Οι αλλαγές που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια τόσο στις κοινωνικές όσο και στις οικονομικές συνιστώσες των ορεινών περιοχών της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα έντονες. Οι δραστικές αλλαγές που έχουν διαπιστωθεί κυρίως εντοπίζονται στον πρωτογενή τομέα ­ γεωργία και κτηνοτροφία ­ και η βασική αιτία εστιάζεται στο γεγονός ότι τα παραδοσιακά γεωργοκτηνοτροφικά συστήματα διαχείρισης κατέρρευσαν. Η κυρίαρχη αιτία αυτής της διαταραχής προέρχεται από την εκμηχάνιση της γεωργίας στις πεδινές περιοχές καθώς και από την εφαρμογή νέων τεχνολογιών τόσο της παραγωγής όσο και της διατήρησης και της μεταποίησης των τροφών.


Ως και τις αρχές της δεκαετίας του ’60 η γεωργία ήταν μια από τις βασικές ενασχολήσεις των πληθυσμών στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας. Οι μεγάλες κλίσεις των εδαφών προϋπέθεταν, φυσικά, τη σταθεροποίησή τους και τις καλλιέργειες σε αναβαθμίδες Εκείνη την εποχή η «ένταση της ανθρώπινης εργασίας» ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη γεωργία και συνιστούσε ­ με τη βοήθεια και των ζώων ­ την αποκλειστική είσοδο ενέργειας και «καυσίμων». Η κτηνοτροφία ήταν συνδεδεμένη λειτουργικά με τη βόσκηση των κοπαδιών σε τακτά χρονικά διαστήματα μετά τον θερισμό και τη συγκομιδή καθώς και στις αγραναπαύσεις. Τα μέρη των φυτών τα οποία δεν παρείχαν καρπό ήταν βοσκήσιμη ύλη. Μετά τη συλλογή των φασολιών, για παράδειγμα, απέμενε η φασολιά που ήταν άριστη κτηνοτροφή. Με τον τρόπο αυτόν ήταν δυνατόν να «στηριχθεί» μεγάλος αριθμός γιδοπροβάτων και παράλληλα επιτυγχανόταν λίπανση των χωραφιών. Υπήρχε, φυσικά, και η «παραδοσιακή» νομαδική κτηνοτροφία από το τέλος Μαΐου ως το τέλος Οκτωβρίου.


* Ερχεται η τεχνολογία


Πριν από 40 χρόνια περίπου αρχίζει στη Θεσσαλία και στις άλλες πεδινές περιοχές της χώρας η εκμηχάνιση της γεωργίας, με την είσοδο των πρώτων γεωργικών ελκυστήρων, των σπαρτικών, των θεριζοαλωνιστικών και των άλλων γεωργικών μηχανών. Η μετατροπή του είδους των καυσίμων ­ από ανθρώπινη και «ζωική» ενέργεια σε καύσιμα όπως το πετρέλαιο ­ δημιούργησε συνθήκες άνισου ανταγωνισμού που στην πρώτη φάση έδρασε στις καλλιέργειες των σιτηρών. Ηταν, προφανώς, αδύνατον ο γεωργός που καλλιεργούσε καλαμπόκι στις αναβαθμίδες των ορεινών περιοχών, ο οποίος όργωνε με το αλέτρι και θέριζε με το δρεπάνι, να επιβιώσει όταν το κόστος παραγωγής του ίδιου προϊόντος στην πεδιάδα ήταν πολύ χαμηλότερο.


Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι στις ορεινές περιοχές οι κλιματικές συνθήκες (χαμηλές θερμοκρασίες, χιόνια κτλ.) έχουν ως συνέπεια ­ σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια των «μονοετών» φυτών ­ τη μικρή «βλαστική» περίοδο, διάρκειας τεσσάρων-έξι μηνών. Αυτό το γεγονός δρα επίσης στην αντιοικονομικότητα της γεωργικής απόδοσης σε σχέση με εκείνα τα οποία καλλιεργούνται στις πεδιάδες. Η δημογραφική πτώση που παρατηρήθηκε στις ορεινές περιοχές δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην εκμηχάνιση της γεωργίας στα πεδινά.


Ο εξηλεκτρισμός, π.χ., και οι εφαρμογές του στη διατήρηση των φρούτων επίσης δημιούργησε προβλήματα σε καλλιέργειες όπως αυτές της καρυδιάς και της καστανιάς που ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρες για την ορεινή γεωργική οικονομία. Από τη στιγμή που υπάρχουν, με τη βοήθεια των ψυγείων, διαθέσιμα «φρέσκα» φρούτα ­ όπως τα μήλα και τ’ αχλάδια ­ ως και τον Απρίλιο, η ανάγκη για την κατανάλωση κατά τον χειμώνα «ξηρών» καρπών, όπως τα καρύδια και τα κάστανα, μειώνεται.


Πέρα από τη μείωση που αφορά την παραγωγή σε «ξηρούς καρπούς», αξίζει τον κόπο να συζητηθεί και η μείωση στα άλλα φρούτα. Σε ό,τι αφορά τα «καλοκαιρινά» τα οποία παράγονται στις ορεινές περιοχές, ένα κύριο προϊόν είναι τα κεράσια. Στα οποία από 400 τόνους το 1970 η παραγωγή μειώθηκε στους 150 τόνους.


Καθώς ουσιαστικά δεν υπήρχαν αποκλειστικά «κερασοπαραγωγοί» ή «καστανοπαραγωγοί» αλλά το οικογενειακό εισόδημα από τη γεωργία προερχόταν από διάφορα προϊόντα (σιτηρά, όσπρια, λαχανικά, φρούτα), ήταν λογικό η μη ανταγωνιστικότητα των ετησίων φυτών και η εγκατάλειψη της καλλιέργειάς τους να παρασύρει και τα πολυετή, αφού δεν ήταν δυνατόν από μόνα τους να στηρίξουν το οικογενειακό εισόδημα.


Πέρα όμως από την αντικατάσταση στην αγορά των «ξηρών καρπών» από τα «φρέσκα», τα «καλοκαιρινά» φρούτα εκτοπίστηκαν από την αγορά επειδή υπήρξε ­ με την εκμηχάνιση της γεωργίας στα πεδινά ­ και προσφορά φθηνών καλοκαιρινών φρούτων, όπως τα καρπούζια και τα πεπόνια.


Τα κεράσια και τα σύκα είναι ιδιαίτερα ευπαθή με τις μεγάλες καλοκαιρινές ζέστες. Αν σ’ αυτό το γεγονός προστεθεί και το υψηλό κόστος των εργατικών για τη συλλογή τους, η ανταγωνιστικότητα προς τα καρπούζια και τα πεπόνια είναι άνιση. Χώρια που τα τελευταία, εκτός από φθηνότερα, διατηρούνται και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.


* Οι συνέπειες της υπερβόσκησης


Εφόσον η γεωργία έχει μειωθεί, η κτηνοτροφία «καταλαμβάνει» ολόκληρο τον «παραγωγικό» χώρο των ορεινών περιοχών. Η βόσκηση προχωρεί χωρίς έλεγχο και η πρωτογενής φυτική παραγωγικότητα μειώνεται. Παράλληλα καταρρέει ο παραδοσιακός κοινωνικός ιστός των κτηνοτροφικών προτύπων με την «κυκλική» εναλλαγή των χρησιμοποιούμενων βοσκοτόπων, ακόμη και στους νομαδικούς πληθυσμούς των Σαρακατσαναίων.


Αποτέλεσμα είναι η σημαντική πτώση της «βοσκοϊκανότητας» επειδή η υπερβόσκηση δρα με τρόπο που προκαλεί ερημοποίηση. Στη συνέχεια αυξάνεται η διάβρωση και στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας τα εδάφη που κατρακυλούν είναι κοινό φαινόμενο.


Μολονότι τόσο τα περιβαλλοντικά όσο και τα οικονομικά μεγέθη τα οποία χαρακτηρίζουν την κτηνοτροφία στις ορεινές περιοχές είναι απογοητευτικά (με ελάχιστες εξαιρέσεις φυσικά!) ως κύρια οικονομική διέξοδος για μια «αποπεριθωριοποίηση» θεωρούνται η κτηνοτροφία και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Ετσι, πέρα από τις ετήσιες επιδοτήσεις είναι σημαντικότατα τα ποσά που επενδύονται κάθε χρόνο με στόχο την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και των προϊόντων της.


Ακόμη και αν το τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος λησμονηθεί, θα πρέπει στην ανάλυσή μας να διερευνήσουμε τη «βιωσιμότητα» αυτής της δραστηριότητας μέσα στην ανοιχτή οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Το κλίμα των ορεινών περιοχών της Νότιας Ευρώπης δεν είναι, προφανώς, μεσογειακό ­ με την τυπική εναλλαγή του βροχερού και ήπιου χειμώνα με το μακρύ, θερμό και άνυδρο καλοκαίρι ­ αλλά εύκρατο. Δηλαδή ένα κλίμα παρόμοιο με χωρών όπως η Ολλανδία και η Δανία. Εκεί όμως η παραγωγή κτηνοτροφικών και γαλακτοκομικών προϊόντων είναι στηριγμένη αφενός στις πεδιάδες, όπου η εκμηχάνιση είναι δυνατή, και αφετέρου στην προηγμένη τεχνολογία.


Με βάση τα παραπάνω, ο ανταγωνισμός του παραγωγού τυριού, π.χ., στην ορεινή Ευρυτανία με τον αντίστοιχο ολλανδό ή δανό λειτουργεί με άνισες συνθήκες.


Ο κατακλυσμός της Νότιας Ευρώπης με τυροκομικά και γαλακτοκομικά προϊόντα από τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης είναι γεγονός το οποίο δεν πρέπει να αγνοείται πεισματικά.


Από τη στιγμή που δημιουργείται ένα πρόβλημα επειδή άλλαξαν οι κύριες συνιστώσες καθορισμού του, είναι αποτυχημένη η προσπάθεια αντιμετώπισης με επιμονή στη χρήση παρωχημένων προτύπων διαχείρισης.


Υπάρχει βεβαίως κάποια δυνατότητα στη χρησιμοποίηση παραδοσιακών τεχνικών και στην προβολή των ιδιαιτεροτήτων ενός είδους τυριού ή γιαουρτιού σε μια ορεινή περιοχή. Μια τέτοια οικονομική προσέγγιση όμως συνιστά απλή «ενίσχυση» η οποία προϋποθέτει μιαν άλλη ενεργό οικονομική παρουσία και δραστηριότητα.


Οι προτάσεις που σχετίζονται με την προβολή της ιδιαιτερότητας των ορεινών προϊόντων στην κομψή τους συσκευασία και στον τονισμό της «παραδοσιακής» προέλευσής τους συνιστούν «μουσειακό» τρόπο που μπορεί να ισχύσει για κάποιες εξαιρέσεις αλλ’ όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Από την άλλη, προκύπτει και το ερώτημα: Να αφήσουμε τις ορεινές περιοχές να ερημωθούν τόσο κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά ακολουθώντας την απλή λογική της προσφοράς και της ζήτησης;


Αλλά όπως φαίνεται από την ισχυρή εισροή κεφαλαίων ­ σε σχέση με τη δυναμικότητά τους ­ η κοινή πρακτική σε όλες τις χώρες της Νότιας Ευρώπης είναι η αντιστροφή ή έστω η επιβράδυνση των ρυθμών περιθωριοποίησης.


Εκείνο, επομένως, που απαιτείται είναι η αναζήτηση νέων δυνατοτήτων ανάπτυξης έξω από τις παραδοσιακές και αποτυχημένες προσεγγίσεις του παρελθόντος.


Προτάσεις για αποπεριθωριοποίηση


Καθημερινά διαπιστώνουμε την αγωνία των νομαρχών και των άλλων τοπικών αρχών για την προώθηση προγραμμάτων ανάπτυξης. Δυστυχώς όμως το μόνο που συνήθως προκύπτει είναι η έλλειψη κάθε επαφής με την πραγματικότητα, τη γενικότερη κατάσταση και τις δυνατότητες που υπάρχουν.


Ωστόσο εκείνο που με κάνει να τρομάζω ακόμη περισσότερο όσο και αν φαίνεται παραδοξολογία είναι η λεγόμενη αποκέντρωση. Είναι, χωρίς αμφιβολία, επιθυμητή η μετάθεση ευθυνών στην περιφέρεια, αλλά αυτή η μετάθεση των ευθυνών προϋποθέτει και αποκέντρωση στην πληροφόρηση. Κάτι που δεν γίνεται.


Κάθε Σεπτέμβριο παρατηρώ σε αναρίθμητες περιοχές στα Μεσόγεια της Αττικής ή στον δρόμο για τη Χαλκιδική στη Θεσσαλονίκη να διαθέτουν μούστο. Εβλεπα επίσης να πωλούνται και βαρέλια, συνήθως εισαγωγής. Υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια αυξανόμενη τάση για την παρασκευή κρασιού στο σπίτι.


Υπήρχαν στα Γρεβενά, τον περισσότερο ­ αν δεν κάνω λάθος ­ «προβληματικό» νομό της χώρας μαζί με τον Νομό Ευρυτανίας, παραδοσιακές βιοτεχνίες βαρελοποιίας οι οποίες τις τελευταίες δεκαετίες κατέρρευσαν. Ούτε το Νομαρχιακό Συμβούλιο των Γρεβενών ούτε, πολύ περισσότερο, ο εξαθλιωμένος βαρελοποιός είναι πληροφορημένοι για την αυξημένη ζήτηση μικρών βαρελιών στα αστικά κέντρα.


Πρόσφατα ήμουν στο Αντάρτικο του Νομού Φλώρινας, ένα πανέμορφο χωριό που στην κυριολεξία έχει αδειάσει. Υπάρχει ακόμη εκεί μια παραδοσιακή καλλιέργεια φασολιών χωρίς προσθήκη εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων. Πώς όμως θα πληροφορηθεί ο ηλικιωμένος φασολοκαλλιεργητής τη ζήτηση που υπάρχει για «υγιεινά προϊόντα» στην Αθήνα; Οπου τα ειδικά καταστήματα ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και εισάγουν τέτοια φασόλια από την Αμερική;


Από την άλλη πλευρά, πόσοι «αρμόδιοι» στις κεντρικές κρατικές υπηρεσίες σχεδιασμού γνωρίζουν τη δυνατότητα της βαρελοποιίας στα Γρεβενά και τα «υγιεινά» φασόλια της Φλώρινας;


Ο κ. Νίκος Μάργαρης είναι καθηγητής Οικοσυστημάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.