Υπάρχουν δύο κατηγορίες συγγραφέων: εκείνοι που εκφράζουν την εποχή τους και αυτοί που δημιουργούν μιαν εποχή. Για τους κριτικούς, τους ιστορικούς της λογοτεχνίας και τους αναγνώστες αποτελεί σχεδόν κοινό τόπο η διαπίστωση πως στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι συγγραφείς των οποίων η αξία δεν αμφισβητείται ακόμη και από όσους έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις για τον ρόλο, τη σημασία και τους σκοπούς της λογοτεχνίας.


Η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Αραγκόν, του Μπατάιγ και του Φόκνερ πέρα από το φιλολογικό έχει και ένα γενικότερο ενδιαφέρον. Μας οδηγεί ξανά στη δυσάρεστη διαπίστωση πως ακόμη και τα σημαντικότερα έργα υφίστανται τη φθορά του χρόνου και όλες οι συζητήσεις γύρω από τη σημασία, την αξία και την εμβέλεια των κλασικών δεν είναι παρά ένας διάλογος πάνω στο ζήτημα της φθοράς και, στις χειρότερες των περιπτώσεων, καταντούν καθυστερημένες νεκρολογίες.


Στην περίπτωση του Αραγκόν, του Φόκνερ και του Μπατάιγ δεν υπάρχει φαινομενικά πεδίο συσχετισμού και κατά συνέπεια, αφού δεν έχουν ομοιότητες, είναι άσκοπη και η συζήτηση για τις όποιες διαφορές τους. Εχει, ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε, ο καθένας χωριστά, το ζωντανό παρόν του και από αυτό μόνον ο Φόκνερ, όπως τελικά αποδεικνύεται, κατάφερε μέσω του έργου του να αποδράσει.


Οι ύμνοι για το έργο του Αραγκόν, που ήταν διθυραμβικοί στην εποχή του, ή οι καταφάσεις για το έργο του Μπατάιγ ελάχιστα πειστικές ακούγονται σήμερα. Οι συγγραφείς όσο ζουν υπερασπίζονται και προστατεύουν το έργο τους, αλλά μετά τον θάνατό τους ακόμη και οι ικανότεροι μέντορές τους αδυνατούν να υπερασπιστούν την υστεροφημία τους. Και ο Αραγκόν και ο Μπατάιγ εξέφρασαν την εποχή τους. Ο πρώτος φαντασμαγορικά, επιδεικτικά, συχνότατα υπεροπτικά και κάποτε με «θεία» αφέλεια. Δύσκολα κανείς θα κατηγορούσε σήμερα οποιονδήποτε θα αποκαλούσε τον Αραγκόν «παγόνι της λογοτεχνίας». Από την άλλη μεριά, η νοσηρότητα και το παιχνίδι με το κακό, που ο Μπατάιγ θεωρούσε πως οδηγούσε στη δοξολογία της φθοράς, προκαλεί δυσθυμία στο σημερινό αναγνώστη, ενώ η αναζήτηση του μοναδικού και ανερμήνευτου βιώματος (το οποίο ο ίδιος θα το ήθελε μεταφυσικό) και της ακραίας εμπειρίας φαντάζει ως διανοητική ακροβασία ­ και πάντως ελάχιστα ανατρεπτική.


Αν μείνει κανείς μόνο στο έργο και αφήσει κατά μέρος την εποχή, οδηγείται, δυστυχώς, σε άδικα και πρωθύστερα συμπεράσματα. Οι συγγραφείς μπορούν ως υποκείμενα της φθοράς να αντιδρούν ­ τα έργα όχι. Ο νεωτερισμός όμως κατά τον Μεσοπόλεμο εθεωρείτο στην Ευρώπη περίπου ένα είδος πανάκειας. Ηταν στάση, μόδα και προϋπόθεση καλλιτεχνικής επιβίωσης. Ο Αραγκόν πέρασε όλη του τη ζωή μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα «ασφαλούς» ηρωισμού. Εζησε μέσα στην κολακεία, τον ενθουσιασμό και την πόζα. Ο αυτισμός του δύσκολα κρύβεται ακόμη και στα καλύτερα κείμενά του. Εχοντας γίνει διάσημος πολύ νέος, παρέμεινε περίβλεπτος ως τον θάνατό του και μπορούσε ανέξοδα να παριστάνει κάτι παραπάνω από αυτό που ήταν (ένας σημαντικός ποιητής), παίζοντας τον ρόλο του σαμάνου ή του γκουρού των παρισινών καφενείων. Ξεκίνησε από τον υπερρεαλισμό και ήταν πιθανόν ο σημαντικότερος ποιητής της ομάδας. Το 1932 πηγαίνει στη Μόσχα ως υπερρεαλιστής και επιστρέφει κομμουνιστής. Μετά την οριστική του ρήξη με το υπερρεαλιστικό κίνημα, υπηρέτησε το Κομμουνιστικό κόμμα της χώρας του με απόλυτη συνέπεια, απολαμβάνοντας, βεβαίως, τις τιμές και την προβολή που του διασφάλιζε η υποστήριξη της Αριστεράς σε μια χώρα όπου όχι μόνο λειτουργούσε η δημοκρατία, αλλά και όπου οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς έχαιραν πάντοτε τεράστιας εκτίμησης. Η φήμη, λ.χ., του Γιάννη Ρίτσου στη Γαλλία οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον Αραγκόν, ο οποίος έγραψε έναν διθύραμβο για τη Σονάτα του Σεληνόφωτος. Το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας τον γνωρίζει τον Αραγκόν από το μέτριο θεωρητικό του έργο, αφού μόνο δύο ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (Τα μάτια της Ελσας και Οι πασχαλιές και τα ρόδα).


* Οι αξίες και η υπερβολή


Ο Μπατάιγ πολύ αργά άρχισε να γίνεται γνωστός στον τόπο μας, τόσο ως πεζογράφος όσο και ως δοκιμιογράφος. Για τα ελληνικά πράγματα, επομένως, είναι ένας συγγραφέας μεταχρονολογημένος και το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά το έργο του δεν πέρασε χωρίς απήχηση, είναι ασφαλώς αξιοσημείωτο. Εν τούτοις, ακόμη και στα σημαντικότερα πεζογραφήματά του, τη Μαντάμ Εντουάρντα και την Ιστορία του ματιού, τα όρια ανάμεσα στην υπερβολή και τις καθαρές λογοτεχνικές αξίες είναι δυσδιάκριτα. Κάτω από την τερατώδη σκιά του Σαντ, ή ακόμη και του Μποντλέρ και του Μπλέικ, εξαντλείται ένας κατά τα άλλα προσεκτικός και υποψιασμένος συγγραφέας που είχε μεν την ευφυά ιδέα να φέρει στο φως τα ας πούμε απόκρυφα του Μεσοπολέμου, αλλά το φροϋδομεσαιωνικό αμάλγαμα που προσπάθησε να δημιουργήσει δεν διαθέτει ούτε τη λάμψη ούτε την οργή και την αυθεντικότητα των προτύπων του. Γι’ αυτό και σήμερα δεν είναι λίγοι εκείνοι που προτιμούν τον δοκιμιογράφο από τον πεζογράφο Μπατάιγ.


Και ο Αραγκόν και ο Μπατάιγ πέρασαν από τον υπερρεαλισμό ­ και αυτό σημάδεψε το έργο τους. Υπήρξαν ενεργά και θορυβώδη μέλη της παρισινής ιντελιγκέντσιας: ήταν, με άλλα λόγια, βουτηγμένοι ως τον λαιμό στην εποχή τους ­ και αυτό αποτυπώθηκε στο έργο τους και σε μεγάλο βαθμό το προσδιόρισε.


* Ο «μοναχικός λύκος»


Στην άλλη όχθη (κυριολεκτικά και μεταφορικά) βρίσκεται ο Φόκνερ. Ο συγγραφέας του Ιερού, του Ανυδρου Σεπτέμβρη, του Η βουή και η αντάρα και του Καθώς ψυχορραγώ δεν είχε την περιπετειώδη ζωή άλλων πεζογράφων της γενιάς του (όπως, λ.χ., ο Χέμινγκγουεϊ ή ο Ντος Πάσος, για να μείνουμε μόνο στους Αμερικανούς). Εζησε σε μια μικρή πόλη του Μισισίπι και όλη του τη ζωή την πέρασε γράφοντας. Ταξίδεψε πολύ αργά στην Ευρώπη (μετά την απονομή του βραβείου Νομπέλ) και δεν συμμετείχε ενεργά σε αυτό που λέμε ζωή των γραμμάτων, όπως άλλωστε προκύπτει και από την αλληλογραφία του, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αποτελείται από επιστολές στους εκδότες, στους ατζέντες και σε διευθυντές περιοδικών και αφορά συμβόλαια, τυπογραφικές διορθώσεις και οικονομικά προβλήματα.


Αυτός ο «μοναχικός λύκος» ισχυριζόταν πως δεν ήταν άνθρωπος των Γραμμάτων, αρνήθηκε τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα με τον οποίο θέλησαν να τον τιμήσουν αμερικανικά πανεπιστήμια, αφού, όπως μετριοπαθώς υποστήριζε, δεν ήταν σωστό να του απονεμηθεί, δεδομένου ότι δεν κατάφερε να τελειώσει το Λύκειο, και το μόνο που ήθελε να γραφτεί στην επιτάφια πλάκα του ήταν: «Εγραψε βιβλία και πέθανε».


Μονήρης, τελειοθήρας και κλειστός, περιέγραψε τη μικρή κοινωνία μιας ασήμαντης επαρχίας της Αμερικής, αλλά τους ήρωές της τους κατέστησε παγκόσμια σύμβολα. Ως άνθρωπος δεν υπήρξε ευτυχής. Ο γάμος του ήταν συμβατικός, τα οικονομικά του ποτέ δεν ήταν ανθηρά και ως τη μέρα που πέθανε παρέμεινε εξαρτημένος από το ποτό. Ως συγγραφέας γνώρισε αργά την παγκόσμια αναγνώριση. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1949 μόνο ένα από τα δεκαεφτά βιβλία που είχε εκδώσει κυκλοφορούσε στην αγορά, ενώ για κάποια διαστήματα αναγκάστηκε να εργαστεί ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην.


Εκατοντάδες σελίδες έχουν γραφτεί για την αφηγηματική τεχνική του Φόκνερ, που συνδυάζει την παραδοσιακή ρεαλιστική αφήγηση με την πειραματική γραφή, την αφαιρετική περιγραφή και το ροϊκό λόγο. Το ψυχολογικό τοπίο σε όλο του το έργο αναδύεται από τις αναφορές σε γεγονότα που δεν περιγράφονται αναλυτικά, γιατί ο Φόκνερ επιτυγχάνει την ενότητα διαλύντας το παρελθόν στο παρόν και προβάλλοντας τον μυθιστορηματικό χρόνο πάνω στον πραγματικό, με αποτέλεσμα η αναζήτηση της αρχής ­ και άρα της αιτίας ­ των πραγμάτων να καθίσταται κύτταρο της συνειδητής ζωής. Ετσι, το υλικό της πραγματικότητας ανάγεται σε όνειρο και κάποτε σε εφιάλτη, που μέσα στη σύμβαση του τοπικού περικλείει ολόκληρο τον κόσμο.


Η αργή κατάπτωση των οικογενειών του αμερικανικού Νότου που περιγράφει στα μυθιστορήματά του, αυτή η ειδική ποιότητα του χρόνου που διαλύει ζωές, φιλοδοξίες, παραδόσεις και επιθυμίες, καθορίζεται από τη διάσταση ­ και συχνά τη σύγκρουση ­ ανάμεσα στην ιστορική αίσθηση και τις ζωντανές μνήμες του παρελθόντος. Γιατί το παρελθόν όταν εμφανίζεται στο παρόν φορτίζεται με άλλα νοήματα, και από εδώ εκπορεύεται το τρομερό μήνυμα του φοκνερικού έργου: ότι, με άλλα λόγια, ο θάνατος δεν είναι αβάσταχτος επειδή σηματοδοτεί την απώλεια, αλλά γιατί ισοδυναμεί με παράλυση του χρόνου. Ο συγγραφέας, ο εγκάθειρκτος της γραφής, αν θέλει να μεταδώσει ένα μήνυμα, κυρίως όμως αν θέλει να ακούσει σε βάθος τη φωνή της ανθρώπινης καρδιάς, θα πρέπει να βγει από την αφασική κατάσταση στην οποία τον έχει ρίξει η κληρονομιά του παρελθόντος και να γίνει, ο ίδιος, δημιουργός του παρελθόντος, με άλλα λόγια να ξαναγράψει για τους παρόντες και τους μέλλοντες αναγνώστες του την ιστορία του χρόνου. Δημιουργώντας το παρελθόν δημιουργεί μια εποχή για το μέλλον.


* Σχολές και συστήματα


Ο Φόκνερ, σε αντίθεση με τον Αραγκόν και τον Μπατάιγ, δεν ανήκε σε σχολές, ομάδες ή συστήματα. Ηταν, όπως και οι ήρωες των βιβλίων του, καλός ακροατής. Παρά το μίσος και τη βία που περιέχει το παρελθόν του αμερικανικού Νότου, δεν το αντιμετωπίζει χωρίς κάποια νοσταλγία. Παρά την οργή του για το αποξενωτικό παρόν το βλέπει με κατανόηση, ως μια κατάσταση συμβατή με την ανθρώπινη μοίρα. Αυτό το διπλό κοίταγμα ή η διπλή εστίαση, όπως λέει ο Αλαν Τέιτ, είναι από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της συγγραφικής του ιδιοφυΐας.


Η γλώσσα του δεν επιλέγει ένα προαποφασισμένο ύφος, αλλά ακόμη και στις πλέον πειραματικές εκδοχές της ανήκει στους ήρωες και τον περίγυρό τους. Αλλοτε επική, συχνά υπερυψωμένη (όπως στην Παλαιά Διαθήκη), κάποτε οικεία και γήινη, σκοτεινή και κωμική (όπως στους θρύλους και τις προφορικές παραδόσεις), μεταφέρει τη γεύση της περιπέτειας και την αίσθηση μιας «αιματηρής» ­ γιατί είναι πληγωμένη ­ αθωότητας που αναδύεται μέσα από τη φθορά και την παρακμή ως αίτημα για το μέλλον.


Ο Αραγκόν και ο Μπατάιγ υπήρξαν πολυσυζητημένοι συγγραφείς· στην εποχή τους ­ και κατ’ εξοχήν ο πρώτος. Ο Φόκνερ είναι συγγραφέας που αγαπήθηκε και επηρέασε. Η επίδρασή του, λ.χ., στη μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία είναι κάτι περισσότερο από ευδιάκριτη. Αναπόφευκτα, οι συγκρίσεις αποβαίνουν άδικες για όσους δεν ανήκουν στα πρώτης κατηγορίας μεγέθη, αλλά ο χρόνος φέρεται άσπλαχνα στα παιδιά του, και ακόμη πιο άσπλαχνα η Ιστορία, ειδικότερα στη δική μας εποχή, όπου τα πράγματα γερνούν όσο πάει και γρηγορότερα καθώς όλα περνούν. Γι’ αυτό πολύ συχνά κάποιες επέτειοι δεν μοιάζουν παρά με ημερομηνίες λήξεως.