Η «γιαγιά» που κεντάει με νότες τον χορό


Ογδόντα τεσσάρων ετών επιμένει δημιουργικά σε πείσμα των καιρών. Δουλεύει 15 ώρες την ημέρα εν όψει των παραστάσεων και δεν πέφτει στο κρεβάτι πριν από τις 2.00 η ώρα το πρωί. Βιολογικό φαινόμενο για τους γιατρούς της και για όλους εμάς η σοφή «γιαγιά» του ελληνικού χορού. Σύμβολο φωτεινό, δεν επέλεξε την απόσυρση και τη νοσταλγία. Παραμένει μάχιμη και συνεχίζει να οραματίζεται σε μια Ελλάδα μεταμοντέρνα και εν πλήρει συγχύσει. Γλυκιά και μειλίχια, με υποδέχθηκε στο σπίτι της στη Γλυφάδα με ένα χαμόγελο και με αποχαιρέτησε με λόγια που περιείχαν ένα κράμα αυτοσαρκασμού, γενναιότητας και απίστευτης διαύγειας: «Ενα ζωντανό μουσείο είμαι, τι άλλο. Που αξίζει όμως τον κόπο για τις αλήθειες που περιέχει». Η πιο νέα «μεγάλη κυρία» του χορού στον τόπο μας, όπως πολύ εύστοχα την έχει αποκαλέσει η Ντένη Ευθυμίου, πρώην διευθύντρια της Κρατικής Σχολής Χορού, ξεδιπλώνει εκ νέου το νήμα μιας ζωής ταγμένης στην τέχνη της.







­ Απίστευτο και όμως αληθινό:
τα ραντεβού μας ανανεώνονται σταθερά μέσα στον χρόνο και μάλιστα σας βρίσκω περισσότερο ακμαία από το 1998. Ποιο είναι το ελιξίριο της νεότητας;


«Θυμάμαι τα λόγια ενός καρδιολόγου που μου έλεγε ότι οι χορευτές δεν μπαίνουν στα μέτρα των κανονικών ανθρώπων, μοιάζουν με τέρατα με άλλα μέτρα και σταθμά. Το ελιξίριο πάντως είναι η αγάπη στη δουλειά. Οταν πάψω να ασχολούμαι ενεργά με τον χορό θέλω να γράψω ένα βιβλίο όχι τόσο βιογραφικού χαρακτήρα όσο για τον τρόπο ζωής μου ­ πώς τρώγω, πώς κοιμάμαι, πώς σκέπτομαι, πώς φθάνοντας σε αυτή την ηλικία τα κατάφερνα με αυτή την τόσο σκληρή δραστηριότητα».


­ Θελήσατε ποτέ να κρύψετε τα χρόνια σας; Κάτι που κάνουν συχνά οι γυναίκες, ίσως από τον φόβο του χρόνου.


«Οχι, αντιθέτως έχω και μια κοκεταρία να θέλω να λέω τόσο είμαι και όμως τα καταφέρνω. Δεν έκρυψα ποτέ τα χρόνια μου ούτε τα άσπρα μου μαλλιά. Θα σας πω τον λόγο που δεν φοβήθηκα ποτέ τον χρόνο: είναι η βαθιά πίστη μου στον Θεό, όχι με την έννοια της θρησκοληψίας ­ σπανίως πηγαίνω στην εκκλησία ­, αισθάνομαι τον Θεό σε κάθε μου βήμα και βεβαίως πιστεύω στη συνέχεια της ύπαρξής μας, κάτι που ισχύει και σε άλλες θρησκείες πέρα από τον χριστιανισμό. Τον θάνατο τον αισθάνομαι σαν μια λύτρωση».


­ Δεν σας στενοχωρεί αυτή η σμίλη του χρόνου που κάνει την ομορφιά να χάνεται;


«Αυτό που με στενοχωρεί πολύ είναι που η τέχνη σήμερα, αντί να είναι καταφύγιο ελπίδας και να στηρίζει πνευματικά και ηθικά τον άνθρωπο, τον μπερδεύει περισσότερο. Είναι μια τέχνη που ακολουθεί την εποχή και απαντά με το ίδιο νόμισμα, με θόρυβο, βία, αίμα. Ακόμη και στον Μεσαίωνα όμως, μια εξαιρετικά σκοτεινή εποχή, οι άνθρωποι έκαναν φωτεινά έργα. Χρειάζεται και λίγο φως, όχι μόνο σκοτάδι. Πιστεύω ότι αυτή είναι η αποστολή της τέχνης».


­ Ανήκετε σε μια γενιά με όραμα, μεγαλώσατε πάνω στην ακμή του μοντερνισμού και συνεχίζετε ως σήμερα, αληθινά παθιασμένη με την τέχνη σας. Είναι γνωστό ότι γεννηθήκατε σε μια πολύ εύπορη μεγαλοαστική οικογένεια. Δεν σας τράβηξαν ποτέ τα υλικά αγαθά;


«Μου αρέσει πολύ το καλό φαγητό, αγάπησα επίσης πολύ τον έρωτα στη ζωή μου. Αλλά δεν βρήκα τον άνθρωπο με τον οποίο θα μπορούσα να επικοινωνήσω και ψυχικά ­ μόνο το κρεβάτι δεν είναι αρκετό».


­ Με τον Ανδρέα Γαζή, με τον οποίο αποκτήσατε τέσσερα παιδιά, παντρευτήκατε από έρωτα;


«Είναι μια περίπλοκη ιστορία. Ξεκίνησε σαν συνοικέσιο και κατέληξε σε έρωτα, αφού κλεφτήκαμε με τον Γαζή. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι εξαιρετικά συντηρητικό, με συνεχείς απαγορεύσεις. Φαντασθείτε ότι δεν μου επέτρεψαν να πάω ούτε μία εκδρομή με το σχολείο και το έχω ακόμη τραύμα. Πόσο μάλλον τους ήταν αδιανόητο να συμμεριστούν την επιθυμία της κόρης τους να γίνει χορεύτρια και αποφάσισαν να με κατευθύνουν προς τη μουσική. Οι μουσικές γνώσεις φυσικά θα με βοηθούσαν αργότερα στη χορογραφία. Το καλλιτεχνικό ταλέντο το κληρονόμησα από τον πατέρα μου, ο οποίος, αν και δεν γνώριζε ούτε το κλειδί του σολ, έπαιζε στο πιάνο όλες τις όπερες που αγαπούσε. Χάρη όμως στην Κούλα Πράτσικα κατάφερα ουσιαστικά να σπάσω τον γυάλινο πύργο όπου με είχαν κλείσει».


­ Ξεκινήσατε πολύ αργά να χορεύετε, σαράντα χρόνων και με τέσσερα παιδιά. Υποθέτω ότι δεν θα επρόκειτο για μια τόσο εύκολη απόφαση.


«Ηθελα να χορέψω, δεν ήθελα τίποτε άλλο από μικρό παιδί. Αμα θέλεις κάτι τόσο πολύ, τελικά το κάνεις. Ηταν μια πολύ έντονη εσωτερική ανάγκη. Βρέθηκαν φυσικά και οι σωστοί άνθρωποι στον δρόμο μου: αρχικά η δυναμική προσωπικότητα της θείας Κούλας (Πράτσικα), ύστερα η Μαίρη Βίγκμαν και η Ροζάλια Κλάντεκ, που ήταν μεγάλη καλλιτέχνις και με έμαθε να γυρίζω πίσω και να σκέφτομαι αυτό που έκανα. Μου έδωσε και ο Θεός ένα σώμα πολύ πλαστικό ­ ακόμη και σήμερα, στα 85 μου, οι αρθρώσεις μου είναι ελεύθερες παρά τα αρθριτικά».


­ Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια αφοσιωμένα στα χορικά του αρχαίου δράματος, τι σας έκανε να επιστρέψετε κατά κάποιον τρόπο στο σημείο από το οποίο ξεκινήσατε;


«Ηθελα να επιστρέψω σε κάτι που αγάπησα πολύ. Τα ρεσιτάλ που έδωσα στη δεκαετία του ’50 πάνω σε προκλασικούς και κλασικούς συνθέτες με πιάνο και βιολί ζωντανά επί σκηνής και εγώ ως τρίτο όργανο να ενσαρκώνω οπτικά τη μουσική ήταν η μεγαλύτερη χαρά που έχω νιώσει. Η μουσική άλλωστε είχε πάντα στη δουλειά μου απόλυτη προτεραιότητα. Οπως λέει και ο Γίρι Κίλιαν, που διαθέτει εξαιρετική μουσικότητα, «για μένα η μουσική έρχεται πρώτη»».


­ Μιλήστε μας για τα μουσικά κομμάτια που επιλέξατε να χορογραφήσετε.


«Επέλεξα κομμάτια που σε αγγίζουν στην ψυχή, όχι στο κεφάλι, γιατί αυτή τη μουσική αγαπώ. Είτε πρόκειται για έργα που έχουν μια αίσθηση φρεσκάδας και χιούμορ και σε κινητοποιούν να τα χορέψεις ­ Σκαρλάτι, Σοπέν ­ είτε για έργα του Μπαχ που έχουν μια αίσθηση «απόλυτης μουσικής». Στην περίπτωση της «Μουσικής Προσφοράς» του Μπαχ, έργου για βιολί, βιολοντσέλο και φλάουτο, σεβάστηκα απολύτως στη χορογραφία μου την πολύ σοφή και μεγαλοφυή αντίστιξη του συνθέτη, δηλαδή η ίδια η μουσική φόρμα μού έδωσε τη λύση».


­ Προτιμήσατε την ηχογραφημένη αντί της ζωντανής μουσικής. Γιατί;


«Πρέπει να πω ότι ο χορευτικός κόσμος σε γενικές γραμμές δυσκολεύεται με τη μουσική. Δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη διάρκεια, την ένταση, τη δυναμική μιας κίνησης σε μια δεδομένη μουσική φράση. Δουλεύουμε περίπου ενάμιση χρόνο ­ όλοι οι χορευτές είναι απόφοιτοι της Κρατικής και παλαιοί μαθητές μου ­ και μπορώ σήμερα να έχω την ικανοποίηση ότι δέχονται πράγματα για τα οποία αντιδρούσαν, καταφέραμε να γεφυρώσουμε μια απόσταση. Πώς να το κάνουμε, η αλήθεια μιας φράσης είναι μόνο μία».


­ Πιστεύετε ότι η αλήθεια είναι μόνο μία;


«Α, ναι! Για όλα τα πράγματα στη ζωή μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, η αλήθεια όμως είναι μία. Δουλεύουμε κάθε κίνηση, κάθε αναπνοή ψιλοβελονιά. Χωρίς να θέλω να πω με αυτό ότι επιθυμώ να είναι η κίνηση μια φωτογραφία της μουσικής».


­ Αναφερθήκατε προηγουμένως στη γέφυρα ανάμεσα στη δική σας γενιά και στη γενιά των χορευτών σας. Οι καιροί ωστόσο αλλάζουν…


«Και εμείς αλλάζουμε μαζί τους. Θέλω να πω ότι προσαρμόζομαι και εγώ τρόπον τινά. Χρησιμοποιώ στην παράσταση για πρώτη φορά ένα βίντεο και κάποιες άλλες παρεμβάσεις που γράφουν εικαστικά τη μουσική. Κατά τα άλλα αισθάνομαι σ’ αυτή την παράσταση σαν ένα καλό ρετρό ­ και θέλω να είμαι ένα καλό ρετρό, γιατί δεν λέω ψέματα. Και θέλω να περάσουν οι ιδέες μου όπως τις πιστεύω, χωρίς φτιασίδια για να γίνουν δήθεν σύγχρονες».


Το «βιβλίο» της ζωής της


Η Ζουζού Νικολούδη (γενν. 1917, Αθήνα) ανήκει στην κατηγορία των σημαντικών γυναικών που διαμόρφωσαν το αισθητικό επίπεδο της ορχηστικής τέχνης στη νεότερη Ελλάδα, δασκάλα διαφορετικών γενεών και εκ των πραγμάτων ζώσα μνήμη του έντεχνου χορού στην πατρίδα μας. Σπούδασε αρχικά μουσική ­ πιάνο με την Τζίνα Μπαχάουερ και τον Βάλντεμαρ Φρήμαν και αντίστιξη και φούγκα με τον Μάριο Βάρβογλη, τον Θρασύβουλο Γεωργιάδη και τον Μενέλαο Παλλάντιο. Στον χορό υπήρξε μαθήτρια της Κούλας Πράτσικα, της Μαίρης Βίγκμαν και της Ροζάλια Κλάντεκ. Προτού ακριβώς ασχοληθεί με το αρχαίο δράμα έδωσε ως χορεύτρια σύγχρονου χορού πολλά ατομικά ρεσιτάλ, τα οποία και την καθιέρωσαν χάρη στην εξαιρετική ποιότητα ερμηνείας της μουσικής. Στην ουσία με το νέο της έργο αποτίει φόρο τιμής στην παντοτινή αγάπη της, τη μουσική. Κλείνει κατ’ αυτόν τον τρόπο νοερά ένας κύκλος που ξεκίνησε με τα δικά της χορευτικά ρεσιτάλ τη δεκαετία του ’50, με τα οποία έγραψε ιστορία για την «πνευματικότητα» της ερμηνείας της αλλά και για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο «μετέφραζε την ουσία της μουσικής σε ρυθμικές, οπτικές εικόνες». (Αποσπάσματα από κριτική του Μ. Δούνια στην εφημερίδα «Καθημερινή» τής 12.4.1957.)


Η ομάδα «Χορικά» παρουσιάζει το Σάββατο 3/3 και την Κυριακή 4/3 στο Μέγαρο Μουσικής τη νέα χορογραφική δημιουργία της Ζουζούς Νικολούδη με τίτλο «Μουσική». Η παράσταση επαναλαμβάνεται από τις 15 και ως τις 19 Μαρτίου στο Θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών. Εμφανίζονται οι χορευτές: Λίλα Ζαφειροπούλου, Δημήτρης Σωτηρίου, Βανέσα Ανδρικοπούλου, Νίκος Καλογεράκης, Νατάσσα Αβρά, Σάντρα Βούλγαρη, Γιάννα Φιλιπποπούλου, Φώτης Νικολάου. Το βίντεο είναι του Μάνθου Σαντοριναίου, τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά, τα κοστούμια του Δαμιανού Ζαρίφη, οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, ενώ βοηθός χορογράφου είναι η Γιάννα Φιλιπποπούλου.