Θα ήταν ασφαλώς πιο ταιριαστό, λόγω της επετείου της ελληνικής Εθνεγερσίας και σε συνδυασμό με το ότι τα θέματα της Παιδείας είναι εδώ και χρόνια στην ημερησία διάταξη, να ασχοληθώ σήμερα με την εκπαιδευτική πολιτική της ελληνικής πολιτείας στη διάρκεια της Επανάστασης και στα πρώτα χρόνια του ελεύθερου βίου της. Επειδή όμως ο κόσμος της εκπαίδευσης, και κυρίως της ανώτατης, βρίσκεται την περίοδο αυτή σε αναβρασμό εν όψει των νέων μέτρων που πρόκειται να αναγγελθούν και να ισχύσουν άμεσα, προτίμησα να στραφώ στο παρόν. Θέλω ωστόσο να υπενθυμίσω ότι ήδη από το 1824 η επιτροπή που είχε συσταθεί υπό την προεδρία του Ανθιμου Γαζή για να συντάξει σχέδιο οργάνωσης της «κοινής παιδείας του Εθνους», είχε κάνει προτάσεις που έχουν εφαρμογή ακόμη και στις ημέρες μας, ενώ ο Καποδίστριας με έργα και όχι με λόγια συνέδεε την ανόρθωση και πρόοδο του έθνους με μια ποιοτική παιδεία.


Εχω πολλές φορές στο παρελθόν αναφερθεί σε θέματα ανώτατης παιδείας. Από τα αρνητικά που ταλανίζουν εδώ και χρόνια το ελληνικό πανεπιστήμιο επιλέγω σήμερα, λόγω έλλειψης χώρου, μόνον δύο, που συμβαίνει μάλιστα να μη με έχουν απασχολήσει άλλη φορά. Το ένα σχετίζεται με το διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (ΔΕΠ) και το άλλο με τις φοιτητικές παρατάξεις. Θα αρχίσω με το δεύτερο. Ολοι συγκλονιστήκαμε πριν από μερικές εβδομάδες από την είδηση ότι ένας φοιτητής κατά τη διάρκεια ενός πάρτι σε πανεπιστημιακό χώρο τραυματίστηκε βαρύτατα από αγνώστους στην προσπάθειά του να τους εμποδίσει να λεηλατήσουν πανεπιστημιακή – κρατική περιουσία. Με άλλα λόγια, ο φοιτητής έκανε αυτό που θα έπρεπε να κάνουν τα πανεπιστημιακά όργανα και, δεδομένου ότι τα AEI της χώρας είναι κρατικά, το ίδιο το κράτος. Κανένα ωστόσο μέσο μαζικής ενημέρωσης, από όσα βέβαια υπέπεσαν στην αντίληψή μου, δεν ανέφερε ότι ο άτυχος αυτός φοιτητής συμμετείχε σε πάρτι για το οποίο δεν είχε δοθεί άδεια από τις αρμόδιες πανεπιστημιακές αρχές. H απαξίωση των τελευταίων είναι εδώ και καιρό ένα σύνηθες φαινόμενο, χωρίς να υπάρχει εκ μέρους τους κάποια σοβαρή αντίδραση. Αν το νομοθετικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές και δεν επιτρέπει την αποτροπή τέτοιων απαράδεκτων ενεργειών, θα έπρεπε να συμβεί κάτι πολύ απλό: να παραιτηθούν τα πανεπιστημιακά όργανα καλώντας συγχρόνως τα κόμματα του Κοινοβουλίου – το κόστος λειτουργίας των οποίων, όπως και αυτό των πανεπιστημίων, φέρει στις πλάτες του ο ελληνικός λαός – να αναλάβουν τα ίδια, μέσω π.χ. μιας διακομματικής επιτροπής, τη διοίκηση των πανεπιστημίων, έτσι ώστε το ΔΕΠ να περιορισθεί στα καθαρά εκπαιδευτικά και ερευνητικά καθήκοντά του. Μήπως τελικά για την απαξίωση του κρατικού πανεπιστημίου, έτσι ώστε το ιδιωτικό να προβάλλεται σήμερα από ορισμένους ως μονόδρομος, «εργάζονται», ακόμη και ακουσίως, και άτομα που αντιμάχονται την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση;


Ερχομαι στο δεύτερο θέμα μου. Οπως είναι γνωστό, όταν ένα τμήμα προχωρεί σε πλήρωση μιας θέσης διδακτικού προσωπικού, ορίζει τριμελή επιτροπή από ειδικούς για να εισηγηθούν σχετικά στο εκλεκτορικό σώμα. Σε περίπτωση που δεν διαθέτει το ίδιο τους ειδικούς αυτούς, τους αναζητεί σε άλλα πανεπιστήμια. Παρατηρείται όμως συχνά το εξής παράδοξο: όταν ανάμεσα στους υποψηφίους για την προκηρυχθείσα θέση υπάρχει πρόσωπο που υπηρετεί ήδη στο τμήμα, οι μη ειδικοί, που αποτελούν εκ των πραγμάτων και την πλειονότητα, το προκρίνουν αυτόματα, μη λαμβάνοντας υπόψη την αντίθετη άποψη που ενδέχεται να έχουν οι ειδικοί εισηγητές τους οποίους το ίδιο το τμήμα είχε επιλέξει! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις περιπτώσεις αυτές οι προσωπικές σχέσεις υπερτερούν των οποιωνδήποτε ακαδημαϊκών κριτηρίων. Αυτό σημαίνει ότι στα τμήματα έχουν σχηματισθεί, ίσως όχι πάντοτε με συνειδητούς στόχους, «παρεούλες» που επηρεάζουν αποφασιστικά τις εκλογικές διαδικασίες. Πρόκειται για ένα αρνητικό φαινόμενο που έχει επισημανθεί και από την επιτροπή των πρυτάνεων – πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν ένα τέτοιο καρκίνωμα να μη γίνει αντιληπτό -, αν κρίνω από αυτό που σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες εισηγείται στο αρμόδιο υπουργείο. Προτείνει στα εκάστοτε εκλεκτορικά σώματα των τμημάτων να συμμετέχουν κατά πλειοψηφία εξωτερικοί κριτές, ενώ και στις τριμελείς εισηγητικές επιτροπές το ένα μέλος να προέρχεται επίσης από άλλο πανεπιστήμιο. H λύση αυτή κρίνω όμως ότι είναι γραφειοκρατική, χρονοβόρα και πολυδάπανη, άρα και δυσλειτουργική. Θεωρώ προτιμότερο οι εκλογές να μη γίνονται από τα τμήματα αλλά από κεντρικά σώματα πανεπιστημιακών, εξυπακούεται ένα για κάθε ειδικότητα, που θα έχουν συγκροτηθεί από τα ίδια τα πανεπιστήμια. Τα σώματα αυτά θα συνεδριάζουν μία ή δύο φορές τον χρόνο και θα προχωρούν στις εκλογές για όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια. Πρόκειται για λύση που εφαρμόζεται σε γενικές γραμμές σε ορισμένα κράτη, όπως π.χ. στην Ιταλία, χώρα με μεσογειακό επίσης… ταμπεραμέντο, αλλά και που σε ζητήματα πανεπιστημίων έχει μια ασύγκριτα μεγαλύτερη παράδοση από μας.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.