MIA και γίνεται τόσος λόγος, τελευταία, για αλλαγές, ρήξεις, ανατροπές, θα ήταν ίσως κάποια «ποικιλία» ν’ ανατρέξουμε σ’ ένα θεατρικό έργο που, με τις δικές του σατιρικές ανατροπές, στάθηκε προάγγελος μιας κοσμοϊστορικής αλλαγής, της Γαλλικής Επανάστασης. Μιλάω για τον περιλάλητο «Γάμο του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί, που εφέτος κλείνουν 220 χρόνια από την πρώτη δημόσια παράστασή του.


Ολα ήταν «ανορθόδοξα» στον συγγραφέα του: δεν λεγόταν Μπωμαρσαί αλλά Πιερ-Ωγκυστέν Καρόν (το παρανόμι του το πήρε από ένα δασάκι, το «bos Marchais», ιδιοκτησία της πρώτης γυναίκας του)… δεν ήταν «άνθρωπος των γραμμάτων αλλά πολυτεχνίτης (άρχισε από ωρολογοποιός, έγινε μουσικοδιδάσκαλος των θυγατέρων του βασιλιά Λουδοβίκου IE’, αποδύθηκε σε ατέλειωτες περιπετειώδεις επιχειρήσεις, όπου πλούτιζε, καταστρεφόταν, φυλακιζόταν και ξαναπλούτιζε, γινόταν πρεσβευτής και μυστικός πράκτορας του βασιλιά και συνδεόταν με τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού)… και έβρισκε «έντιμη αναψυχή» απ’ όλα αυτά (όπως έγραψε ο ίδιος) στο θέατρο. Από τα έξι θεατρικά έργα του, τα τέσσερα έχουν – δίκαια – ξεχαστεί ολότελα. Τα άλλα δύο, οι κωμωδίες του «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» και «Ο Γάμος του Φίγκαρο», του χάρισαν την αθανασία. Χάρη στον κεντρικό ήρωά τους, τον Φίγκαρο.


ΟΧΙ πως αυτός ο κουρέας-υπηρέτης ενός ισπανού άρχοντα – πολύ πιο έξυπνος επινοητικός και καταφερτζής από το «αφεντικό» του – ήταν «εφεύρεση» του Μπωμαρσαί. Κάθε άλλο. Είχε αμέτρητους μακρινούς και κοντινούς προγόνους: τους πανούργους δούλους της αρχαιοελληνικής και ρωμαϊκής κωμωδίας, τους πονηρούς παρατρεχάμενους της Commedia dell’ arte, του Μολιέρου, του Μαριβώ, αλλά και τους κλόουν του Σαίξπηρ και τόσων άλλων1.


Αλλη είναι η ιδιοτυπία – και η μοναδικότητα, ως τότε – του Φίγκαρο: ότι τολμά να σαρκάζει, και ανελέητα, την κοινωνική κατάσταση, της εποχής (το «σύστημα», θα λέγαμε), τους «κρατούντες» – άρχοντες, αυλικούς κτλ. – αλλά και την πολιτική ολόκληρη, εκφράζοντας την ογκούμενη λαϊκή δυσφορία και τις αρχές του Διαφωτισμού για την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.


Αυτός ο πληβείος – που κάνει όλες τις δουλειές (factotum) για να επιζήσει, αλλά μένει πάντα ένας ελεύθερος άνθρωπος – δεν διστάζει να πει κατά πρόσωπο στους «έχοντες και κατέχοντες» πόσο ανόητοι, αναίσθητοι και διεφθαρμένοι είναι, πως μοναδική τους τέχνη είναι «να δέχονται, να παίρνουν και να ζητάνε» (τι μας θυμίζουν αυτά, τι μας θυμίζουν;) και πως όλοι οι θεσμοί του καθεστώτος είναι υποκριτικοί, άδικοι και καταπιεστικοί.


Γι’ αυτό και χρειάστηκαν έξι ολόκληρα χρόνια ώσπου να δοθεί η άδεια να παιχτεί το έργο, αφού υπερπηδήθηκαν άπειρα εμπόδια – ακόμα και βασιλικές απαγορεύσεις. Ο ίδιος ο Μπωμαρσαί, στον Πρόλογο του «Γάμου», γράφει πως, πριν ακόμα παρασταθεί η κωμωδία του, τον κατηγορούσαν ότι «Με τον «Κουρέα της Σεβίλλης» είχα απλώς τραντάξει το κράτος: με την καινούργια δοκιμή μου (τον «Γάμο»), το ανέτρεπα σύρριζα. Δεν θα υπήρχε πια τίποτα ιερό, αν επιτρεπόταν να παιχτεί το έργο». Κι ωστόσο, παίχτηκε τελικά στην Comedie Francaise (27.4.1784), με τεράστια επιτυχία.


EXEI πολλές φορές ειπωθεί πως ο «Γάμος του Φίγκαρο» «επέσπευσε» τη Γαλλική Επανάσταση, και ο κριτικός Ιππόλυτος Ταιν τοποθετεί τον Μπωμαρσαί ανάμεσα στους κήρυκες των «νέων ιδεών» (Μοντεσκιέ, Βολταίρο, Ντιντερό, Ρουσσώ), που «έπεισαν τους Γάλλους πως έπρεπε ν’ αλλάξουν ήθη και καθεστώς».


Βέβαιο είναι πως ο Μπωμαρσαί εξέφραζε το πνεύμα της εγκυμονούμενης Επανάστασης, και το εξέφραζε με το κοφτερό στιλέτο της σάτιρας («Βιάζομαι να γελάω με όλα, γιατί φοβάμαι μην αναγκαστώ να κλάψω», λέει ο Φίγκαρο στον «Κουρέα»). Κι αυτή η σάτιρά του είναι διαχρονική – ακόμα και οι χλευασμοί του για τους αυλικούς, αφού υπάρχουν και σήμερα θρονολάτρες… προπάντων, όμως, οι σαρκασμοί του για τις «αγέραστες μάστιγες», τη συκοφαντία λ.χ. και τη λογοκρισία – που ξανακάνει έντονη την ειδεχθή παρουσία της, τον τελευταίο καιρό, με το πρόσχημα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Αφού τονίσει πως «όταν δεν έχεις την ελευθερία ν’ ασκήσεις κριτική, ο έπαινος δεν έχει καμιά αξία», ο Φίγκαρο λέει για τη λογοκρισία:


«Εφ’ όσον δεν γράφω για την εξουσία, τη θρησκεία, την πολιτική, την ηθική, τους υψηλά ισταμένους, τα αξιοσέβαστα ιδρύματα, την όπερα, τα λοιπά θεάματα, και γενικώς για κάθε πρόσωπο που έχει γνωριμίες, μέσα και διασυνδέσεις, μπορώ να γράψω πανελεύθερα για ο,τι θέμα θέλω – φυσικά, το γραφτό μου θα περάσει επιθεώρηση από δύο ή τρεις λογοκριτές».


ΑΚΟΜΑ πιο οδυνηρό είναι το φραγγέλιό του για τους πολιτικάντηδες:


«Πολιτική είναι το δήθεν: Δεν ξέρεις ο,τι ξέρεις, ξέρεις ο,τι δεν ξέρεις. Ακούς προσεχτικά ο,τι δεν εννοείς, δεν ακούς ποτέ αυτό που πιάνεις. Τάζεις παραπάνω απ’ ο,τι μπορείς. Πλασάρεις για απορρήτως απόρρητο αυτό που κανείς λόγος δεν υπάρχει να κρύψεις. Δηλώνεις ότι αποσύρεσαι για υπηρεσία – μανταλώνεις πορτοπαράθυρα – και καθαρίζεις μελανοδοχεία. Δηλώνεις οτι διαθέτεις βάθος αμέτρητο, ενώ είσαι, κατά το λαϊκόν, τενεκές ξεγάνωτος. Παίζεις αλλουνού ρόλο, καλά ή άχαρα. Διορίζεις παντού χαφιέδες, κόβεις μιστό σε ρουφιάνους, ανοίγεις τα ξένα γράμματα, πλασάρεις για φινέτσα τη φτήνεια των μέσων σου, και παραφουσκώνεις τη σημασία του σκοπού σου – να η πολιτική»2.


Πόσοι μπορούν να τον διαψεύσουν;


……………………….


1. Βλ. το άρθρο μου «Ενας λαϊκός θρίαμβος. H βασιλεία των ταπεινών στην παγκόσμια Κωμωδία», «Το Βήμα», 10.4.1988, και σε «Της σκηνής και της τέχνης», Καστανιώτης, 1989. σελ. 77 επ. – 2. Ο Γάμος του Φίγκαρο, Πράξη E’, σκηνή 3, και Πράξη Γ’, σκηνή 5. Μετάφρ. Παύλου Μάτεσι.