Ολοι θέλουμε την αξιολόγηση αλλά θεωρούμε αυτονόητο ότι θα αρχίσει από τον διπλανό μας, ελπίζοντας ίσως κατά βάθος ότι δεν θα φθάσει ποτέ σε εμάς!


Οποιος αρνηθεί τον ανομολόγητο αυτόν ελληνικό «κανόνα», που βρίσκει εφαρμογή σε όλα τα πεδία και τους τομείς, και αισθανθεί ότι «θίγεται» δεν είναι ειλικρινής.


Οποιος τον παραδεχθεί σημαίνει ότι έχει αρχίσει ήδη να προχωρεί στην αυτοαξιολόγηση. Βήμα γενναίο, σημαντικό και ελπιδοφόρο. Βήμα που δείχνει ότι ο άνθρωπος αυτός έχει επίγνωση του χρόνου και του χώρου στον οποίο ζει και εργάζεται.


Ο χρόνος είναι ο εικοστός πρώτος αιώνας, ο χώρος είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, η Ελλάδα, η μόνη που δεν έχει εθνικό σύστημα αξιολόγησης για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματά της!


Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι έχουμε τα καλύτερα πανεπιστήμια και TEI στη Γηραιά Ηπειρο – τόσο καλά ώστε δεν χρειάζονται το τσεκ-απ που περνούν τα ιδρύματα των άλλων χωρών-μελών της ευρωπαϊκής οικογένειας -, δεν είναι προς όφελός μας αυτή την υπεροχή να τη διαλαλήσουμε;


Για να γίνει όμως αντιληπτό πανευρωπαϊκά το μέγεθος της αξίας και των ικανοτήτων μας πρέπει να μιλήσουμε κοινή γλώσσα με τους άλλους Ευρωπαίους. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη γλώσσα της αξιολόγησης.


Είναι αλήθεια ότι αρκετά ελληνικά πανεπιστήμια και TEI έχουν κατά καιρούς αυτοαξιολογηθεί. Αρα ποιος ο λόγος της άρνησης ενός συστήματος εθνικής αξιολόγησης;


Τα επιχειρήματα που μιλούν για χτύπημα του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, για υποβάθμιση των πτυχίων και για υποταγή της γνώσης και των σπουδών στις προσταγές της αγοράς εργασίας δύσκολα μπορούν να πείσουν ακόμη και τον πλέον επιφυλακτικό πολίτη απέναντι στα οφέλη που θα προκύψουν από την αξιολόγηση και αφορούν, με μια κουβέντα, το κύρος και την ανταγωνιστική αξία των πτυχίων που πληρώνουν πανάκριβα οι ελληνικές οικογένειες και την ελληνική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.


Αντιθέτως, δεν νομίζω ότι υπάρχει λογικός άνθρωπος που θα αρνηθεί ότι επιβάλλεται να προβλεφθούν συναρτήσεις με συγκεκριμένες παραμέτρους οι οποίες θα εγγυώνται όχι απλώς και μόνο τη θεσμοθέτηση της αξιολόγησης στα πανεπιστήμια και στα TEI αλλά και την αποτελεσματική εφαρμογή της. Και η χρηματοδότηση είναι η βασικότερη παράμετρος με την οποία πρέπει να συναρτηθεί η αξιολόγηση. Εχει λοιπόν τεράστια ευθύνη η κυβέρνηση που παρέλειψε να τη λάβει υπόψη της όταν συνέτασσε το σχετικό σχέδιο νόμου, όπως μερίδιο ευθύνης έχουν και όσοι τη χρησιμοποιήσουν ως άλλοθι για να αρνηθούν συνολικά την αξιολόγηση.


Γιατί όποιος κοιτάξει καθαρά προς το μέλλον αντιλαμβάνεται αμέσως ότι τώρα πια το δίλημμα δεν είναι αξιολόγηση ή μη αξιολόγηση. Το δίλημμα είναι αξιολόγηση ή απομόνωση.


H κυρία Συλβάνα Ράπτη είναι βουλευτής A’ Αθηνών και γραμματέας του Τομέα Παιδείας και Πολιτισμού του ΠαΣοΚ.