Τα μεγάλα τεχνικά έργα υποδομής στην Αττική, η συνέχεια του προβληματισμού για το «Οραμα της Αθήνας» ­ μιας «μητροπολιτικής» Αθήνας ­, οι διεθνείς πολεοδομικοί διαγωνισμοί της Θεσσαλονίκης, Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 1997, η έρευνα του Προγράμματος «Ηρακλής» για τέσσερις ελληνικές πόλεις (Πάτρα, Βόλος, Αθήνα, Μυτιλήνη), η πολυπόθητη ανάληψη από την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά και τα μεγάλα δισεπίλυτα προβλήματα των περισσότερων ελληνικών πόλεων, όλα αυτά καταδηλώνουν την προτεραιότητα της υπόθεσης «πόλη», επιτέλους και στην Ελλάδα.


Τα παραπάνω όμως δεν συνέβησαν ξαφνικά· είναι μέρος μιας νέας κατάστασης που επιχειρεί να κυριαρχήσει σε παγκόσμιο επίπεδο· μιας κατάστασης πέρα από σύνορα χωρών και γεωφυσικά εμπόδια, όπου το τεχνητό, το ηλεκτρονικό και το άυλο συμπληρώνουν και τείνουν να αντικαταστήσουν το φυσικό και το υλικό. Η πόλη ­ στην παραδοσιακή της μορφή ως ορισμένο δομημένο σύνολο ­ δεν υπάρχει πια· έχει διασκορπιστεί σε πολλαπλά αστικά αποσπάσματα.


* Νέα παγκόσμια κατάσταση


Οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει. Τα μέσα μεταφοράς ­ κυρίως το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο ­ συντόμευσαν τις αποστάσεις· οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα μέσα τηλεπικοινωνίας τις εκμηδένισαν ­ η κινητικότητα συμβάλλει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, υποκαθιστώντας τη σημασία του τόπου διαμονής. Η απόσταση μεταξύ δύο σημείων είναι πια μια συνάρτηση του χρόνου. Ενα σημείο δεν μπορεί να ιδωθεί από μόνο του· αντίθετα, αποτελεί μέρος ενός ή περισσότερων δικτύων ­ υλικών ή άυλων ­ που συχνά ξεπερνούν τοπικά, κρατικά ή άλλα όρια. Η θέση του σημείου πάνω στο δίκτυο αποτελεί το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του. Οι δυνατότητες πρόσβασης καθορίζουν τις διαφορές και τη σημασία ενός τόπου περισσότερο από κάθε άλλο στοιχείο. Πολύ πριν από τους πολεοδόμους και τους πολιτικούς, τα Goody’s και τα McDonald’s, τα Continent και τα Praktiker αντιλήφθηκαν τους τρόπους ανάπτυξης της πόλης και τις νέες σημασίες που διαμορφώνονται. Ακολουθούν τα ιατρικά κέντρα και τα πολυσυγκροτήματα κινηματογράφου, τα Village Centers… Οι πόλεις είναι πια σημεία ενός διεθνούς δικτύου και ανταγωνίζονται η μια την άλλη σε πολλαπλά και διαφορετικά επίπεδα. Η πόλη «κατ’ επιλογήν» αποτελεί μιαν αναπότρεπτη εξέλιξη της σύγχρονης αστικής κατάστασης.


Οι κλίμακες έχουν αλλάξει. Οι τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες έχουν συγκλονιστικά μεταλλάξει ­ και θα συνεχίσουν αδιάλειπτα να μεταλλάζουν ­ τον φυσικό χώρο σε νέες, ως τώρα αδιανόητες, κλίμακες. Βρισκόμαστε πια σε μια νέα κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μια διαρκώς εκτεινόμενη οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση του «δυτικού», ευρωαμερικανικού οικονομικού μοντέλου του ύστερου καπιταλισμού, που συμπορεύεται με την εξάπλωση της αστικής κατάστασης πέρα από τα δεδομένα όρια της πόλης. Δράσεις και αντιδράσεις στο νέο αυτό τοπίο δεν έχουν πια τοπικό χαρακτήρα, αλλά μπορούν να επηρεάσουν πληθυσμικά μεγέθη σε αφάνταστο ως τώρα βαθμό, να ομοιογενοποιήσουν περιοχές, να εξαφανίσουν έθιμα και συνήθειες, να ισοπεδώσουν διαφορές, να προβάλουν νέα πρότυπα.


Οι αξίες έχουν αλλάξει. Βρισκόμαστε σε ένα νέο παγκόσμιο τοπίο, όπου η καθησυχαστική γνώση της ως τώρα υπάρχουσας κατάστασης αντικαθίσταται από την ανασφάλεια του νέου· παλιές βεβαιότητες καταρρίπτονται, νέες συμμαχίες δημιουργούνται. Οσο όμως η οικονομικο-πολιτισμική παγκοσμιοποίηση εξαπλώνεται τόσο βρισκόμαστε σε μιαν αντιφατική και, ταυτόχρονα, συναρπαστική κατάσταση: αισθανόμαστε οικείοι με τα διεθνή δεδομένα και, ταυτόχρονα, αμήχανοι με τις τοπικές ιδιαιτερότητες, γνώστες και ανίδεοι την ίδια στιγμή. Για την αρχιτεκτονική, αυτό μπορεί να είναι ένα σημείο καμπής, μετά από πολλά χρόνια συνεχούς μίμησης και επανάληψης ξεπερασμένων μοντέλων. Η ίδια συνταγή δεν έχει πια αξία…


* Επανεξέταση εννοιών


Είναι λοιπόν αναγκαία η επανεξέταση της έννοιας της μητρόπολης ­ μιας έννοιας σε χρήση ήδη από τον περασμένο αιώνα ­ όπως και των σχέσεων ανάμεσα στη μητρόπολη και στις διαδικασίες μητροπολιτικοποίησης. Η κλασική έννοια της μητρόπολης περιγράφει τα μεγάλα αστικά συγκροτήματα και τη μεγάλη πόλη που αναλαμβάνει τις πιο υψηλές λειτουργίες στα πλαίσια της περιφερειακής ή της τοπικής αστικής ιεράρχησης. Αδυνατεί, παρ’ όλα αυτά, να δηλώσει τη νέα διάρθρωση των αστικών χώρων και την εμφάνιση ενός νέου χώρου οικονομικών και κοινωνικών καθημερινών δραστηριοτήτων και να συγκρατήσει την έκρηξη και την εξάπλωση του αστικού σε παγκόσμια κλίμακα. Η μητροπολιτικοποίηση, αντίθετα, υποδηλώνει τους σημαντικούς μετασχηματισμούς των μεγάλων πόλεων, των περιφερειών και των ευρύτερων περιοχών τους, περιοχών αστικοποίησης όλο και πιο διευρυμένων, ετερογενών, ασυνεχών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται συχνά και ολόκληρες πόλεις, συνδεδεμένες με μια τοπική οικονομία, αλλά και με την ανάπτυξη περιοχών για υπηρεσίες και αναψυχή.


Στα πλαίσια αυτά, η αποδοχή περισσότερο ως υπόθεση εργασίας του όρου «μετάπολη» δηλώνει μια πραγματικότητα που, ταυτοχρόνως, ενσωματώνει και υπερβαίνει την κλασική έννοια της μητρόπολης. Σύμφωνα με τον ορισμό του Francois Ascher, «μια μετάπολη είναι το σύνολο των χώρων όπου το σύνολο ή τμήμα των κατοίκων, των οικονομικών δραστηριοτήτων ή των περιοχών βρίσκεται ενσωματωμένο στην καθημερινή λειτουργία μιας μητρόπολης. Μια μετάπολη αποτελεί γενικώς ένα λεκανοπέδιο εργασίας, κατοίκησης και δραστηριοτήτων. Οι χώροι που συνθέτουν μια μετάπολη είναι κατ’ ουσίαν ετερογενείς και όχι εξ ανάγκης συνεχείς. Μια μετάπολη περιλαμβάνει το λιγότερο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους»1. Η ουσιαστική διαφορά βρίσκεται στην αντιπαράθεση δύο διαγραμμάτων: του πρώτου, το οποίο, στην αστική γεωγραφία, συνοψίζει τη θεωρία των κεντρικών τόπων του Christaller (1933), αναπαριστώντας τη χωρική και ιεραρχική κατανομή των πόλεων· και του δεύτερου, το οποίο δείχνει την εμφάνιση ενός αστικού συστήματος με σημεία πόλωσης γύρω από τις μητροπόλεις, που λειτουργούν σε δίκτυο και σε διεθνή κλίμακα, με επίκεντρα (hubs) και ακτίνες (spokes) ­ και κατάδηλη την επίδραση των ταχέων μέσων μεταφοράς, ιδιαίτερα των αερομεταφορών.


Υπάρχει μια ανοικτή συζήτηση για τη σχέση της μετάπολης με τη μετα-βιομηχανική πόλη ή τη μετά-την-πόλη εποχή, αλλά είναι σαφές ότι οι νέες τεχνολογίες μεταφορών και επικοινωνίας που συμμετέχουν στην ανασύσταση των αστικών και μη αστικών χώρων δεν συνεπάγονται την εξαφάνιση των πόλεων. Η μητροπολιτικοποίηση και ο σχηματισμός μεταπόλεων αποτελούν προχωρημένες μορφές διαδικασιών αστικοποίησης που συνεχίζουν τον ρυθμό τους, βασισμένες, κυρίως, στους τρόπους και στις τεχνολογίες ανταλλαγής ­ και με διαδικασίες που, προφανώς, δεν είναι ούτε γραμμικές ούτε συνεχείς. Πέρα από αστικογεωγραφικά δεδομένα, η μετάπολη φέρει μια νέα πραγματικότητα: την παγκόσμια επικράτηση του αστικού, του αντικειμένου του τομέα γνώσης των αρχιτεκτόνων και των πολεοδόμων. Η μετάπολη αντιπροσωπεύει ακόμη την απελευθέρωση από τους καταναγκασμούς της Ιστορίας και του γεωγραφικού τόπου, την εξάπλωση νέων κανόνων, μεγεθών και προγραμμάτων, την κατάρριψη των τυποποιημένων, φορμαλιστικών αρχιτεκτονικών ασκήσεων, την ανάπτυξη επιχειρησιακών στρατηγικών και πλαισίων δράσης, την ανάμειξη πολλαπλών πολιτισμικών παραδειγμάτων, την ενσωμάτωση διαφορών, την εξερεύνηση του αγνώστου, την αναζήτηση του νέου. Μια νέα θεώρηση των πραγμάτων!


* Ανάγκη για νέες στρατηγικές


Καλούμαστε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε τη νέα πραγματικότητα με νέους τρόπους δράσης, νέες αντιλήψεις, νέες ιδέες. Οπως γράφει ο Rem Koolhaas, η αδυναμία αντιμετώπισης της τρέχουσας εξέλιξης των πραγμάτων συσχετίζεται με την εμφάνιση αυτού του νέου, άγνωστου τοπίου: «Πώς να εξηγηθεί το παράδοξο ότι η πολεοδομία, ως επάγγελμα, εξαφανίστηκε τη στιγμή κατά την οποία η αστικοποίηση ­ μετά από δεκαετίες σταθερής επιτάχυνσης ­ βρίσκεται στον δρόμο της εδραίωσης ενός οριστικού, παγκόσμιου «θριάμβου» της αστικής κατάστασης; […] Αν είναι να υπάρξει μια «νέα πολεοδομία», αυτή δεν θα βασίζεται στις δίδυμες φαντασιώσεις της τάξης και της παντοδυναμίας· θα είναι το ανέβασμα της αβεβαιότητας»2. Καλούμαστε λοιπόν να εφεύρουμε νέες στρατηγικές και να αποφύγουμε την καταφυγή στην εύκολη λύση των άμεσων σχεδιαστικών προτάσεων που θα αμφισβητηθούν λίγο αργότερα. Οπως γράφει ο Bernard Tschumi, «η αρχιτεκτονική δεν έχει να κάνει με τις συνθήκες του σχεδιασμού, αλλά με τον σχεδιασμό των συνθηκών. […] Σήμερα η στρατηγική είναι μια λέξη – κλειδί. Οχι άλλα ρυθμιστικά σχέδια, όχι άλλη εγκατάσταση σε έναν σταθερό τόπο, αλλά μια νέα ετεροτοπία»3. Ο Jean Nouvel γράφει για τη διαμορφούμενη κατάσταση: «Η ίδια η έννοια της πόλης έχει εκραγεί. Η πόλη έγινε κόσμος, νεφέλωμα, με νυοστές εστίες. Πρέπει λοιπόν να επινοήσουμε τις διαδικασίες της εξέλιξής της»4. Η μετα-πολεοδομία, κατά τον Anthony Vidler, αναφέρεται σε μια πολιτισμική συνθήκη στην οποία «το προάστιο, η εμπορική γραμμική ανάπτυξη και το αστικό κέντρο αποτελούν μια σειρά αδιαχώριστων νοητικών κατασκευών. […] Το ανθρώπινο σώμα κινείται με έκπληξη, αλλά δίχως σοκ [αυτή μοιάζει να είναι η μεγάλη διαφορά με τη μοντέρνα μεγαλούπολη του Baudelaire και του πλάνητα], μπροστά στη συνεχή επανάληψη του ίδιου, στη συνεχή κίνηση μέσα από ήδη εξαφανισμένα κατώφλια, που αφήνουν μόνο ίχνη της προηγούμενης κατάστασής τους ως τόπων»5.


Οπως και αν έχει, αυτό το νέο τοπίο αποτελεί το σημείο αναφοράς της σύγχρονης διεθνούς αρχιτεκτονικής συζήτησης. Μετά τη ΧΙΧ Triennale του Μιλάνου (1996), που πρότεινε τη διερεύνηση των μετασχηματισμών στην ποιότητα των δημόσιων χώρων και την κρίση των σύγχρονων μοντέλων κατοίκησης «που αδυνατούν να συνδυάσουν πολεοδόμηση και οικειότητα», ήταν η σειρά του ΧΙΧ Συνεδρίου της Διεθνούς Ενωσης Αρχιτεκτόνων (UIA), που πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη τον Ιούλιο του 1996 (στο οποίο προσήλθαν περισσότεροι από 12.000 αρχιτέκτονες, από όλον τον κόσμο), να αντιμετωπίσει το ίδιο τοπίο. Η θεματολογία των κεντρικών συζητήσεων και της έκθεσης «Παρόν και μέλλον ­ Η αρχιτεκτονική στις πόλεις», που επιμελήθηκε ο Ignasi de Sola-Morales, δεν πρότεινε ένα εξαντλητικό σύστημα ανάλυσης των νέων σχέσεων μεταξύ αρχιτεκτονικής και σύγχρονης πόλης, αλλά, απλώς, πέντε πλατφόρμες (μεταλλάξεις, ροές, οικισμοί υποδοχείς και terrains vagues / λανθάνοντα εδάφη), ως πεδία ανίχνευσης μιας νέας κατάστασης που απομακρύνεται από την παραδοσιακή αντίληψη του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος, αλλά και από τους τρόπους περιγραφής και επέμβασης στην πόλη.


* Το ελληνικό αστικό τοπίο


Αν η συζήτηση για την πόλη στην Ελλάδα έχει ατονήσει, αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από τον τρόπο και τις διαδικασίες παραγωγής του κτισμένου περιβάλλοντος στη χώρα μας. Βεβαίως δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για τα προβλήματα της πόλης· αυτά όχι μόνο δεν έχουν ατονήσει, αλλά και έχουν αποκτήσει εκρηκτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, με πρώτη και καλύτερη την Αθήνα. Ο μετασχηματισμός της υπάρχουσας πόλης και οι τρόποι περιφερειακής επέκτασης, οι τεχνικές υποδομές, αποτελούν τα νέα τοπία του σύγχρονου σχεδιαστικού και αναπτυξιακού ενδιαφέροντος. Σε αυτή την κλίμακα των επεμβάσεων, η επιτυχία μιας αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής μελέτης είναι να δημιουργήσει ή να μετασχηματίσει ένα συλλογικό υποσυνείδητο (όσο κι αν αυτό φαίνεται να είναι μια εξαιρετικά ρευστή και απροσδιόριστη έννοια σήμερα). Ανεξάρτητα από τις δυνατότητες εκπόνησης και εφαρμογής μελετών πολεοδομικής κλίμακας, οι ελληνικές πόλεις δεν μπορούν να αγνοήσουν αυτές τις σημαντικές αλλαγές που, ούτως ή άλλως, συντελούνται, έστω και ερήμην των αρχιτεκτόνων.


Οι ελληνικές πόλεις παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που διαφέρουν από άλλες δυτικοευρωπαϊκές ή βορειοαμερικανικές πόλεις που φέρουν, στην εξέλιξή τους, διακριτά τα σημάδια μιας «παράδοσης» σχεδιασμού. Το ά-μορφο, α-όριστο, ά-τοπο ελληνικό αστικό τοπίο υποτάσσει κάθε αισθητικό ­ άρα και μορφικό ­ λόγο στην αναζήτηση δημιουργίας δραστηριοτήτων. Το ελληνικό αστικό τοπίο είναι α-σχεδίαστο· παρ’ όλα αυτά παραμένει εξαιρετικά ζωντανό. Η συνεχής, επί δεκαετίες, εφαρμογή αυτής της χωρίς θεωρία πράξης καταδηλώνει την επιχειρησιακότητα του μοντέλου και επιζητεί μια κριτική και θετική οικειοποίηση των αρχών του. Αντί για την άρνηση λοιπόν είναι αναγκαία μια εκ των υστέρων θεώρηση των τρόπων παραγωγής της ελληνικής πόλης ­ του ελληνικού αστικού μοντέλου.


Το «Μετάπολις» θα ανιχνεύσει τα παραδοσιακά όρια της αρχιτεκτονικής, εκεί όπου αυτά διαπλέκονται και διαχέονται με τις τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες, καθώς και τις νέες τεχνολογίες αναπαράστασης, την οικονομία, τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία, τις αστικές δράσεις, τους τρόπους ζωής. Παράλληλα, με την ψηλάφηση αυτού του τοπίου, το περιοδικό επιχειρεί και μιαν άλλη τομή: την παρουσίαση μιας σύγχρονης σκέψης ­ δηλαδή θέσεων γνωστών αρχιτεκτόνων, γεωγράφων, φιλοσόφων και άλλων ­ με μεταφράσεις κειμένων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «κείμενα αναφοράς» για το θέμα που πραγματεύονται. Στόχος είναι η δημιουργία ενός κλίματος, ενός σύγχρονου υπόβαθρου συζήτησης, που θεωρούμε αναγκαίο για κάθε περαιτέρω εξέλιξη.


1. F. Ascher, Metapolis ou L’ avenir des villes (Παρίσι: Odile Jacob, 1995).


2. Ρ. Koolhaas, «Τι απέγινε με την πολεοδομία;», Μετάπολις 1 (1997), σελ. 36 και 40.


3. Β. Tschumi, «Κάποιες αστικές έννοιες», Μετάπολις 1 (1997), σελ. 46.


4. J. Nouvel, «Η εποχή του αστικού», Μετάπολις 1 (1997), σελ. 52.


5. Α. Vidler, The Architectural Uncanny ­ Essays in the modern unhomely (Cambridge, Mass.: The ΜΙΤ Press, 1992), σελ. 167.


Οι κκ. Γιάννης Αίσωπος και Γιώργος Σημαιοφορίδης είναι αρχιτέκτονες.