστική παγκοσμιοποίηση;


«Ηδη από το 1957 ο Πολ Μπάραν περιέγραφε τις υπόλοιπες αποικιοκρατικές δυνάμεις ως «μικρότερους εταίρους του αμερικανικού ιμπεριαλισμού». Ο χαρακτηρισμός αυτός ισχύει και στον τομέα της «πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης». Οι «μικρότεροι εταίροι» προσπαθούν να επιβάλουν τα πολιτιστικά συμφέροντά τους στις μικρότερες χώρες, στον βαθμό που τους το επιτρέπει ο ρόλος τους ως μικρών εταίρων των ΗΠΑ. Ολα αυτά προκαλούν την απέχθεια εκείνων που βρίσκονται στις παρυφές αυτού του συστήματος. Από αυτή την άποψη, το μέλλον θα φέρει αναγκαστικά σημαντικές διαμάχες και την υπεράσπιση των νόμιμων πολιτιστικών εθνικών συμφερόντων κατά των δυνάμεων που απεργάζονται την παγκοσμιοποίηση σε όλα τα επίπεδα. Αλλά η διαδικασία αναμένεται επίπονη, γιατί οι πιθανότητες είναι σαφώς υπέρ των δυνάμεων που κυριαρχούν οικονομικά και πολιτικά».


­ Ακούγεται η άποψη ότι το έθνος-κράτος μπορεί να είναι πειστικός αντίποδας της παγκοσμιοποίησης. Στην πρώην Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, ο πόλεμος ανέδειξε την επιθυμία μικρών «εθνών-κρατών» να αυτονομηθούν, στο όνομα της καθαρότητας της εθνικής τους ταυτότητας. Αποκύημα αυτών των επιχειρημάτων είναι και ο όρος «εθνοκάθαρση». Επί τη ευκαιρία, δέχεστε ότι οι Σέρβοι έκαναν «εθνοκάθαρση» στο Κοσσυφοπέδιο;


«Το να καταφύγουμε στο έθνος-κράτος από τα ταραγμένα νερά της παγκοσμιοποίησης δεν είναι βεβαίως πειστικό. Διότι αναφερόμαστε σε μια διαδικασία γεμάτη αντιφάσεις. Τα έθνη-κράτη δεν βρίσκονται εκτός της παγκοσμιοποίησης· είναι βασικά συστατικά της. Με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούμε να θέσουμε εαυτούς εκτός της πολιτικής, τα έθνη-κράτη δεν μπορούν να αποφύγουν την υπερεθνική παγκοσμιοποίηση. Είτε τους αρέσει είτε όχι, συμμετέχουν ενεργητικά σ’ αυτή, αναλόγως της σχετικής υπεροχής τους στην παγκόσμια τάξη του κεφαλαίου.


Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το έθνος-κράτος αποτελεί την πραγματικότητα της πιο συμπυκνωμένης πολιτικής διάρθρωσης του κεφαλαίου. Διότι δεν υπάρχει παγκόσμιο κράτος του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχουν μόνο μεμονωμένα κράτη, ισχυρά ή αδύναμα. Πρόκειται για τρομερή αντίφαση η οποία γίνεται ιδιαιτέρως οξεία στην εποχή μας. Και δεν υπάρχει τρόπος να το ξεπεράσουμε παρά το γεγονός ότι η ίδια η υπερεθνική παγκοσμιοποίηση προκύπτει από την ακάθεκτη λογική του κεφαλαίου ­ άρα δεν μπορεί να σταματήσει προτού αυτοκαταστραφεί. Οι επιπτώσεις είναι οδυνηρές. Εχουμε γίνει μάρτυρες δύο καταστροφικών παγκοσμίων πολέμων ως αποτελέσματος της προσπάθειας ενός από τα μεγάλα έθνη-κράτη να επικρατήσει των υπολοίπων. Σήμερα που η παγκοσμιοποίηση ακμάζει, είναι πιο επιτακτικό από ποτέ για το πιο ισχυρό κράτος να επιβληθεί ως το «παγκοσμίως υπερισχύον» (έκφραση του Στρόουμπ Τάλμποτ) σε όλα τα υπόλοιπα και οι κίνδυνοι είναι αντιστοίχως μεγαλύτεροι από ποτέ. Ετσι, πάλι αντιμετωπίζουμε έναν ανταγωνισμό ­ μεταξύ των παγκοσμιοποιημένων υπερεθνικών κεφαλαίων και των εθνικών κρατών ­ ο οποίος μπορεί να επιλυθεί μόνο από μια αυθεντικά σοσιαλιστική εναλλακτική λύση. Εν τω μεταξύ, ο ανταγωνισμός μπορεί μόνο να ενταθεί, ενώ υπάρχει η πιθανότητα μιας καταστρεπτικής σύγκρουσης κάποια στιγμή στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον.


Οσο για την έννοια της «εθνοκάθαρσης», είναι μια φρικτή έννοια που αντικατοπτρίζει το χρονίως άλυτο πρόβλημα των υπερεθνικών και υπερκρατικών συγκρούσεων υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου. Αλλά δεν περιορίζεται μόνο στο Κοσσυφοπέδιο. Πρέπει να θυμόμαστε ότι 270.000 Σέρβοι ήταν θύματα «εθνοκάθαρσης» στην Κράινα υπό την αμερικανική επιτήρηση. Και σήμερα, οι Σέρβοι είναι θύματα «εθνοκάθαρσης» από το ίδιο το Κοσσυφοπέδιο, ίσως 200.000 από αυτούς.


Ολα αυτά τα προβλήματα ζητούν μια βιώσιμη λύση βάσει της ουσιαστικής ισότητας μεταξύ των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων. Η ουσιαστική ισότητα ωστόσο είναι διαρθρωτικά ασυμβίβαστη με τον κοινωνικό έλεγχο που ασκεί το κεφάλαιο».


­ Τι γνώμη έχετε για τις διεθνείς επεμβάσεις που στόχο ­ σύμφωνα με όσους τις πραγματοποιούν, και βεβαίως με τις ΗΠΑ ­ έχουν τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;


«Το ιστορικό των ΗΠΑ στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πολύ κακό και αυτό είναι κατανοητό ­ αν και με κανέναν τρόπο δικαιολογημένο. Διότι στον ΟΗΕ κυριαρχούσαν (και ακόμη κυριαρχούν) οι ΗΠΑ. Ενώ ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο δικαιολογείτο στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι «Δυτικές δημοκρατίες» (όπως τους αρέσει να αυτοαποκαλούνται) δεν έκαναν τίποτε για να αντιμετωπίσουν την πιο κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ­ που ενίοτε πλησιάζει τη γενοκτονία ­ από τους Τούρκους κατά των Κούρδων ή την εποχή της εξόντωσης σχεδόν ενός εκατομμυρίου ατόμων στη Ρουάντα. Υπάρχει επίσης μια άλλη μορφή χονδροειδούς παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: ο θάνατος ενός εκατομμυρίου παιδιών στο Ιράκ ως αποτέλεσμα των κυρώσεων που επέβαλαν οι ΗΠΑ και επικύρωσε ο ΟΗΕ με την πλήρη υποταγή των συμμάχων των ΗΠΑ. Κανείς δεν θα μπορεί να πάρει στα σοβαρά τον ΟΗΕ ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο οι σχέσεις δύναμης της παγκόσμιας πολιτικής εξευτελίζουν τις ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα».


­ Ποιος είναι ο ρόλος των ΗΠΑ στη νέα τάξη πραγμάτων; Τι πιστεύετε για το μέλλον της Ευρώπης;


«Την ίδια στιγμή, παρά τα φαινόμενα, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον αντικειμενικό ανταγωνισμό και τη σοβαρή σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Αυτό θα ενταθεί στο μέλλον, ακόμη και αν οι ΗΠΑ καταφέρουν να συνεχίσουν να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στην Ευρώπη στο άμεσο μέλλον. Η ίδια η Ευρώπη έχει εσωτερικές αντιφάσεις, οι οποίες εκδηλώνονται σήμερα πιο καθαρά από την προσπάθεια του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος να καταστρέψει την Ευρωπαϊκή Ενωση ως πολιτική οντότητα, κρατώντας μόνο το κοινό εμπόριο: μια πολιτική που αυτή τη στιγμή έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας στη Βρετανία, όπως έδειξε η νίκη των Συντηρητικών στις τελευταίες ευρωεκλογές. Ωστόσο οι προσπάθειες για τη διάσπαση της ΕΕ δεν θα επιτύχουν, αν και η πίεση θα αυξηθεί και όχι μόνο στη Βρετανία. Εδώ πάλι είμαστε αντιμέτωποι με μια τυπική αντίφαση του συστήματος στο οποίο δεν είναι εφικτή ούτε μια συνεργασία για την ενσωμάτωση ή την οργάνωση σε ομοσπονδία των κρατών-μελών ούτε μπορούν να οδεύσουν χωριστά μετά από πιθανή διάσπαση. Για να λυθεί η αντίφαση απαιτείται μια τελείως διαφορετική σχέση μεταξύ των μελών από εκείνη που επιτρέπουν οι αξεπέραστοι περιορισμοί του καπιταλιστικού συστήματος».


­ Τι σημαίνει, κατόπιν τούτων, κατά τη γνώμη σας σήμερα και για το άμεσο μέλλον η λέξη «Αριστερά»;


«Και σήμερα, Αριστερά σημαίνει προβολή των εναλλακτικών λύσεων στις υπάρχουσες. Η διάσπαση και οι διαφορές της σήμερα αποτελούν μεγάλο εμπόδιο στην επιτυχή επέμβαση της Αριστεράς στην πολιτική διαδικασία.


Οσο για το μέλλον, η διευρυνόμενη διαρθρωτική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος θα φέρει την Αριστερά ενώπιον μιας μεγάλης ιστορικής πρόκλησης: να καταστρώσει και να εφαρμόσει συνολική στρατηγική που θα δείξει την έξοδο από τις καταστρεπτικές τάσεις του σημερινού κοινωνικού στάτους. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με απόλυτη βεβαιότητα είναι ότι η Δεξιά, σε καθεμία από τις παρούσες ή πιθανές μορφές της, δεν θα μας προσφέρει τίποτε παρόμοιο».