Ασφαλώς μια από τις καλές ειδήσεις στα τέλη Ιανουαρίου ήταν η δημοσιοποίηση της πρόθεσης της ελληνικής κυβέρνησης να ιδρύσει στη Ρώμη Αρχαιολογική Σχολή, κάτι που για πολλούς και ευνόητους λόγους έπρεπε να είχε γίνει προ πολλού. Ο μέχρι πρότινος αρμόδιος για αρχαιολογικά θέματα υφυπουργός Π. Τατούλης, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αιώνια Πόλη, συζήτησε με τον Ιταλό ομόλογό του A. Martuscello τη δυνατότητα λειτουργίας μιας τέτοιας Σχολής. Στη Ρώμη, ως γνωστόν, εδώ και χρόνια έχουν δραστηριοποιηθεί δεκάδες ερευνητικών ιδρυμάτων ξένων χωρών που ασχολούνται με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, ακρογωνιαίο λίθο του Δυτικού πολιτισμού. Και από αυτή τη διεθνή επιστημονική συνάθροιση που τόσο στενά σχετίζεται με την αρχαία Ελλάδα, οι Νεοέλληνες λάμπουμε διά της… απουσίας μας. Το ιταλικό μάλιστα κράτος, για να βοηθήσει στη γρηγορότερη λειτουργία της Σχολής αυτής, παραχώρησε χώρους στο εντυπωσιακό Palazzo San Michele για την προσωρινή εγκατάστασή της.


H ίδρυση ενός τέτοιου επιστημονικού ιδρύματος στη Ρώμη είναι δύσκολη και δαπανηρή υπόθεση, είναι ωστόσο και εθνική. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο μόνος υπεύθυνος φορέας για τη Σχολή αυτή δεν θα πρέπει να είναι το Υπουργείο Πολιτισμού, ένα υπουργείο που δεν φημίζεται και για την οικονομική του ευρωστία. Αν αυτό αναλάβει αποκλειστικά το δαπανηρό εγχείρημα της λειτουργίας της, ελλοχεύει ο κίνδυνος η Σχολή να υπολειτουργεί ακόμη και για οικονομικούς λόγους. Ενα επιστημονικό ίδρυμα στο εξωτερικό θα πρέπει να στελεχώνεται από τα πιο καταρτισμένα, κατά το δυνατόν, αρμόδια στελέχη του ελληνικού κράτους και να έχει την οικονομική και όχι μόνον στήριξη περισσοτέρων κρατικών φορέων. Οι υπηρεσίες που ανήκουν σε διαφορετικά υπουργεία καιρός είναι να μάθουν να συνεργάζονται και να μη συμπεριφέρονται σαν να ανήκουν σε διαφορετικά και μερικές φορές εχθρικά κράτη. Κατά την άποψή μου στην υπόθεση αυτή θα πρέπει να εμπλακούν και άλλα Υπουργεία, όπως π.χ. το Παιδείας ή το Ανάπτυξης, μέσω της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας. Ομολογουμένως δεν έχουμε εμπειρία από τέτοια ιδρύματα. Στα διακόσια περίπου χρόνια του ελεύθερου βίου μας αξιωθήκαμε να ιδρύσουμε, και μάλιστα πολύ αργά, ένα μόνο ερευνητικό ίδρυμα στο εξωτερικό, το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στη Βενετία. Οι φουρτούνες που έχει περάσει στα πενήντα περίπου χρόνια ζωής του είναι γνωστές στους επαΐοντες. Μία ενδεδειγμένη κίνηση είναι να ενημερωθούμε για το πώς λειτουργούν αντίστοιχα ιδρύματα ξένων χωρών και να καρπωθούμε την εμπειρία τους. Στη χώρα μας λειτουργεί σημαντικός αριθμός τέτοιων ιδρυμάτων, ορισμένα από τα οποία έχουν λαμπρή παράδοση. Στην οργάνωση της δικής μας Σχολής αυτή η γνώση από την ως σήμερα πολυετή λειτουργία τους δεν θα πρέπει να αγνοηθεί. H Ελλάδα δεν μπορεί να πρωτοτυπεί σε θέματα για τα οποία έχει ελάχιστη εμπειρία. (Θυμίζω ότι και στην Ανώτατη Παιδεία του τόπου μας υπάρχουν θεσμοί που αποτελούν παγκόσμια πρωτοτυπία και είναι και αυτός ένας από τους λόγους της… υψηλής στάθμης της.)


Στις κύριες δραστηριότητες της Σχολής, εκτός από τη διενέργεια και δημοσίευση ανασκαφών και την οργάνωση εκθέσεων, θα πρέπει να είναι και η μετεκπαίδευση Ελλήνων αρχαιολόγων. H Ιταλία είναι μια χώρα με σημαντικές αρχαιότητες, ανάμεσά τους και αυτές της Μεγάλης Ελλάδας, ενώ στη Ρώμη δρουν κορυφαία αρχαιολογικά επιστημονικά ιδρύματα, τόσο ιταλικά όσο και πολλών άλλων χωρών. Ολα αυτά θα πρέπει να τα εκμεταλλευτούμε. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες για τη θέση του διευθυντή της Σχολής προαλείφεται ο Βασίλειος Αραβαντινός, προϊστάμενος σήμερα της Θ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων που εδρεύει στη Θήβα. Πρόκειται πιστεύω για μια επιτυχή επιλογή, αφού ο εν λόγω συνάδελφος όχι μόνο έχει στενές σχέσεις με την Ιταλία αλλά και έχει εκλεγεί καθηγητής ιταλικών πανεπιστημίων. Γνωρίζει επομένως πρόσωπα και πράγματα στη γείτονα και φίλη χώρα και αυτό θα βοηθήσει σημαντικά στο ξεκίνημα της Σχολής, ένα εγχείρημα καθόλου εύκολο. Είναι αυτονόητο ότι ο Διευθυντής θα πρέπει να βρίσκεται κατά τη διάρκεια της θητείας του μονίμως στη Ρώμη και να ασχολείται αποκλειστικά με την οργάνωση και λειτουργία της. Για να πετύχει βεβαίως το έργο αυτό, και για να μη μετατραπεί η Σχολή σε ξενώνα για ανέξοδες διακοπές στην Αιώνια Πόλη… κάποιων επιτηδείων, θα πρέπει να έχει την αμέριστη υλική και ηθική υποστήριξη του ελληνικού κράτους. Θα πρέπει κατ’ αρχήν να πλαισιωθεί από συνεργάτες που θα επιλεγούν αξιοκρατικά και όχι με βάση προσωπικά, κομματικά ή άλλου είδους κριτήρια. Εκτός των άλλων πρέπει να δημιουργηθεί και μια αρχαιολογική βιβλιοθήκη. Υπενθυμίζω ότι το ελληνικό κράτος στα διακόσια περίπου χρόνια του ελεύθερου βίου του δεν έχει αξιωθεί να στήσει μια αξιόλογη αρχαιολογική βιβλιοθήκη τόσο σε επίπεδο Αρχαιολογικής Υπηρεσίας όσο και Πανεπιστημίων. Ας είναι καλά οι βιβλιοθήκες ξένων αρχαιολογικών σχολών που εδρεύουν στην Αθήνα και δευτερευόντως αυτή της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Ολα τα παραπάνω χρειάζονται γνώση και χρήματα. Στα θετικά της σημερινής κυβέρνησης είναι ότι τόλμησε να ξεκινήσει ένα τόσο σημαντικό εγχείρημα. Ας ευχηθούμε ότι γρήγορα και κυρίως με την απαιτούμενη σοφία θα προχωρήσει στην υλοποίησή του.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.