Εχει επανειλημμένως γίνει λόγος για τη φορολογία των τόκων των καταθέσεων των πολιτών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το ζήτημα αυτό συζητείτo εδώ και 15 χρόνια και δεν μπορούσε να βρεθεί λύση κοινά αποδεκτή από τα κράτη-μέλη, γιατί η πολιτική προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. H Ελλάδα φορολογεί τους τόκους καταθέσεων που αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με συντελεστή 15% με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης. Το εισόδημα δηλαδή από τόκους καταθέσεων δεν συναθροίζεται με τα άλλα εισοδήματα ή κέρδη, ώστε να φορολογηθεί με τις γενικές διατάξεις. Εξαιρούνται από τη φορολογία αυτή οι τόκοι που προκύπτουν από οποιασδήποτε μορφής κατάθεση μη μονίμων κατοίκων Ελλάδας σε τράπεζες που βρίσκονται στην Ελλάδα ή στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εφόσον το ποσό αυτών είναι σε ξένο νόμισμα. Ηδη από 1.1.2001 οι τόκοι από καταθέσεις σε νομίσματα που βρίσκονταν εντός της ζώνης του ευρώ δεν θεωρούνταν καταθέσεις σε συνάλλαγμα και επομένως φορολογούνταν αυτοτελώς με τον πιο πάνω συντελεστή, έστω και αν είχαν αποκτηθεί από κατοίκους αλλοδαπής. H απαλλαγή από τη φορολογία ίσχυε για τόκους από καταθέσεις σε στερλίνες, κορόνες Δανίας, Σουηδίας και νομίσματα εκτός της ζώνης του ευρώ που αποκτούσαν κάτοικοι αλλοδαπής.



Για την εφαρμογή ενιαίου τρόπου φορολογίας των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από καταθέσεις των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ισχύει η υπ’ αριθμ. 7242/2003 Οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία βασίζεται στη συναίνεση που επιτεύχθηκε στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Σάντα Μαρία ντε Φέιρα στις 19 και 20 Ιουνίου 2000 και στη συνέχεια στο Συμβούλιο Eco/Fin στις 26 και 27 Νοεμβρίου 2000, στις 13 Δεκεμβρίου 2001 και στις 21 Ιανουαρίου 2003. Στόχος της οδηγίας αυτής η δυνατότητα πραγματικής φορολόγησης των πληρωμών τόκων στο κράτος-μέλος όπου κατοικεί ο πραγματικός δικαιούχος. Ετσι, κατ’ αρχήν οι ρυθμίσεις της οδηγίας αυτής αφορούν τη φορολογία των τόκων από καταθέσεις φυσικών προσώπων. Οι τόκοι από καταθέσεις νομικών προσώπων θα φορολογούνται με βάση την εθνική νομοθεσία.


H οδηγία αυτή παρέμεινε ανενεργός λόγω αντιρρήσεων της Ιταλίας, καθώς και της Αυστρίας, του Λουξεμβούργου και του Βελγίου. Στο Eco/Fin ωστόσο στις 3 Ιουνίου στο Λουξεμβούργο υπό την προεδρία του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κ. N. Χριστοδουλάκη κατορθώθηκε να αρθούν οι αντιρρήσεις των χωρών αυτών ώστε να δρομολογηθεί η σταδιακή εφαρμογή των ρυθμίσεων της οδηγίας. Παρά ταύτα στο προοίμιο της οδηγίας αναφέρεται ότι επί όσο χρόνο οι ΗΠΑ, η Ελβετία, η Ανδόρα, το Λιχτενστάιν, το Μονακό, ο Αγιος Μαρίνος και τα συνδεδεμένα εδάφη των κρατών αυτών δεν εφαρμόζουν όλα ανεξαιρέτως μέτρα ισοδύναμα ή όμοια προς τα θεσπιζόμενα με την οδηγία, η επίτευξη των στόχων της θα διακυβεύεται λόγω της φυγής κεφαλαίων προς αυτά τα κράτη. Είναι ως εκ τούτου αναγκαίο, αναφέρεται στην οδηγία, να αρχίσει η εφαρμογή της από την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω κράτη και εδάφη θα αρχίσουν να εφαρμόζουν τέτοια μέτρα.


Από αυτή τη χωρίς περιστροφές εκτίμηση που διατυπώνεται στο προοίμιο της οδηγίας προκύπτει ότι, παρά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο τελευταίο Eco/Fin, η εφαρμογή ενιαίου τρόπου φορολογίας των τόκων καταθέσεων θα μείνει κενό γράμμα, ίσως ευχή(!). Οσο θα υπάρχουν φορολογικοί παράδεισοι ο ενιαίος τρόπος φορολογίας των τόκων των καταθέσεων είναι μάλλον ανέφικτος.


Ας δούμε όμως συνοπτικά τι προβλέπει η οδηγία και ακόμη τι συμφωνήθηκε στο Λουξεμβούργο.


Υποκείμενο φόρου: Σε φόρο υποβάλλεται το εισόδημα από τις αποταμιεύσεις υπό μορφή τόκων που καταβάλλονται σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπέρ πραγματικών δικαιούχων που είναι φυσικά πρόσωπα με φορολογική κατοικία σε άλλο κράτος-μέλος. Ως τόκοι νοούνται οι καταβληθέντες ή εγγεγραμμένοι σε λογαριασμό τόκοι από πάσης φύσεως απαιτήσεις, ιδίως δε τα εισοδήματα από τίτλους του Δημοσίου και ομολογιακά δάνεια, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων ωφελημάτων και λαχνών που τα συνοδεύουν. Ακόμη, αντικείμενο φορολογίας είναι οι δεδουλευμένοι ή κεφαλαιοποιούμενοι τόκοι κατά την πώληση, την εξαγορά ή την εξόφληση των πάσης φύσεως απαιτήσεων.


Υποκείμενο φόρου: Σύμφωνα με την οδηγία, υποκείμενο φόρου είναι ο «πραγματικός δικαιούχος», δηλαδή το φυσικό πρόσωπο που εισπράττει τόκους ή οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο προς όφελος του οποίου εξασφαλίζεται η πληρωμή τόκων, εκτός αν το πρόσωπο αυτό παράσχει αποδεικτικά στοιχεία ότι η πληρωμή τόκων δεν πραγματοποιήθηκε ή εξασφαλίστηκε για δικό του λογαριασμό. Στην περίπτωση που ο φορέας καταβολής των τόκων έχει στη διάθεσή του στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο καταβάλλονται τόκοι ή για το οποίο εξασφαλίζεται η πληρωμή τόκων ενδεχομένως να μην είναι ο πραγματικός δικαιούχος, λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για να προσδιοριστεί η ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου.


Ο φορέας πληρωμής των τόκων εξακριβώνει την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου, δηλαδή το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και τον αριθμό φορολογικού μητρώου στο κράτος-μέλος της φορολογικής κατοικίας του.


Φορέας πληρωμής: Σύμφωνα με την οδηγία, ως «φορέας πληρωμής» νοείται οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας ο οποίος καταβάλλει τόκους στον πραγματικό δικαιούχο ή εξασφαλίζει την καταβολή τόκων προς άμεσο όφελος αυτού, ανεξαρτήτως του αν ο φορέας αυτός είναι ο οφειλέτης της απαίτησης ή ο φορέας στον οποίο έχει αναθέσει ο οφειλέτης ή ο πραγματικός δικαιούχος την πληρωμή τόκων ή την εξασφάλιση αυτής της πληρωμής.


Φορολογικός συντελεστής: H οδηγία δεν προβλέπει ενιαίο συντελεστή φόρου για όλα τα κράτη-μέλη. Κάθε χώρα διατηρεί τον τρόπο φορολογίας που έχει θεσπιστεί από την εθνική νομοθεσία καθώς και τον συντελεστή φόρου, ο οποίος όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό 20%.


Αρση τραπεζικού απορρήτου – Ανταλλαγή πληροφοριών: Οι 12 από τις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης οφείλουν να κοινοποιούν πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους κατοικίας του πραγματικού δικαιούχου των τόκων. H κοινοποίηση πληροφοριών θα διεξάγεται αυτομάτως τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, εντός εξαμήνου μετά το τέλος του φορολογικού έτους του κράτους-μέλους του φορέα πληρωμής των τόκων.


Το ελάχιστο επίπεδο πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλεται από τον φορέα πληρωμής των τόκων στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους κατοικίας του δικαιούχου αυτών περιλαμβάνει τα στοιχεία ταυτότητας και την κατοικία του δικαιούχου, το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα πληρωμής, τον αριθμό λογαριασμού του πραγματικού δικαιούχου ή ελλείψει αυτών τα στοιχεία της απαίτησης που αποτελεί γενεσιουργό αιτία των καταβαλλόμενων τόκων και ακόμη στοιχεία σχετικά με την καταβολή των τόκων, όπως το ποσό αυτών κτλ.


Τρόπος φορολογίας: Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν η φορολογία των τόκων καταθέσεων θα γίνεται ως εξής: Το κράτος-μέλος στο οποίο ο κάτοικος άλλου κράτους-μέλους έχει καταθέσεις από τις οποίες εισπράττει τόκους θα στέλνει στο δεύτερο κράτος τις πληροφορίες που αναφέρθηκαν, με βάση τις οποίες θα επιβάλλεται φόρος σύμφωνα με ό,τι προβλέπει η εθνική νομοθεσία.


Ετσι, ας υποτεθεί ότι κάτοικος της Ελλάδας έχει καταθέσεις σε τράπεζα της Γερμανίας από τις οποίες εισπράττει τόκους. H τράπεζα της Γερμανίας θα στείλει στην Ελλάδα τις πληροφορίες που αναφέρθηκαν, δηλαδή ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, αριθμό φορολογικού μητρώου, ποσό τόκων. Με βάση τις πληροφορίες αυτές η Ελλάδα θα επιβάλει φόρο με τη νομοθεσία που ισχύει. H τράπεζα της Γερμανίας δεν θα επιβάλει φόρο στους τόκους αυτούς.


Πώς θα φορολογηθούν στην Ελλάδα οι τόκοι αυτοί; Με βάση το άρθρο 12 του ΚΦΕ επιβάλλεται αυτοτελής φορολογία με συντελεστή 15% στους τόκους καταθέσεων σε τράπεζα ή ταμιευτήριο που βρίσκεται στην Ελλάδα. H διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί, διότι αναφέρεται σε φορολογία των τόκων από καταθέσεις σε τράπεζες ή ταμιευτήριο που βρίσκονται στην Ελλάδα και όχι εκτός Ελλάδος. Κατά συνέπεια, αν η διάταξη δεν τροποποιηθεί ώστε να συμπεριληφθούν και οι τράπεζες και τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται και στα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τότε οι τόκοι θα πρέπει να δηλώνονται με την ετήσια δήλωση φόρου εισοδήματος και να φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις συναθροιζόμενοι με τα λοιπά εισοδήματα. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μπορεί να γίνει. Κατά συνέπεια, όταν η οδηγία γίνει εσωτερικό δίκαιο, θα ληφθεί μέριμνα για να υπάρξει ενιαίος τρόπος φορολογίας όλων των τόκων καταθέσεων, ανεξάρτητα αν οι καταθέσεις είναι σε τράπεζα που βρίσκεται στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Εξαιρέσεις: Το πιο πάνω σύστημα φορολογίας των τόκων δεν θα το εφαρμόσουν το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και η Αυστρία, που διατηρώντας το τραπεζικό απόρρητό τους θα φορολογούν τις καταθέσεις των αλλοδαπών κοινοτικών πολιτών στην πηγή. Ο φόρος που θα επιβάλλεται είναι 15% επί των τόκων για την περίοδο 2005-2008, 20% για την περίοδο 2008-2011 και 35% μετά το 2011.


Το 75% των φόρων θα αποδίδεται στη χώρα προέλευσης των καταθέσεων. Και αυτό διότι την ίδια πρακτική θα εφαρμόσει και η Ελβετία. Σημειώνεται ότι η Ελβετία δέχεται να δίνει πληροφορίες μόνο για τους κοινοτικούς πολίτες που έχουν λογαριασμό στο έδαφός της και κατηγορούνται για ποινικά αδικήματα, στα οποία όμως η ελβετική νομοθεσία δεν συμπεριλαμβάνει τη φοροδιαφυγή. Ετσι η Αυστρία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο θα εφαρμόζουν το ίδιο σύστημα ώσπου να επιτευχθεί συμβιβασμός στις διαβουλεύσεις που διεξάγονται ανάμεσα στην Ελβετία και στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).