Ο ζωγράφος του «δρόμου» που αγάπησε την Ελλάδα



Για πρώτη φορά συγκεντρώθηκε ένας μεγάλος αριθμός έργων (περίπου 200) του Μπαρκόφ, φινλανδού ζωγράφου ρωσικής καταγωγής που έζησε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη από το 1927. Ζωγράφιζε κυρίως ακουαρέλες, συχνά στον δρόμο, τις οποίες πωλούσε επί τόπου. Δεν ανήκε σε κύκλους σχετικούς με τα εικαστικά (καλλιτέχνες, γκαλερί, τεχνοκρίτες κ.ο.κ.) είτε επειδή δεν θέλησε είτε επειδή δεν μπόρεσε. Παρέμεινε περιθωριακός και του «δρόμου» ως τον θάνατό του από ασιτία την Κατοχή. Τα έργα του ήταν και είναι περιζήτητα ανάμεσα στους συλλέκτες, πολλοί από τους οποίους καυχώνται για τους «Μπαρκόφ τους», αλλά τελείως άγνωστα στο κοινό. Από τους τελευταίους ξένους ζωγράφους που έκαναν πατρίδα τους την Ελλάδα, ο Μπαρκόφ διέσωσε στις ακουαρέλες του κάτι που ελάχιστα απασχόλησε τους έλληνες καλλιτέχνες της εποχής του: την ανθρώπινη παρουσία στους δρόμους της μεσοπολεμικής ελληνικής πόλης ­ Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη ­, με το πολύβουο πλήθος της αλλά και με την ιστορική φυσιογνωμία της αρχιτεκτονικής της, αρχαίας και νεότερης. Βλέποντας αυτά τα έργα συνειδητοποιείς περισσότερο την ιδιότυπη στάση των ελλήνων καλλιτεχνών, οι οποίοι σπάνια απεικονίζουν το μνημείο μαζί με το περιστατικό της καθημερινής ανθρώπινης παρουσίας που κινείται γύρω του.


Ενα αντιπροσωπευτικό δείγμα του έργου του παρουσιάζεται σε έκθεση που διοργανώνει το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) στο Μουσείο Μπενάκη (4 Φεβρουαρίου – 5 Μαρτίου) στην Αθήνα και στην Κάζα Μπιάνκα (10 Μαρτίου -7 Απριλίου) στη Θεσσαλονίκη. Περιλαμβάνει ακουαρέλες, ελαιογραφίες, σχέδια και χαρακτικά από το 1923 ως το 1942.


Με το βλέμμα του ξένου


Το εγχείρημα ενός μακρινού ταξιδιού έχει διάφορα κίνητρα για τους ζωγράφους που το αποφασίζουν. Ενας τόπος μπορεί να εξασφαλίζει καλές σπουδές, καλύτερη αγορά των προϊόντων της τέχνης τους ή να υπόσχεται πλούσια αισθητικά ερεθίσματα. Το τελευταίο έστρεψε την προσοχή ενός αυξανόμενου αριθμού ξένων καλλιτεχνών στην Ελλάδα τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Το βλέμμα τους, όπως αποτυπώθηκε στα έργα που σώζονται, ήταν μαγνητισμένο από τη μυθική ταυτότητα μιας εξωτικής άκρης των Βαλκανίων η οποία ανάμεσα στα ίχνη του ευκλεούς παρελθόντος της είχε ακόμη όρθιο και απτό τον κολοφώνα των εμβλημάτων του δυτικού πολιτισμού, τον Παρθενώνα. Πράγματι, τα περισσότερα τοπία που ζωγραφίζουν, και ακόμη πιο πολύ τα χαρακτικά, έχουν αρχαιότητες ως κύριο ή τουλάχιστον παραπληρωματικό θέμα τους. Το φυσικό κάλλος συναρτάται απαραίτητα με τη μνημειογραφία για να δικαιώσει έναν τόσο μακρινό προορισμό.


Τον 20ό αιώνα ο αριθμός των ξένων καλλιτεχνών μειώνεται πολύ. Ερχονται πλέον σχεδόν μόνο περιστασιακά ­ όπως στην περίπτωση των άγγλων και γάλλων στρατιωτικών της Αντάντ που έμειναν για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη με τα στρατεύματα της Ανατολής μετά το 1915. Αρκετοί καλλιτέχνες ανάμεσά τους φιλοτέχνησαν όψεις της Θεσσαλονίκης διατηρώντας την παράδοση του ξένου βλέμματος στη θεματική τους και απλώς υιοθετώντας νεότερα τεχνοτροπικά ρεύματα, κυρίως τα ιμπρεσιονιστικά. Οι καλλιτέχνες εκείνοι παρουσίασαν τα έργα τους σε μεγάλες εκθέσεις στη Θεσσαλονίκη (1916) και αργότερα στην Αθήνα (1918).


Το 1927 έφτασε στην Ελλάδα ο Αλεξάντερ Γκέοργκ Μαρία Μπαρκόφ. Ρωσικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ελσίνκι και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών και στη Σχολή Σχεδίου του Ελσίνκι από το 1890 ως το 1897. Μετά το 1900 έφυγε από την πατρίδα του χωρίς να ξαναγυρίσει ποτέ. Οπως πολλοί ομότεχνοί του, έζησε για ένα διάστημα στο Παρίσι, όπου το 1923 πήρε μέρος στην Εκθεση του Φθινοπώρου (Salon d’ Automne). Τα στοιχεία του βίου του είναι τόσο λειψά, ώστε μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει κανείς βασισμένος στα έργα του και ιδιαίτερα στις υδατογραφίες, τις οποίες συνήθιζε να υπομνηματίζει σημειώνοντας κοντά στην υπογραφή του τον τόπο και τον χρόνο της δημιουργίας τους.


Με πλοηγό το έργο του πάντοτε γνωρίζουμε ότι το 1929 ταξίδεψε στην Παλαιστίνη (σώζονται έργα του από την Ιερουσαλήμ) και στην Κωνσταντινούπολη. Το διάστημα 1928-1931 έζησε στη Θεσσαλονίκη, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και στον Πειραιά. Μετά το 1942 χάνονται τα ίχνη του.


Ζωγράφος του αστικού χώρου


Η σύνθεση, το σχέδιο και το χρώμα δείχνουν έναν καθαρόαιμο ζωγράφο-συνθέτη με απόλυτη κατοχή των μέσων του. Η σύνθεσή του είναι στέρεη, με καλοσυγκερασμένες τις σχέσεις των μοτίβων, άμεμπτα ζυγιάσματα των αντιθέσεων φωτεινού – σκοτεινού, κενού – πλήρους, γραμμικών – ζωγραφικών, δυναμικών και στατικών στοιχείων. Το σχέδιο είναι γρήγορο, σίγουρο, διαποτισμένο από μια εξπρεσιονιστική καλλιγραφική ποιότητα που τοποθετεί τη δημιουργία του στις πρωιμότερες αντηχήσεις του εξπρεσιονιστικού ιδιώματος στην Ελλάδα. Η επεξεργασία του χρώματος τον αναδεικνύει σε απαράμιλλο χρωματιστή με ένα σταθερό πρόγραμμα αρμονιών στο οποίο κυρίαρχο ρόλο έχουν σε ζεύγη τα ψυχρά γαλάζια – μοβ και τα θερμά, γήινα, ώχρες, σιένες και σέπιες, συνδυασμένα ή όχι, σε τεράστια γκάμα ενδιάμεσων τόνων που αναπτύσσονται σε ανεξάντλητες παραλλαγές. Το υλικό του είναι κυρίως η ακουαρέλα σε χαρτί, λεπτό ή πορώδες, το μελάνι, ενώ εκτός από πινέλο χρησιμοποιεί και ξυλομπογιές, κάρβουνο, παστέλ και πενάκι. Στις ακουαρέλες κυριαρχούν άλλοτε οι μάζες που απλώνονται σε εκτεταμένα τμήματα της σύνθεσης και δημιουργούν τη ζωγραφική εντύπωση του στατικού και της ηρεμίας και άλλοτε οι γραμμές που τη φορτίζουν με τη σχεδιαστική εντύπωση του δυναμισμού και της έντασης. Στην πρώτη περίπτωση είναι συχνότερα τα ξυσίματα, η ύγρανση του χαρτιού και το πέρασμα του σχεδίου με νερό. Στη δεύτερη υπάρχει η σταθερότερη πρόσφυση του υλικού, που πότε πότε δημιουργεί την εντύπωση της τέμπερας, μειώνοντας τη διαφάνεια και αυξάνοντας τον κόκκο στη διαγραφή των όγκων. Συχνά υπάρχει ένα αρχικό σχέδιο με μολύβι, ίχνη του οποίου παραμένουν και μετά τη χρωματική επεξεργασία.


Σε όλα αυτά έχει κανείς μια έντονη αίσθηση του κοντινού και οικείου μέσα από συνθετικές λύσεις, όπως τα «μεσαία» πλάνα για τις φιγούρες με τα οποία αποτυπώνεται η κίνηση, η συμπεριφορά, ο ιδιαίτερος παλμός της σκηνής και ταυτόχρονα και ο συγκεκριμένος χώρος της. Το πλήθος ανθρώπων και πραγμάτων τον γοητεύει. Διαλέγει τις κινήσεις και τις στάσεις που χαρακτηρίζουν συμπεριφορές, ψυχολογία και δραστηριότητα κάθε φορά. Ο Μπαρκόφ συμπυκνώνει την ανθρώπινη ουσία των συμβάντων σε εικόνες που μόνο ένας εξαιρετικός συνθέτης μπορεί να το κάνει κρατώντας αλώβητη την πολυπλοκότητα και αποφεύγοντας τη φλυαρία στην οποία μια τέτοια θεματική θα μπορούσε να οδηγήσει.


Στη Θεσσαλονίκη ο Μπαρκόφ πήγε στα τέλη του 1928 και πρέπει να έμεινε ως το 1932 οπότε ξαναρχίζουν τα έργα της Αθήνας. Στο διάστημα αυτό ξέρουμε, πάντοτε με οδηγό τους υπομνηματισμούς που ο ίδιος κάνει στα έργα του, ότι ταξίδεψε (και ζωγράφισε) στην Κέρκυρα, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιερουσαλήμ και στο Αγιον Ορος.


Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας, τον οποίο την εποχή εκείνη ακόμη διατηρούσε η Θεσσαλονίκη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη, πρέπει να προσέφερε στον πλάνητα εμιγκρέ Μπαρκόφ μια αίσθηση μεγαλύτερης οικειότητας με το περιβάλλον. Δεν εξηγείται διαφορετικά η τόσο μακρά παραμονή σε μια πόλη που είναι γνωστό ότι δεν μπορούσε να συντηρήσει ζωγράφους, και πολύ περισσότερο ξένους. Η ποικιλία των αρχιτεκτονικών ρυθμών ήταν ακόμη τότε σχεδόν απείραχτη και συγκροτούσε έναν γοητευτικό αστικό χώρο με όψεις δυτικοευρωπαϊκής, ανατολίτικης και βαλκανικής μεγαλούπολης. Τα βυζαντινά και ισλαμικά μνημεία της, οι δρόμοι και οι πλατείες, ο πολυσύνθετος ιστός της Ανω Πόλης αποτέλεσαν το θέμα δεκάδων έργων του.


Οι προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και ζούσαν ως τη δεκαετία του 1980 συγκλίνουν στο ότι οι συνθήκες της διαβίωσής του ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Ζούσε μόνος σε κάποιο από τα δωμάτια που παραχωρούνταν στους άστεγους στο Καραβάν Σεράι, το σημερινό Δημαρχείο της πόλης, σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και θεωρούνταν αλκοολικός. Καθώς ζωγράφιζε οποιοσδήποτε περαστικός ενδιαφερόμενος μπορούσε να αγοράσει μια από τις ακουαρέλες που υπήρχαν σε ένα κουτί πλάι του, ακόμη και να παραγγείλει μια άποψη ή ένα θέμα του δρόμου, το οποίο ο Μπαρκόφ ετοίμαζε με χαρακτηριστική σιγουριά και ταχύτητα που εντυπωσίαζε τους παρισταμένους. Φαίνεται πως η ανέχεια από την ανυπαρξία καλλιτεχνικής αγοράς στη Θεσσαλονίκη τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πόλη αυτή και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα το 1932.


Δεξιοτέχνης της ακουαρέλας


Λίγοι έλληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα ασχολήθηκαν με την ακουαρέλα ­ ανάμεσα στους πιο γνωστούς είναι ο Παρθένης, που ζωγράφισε σποραδικά από το 1908 και αργότερα ορισμένα νησιώτικα τοπία, κυρίως, το 1920, ο Μπουζιάνης που δούλεψε πιο συστηματικά την ακουαρέλα στο Παρίσι μεταξύ 1928-1930 και σποραδικά αργότερα και, ακόμη, σε μερικές περιπτώσεις οι Τσαρούχης, Γκίκας, Βακαλό, Βασιλείου κ.ά., που όμως προτιμούσαν την τέμπερα για προσχέδια ελαιγραφιών και, κυρίως, σκηνικών και κοστουμιών για το θέατρο.


Είναι μάταιο να δούμε τις ακουαρέλες του Μπαρκόφ στο περιβάλλον της σύγχρονής του ελληνικής τέχνης. Καθώς είναι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που ανήγαγε την ακουαρέλα στο κύριο εκφραστικό του μέσο, στέκει μετέωρος μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο το μέσο αυτό χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και συχνότερα βοηθητικά από όσο αυτόνομα. Ο χώρος της καλλιτεχνικής του βούλησης είναι εκ των πραγμάτων εκείνος της ευρωπαϊκής ακουαρέλας από το 1917 ως το 1927 που ζούσε και δούλευε στο Παρίσι.


Η ακουαρέλα της μοντέρνας τέχνης έχει μια λανθάνουσα προϊστορία στους ιμπρεσιονιστές, οι οποίοι εντυπωσιασμένοι από τις επιδόσεις του Turner, του Constable και του Delacroix ζωγράφισαν με χρώματα λαδιού πολλές φορές μεταφέροντας τις εντυπώσεις της ακουαρέλας στο λάδι. Η προβολή της διαδικασίας στο αποτέλεσμα (δηλαδή της εμφανούς πινελιάς και της διαδρομής της στο εικαστικό πεδίο), που αποτέλεσε ένα από τα βασικά συστατικά της εφαρμοσμένης οπτικής τους αντίληψης στη ζωγραφική, έχει στη βάση της όχι μόνο τις ακουαρέλες αλλά και τα έργα της «διαδικασίας», προσχέδια δηλαδή με νεροχρώματα των άγγλων και του γάλλου ρομαντικού. Στον 20ό αιώνα, και ιδιαίτερα στη δεύτερη δεκαετία, είναι γνωστές οι επιδόσεις στην αφηρημένη ακουαρέλα του Καντίνσκι και στην εξπρεσιονιστική των Μάκε, Μαρκ, Πέχσταϊν, Χέκελ, Πασκέν και άλλων που ήταν γνωστές στο Παρίσι. Ακόμη ως το τέλος της τρίτης δεκαετίας, όταν ο Μπαρκόφ αποκόπηκε από το περιβάλλον του μοντερνισμού του Παρισιού, είχαν γίνει γνωστές οι περίφημες ακουαρέλες του Κλέε με τις οποίες η εικονογραφία αυτού του μέσου πήρε μια νέα τροπή.


Ο Μπαρκόφ διαμόρφωσε την ποιητική του μέσα από τέτοιας λογής ερεθίσματα. Το προσωπικό ύφος του βρήκε την ολοκλήρωσή του στη διαδρομή ανάμεσα σε ιμπρεσιονιστικές και εξπρεσιονιστικές εκφράσεις ιδιαίτερης δύναμης. Είναι πιο συγκρατημένος από τους εξπρεσιονιστές αλλά δεν έχει καμιά σχέση με τους συντηρητικούς έλληνες ακουαρελίστες Αγγελο Γιαλλινά και Βικέντιο Μποκατσιάμπη που ζωγράφιζαν ακόμη, σε προχωρημένη ηλικία, όσο ο ίδιος ήταν εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Αλλωστε και η θεματική του είναι πολύ διαφορετική. Η ζωγραφική του εκτός από αισθητικό έχει και ένα μεγάλο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον καθώς αποτύπωσε σκηνές από τη ζωή στους δρόμους μιας Αθήνας και μιας Θεσσαλονίκης που δεν υπάρχουν πια. Οσο και αν ορισμένες από τις κορυφαίες στιγμές της δεξιοτεχνίας του εκφράζονται με την τοπιογραφία, η έμπνευσή του παραμένει σταθερά ο άνθρωπος στον αστικό χώρο και σε αυτή την επιλογή του, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες ελαιογραφίες του Τριανταφυλλίδη, κυριολεκτικά δεν έχει τον όμοιό του στην ελληνική ζωγραφική της εποχής του. Εμεινε πάντοτε ένας ξένος που αγάπησε την Πλάκα, το Μοναστηράκι, το μπλέξιμο της εφήμερης ουσίας τους με τη διαχρονική των αρχαίων ερειπίων τους, το ανακάτωμα της λαϊκότητας και της ιστορικότητάς τους σε ένα μοναδικό έργο στη ζωγραφική αυτού του τόπου.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.