«Ορκίζομαι να…»


Ο νεαρός δανός σκηνοθέτης έφυγε από τις Κάννες με το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής για την ανατρεπτική ταινία του «Οικογενειακή γιορτή» που βρίσκεται ήδη στις αθηναϊκές αίθουσες


Ο Τόμας Βίντερμπεργκ δεν αρκέστηκε στην υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας (1994, με το «Last Round»). Ούτε στο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής που κέρδισε εφέτος στις Κάννες (με την «Οικογενειακή γιορτή»). Παρά το νεαρό της ηλικίας του (είναι 28 ετών), είχε ανάγκη από έναν Ορκο Αγνότητας. Ετσι στις 13 Μαρτίου 1995 συνάντησε τον συμπατριώτη του Λαρς φον Τρίερ στο σπίτι του, σε ένα στενό σοκάκι της Κοπεγχάγης. Μέσα σε λιγότερο από μισή ώρα είχαν εμπνευστεί το «Δόγμα», μια Κίνηση για τον καθαρισμό του σύγχρονου κινηματογράφου από τα πλείστα μιαρά στοιχεία (το σάουντρακ, το μέικ-απ, τις ψευδαισθήσεις που επιμένει να δημιουργεί η κάμερα κλπ.). Ξεκαρδισμένοι στα γέλια κάθησαν και έδωσαν τον όρκο τους. Εφεξής ο ένας ορίστηκε προσωπικός «μπάτσος» του άλλου ­ όποιος παραβίαζε τις αρχές του όρκου θα άκουγε τα εξ αμάξης.


Οι συνάδελφοι που έμαθαν για το «Δόγμα» των δύο Δανών τούς πέρασαν απλά για παλαβούς. Ο Τόμας Βίντερμπεργκ όμως έβαλε σε τάξη το προσωπικό και επαγγελματικό του χάος. Αλλωστε, όπως επιμένει ο ίδιος, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις αποτελούν πηγή δημιουργικότητας. Ξέρεις, τέλος πάντων, πάνω σε ποιους τοίχους μπορείς να πετάξεις την μπάλα σου! Στο «Βήμα» δεν μίλησε μόνο για το «Δόγμα» αλλά και τα δέκα ροκ γκρουπ του που ποτέ δεν στέριωσαν, για τη μοναδική ειλικρινή δήλωση που άκουσε στις Κάννες, για τα καφέ της Κοπεγχάγης που είναι κρυμμένα μέσα σε σπηλιές και για τους μονίμως οργισμένους συμπατριώτες του.





­
Είσαι 28 ετών και έχεις ήδη κάνει τη βόλτα σου στις Κάννες, έχεις παντρευθεί, έχεις μια κόρη τριών ετών… Ασε που, από ό,τι διαπιστώνω από πρώτο χέρι, ξεκινάς την ημέρα σου στις 7 το πρωί! Ολα αυτά δεν είναι λίγο… πρόωρα για την ηλικία σου;


«Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα πολύ νωρίς όλα αυτά που ήθελα να κάνω. Ημουν, βλέπεις, φοβισμένος και ως φυσική συνέπεια αυτού και υπερβολικά φιλόδοξος. Για να καταλάβεις, άρχισα την πρώτη μου ταινία στα 16 μου χρόνια. Ημουν πολύ πεισματάρης, δεν με πτοούσαν ούτε τα μαθήματα στο σχολείο ούτε τίποτε. Για να είμαι ειλικρινής, τότε ήμουν πολύ πιο ώριμος από ό,τι είμαι σήμερα».


­ Τι έδωσε το σήμα για την εκκίνηση;


«Μια ροκ μπάντα! Αποπειράθηκα να γίνω ροκ κιθαρίστας και απέτυχα παταγωδώς. Είχα φτιάξει γύρω στα 10 ροκ γκρουπ και κανένα δεν κατάφερε να στεριώσει. Βλέπεις, εκείνη την περίοδο της ζωής μου το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να γίνω διάσημος. Σιγά σιγά βέβαια εξανεμίστηκε αυτό το ματαιόδοξο όραμα. Και κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου: «Ηρθε η ώρα να δοκιμάσεις κάτι άλλο». Αποφάσισα λοιπόν να γυρίσω μια δική μου ταινία, σχέδιο υπέρ το δέον μεγαλεπήβολο για τα κυβικά μου. Σαράντα πέντε λεπτά φιλμ ενώ είσαι ακόμη στο γυμνάσιο είναι δύσκολη υπόθεση. Δεν είχα πάρει βεβαίως ακόμη καμία οριστική απόφαση να γίνω σκηνοθέτης. Απλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να ολοκληρώσω εκείνη τη συγκεκριμένη ταινία. Μου πήρε τέσσερα χρόνια και το αποτέλεσμα ήταν πολύ κακό. Οσο παράξενο όμως και αν ακούγεται, ήταν «καλό σχολείο».».


­ Και πότε αποφάσισες ότι θέλεις να ασχοληθείς επισήμως με τον κινηματογράφο;


«Στη διάρκεια αυτής της πρώτης εφιαλτικής ταινίας μου με δέχθηκαν στη Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας ­ και η εισαγωγή σε αυτή τη σχολή είναι σκέτο μαρτύριο! Μόνο έξι άτομα γίνονται δεκτά κάθε χρόνο! Μόλις μπεις, απλά δεν μπορείς να δραπετεύσεις».


­ Πώς είναι αλήθεια να γυρίζεις δική σου ταινία όντας μόνο 16 ετών;


«Α, είναι φρικτή εμπειρία! Δεν είχα χρόνο για τίποτε άλλο. Οι στιγμές ευδαιμονίας στη διάρκεια των γυρισμάτων ήταν κυριολεκτικά μετρημένες στα δάχτυλα. Πιστεύω ότι όλα είχαν χτιστεί πάνω στον ενδόμυχο φόβο ότι δεν θα καταφέρω να γίνω ποτέ τίποτε. Αυτός ο φόβος ήταν το καύσιμο για το συγκεκριμένο project. Οχι και τόσο υγιές, έτσι δεν είναι; Δεν θα το συνιστούσα σε κανέναν. Ευτυχώς, όμως, επειδή ακριβώς ξεκίνησα νωρίς, όταν τελείωσα τη σχολή στα 23 μου, είχα φθάσει κάπου».


­ Με το φιλμ της αποφοίτησής σου, αν δεν απατώμαι.


«Ναι, με το «Last Round», που το 1994 προτάθηκε για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας! Δοκίμασα μονομιάς όλα τα συστατικά της επιτυχίας! Θυμάμαι που έλεγα στη γυναίκα μου ότι τουλάχιστον για τα επόμενα επτά χρόνια θα καθόμουν σπιτάκι μου να χαλαρώσω! Γνώριζα πλέον ότι βρισκόμουν σε καλό δρόμο».


­ Μια που το έφερε η κουβέντα για συστατικά και συνταγές επιτυχίας, μπορείς να μου περιγράψεις την εφετεινή εμπειρία σου στις Κάννες;


«Κοίταξε, είχα δοκιμάσει πλέον το «γλυκό» και πίστευα ότι ήμουν έτοιμος και για τις Κάννες! Ημουν μάλιστα αποφασισμένος να ρουφήξω σαν σφουγγάρι όλα αυτά που θα μου συνέβαιναν εκεί, ούτως ώστε, όταν θα γύριζα στη μικρή Κοπεγχάγη, να είχα πολλά να θυμάμαι».


­ Δεν απογοητεύθηκες σφόδρα από αυτά που συνάντησες στην Κυανή Ακτή;


«Η αλήθεια είναι ότι το σχέδιό μου να εκμεταλλευθώ όσο το δυνατόν περισσότερο την παραμονή μου εκεί καταποντίστηκε από τα πρώτα κιόλας λεπτά: συνέντευξη με το που έφθασα στο αεροδρόμιο, μετά βουρ μέσα σε ένα αμάξι που έτρεχε με 165 χλμ. και χωρίς καλά καλά να το καταλάβω βρέθηκα στην Κρουαζέτ ανάμεσα σε κάμερες και αυτόγραφα. Δεν μπόρεσα παρά να απογειωθώ, όπως κάνουν άλλωστε όλοι στις Κάννες. Εκεί πέρα όλοι αισθάνονται αθάνατοι. Περπατούν στην Κρουαζέτ και ούτε τολμούν να διανοηθούν ότι μπορεί να περάσει από στιγμή σε στιγμή ένα αυτοκίνητο και να τους στείλει πάραυτα στον άλλον κόσμο. Νομίζω ότι αυτή η εμπειρία είναι πολύ κοντά στο να κάνεις ναρκωτικά. Βέβαια, οι Κάννες έχουν και την άλλη όψη: αυτή που κολυμπάει στην αδιαφορία και στον κυνισμό. Και εκεί που βρίσκεσαι απογειωμένος, αισθάνεσαι αόρατος. Οι πάντες ψάχνουν τρόπο να σε «πατήσουν». Ακόμη και οι ταξιτζήδες. Επικρατούσε πλήρης αναρχία. Αργότερα που τα σκεφτόμουν, γέλαγα με το όλο κόλπο. Για να είμαι ειλικρινής, χρειάστηκα ενάμιση μήνα ανάρρωσης από το Φεστιβάλ των Καννών. Και πήγα μόνο για τρεις ημέρες. Αν είχα πάει για τέσσερις, θα χρειαζόμουν τουλάχιστον έξι μήνες να συνέλθω».


­ Νομίζω ότι το πνεύμα των Καννών απέχει πολύ από το πνεύμα του «Δόγματος ’95», της Κίνησης που εμπνεύστηκες πριν από τρία χρόνια μαζί με τον συμπατριώτη σου Λαρς φον Τρίερ. Τι σε ώθησε, αλήθεια, να υποκύψεις σε μια σειρά αρχές που βάζουν περιορισμούς στη δουλειά σου;


«Για μένα το «Δόγμα» ήταν μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία γιατί μονίμως τελώ εν συγχύσει. Ακόμη και σε ό,τι αφορά την ίδια τη δουλειά μου. Η αταξία και η αναποφασιστικότητα είναι οι άσπονδοι εχθροί μου. Με το «Δόγμα» βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε ένα πλαίσιο. Υπογράφοντας με τον Λαρς φον Τρίερ και δύο ακόμη δανούς σκηνοθέτες έναν κινηματογραφικό Ορκο Αγνότητας, είχα επιτέλους στη διάθεσή μου ένα οριοθετημένο πεδίο δράσης».


­ Αυτό σημαίνει ότι έχεις ανάγκη από κανόνες και περιορισμούς για να βάλεις σε μια τάξη το προαναφερθέν προσωπικό σου χάος;


«Απλά αντιλήφθηκα ότι αυτοί οι κανόνες που σκαρφιστήκαμε ήταν πολύ κοντά σε αυτό που πάντα ήθελα. Αν το δεις από την πλευρά του δημιουργού, το να θέτεις ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κινηματογραφικών κανόνων είναι εξαιρετικά δημιουργικό από μόνο του. Εχεις την αίσθηση ότι κάνεις κάτι τελείως παλαβό! Οσοι μάθαιναν αυτό που κάναμε, μας περνούσαν για διαταραγμένες προσωπικότητες. Ημασταν όμως συσπειρωμένοι, αποφασισμένοι να πηδήξουμε στον γκρεμό. Αυτό παράγει μια μεγάλη ποσότητα ενέργειας. Το ότι ήμουν ex officio μακριά από τη μετριότητα ήταν μια πραγματική ανακούφιση για μένα. Βρέθηκα αιφνιδίως ανάμεσα σε τοίχους πάνω στους οποίους μπορούσα τώρα να πετάω ελεύθερα το μπαλάκι μου. Οταν π.χ. μου απαγορεύθηκε να επενδύω με μουσική τις ταινίες μου, αισθάνθηκα την ανάγκη να βάζω τους ηθοποιούς να τραγουδούν όλη την ώρα! Μέσα από τις απαγορεύσεις άρχισαν να ξεπηδούν ολόκληρες σκηνές».





­
Ποιες είναι οι κινηματογραφικές συμβάσεις που θέλατε να εξαλείψετε με το «Δόγμα» σας;


«Ολα αυτά που δεσμεύουν τον σκηνοθέτη και που γίνονται σε κάθε ταινία με αυτόματο πιλότο. Με το «Δόγμα» ένιωσα απελευθερωμένος από το μέικ απ, τον φωτισμό, τις δεσμεύσεις του auteur, τη δραματουργική προβλεψιμότητα. Ολα αυτά τα στρώματα που δημιουργούνται ανάμεσα στο κοινό και στον ηθοποιό. Βέβαια σκοπός μας δεν ήταν να εξαφανίσουμε τη συγκεκριμένη σχολή σκηνοθεσίας αλλά να την… αμφισβητήσουμε λίγο. Ο Ορκος Αγνότητας που δώσαμε ήταν μια διαδικασία κάθαρσης».


­ Σκοπεύεις να σεβασθείς το «Δόγμα» για το υπόλοιπο του σκηνοθετικού βίου σου;


«Οχι, δεν επιθυμώ να μείνω επ’ άπειρον πιστός στον κώδικα δεοντολογίας του «Δόγματος». Πολύ απλά γιατί έχω μία ακόμη βασική αρχή στη ζωή μου: να αλλάζω μέσα σε κάθε ταινία μου. Το «Δόγμα» ήταν για μας ένας τρόπος να ανανεωθούμε. Η επανάληψή του θα ήταν επικίνδυνη. Και αυτό που πρωτίστως μας ενδιέφερε ήταν να απαλλαγούμε από τις συμβάσεις ­ όχι μόνο της σκηνοθεσίας αλλά και του ίδιου μας του εαυτού».


­ Στα γυρίσματα της «Οικογενειακής γιορτής» ήσουν ανυπάκουος! Αναγκάστηκες να καταθέσεις γραπτώς την εξομολόγησή σου ζητώντας άφεση αμαρτιών από το «Δόγμα». Αναρωτιέμαι αν είχες εξομολογηθεί ποτέ ξανά ενώπιον Θεού ή ανθρώπων.


«Οχι, ήταν η παρθενική εξομολόγησή μου».


­ Τι είναι αυτό που έμαθες δίπλα στον συνεργό σου στο «Δόγμα» Λαρς φον Τρίερ;


«Μμμμ… Ο Λαρς ξέρει πολύ καλά τι θέλει και είναι αποφασισμένος να το επιτύχει πάση θυσία. Αυτό ισχύει και για τη ζωή του και για τις ταινίες του. Ποτέ δεν έχει γυρίσει ένα φιλμ χωρίς παράλληλα να γράφει και ένα μανιφέστο! Αυτό που είναι αληθινά εξωφρενικό σε αυτόν είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τη ζωή. Εκείνο που είναι απόλυτα λογικό για τον υπόλοιπο κόσμο είναι παλαβό για τον Λαρς. Και ό,τι είναι παράλογο για τον Λαρς είναι απόλυτα λογικό για τον υπόλοιπο κόσμο. Σαν να προέρχεται από κάποιον άλλον, μακρινό πλανήτη».


­ Εχεις μπει ποτέ στον πειρασμό να γίνεις και εσύ θαμών αυτού του πλανήτη;


«Οχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω! Ο πλανήτης του είναι μερικές φορές πολύ σκοτεινός για τα γούστα μου».


­ Θυμάσαι μήπως την πρώτη σου συνάντηση μαζί του;


«Ναι, πώς να την ξεχάσω! Με προσκάλεσε μια μέρα τηλεφωνικώς. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε διαμερίσματα στο ίδιο κτίριο αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να συναντηθούμε. Αλλωστε, εκείνος είναι διαρκώς κλεισμένος μέσα στο σπίτι του. Δεν του αρέσει και πολύ να βγαίνει στον έξω κόσμο. Δεν είναι ακριβώς η επιτομή του κοινωνικού ανθρώπου! Θυμάμαι λοιπόν ότι βρισκόμουν ακόμη στις σκάλες καθ’ οδόν προς το σπίτι του όταν συνειδητοποίησα πόσο καθοριστικό ήταν εκείνο το ραντεβού για μένα. Γιατί πολύ απλά ήταν ο Λαρς φον Τρίερ, γιατί απλά λάτρευα ανέκαθεν τον τρόπο που σκέφτεται, παρ’ ότι είναι διαμετρικά αντίθετος από τον δικό μου. Οι ιδέες του είναι πολύ σταθερές, πολύ συμπαγείς, πολύ ξεκάθαρες ­ σε τέτοιο βαθμό που μερικές φορές μπαίνουν εμπόδιο στη δουλειά του».


­ Αυτό μπορεί να είναι και επικίνδυνο…


«Βέβαια. Ευτυχώς, δηλαδή, που κάπου κάπου αγωνίζεται να περάσει και στην αντίπερα όχθη, στη δική μου όχθη του ποταμού. Εκεί όπου βασιλεύει το ένστικτο, αν θέλεις, το χάος».


­ Και τι έγινε λοιπόν στην περιβόητη συνάντηση;


«Συνάντησα τον άνθρωπο που περίμενα, ένα χαρισματικό δάσκαλο, με τεράστια αποθέματα μιας μυστικής ενέργειας. Μετά από λίγα λεπτά μου έκανε την πρόταση για το «Δόγμα» και ξεκαρδιστήκαμε αμφότεροι στα γέλια. Από την αρχή κατάλαβα ότι επρόκειτο για μια μεγαλοφυή ιδέα. Και αισθάνθηκα τολμηρός που είπα αμέσως το «ναι». Στη συνέχεια δώσαμε τον Ορκο Αγνότητας. Δεν μας πήρε πάνω από μισή ώρα ­ απλά σκεφτήκαμε όλα εκείνα που συνηθίζαμε να κάνουμε σκηνοθετώντας ένα φιλμ και δώσαμε τον όρκο να μείνουμε εφεξής αμόλυντοι απαγορεύοντάς τα».


­ Και μετά τα εγκαίνια του «Δόγματος»;


«Ακολούθησαν πολλές ακόμη συναντήσεις, γεύματα, καβγάδες. Βλέπεις, ο ένας είχε ορισθεί αστυνόμος του άλλου και έτσι όποιος παραβίαζε τις αρχές άκουγε τα εξ αμάξης από τον προσωπικό του μπάτσο! Συνεχείς γκρίνιες για το ποια είναι η ουσία κάθε αρχής του όρκου, για το ποιος μένει πιστός σε αυτήν και ποιος όχι… Τώρα πια έχουμε εγκαταλείψει τους καβγάδες γιατί απλά αποφασίσαμε ότι πρέπει να ζούμε με πίστη ο ένας στον άλλον. Να φαντασθείτε, δεν έχω δει ακόμη την καινούργια ταινία του ούτε βεβαίως εκείνος έχει διενεργήσει τον έλεγχό του στην «Οικογενειακή γιορτή»».


­ Τελικά η «Οικογενειακή γιορτή» είναι μια πολύ προσωπική ταινία;


«Ναι, αλλά θέλω να επισημάνω ότι δεν βασίστηκε επ’ ουδενί λόγω σε προσωπικές εμπειρίες. Ο δικός μου πατέρας σε βεβαιώ ότι είναι ένας εξαίρετος άνθρωπος! Είναι μια προσωπική ταινία γιατί πάνω από όλα κρύβει μέσα της πολλή επιθετικότητα ­ αυτή είναι άλλωστε και η κινητήριος δύναμή της. Θυμάμαι ότι την εποχή που έγραφα το σενάριο ξυπνούσα τη νύχτα από εφιάλτες ­ έβλεπα συνεχώς ότι με χτυπούσαν και ότι χτυπούσα. Μπόλικη καταπιεσμένη επιθετικότητα, όπως αντιλαμβάνεσαι!».


­ Η Δανία υπάρχει μέσα στην ταινία σου;


«Βέβαια, αν και όχι εμφανώς. Είμαι πολύ υπερήφανος για την πατρίδα μου ­ όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό, με όλα αυτά που βλέπει κανείς στην «Οικογενειακή γιορτή»».


­ Εχεις γεννηθεί στην Κοπεγχάγη;


«Ναι, είμαι Κοπεγχαγέζος ως το κόκαλο!


­ Τι είναι αυτό που σε κάνει υπερήφανο για τη Δανία;


«Αυτή η χώρα είναι μικρή αλλά έχει ταυτότητα! Εχει τις παραδόσεις της που βάζουν τα πράγματα σε μια σειρά. Ισως γι’ αυτό άνθρωποί της όπως ο Λαρς φον Τρίερ μένουν εδώ χωρίς να σκορπίζουν την ενέργειά τους στις αδηφάγες ΗΠΑ ή από ‘δώ και από ‘κεί. Για μένα η Δανία είναι πάνω απ’ όλα το πάρκο-λούνα παρκ του Τίβολι. Δεν έχω καμία απολύτως σχέση με τα λιβάδια, τους λοφίσκους και τους αγρότες με τα ροδαλά μαγουλάκια. Και αυτό που μου αρέσει στους Δανούς είναι ότι παραμένουν πεισματάρηδες, κοινωνικοί και αφόρητα κυνικοί».


­ Μπορείς να κοιτάξεις από το παράθυρο και να μου πεις εικόνες που βλέπεις, εικόνες της δικής σου Κοπεγχάγης.


«Βλέπω τους στενούς πλακόστρωτους δρόμους με τα παλιά σπίτια· βλέπω τα μικρά καφέ που είναι χωμένα μέσα σε αυτοσχέδιες σπηλιές, μικρά μέρη όπου μπορείς να πας να λουφάξεις, μέρη όπου είναι σίγουρο ότι θα ακούσεις χτύπους καρδιάς· βλέπω μικρά κάστρα, πολύ λιμάνι· βλέπω τον Μάουνς Χοκ, τον καθηγητή μου από τη Σχολή του Κινηματογράφου που είναι ένας από τους καλύτερους φίλους μου και που δεν αφήνει καφέ για καφέ της Κοπεγχάγης που να μην επισκεφθεί· βλέπω το παλτό του να περιφέρεται στα τραπέζια των καφέ· βλέπω την κόρη μου να επιστρέφει από τον νηπιακό σταθμό μαζί με τα άλλα πιτσιρίκια. Μμμμ, τι άλλο βλέπω; Βλέπω πολύ θυμωμένο κόσμο κάτω από τη βροχή ­ δεν ξέρω γιατί, αλλά οι πιο πολλοί Δανοί είναι συνεχώς θυμωμένοι. Ισως φταίει ο καιρός. Ισως φταίει το ότι μερικές φορές αυτή η χώρα είναι καταπιεστική… Δεν σου επιτρέπουν να είσαι διάσημος. Πάνω από όλα πρέπει να είσαι ταπεινός. Κάθε φορά που γράφω γράμματα π.χ. στον ατζέντη μου, μεταμορφώνομαι επί τούτου στον ταπεινό δανό ιππότη. Βλέπω πολλή βροχή· βλέπω ακόμη τους πάντες να γνωρίζουν τους πάντες χωρίς κανένας να χαιρετάει κανέναν».


­ Να υποθέσω ότι δεν σκοπεύεις να απομακρυνθείς από τους θυμωμένους συμπατριώτες σου;


«Και στην Αμερική δεν θα είχα αντίρρηση να πάω ­ όχι για παραπάνω από έξι μήνες! ­ αρκεί να ξέρω ότι μέσα μου παραμένω Ευρωπαίος».


­ Πώς περνάς τη μετά τις Κάννες περίοδο της ζωής σου;


«Προς το παρόν απολαμβάνω το απόλυτο διάλειμμα! Μου είναι αδύνατον να περάσω αμέσως στην επόμενη ταινία μου ­ να αρχίσω αυτό το επώδυνο παιχνίδι που σου ζητάει να ανταγωνίζεσαι τον εαυτό σου».


­ Πώς ορίζεις, αλήθεια, το απόλυτο διάλειμμα;


«Επιτυγχάνεται μόνο όταν αφήσεις το σώμα και το πνεύμα σου να ριλαξάρουν. Και, προσοχή, έρχεται πάντα μετά από μια επιτυχία».


­ Μια τελευταία ερώτηση απλής περιέργειας. Εσύ δεν είσαι ο ταξιτζής που εμφανίζεται για λίγα χιτσκοκικά δευτερόλεπτα στην «Οικογενειακή γιορτή»;


«Ναι, ήθελα να κάνω μόνο ένα μικρό πέρασμα από το φιλμ μου… Τώρα θυμήθηκα μια δημοσιογράφο από τους «New York Times» που συνάντησα στις Κάννες. Επεσε πάνω μου: «Ησασταν τόσο, μα τόσο καλός στην ταινία…». Ηταν πεπεισμένη ότι ήμουν ο πρωταγωνιστής. Εσπευσα να την πληροφορήσω ότι δεν ήμουν παρά ο φτωχός σκηνοθέτης. Και μου τα είπε έξω από τα δόντια: «Καλά, αν κερδίσεις κάποιο βραβείο, θα σου κάνω καμιά συνέντευξη». Μετά σηκώθηκε και με άφησε σύξυλο».


­ Νομίζω ότι αυτή η δήλωση συνοψίζει το πνεύμα του Φεστιβάλ των Καννών.


«Ηταν ίσως η πιο ειλικρινής που άκουσα τις τρεις ημέρες μου στην Κρουαζέτ!».