Ο πολιτισμός είναι ταυτοχρόνως το πιο ευαίσθητο, το πιο επικίνδυνο και το πιο πρόσφορο πεδίο άσκησης πολιτικής. Γιατί οτιδήποτε γίνεται στο πεδίο αυτό συνδέεται, από την ίδια τη φύση του πράγματος, με την αισθητική και την ιδεολογία, τις νοοτροπίες και τα στερεότυπα, την αυτοσυνειδησία της κοινωνίας: την πολυμορφία και τις αντοχές της, τη σχέση της με την Ιστορία και τις ποικίλες χρήσεις της, τη σχέση της με τους «άλλους».


Ολα αυτά είναι ούτως ή άλλως βαθύτατα πολιτικά καθώς συνδέονται τελικώς με κοινωνικές σχέσεις· με την ίδια την οικονομία του χρόνου· με τη διαχείριση συμβόλων και συμβολισμών· με τη στάση του καθενός απέναντι στα συλλογικά υποκείμενα.


Ο λόγος περί πολιτισμού είναι συνεπώς λόγος εξόχως πολιτικός, ακόμη κι όταν είναι ανύποπτος. Ιδίως όταν είναι ανύποπτος και δήθεν «απολιτικός». Οταν κατά τρόπο ανιστόρητο και αμαθή θεωρεί ότι ακριβώς ο λόγος περί πολιτισμού είναι το αντίθετο του λόγου περί πολιτικής· όταν αυτοτοποθετείται και αυτοσυστήνεται ως λόγος αδιαφορίας για την πολιτική και απόστασης από αυτήν.


Ολα αυτά αφορούν βεβαίως τόσο στον πολιτισμό ως κατάσταση, ως μέσο επίπεδο της αισθητικής και της τεχνολογίας του καθημερινού βίου μιας εποχής και μιας κοινωνίας (civilisation), όσο και στον πολιτισμό ως στάση, ως πνευματική καλλιέργεια, ως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα γράμματα, τις τέχνες και την Ιστορία (culture). Ισως δε η διπλή χρήση της λέξης πολιτισμός στην ελληνική γλώσσα να είναι ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της γλώσσας μας ως του βασικού πολιτιστικού πεδίου.


Τα πράγματα γίνονται πολύ πιο περίπλοκα όταν το ίδιο το κράτος διατυπώνει ένα λόγο περί πολιτισμού. Οταν τον λόγο αυτό τον διατυπώνει ο αρμόδιος υπουργός. Σε αντίθεση με τον προσωπικό λόγο περί πολιτισμού, που είναι εντέλει λόγος για τις αισθητικές προτιμήσεις και τη διαμόρφωση του γούστου, σε αντίθεση με τον λόγο γύρω από την προσωπική εμπειρία του καλλιτέχνη ή του συγγραφέα, σε αντίθεση με τον δοκιμιακό ή κριτικό ή δημοσιογραφικό λόγο, σε αντίθεση με τον συνδικαλιστικό ή διεκδικητικό λόγο των επαγγελματιών του πολιτισμού, ο πολιτικός λόγος του κράτους υπακούει σε ιδιαίτερες, πολύ πιο αυστηρές προδιαγραφές.


Είναι λόγος επίσημος και συχνά συνιστά από μόνος του μια πολιτική πράξη. Είναι λόγος πρακτικός καθώς συχνά συνδέεται με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Πρωτοβουλίες νομοθετικές, οργανωτικές, πολιτικές. Δηλαδή, με επιλογές. Ως εκ τούτου είναι λόγος «ύποπτος» που πρέπει να σέβεται διαρκώς και χωρίς παρεκκλίσεις τις αρχές του πολιτιστικού πλουραλισμού, δηλαδή τις αρχές του κράτους δικαίου στο πεδίο του πολιτισμού. Στόχος ιδιαίτερα δύσκολος, εφόσον η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς συνιστά θεμελιώδη και σχεδόν αποκλειστική υποχρέωση της πολιτείας και εφόσον η υποστήριξη του σύγχρονου πολιτισμού προϋποθέτει ή πάντως συνεπάγεται εκ του αποτελέσματος ορισμένες αισθητικές, δηλαδή τελικώς ιδεολογικές, επιλογές. Ακόμη και όταν οι επιλογές αυτές συμψηφίζονται με άλλες ανάλογες ή συγκεντρώνουν τη συναίνεση ή την αποδοχή «έγκυρων» εκπροσώπων της κοινότητας των ομοτέχνων, των κριτικών ή των διανοητικώς παρεπιδημούντων· είτε αυτοί έχουν είτε δεν έχουν συναφή πανεπιστημιακή ιδιότητα και εξουσία τακτικής και επώνυμης πρόσβασης στα μέσα ενημέρωσης.


Ο λόγος όμως αυτός δεν παύει να είναι και λόγος προσωπικός ως προς το ύφος και ως προς τις αξιολογήσεις του. Καθώς μέσα στη σχετική ευρυχωρία μιας πλουραλιστικής πολιτιστικής πολιτικής ο υπουργός έχει πράγματι την ευχέρεια (θα έλεγα και την υποχρέωση) να δώσει τον προσωπικό του τόνο με τις εμπειρίες του, την πολιτική του αίσθηση, τον μορφωτικό του εξοπλισμό, τις παράπλευρες ιδιότητές του.


Σε αυτού του είδους, λοιπόν, τον πολιτικό λόγο περί πολιτισμού είναι εμφανείς οι πολιτικές θέσεις, οι εμμονές και οι προτεραιότητες. Είναι όμως ορατοί ­ ελπίζω ­ και οι θεωρητικοί υπαινιγμοί και οι ιδεολογικές συμπαραδηλώσεις. Αυτό δεν μετατρέπει τον πολιτικό λόγο σε δοκιμιακό. Αντίθετα, τον καθιστά ίσως περισσότερο ενσυνείδητο και γι’ αυτό περισσότερο πολιτικό.


Τρία είναι τα ζητήματα που με προβλημάτισαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και συνιστούν μια εγκάρσια τομή σε όλα τα θέματα.


Το πρώτο είναι η βαθύτατα ριζωμένη αντίληψη ότι το πρώτο και ίσως μοναδικό πρόβλημα της πολιτιστικής πολιτικής είναι τα δημοσιονομικά όρια της κρατικής παρέμβασης· ο περιορισμένος προϋπολογισμός (με την ουσιαστική έννοια του όρου) του υπουργείου Πολιτισμού ­ διαπίστωση προφανής και ορθή ως προς τα αριθμητικά μεγέθη. Πολιτική πολιτισμού δεν είναι όμως η πολιτική επιχορηγήσεων. Πολιτική πολιτισμού δεν συγκροτείται όταν (για ορισμένους: μόνον όταν) καταβάλλονται υψηλές επιχορηγήσεις εγκαίρως και σε τακτά διαστήματα. Παρά δε το περιορισμένο ύψος των κονδυλίων της δημόσιας δαπάνης για τον πολιτισμό, υπάρχουν περιθώρια εκλογίκευσης και καλύτερης και αποτελεσματικότερης διαχείρισης. Στόχος που συνδέεται και με την ανάγκη ­ όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτιστική ­ να αυξηθούν τα ποσοστά των μη κρατικών κεφαλαίων που επενδύονται στον χώρο του πολιτισμού.


Το δεύτερο είναι η διαρκής δοκιμασία του πολιτιστικού φιλελευθερισμού. Η κρατική παρέμβαση στα πεδία του πολιτισμού γίνεται δεκτή αφενός μεν γιατί διασφαλίζει τον αισθητικό πλουραλισμό και την άρση περιφερειακών ή άλλων ανισοτήτων, αφετέρου δε γιατί διασφαλίζει εμμέσως ορισμένες προδιαγραφές αισθητικής ποιότητας ­ με όλους τους κινδύνους που εγγενώς περιέχονται στη λέξη αυτή. Οι πιέσεις για μια πολιτική με συγκεκριμένη «άποψη» στους επί μέρους τομείς είναι πολύ συχνές, χωρίς αυτοί που τις ασκούν να αντιλαμβάνονται πάντοτε πόσο επικίνδυνο και ολισθηρό είναι αυτό. Οι ίδιοι είναι άλλωστε αυτοί που συνήθως αντιδρούν όταν μια τέτοια πολιτική συγκροτείται ή διαφαίνεται ­ ακόμη και όταν αυτό γίνεται μέσα στο κέλυφος των εγγυήσεων του πολιτιστικού πλουραλισμού.


Το τρίτο είναι η υφέρπουσα (πολλές φορές εξ αγαθού συνειδότος) έπαρση ανθρώπων που έχουν διαθέσει μεγάλο μέρος της ζωής τους, ίσως όλη τους την ύπαρξη, σε ορισμένους τομείς της πολιτιστικής δημιουργίας, συμπεριλαμβανομένης και της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτό άλλοτε εκδηλώνεται ως αδυναμία συνολικής και κυκλωτικής προσέγγισης των ζητημάτων, άλλοτε ως απαισιόδοξη διάθεση απέναντι σε οποιαδήποτε μεταβολή ή καινοτομία και άλλοτε ως επιφυλακτικότητα ή και ως άρνηση να γίνει αποδεκτή μια πολιτική (δηλαδή μια δεδηλωμένα πολιτική) προσέγγιση των θεμάτων αυτών.


Οι όροι «διαχρονία» και «συνέργεια» δηλώνουν ταυτοχρόνως το χρονολογικό και θεματολογικό εύρος και την οπτική γωνία προσέγγισης ή μάλλον τη βάση συνάρθρωσης μιας πολιτιστικής πολιτικής. Προτίμησα δε τον όρο συνέργεια (και όχι τους όρους συνεργασία ή συνεργία) και γιατί μου είναι οικείος από το ποινικό δίκαιο και γιατί η σημειολογική του αξία παραπέμπει σαφέστερα στην πολιτική ενέργεια που παράγεται μέσα από τη σύγκλιση των προσπαθειών και την καλώς νοούμενη συνενοχή των προσώπων. Θέλω επίσης να πιστεύω ότι αφενός μεν η οριστική ένταξη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου στο απόθεμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αφετέρου δε η κρισιμότητα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού για τη διαμόρφωση μιας συγκροτημένης πολιτιστικής πολιτικής με απαλλάσσουν από την υποχρέωση να εξηγήσω ειδικότερα την επιλογή του όρου διαχρονία.


Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από τον πρόλογο του νέου βιβλίου του κ. Ευ. Βενιζέλου με τον τίτλο «Διαχρονία και συνέργεια ­ Μια πολιτική πολιτισμού» που κυκλοφορεί τις ημέρες αυτές από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Παρουσιάζεται την Τρίτη 8 Δεκεμβρίου στις 12.30 το μεσημέρι στην Εθνική Πινακοθήκη. Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Γιώργος Βέλτσος, Αγγελος Δεληβοριάς, Νίκος Κούνδουρος και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι υπουργός Πολιτισμού.