Υπάρχει ένα πρόβλημα στις μεταφράσεις ποιημάτων στα ελληνικά τα τελευταία εξήντα χρόνια (δεν ξέρω αν το πρόβλημα είναι γενικότερο· αν υπάρχει και στις ξένες μεταφραστικές λογοτεχνίες): συγκρίνοντας τις μεταφράσεις των ποιημάτων των γραμμένων σε ελεύθερο στίχο με τις μεταφράσεις των έμμετρων ποιημάτων που γίνονται κατά τις εποχές της έμμετρης ποίησης (δηλαδή πριν από το 1930) διαπιστώνει κανείς μια ποιοτική πτώση της νεότερης μετάφρασης. Οι μεταφράσεις των «παραδοσιακών» έμμετρων ποιημάτων από «παραδοσιακούς» μεταφραστές είναι καλύτερες.


Το στοιχείο που το δείχνει αυτό είναι η μείωση της ποιητικότητας στις νεοτερικές μεταφράσεις. Διαβάζοντάς τες αισθανόμαστε ότι είναι, αναλογικά, λιγότερο ποιητικές σε σύγκριση με το πρωτότυπό τους από ό,τι οι παλαιότερες μεταφράσεις της έμμετρης ποίησης.


Η αιτία αυτής της μείωσης της ποιητικότητας είναι, πιστεύω, το γεγονός ότι οι νεότερες μεταφράσεις είναι περισσότερο πιστές στο γράμμα του πρωτοτύπου από ό,τι οι παλαιότερες ­ ότι δηλαδή οι μεταφραστές της εποχής του ελεύθερου στίχου ενδιαφέρονται να αποδώσουν πιστά το σημαινόμενο (το «νόημα») των λέξεων πολύ περισσότερο απ’ όσο να αποδώσουν πιστά και τη σχέση του σημαινομένου με το σημαίνον του (με τη μορφή της λέξης), δηλαδή απ’ όσο να μεταφράσουν ολόκληρη τη λέξη, όπως συνέβαινε με τους μεταφραστές της εποχής της έμμετρης ποίησης· και, ακόμη, ενδιαφέρονται να αποδώσουν πιστά τη σχέση του σημαινομένου μιας λέξης με τα σημαινόμενα των λέξεων που την περιβάλλουν περισσότερο απ’ όσο να αποδώσουν τη σχέση ολόκληρης της λέξης με ολόκληρα τα συμφραζόμενά της. Θέλω να πω το εξής: προϋπόθεση (ή, μάλλον, αποτέλεσμα) της μεταφραστικής πρακτικής της εποχής της έμμετρης ποίησης ήταν η μετάφραση και της μορφής του στίχου, και της προσωδιακής μορφής του ποιήματος, πράγμα που δεν συμβαίνει ή συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό με τις μεταφράσεις της εποχής του ελεύθερου στίχου.


Ποια είναι η αιτία αυτής της παραμέλησης, ή καλύτερα της ατονίας, της μορφής στο κείμενο της μετάφρασης; Πιστεύω πως είναι το γεγονός ότι η μορφή των ποιημάτων του ελεύθερου στίχου είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστεί απ’ ό,τι η μορφή των έμμετρων ποιημάτων. Και είναι πιο δύσκολο, γιατί είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστεί ο ρυθμός τους.


Στην έμμετρη ποίηση ο ρυθμός διαμορφώνεται ως έναν βαθμό από το μέτρο, το οποίο, παρ’ ότι βρίσκεται στην επιφάνεια, αποτελεί την προσωδιακή βάση του ποιήματος. Ο ποιητής μπορεί να χρησιμοποιήσει το μέτρο με τέτοιον τρόπο, ώστε να συνθέσει μια κίνηση των στίχων που να υπερβαίνει την κίνηση του μετρικού τους βαδίσματος. Ο ρυθμός δηλαδή των έμμετρων ποιημάτων εξαρτάται από την ικανότητα του ποιητή να επεξεργάζεται μια προϋπάρχουσα προσωδιακή τάξη. Στην ποίηση του ελεύθερου στίχου η προϋπάρχουσα τάξη δεν υπάρχει. Ο ποιητής πρέπει να βρει τον τρόπο να συνθέσει τον ρυθμό του χωρίς αυτήν. Εχει την ελευθερία να κινήσει τη γλώσσα του όπως θέλει. Επειδή όμως η ποίηση είναι λόγος ρυθμικός, η υπέρτατη μορφή της ρυθμικής χρήσης της γλώσσας (για να παραφράσω τον γνωστό ορισμό του Ι. Α. Richards), ο ποιητής πρέπει μέσα από αυτή την ελευθερία του να οργανώσει μια προσωδιακή πειθαρχία, για την ακρίβεια μιαν αρμονία, η οποία θα του επιτρέψει να συνθέσει έναν ρυθμό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο ποιητής του ελεύθερου στίχου για να δημιουργήσει τον ρυθμό του ποιήματός του πρέπει να φτιάξει ένα δικό του «μέτρο», το ατομικό του μέτρο. Και επειδή το «μέτρο» του ελεύθερου στίχου δεν είναι, όπως το μέτρο του έμμετρου, κοινόχρηστο αλλά προσωπικό, προϊόν ατομικής και όχι συλλογικής βούλησης, ο ρυθμός ενός ποιήματος σε ελεύθερο στίχο είναι δυσκολότερο να προσδιοριστεί ­ και ως εκ τούτου να αναπαραχθεί κατά τη μετάφραση ­ απ’ ό,τι ο ρυθμός της έμμετρης ποίησης.


Παρ’ όλα αυτά ο ελεύθερος στίχος, επειδή δεν υπάρχει το ορατό μέτρο της έμμετρης ποίησης, μπορεί να μας δώσει την ψευδαίσθηση ότι είναι ευκολότερα μεταφράσιμος απ’ ό,τι ο έμμετρος στίχος. Μας δίνει αυτή τη ψευδαίσθηση, γιατί μας κάνει να πιστέψουμε ότι ο ρυθμός του απορρέει μόνο ή κυρίως από τη συντακτική του τάξη, και ότι τα στοιχεία που βρίσκονται έξω από τη συντακτική του τάξη ελάχιστα συμμετέχουν στη διαμόρφωση του ρυθμού. Αυτή η ψευδαίσθηση και η ενθαρρυνόμενη, εξαιτίας της απουσίας του μέτρου, πιστότητα προς τα σημαινόμενα των λέξεων, δηλαδή προς το γράμμα του ποιήματος, είναι, πιστεύω, εκείνο που έκανε τους μεταφραστές μας της νεοτερικής εποχής να μειώσουν το ενδιαφέρον τους για την πιστότητα προς το πνεύμα του, με αποτέλεσμα τη μείωση της ποιητικότητας στη νεοτερική μας μετάφραση και την ποιοτική της πτώση.


Η σύγκριση των πριν από το 1930 μεταφράσεών μας της ποίησης με τις μετά το 1930 μας οδηγεί σε ορισμένες παρατηρήσεις:


Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η έμμετρη ποιητική μορφή υποχρέωνε τους παλαιότερους μεταφραστές να παίρνουν εκείνες τις μεταφραστικές «πρωτοβουλίες» που αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση της μετάφρασης της ποίησης. Καθώς ήταν αδύνατον να μείνουν πιστοί στα σημαινόμενα του πρωτοτύπου, χωρίς να διαρρήξουν ή να μεταβάλουν το μέτρο του και, συνεπώς, και τον ρυθμό του, οι μεταφραστές αυτοί έκριναν απαραίτητο ότι έπρεπε να λειώσουν τα σημαινόμενα και να ξαναπλάσουν το λειωμένο υλικό με τα υλικά της δικής τους γλώσσας και με τα μετρικά δεδομένα της δικής τους ποιητικής παράδοσης· δηλαδή ότι έπρεπε να μεταφράσουν και τη μορφή του ποιήματος σε μια μορφή της δικής τους παράδοσης αντίστοιχη με τη μορφή του πρωτοτύπου. Απεναντίας οι νεοτερικοί μεταφραστές (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν μεταφράζουν κατ’ αντιστοιχίαν. Μεταφράζουν κατ’ εξωτερικήν πανομοιοτυπίαν.


Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η κατ’ εξωτερικήν πανομοιοτυπίαν μετάφραση των σε ελεύθερο στίχο ποιημάτων επέδρασε και στη μετάφραση των παλαιών έμμετρων ποιημάτων. Ετσι τα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε το φαινόμενο έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα των πριν από τον μοντερνισμό εποχών να μεταφράζονται σε ελεύθερο στίχο και ανομοιοκατάληκτα, με συχνότητα πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι προηγουμένως και με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες (ενώ οι παλαιότερες παρόμοιες μεταφράσεις συνήθως δήλωναν ότι είναι «κατά λέξη» και αποσκοπούσαν απλώς στην απόδοση του «περιεχομένου» του ποιήματος).


Η τρίτη παρατήρηση είναι ότι τη σε ελεύθερο στίχο μετάφραση των έμμετρων ποιημάτων στη νεοτερική εποχή φαίνεται να ενθαρρύνει και το γεγονός ότι οι ποιητές και οι μεταφραστές του ελεύθερου στίχου δεν είναι ασκημένοι στο να γράφουν σε έμμετρο στίχο. Αυτός είναι, πιστεύω, ένας κύριος λόγος για τον οποίο αδυνατούν ή δυσκολεύονται να προσδιορίσουν κατά τη μετάφραση την εσωτερικότερη προσωδιακή τάξη των ξένων ποιημάτων σε ελεύθερο στίχο. Είναι ευνόητο, άλλωστε, ότι δεν μπορεί κανείς να γράψει καλόν ελεύθερο στίχο, αν δεν είναι σε θέση να γράψει καλόν έμμετρο.


Η τέταρτη παρατήρηση είναι η διαπίστωση ενός παραδόξου: ότι ο ελεύθερος στίχος, παρά την ελευθερία που έδωσε στην ποιητική προσωδία, κατέληξε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, σε μια μεταφραστική ανελευθερία, αφού περιοριστική είναι στη μετάφραση της ποίησης η προσκόλληση στο γράμμα.


Η σύγκριση λοιπόν της μεταφραστικής μεθόδου των παλαιοτέρων με τη μέθοδο των νεοτέρων δείχνει ότι κάτι σημαντικό έχει συμβεί στην ιστορία της ελληνικής ποιητικής μετάφρασης. Κάτι που θα πρέπει να το μελετήσουμε. Τα όσα είπα παραπάνω είναι μια πρώτη προσπάθεια ανίχνευσης και περιγραφής του φαινομένου.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.