«Οι άλλες αμαρτίες απλώς μιλούν ­ ο φόνος ουρλιάζει»


Η δούκισσα του Μάλφι, John Webster



Ανθρωπόμορφο κτήνος βίασε και δολοφόνησε 33 αγόρια. Με αυτό τον πρωτοσέλιδο τίτλο μια εφημερίδα του Ιλινόι ανακοίνωσε τη σύλληψη του John Wayne Gacy από την αστυνομία το 1978. Η αποκάλυψη ότι ένας επιφανής πολίτης, ο οποίος μάλιστα είχε αναπτύξει σημαντική φιλανθρωπική δράση, ήταν παράλληλα ένας στυγνός καθ’ έξιν δολοφόνος συγκλόνισε τις ΗΠΑ. Οι περισσότεροι από εμάς αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας είναι ικανός να διαπράξει μια σειρά ειδεχθών εγκλημάτων. Από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το Χόλιγουντ και τα αστυνομικά μυθιστορήματα ευρείας κατανάλωσης έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι οι καθ’ έξιν δολοφόνοι, περισσότερο γνωστοί πλέον ως serial killers, είναι άτομα απολύτως δυσλειτουργικά στην κοινωνία, σχιζοφρενή τέρατα που ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα ανάμεσά μας.


Η διαδεδομένη αυτή αντίληψη απέχει έτη φωτός από την πραγματικότητα, όπως η τελευταία φροντίζει όλο και πιο συχνά να μας υπενθυμίζει. Και εκεί έγκειται και ένα μέρος της ασυνήθιστης σαγήνης που ασκούν οι άνθρωποι αυτοί στην κοινή γνώμη. Ολοι θέλουμε να μάθουμε πώς είναι δυνατόν ένας εκ πρώτης όψεως φυσιολογικός άνθρωπος, ένα λειτουργικό μέλος της κοινωνίας, να κρύβει κάτω από το προσωπείο της λογικής τέτοιες αβυσσαλέες δολοφονικές ορμές. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν μια ψύχραιμη προσέγγιση του φαινομένου, ελπίζοντας ότι, αν το απογυμνώσουμε από την ποπ ένδυσή του, θα φέρουμε στο φως την αληθινή όψη του.


Σίριαλ δολοφονιών


Ο όρος serial killer επινοήθηκε από τον πράκτορα του FBI Robert Ressler, ο οποίος έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύλληψη πολλών καθ’ έξιν δολοφόνων. Στο βιβλίο του «Whoever Fights Monsters», o Ressler εξηγεί ότι διάλεξε αυτό τον όρο επειδή η χρονική απόσταση μεταξύ των εγκλημάτων τού θύμιζε επεισόδια τηλεοπτικού σίριαλ και δίνει έναν ορισμό: Ως καθ’ έξιν δολοφόνος νοείται εκείνος που διαπράττει τουλάχιστον τρεις δολοφονίες σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, έχει προσχεδιάσει τα εγκλήματά του και ωθείται σε αυτά από μια συγκεκριμένη φαντασίωση που άρχισε να σχηματοποιείται στην παιδική ηλικία του. Συνήθως οι δολοφονίες είναι σεξουαλικής φύσης, είναι εξαιρετικά βίαιες και χαρακτηρίζονται από τελετουργικότητα.


Οι απόψεις διίστανται σχετικά με το αν οι καθ’ έξιν δολοφόνοι είναι γνήσια τέκνα του 20ού αιώνα ή όχι. Ο διάσημος βρετανός ερευνητής Colin Wilson εξετάζει τη μεταλλαγή των κινήτρων του ανθρώπου για φόνο με την πάροδο των αιώνων στο βιβλίο του «Α Criminal History of Mankind», όπου υποστηρίζει ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα πρωτοεμφανίστηκαν στην ηθικά ασφυκτική κοινωνία της βικτοριανής Αγγλίας και ότι πιθανότατα ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης ήταν ο πρώτος serial killer της ιστορίας. Αντιθέτως, ο Robert Hazelwood, πρώην επικεφαλής του τμήματος Συμπεριφορικής Επιστήμης του FBI, διατείνεται ότι το φαινόμενο έχει τις ρίζες του στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας και ότι δεν είχε παρατηρηθεί και καταγραφεί τους περασμένους αιώνες επειδή οι τότε δυνατότητες της ιατροδικαστικής ήταν πενιχρές. Οπως και να έχει, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η αύξηση των περιστατικών των καθ’ έξιν δολοφονιών στο τελευταίο μισό του αιώνα μας ήταν γεωμετρική, βοηθούμενη από αρκετούς παράγοντες που θα αναλυθούν παρακάτω. Σήμερα, το εθνικό κέντρο για την ανάλυση βίαιου εγκλήματος των ΗΠΑ (NCAVC) έχει υπολογίσει ότι ανά πάσα χρονική στιγμή δρουν περίπου 36 καθ’ έξιν δολοφόνοι στο σύνολο της χώρας. Επίσης, ενώ οι ΗΠΑ είναι η αδιαφιλονίκητη μητέρα του φαινομένου (το 75% των γνωστών περιπτώσεων έχει καταγραφεί εκεί), έχουν αρχίσει να καταγράφονται ανάλογες περιπτώσεις σε όλο τον κόσμο από χώρες όπου το κοινωνικό πεδίο βρίσκεται σε αναταραχή, όπως η Ρωσία (με ιδιαίτερη έμφαση στους κανιβάλους) και η Νότιος Αφρική, ως παραδοσιακά ήσυχες χώρες όπως η Κόστα Ρίκα.


Η προσωπογραφία του κακού


Από τα στοιχεία των εγκληματολογικών βάσεων δεδομένων πολλών χωρών, όπως αυτά αναφέρονται στο βιβλίο του Eric W. Hickey «Serial Murderers and their Victims», μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό πορτρέτο του συνήθη καθ’ έξιν δολοφόνου.


Κατ’ αρχάς πρόκειται για άνδρα στο 95% των περιπτώσεων. Οι γυναίκες καθ’ έξιν δολοφόνοι είναι ιδιαίτερα σπάνιο φαινόμενο, με πιο γνωστή περίπτωση της Aileen Wuornos, μιας πόρνης των εθνικών οδών των ΗΠΑ, η οποία σκότωνε τους πελάτες που την κακομεταχειρίζονταν και έτυχε της υποστήριξης πολλών φεμινιστικών οργανώσεων. Σε ποσοστό 88% είναι λευκός, με τους μαύρους να ακολουθούν με 10% και τους Ασιάτες και τους ισπανοφώνους να έχουν από 1%. Πρόκειται για άτομο ηλικίας 20 ως 30 ετών με μεγάλο δείκτη ευφυΐας, παρά το γεγονός ότι συνήθως έχει απλώς αποφοιτήσει από το λύκειο ή από κάποια επαγγελματική σχολή (σε δείγμα 36 καθ’ έξιν δολοφόνων επτά είχαν IQ κάτω του μέσου όρου, 16 άνω του μέσου όρου και 11 ανήκαν στην κατηγορία της ανώτερης ευφυΐας με IQ μεγαλύτερο του 120). Το βάρος του και το ύψος του είναι φυσιολογικά, ενώ η εξωτερική εμφάνισή του συνήθως δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο.


Κοινωνικά, ανήκει στη χαμηλή ή στη μεσαία τάξη και συνήθως το εισόδημα της οικογένειάς του χαρακτηρίζεται σταθερό και ικανοποιητικό. Εχει όμως οικογενειακό ιστορικό αλκοολισμού ή χρήσης ναρκωτικών (75%), ψυχικών διαταραχών (50%-55%) και παράνομης δράσης (50%). Σε ποσοστό που αγγίζει το 100% έχει υποστεί κάποιας μορφής σωματική και ψυχολογική κακοποίηση σε παιδική ηλικία, από ταπεινωτικές τιμωρίες ως βιασμό. Σε πολλές περιπτώσεις έχει διαζευγμένους γονείς και σε ποσοστό 70% έχει προσωπικό ιστορικό παρακολούθησης από ψυχολόγο ή ψυχίατρο κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όπου και εμφανίζει ροπή προς την πυρομανία, τον εμπρησμό και τη βάναυση συμπεριφορά προς τα ζώα.


Τέλος, από ψυχολογικής σκοπιάς πρόκειται για άτομο μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του, που βασανίζεται από συναισθήματα φόβου, οργής, σύγχυσης, έχει απολέσει την αυτοεκτίμησή του και είναι δέσμιο βίαιων ερωτικών φαντασιώσεων (ένας στους δύο καθ’ έξιν δολοφόνους είχε την πρώτη του φαντασίωση βιασμού σε ηλικία 12 ως 14 ετών). Αν όμως τα συμπτώματα της ψυχικής διαταραχής του δεν είναι καταφανή (όπως π.χ. συμβαίνει σε διάφορες μορφές σχιζοφρένειας), τότε έχει την ικανότητα να φαίνεται πράος, λογικός και ευγενικός.


Η τυπολογία του εγκληματία


Βεβαίως τα παραπάνω στοιχεία δίνουν απλώς μια γενική εικόνα ενός πολύπτυχου φαινομένου. Οι ψυχίατροι-εγκληματολόγοι έχουν αναπτύξει μια πλήρη τυπολογία των καθ’ έξιν δολοφόνων, ανάλογα με την ψυχολογία τους και τα κίνητρά τους.


Η βασική διάκριση γίνεται ανάμεσα σε τύπους οργανωμένου, μη οργανωμένου και μεικτού καθ’ έξιν δολοφόνου, αναφέρουν οι πρώην πράκτορες του FBI, Robert Ressler και John Douglas στο εγχειρίδιο «Sexual Homicide». Ο πρώτος είναι άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, ψυχοπαθής με την επιστημονική έννοια του όρου. Προμελετά μεθοδικά τα εγκλήματά του και προσέχει να μην αφήσει ενοχοποιητικά στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος. Είναι πιθανόν να διαβάζει αστυνομικά βιβλία για να εξοικειωθεί με τις λεπτομέρειες της ιατροδικαστικής έρευνας και να αποφύγει μοιραία λάθη. Σκοπός του είναι η εκπλήρωση μιας φαντασίωσης, συνήθως της απόκτησης του απόλυτου ελέγχου του θύματος, γεγονός που τον οδηγεί σε σαδιστικές πρακτικές και εν τέλει στη δολοφονία ­ και επειδή αυτή η φαντασίωση με τον καιρό γίνεται όλο και πιο σύνθετη, τον ωθεί να σκοτώσει ξανά και ξανά. Τίποτε επάνω του δεν δημιουργεί υποψίες και έτσι πιάνει εύκολα κουβέντα με τα υποψήφια θύματά του. Κατά τη διάρκεια του εγκλήματος είναι ήρεμος αλλά αδυνατεί να ξεφύγει από την ψυχαναγκαστική τελετουργική τήρηση κάποιων λεπτομερειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ted Bundy, ένας ευπαρουσίαστος και καλλιεργημένος άντρας, ο οποίος βίασε και δολοφόνησε σαδιστικά περίπου 35 ως 40 γυναίκες σε πέντε διαφορετικές πολιτείες των ΗΠΑ κατά την περίοδο 1974-1978. Ο Bundy, ένας ευφυέστατος φοιτητής νομικής, γοήτευε αμέσως τα θύματά του και τα έπειθε εύκολα να τον ακολουθήσουν, ενώ μετακινείτο διαρκώς για να μπερδέψει την αστυνομία. Συνελήφθη δύο φορές αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Στη δίκη του υπεράσπισε ο ίδιος τον εαυτό του αλλά δεν γλίτωσε την καταδίκη σε θάνατο. Εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα το 1989, ενώ πλήθη ανθρώπων γιόρταζαν τον θάνατό του έξω από τις φυλακές.


Ο μη οργανωμένος καθ’ έξιν δολοφόνος είναι αυτός που ταιριάζει απόλυτα στη στερεότυπη εικόνα του μανιακού δολοφόνου. Είναι ψυχωσικός (πιθανόν πάσχει από μανιοκατάθλιψη, σχιζοφρένεια κτλ.), κάνει διαρκώς παρανοϊκές σκέψεις, δείχνει να βρίσκεται σε μόνιμη σύγχυση, φοβάται τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τις γυναίκες, αντιδρά απρόβλεπτα όταν πιεστεί και συνήθως είναι μέσης ή χαμηλής ευφυΐας. Τις περισσότερες φορές είναι δυσλειτουργικός, κοινωνικά και σεξουαλικά. Οι φόνοι που διαπράττει είναι αυθόρμητοι και χαρακτηρίζονται από συμβολικότητα. Οταν επιτίθεται σε κάποιο θύμα δείχνει προτίμηση σε μέρη του σώματος που για εκείνον έχουν ιδιαίτερη σημασία, συνήθως το στήθος ή τα γεννητικά όργανα. Παρ’ όλα αυτά, η οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη λαμβάνει χώρα μετά τον θάνατο του θύματος, γιατί μόνο τότε ο δολοφόνος πείθεται ότι απέκτησε τον απόλυτο έλεγχό του και μπορεί να υπερνικήσει την ανασφάλειά του. Την ώρα του εγκλήματος στο μυαλό του κυριαρχεί το χάος, γι’ αυτό και πολύ συχνά αφήνει πίσω του αποδεικτικά στοιχεία ικανά να τον καταδικάσουν. Ισως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση μη οργανωμένου καθ’ έξιν δολοφόνου είναι αυτή του Richard Trenton Chase. Γνωστός και ως ο βρικόλακας του Σακραμέντο, ο Chase είχε ένα μακρύ ιστορικό εισαγωγής σε ψυχιατρεία και έμενε κατά περιόδους με τη μητέρα του, την κλασική δεσποτική και επικριτική μητέρα που έχουν πολλοί τέτοιοι εγκληματίες. Οσοι τον γνώριζαν ήξεραν ότι έπασχε από μανία καταδίωξης και ζούσε σε έναν εντελώς δικό του κόσμο: πίστευε ότι συμμαθητές του από το γυμνάσιο είχαν σχηματίσει μια ναζιστική ομάδα και τον κυνηγούσαν, ότι η μητέρα του τον έβαζε να πλυθεί με ένα δηλητηριώδες σαπούνι και ότι συχνά τον παρακολουθούσαν UFO. Υποστήριζε ακόμη ότι τα φάρμακα που του έδιναν οι γιατροί τού μετέτρεπαν το αίμα σε σκόνη, γι’ αυτό και συχνά απήγαγε ζώα από γειτονικά σπίτια και έπινε το αίμα τους. Το πέρασμα από τη βία προς τα ζώα στη βία προς τους ανθρώπους ήταν απλώς ζήτημα χρόνου και έτσι, τον Ιανουάριο του 1978, μέσα σε διάστημα τεσσάρων ημερών, ο Chase σκότωσε έξι ανθρώπους που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του. Οι λεπτομέρειες των σαδιστικών δολοφονιών του ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία αλλά ο ίδιος είχε δράσει σαν να βρισκόταν υπό το καθεστώς καταληψίας. Στις οικίες των θυμάτων του είχε αφήσει δεκάδες άλικα αποτυπώματα και αργότερα εθεάθη να περιφέρεται άσκοπα με απλανές βλέμμα και τα ρούχα του μούσκεμα στο αίμα.


Τέλος, στην κατηγορία των μεικτών καθ’ έξιν δολοφόνων βρίσκουμε άτομα που συνδυάζουν στοιχεία και των δύο παραπάνω κατηγοριών, όπως π.χ. ο Edmund Emil Kemper, που σχεδίασε προσεκτικά μεν τη δολοφονία της μητέρας του, του τελευταίου από τα 10 θύματά του, αλλά μετά περιφερόταν επί τρεις ημέρες με το αυτοκίνητό του έχοντας στη θέση του συνοδηγού το κομμένο κεφάλι της.


Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατηγοριοποίηση ανάλογα με το κίνητρο που χωρίζει τους καθ’ έξιν δολοφόνους σε: α) οραματικούς, εκείνους δηλαδή που ακούν φωνές ή βλέπουν οράματα και ανταποκρίνονται σε αυτά, β) προσηλωμένους σε μια αποστολή που πιστεύουν ότι πρέπει να απαλλάξουν την κοινωνία από κάποια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων π.χ. τις πόρνες ή τους ηλικιωμένους, γ) ηδονιστές, τους οποίους η τέλεση του φόνου πλημμυρίζει με ερωτική ηδονή και δ) προσηλωμένους στην απόκτηση ελέγχου ή εξουσίας.


Δημιουργώντας τέρατα


Γεννιούνται ή γίνονται; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα στο οποίο δεν έχουν ακόμη καταφέρει να δώσουν απάντηση οι μελετητές του φαινομένου των καθ’ έξιν δολοφόνων, αν και η πλάστιγγα γέρνει προς τον συνδυασμό και των δύο εκδοχών. Πολλοί άνθρωποι ανάμεσά μας είχαν τραυματικές παιδικές ηλικίες, βασανίζονται από ψυχικές διαταραχές, προέρχονται από φτωχές ή διαζευγμένες οικογένειες, αλλά δε στράφηκαν ποτέ στον φόνο και μάλιστα κατ’ εξακολούθησιν. Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει έναν υποψήφιο serial killer να περάσει στο άλλο άκρο; Και πού οφείλεται η έξαρση του φαινομένου στις τελευταίες δεκαετίες;


Το σίγουρο είναι ότι η όλη πορεία προς τη βία δεν διαρκεί μερικά 24ωρα. Οι φαντασιώσεις που γεννιούνται στο μυαλό των καθ’ έξιν δολοφόνων χρειάζονται ως και 8-10 χρόνια για να αποκτήσουν ένα δυναμικό ικανό να ωθήσει στον φόνο λέει ο δρ Charles Bahn, καθηγητής ιατροδικαστικής ψυχολογίας στο τμήμα Ποινικού Δικαίου του Πανεπιστημίου John Jay. Και βέβαια παίζουν ρόλο και αρκετοί εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι τα τελευταία 40 χρόνια έχουν καταστήσει τις καθ’ έξιν δολοφονίες είδος που ευδοκιμεί στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία. Οι πιο βασικοί είναι οι παρακάτω:


­ Η πληθυσμιακή συγκέντρωση


Εχει αποδειχθεί ότι σε πυκνοκατοικημένες περιοχές υπάρχει μεγαλύτερη εγκληματικότητα. Στην Καλιφόρνια π.χ., την πιο πυκνοκατοικημένη πολιτεία των ΗΠΑ, έχουν αναφερθεί πάνω από διπλάσιες περιπτώσεις καθ’ έξιν δολοφόνων από οποιαδήποτε άλλη πολιτεία. Η αίσθηση της ανωνυμίας που παρέχουν οι μεγάλες πόλεις γεμίζει με σιγουριά τους δολοφόνους και δυσχεραίνει το έργο των αρχών.


­ Η εξάπλωση της χρήσης των όπλων και η ευκολία απόκτησής τους


Δεν είναι να απορεί κανείς που το 75% των γνωστών serial killers έχει εμφανιστεί στις ΗΠΑ. Στη «Γη της Επαγγελίας» τα όπλα θα είναι πρώτη αιτία θανάτου το 2002. Επιπλέον, ο υποτυπώδης έλεγχος του υποψήφιου αγοραστή έχει κατ’ ουσία οπλίσει το χέρι πολλών δυνάμει ή αποδεδειγμένα επικίνδυνων ανθρώπων. Ο Richard Trenton Chase π.χ. απέκτησε νομίμως το όπλο με το οποίο αφαίρεσε έξι ζωές, παρά το βεβαρημένο και βίαιο ιστορικό του.


­ Η εξάπλωση της σκληρής πορνογραφίας και η ωραιοποίηση της βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις τέχνες


Πολλοί καθ’ έξιν δολοφόνοι είχαν εξάρτηση από τη σκληρή πορνογραφία και απολάμβαναν βίαια θεάματα. Χωρίς να καταφύγουμε ασύνετα στη δαιμονοποίηση της πορνογραφίας ή της τηλεοπτικής βίας, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι μπορούν να επιδράσουν καταλυτικά σε μια διαταραγμένη προσωπικότητα.


­ Η κοινωνική απομόνωση


Σε μια εποχή όπου δεν γνωρίζουμε πλέον τον γείτονά μας, πόσο μάλλον δεν νοιαζόμαστε γι’ αυτόν, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσουμε αποτελεσματικά τα άτομα εκείνα ανάμεσά μας που χρήζουν βοηθείας.


­ Η ελλιπής εκπαίδευση των υπευθύνων


Είναι προφανές ότι οι τοπικές αστυνομικές αρχές δεν έχουν ούτε μπορούν να έχουν το εξειδικευμένο προσωπικό που είναι απαραίτητο για να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους εγκληματίες. Αλλά και πολλοί ψυχίατροι έχουν υποτιμήσει αρκετές φορές στο παρελθόν τη δυναμική του φαινομένου και έχουν δώσει εξιτήριο σε άτομα που συνέχισαν το δολοφονικό έργο τους αμέσως μόλις βγήκαν από το ίδρυμα.


­ Τα κενά και τα παράδοξα της νομοθεσίας


Εδώ, αναπόφευκτα, θα αναφερθούμε αποκλειστικά στις ΗΠΑ. Πολλοί συλληφθέντες καθ’ έξιν δολοφόνοι κατάφεραν να πείσουν το δικαστήριο ότι ήταν ψυχικά ασθενείς και, αντί να καταλήξουν στη φυλακή, εστάλησαν σε κάποιο ψυχιατρείο από όπου απέδρασαν ή κατάφεραν να πάρουν εξιτήριο.


Επίσης, την έξαρση του φαινομένου βοήθησε ο κατακερματισμός των ΗΠΑ σε πολυάριθμες περιοχές δικαιοδοσίας των αρχών (η συνεργασία μεταξύ αστυνομίας πόλεων, δημοτικής, πολιτειακής και ομοσπονδιακής αστυνομίας δεν είναι πάντοτε αγαστή), καθώς και η ύπαρξη ενός αλλοπρόσαλλου νομικού συστήματος, το οποίο σε μερικές πολιτείες έχει βασιστεί στον κανόνα του μπέιζμπολ, όπου με τρία λάθη βγαίνεις από το παιχνίδι. Ετσι, ο νόμος επιβάλλει αστείες ποινές για τα πρώτα δύο αδικήματα (ασχέτως της σοβαρότητάς τους τις περισσότερες φορές) και εξαντλεί όλη την αυστηρότητά του για το τρίτο αδίκημα. Φαίνεται παράδοξο αλλά είναι αληθινό.


Η σαγήνη των δολοφόνων


Υπάρχει και ένας ακόμη παράγοντας έξαρσης που όμως χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης: η κουλτούρα των καθ’ έξιν δολοφονιών, η οποία έχει αναπτυχθεί σε δεκάδες χώρες του κόσμου. Τα κινηματογραφικά στούντιο βγάζουν σωρεία ταινιών με μανιακούς δολοφόνους (συνήθως με οικτρά σενάρια), τα ράφια των βιβλιοπωλείων στενάζουν υπό το βάρος των ευρείας κατανάλωσης βιβλίων για αληθινά εγκλήματα (στη Βρετανία ο τομέας αυτός είναι ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος στον εκδοτικό χώρο), τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συχνά υπερβαίνουν κάθε όριο εντυπωσιοθηρίας στην κάλυψη σχετικών ειδήσεων και εμείς, οι αναγνώστες και οι τηλεθεατές, δηλώνουμε αμέσως τον αποτροπιασμό μας, αλλά δεν παύουμε να είμαστε δέσμιοι αυτής της φονολαγνείας. Ενδεικτική είναι και η εμφάνιση συλλεκτών, οι οποίοι πληρώνουν τεράστια ποσά για να αποκτήσουν αυθεντικά κείμενα ή καλλιτεχνήματα φτιαγμένα από καθ’ έξιν δολοφόνους. Οταν μάλιστα ο David Berkowitz, ο οποίος δολοφόνησε 13 άτομα στη Νέα Υόρκη τη διετία 1976-1977 και έγινε γνωστός ως Son of Sam, πούλησε μέσα από τη φυλακή τα κινηματογραφικά δικαιώματα της ζωής του έναντι υπέρογκου ποσού, οι αρχές των ΗΠΑ αναγκάστηκαν να ψηφίσουν νόμο που απαγορεύει στους φυλακισμένους δολοφόνους να επωφελούνται οικονομικά καθ’ οιονδήποτε τρόπο από δραστηριότητες σχετικές με τα εγκλήματά τους.


Εύλογα, όλη αυτή η κουλτούρα σχηματίζει έναν φαύλο κύκλο αλληλοενισχυτικής ανάδρασης με το φαινόμενο των καθ’ έξιν και των κατά συρροήν δολοφόνων. Πώς όμως δημιουργήθηκε; Η απάντηση βρίσκεται στη δυνατή έλξη που ασκεί καθετί νοσηρό, απαγορευμένο, μυστηριώδες. Η διά άλλου βίωση τέτοιων βίαιων και ακραίων καταστάσεων, που τόσο πολύ ξεφεύγουν από την εξιδανικευμένη άποψή μας περί πολιτισμένης κοινωνίας, μας φέρνει εκ του ασφαλούς σε επαφή με τη θνητότητά μας και μας γεμίζει με μια ένοχη χαρά επειδή δεν ήμασταν εμείς στη θέση των θυμάτων. Οι Γερμανοί περιγράφουν εύστοχα το συναίσθημα αυτό με τον όρο schadenfreude, δηλαδή η χαρά με τη θλίψη του άλλου.


Αντιμέτωποι με το σκοτάδι


Διαβάζοντας όλα τα παραπάνω, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δύσκολο είναι να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο. Οι φόνοι δεν έχουν εμφανές κίνητρο, τα θύματα είναι κατά κύριο λόγο άγνωστα στους θύτες και ο κοινός νους αδυνατεί να κατανοήσει την ψυχοπαθολογία των καθ’ έξιν δολοφόνων.


Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει σημαντικά βήματα τις τελευταίες δεκαετίες. Κατ’ αρχάς, η επιστήμη της ιατροδικαστικής έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο, με σπουδαιότερο επίτευγμα την ανάλυση του DNA και τη χρήση του ως γενετικού αποτυπώματος. Μεγάλη είναι και η συμβολή της ανάπτυξης βάσεων δεδομένων από τις εγκληματολογικές αρχές πολλών χωρών και η δικτύωσή τους σε διεθνές επίπεδο. Καταλυτική στην εξιχνίαση των εγκλημάτων αποδεικνύεται συχνά η σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των δολοφόνων από συμπεριφορικούς επιστήμονες, ενώ πολύτιμα στοιχεία αντλούμε από τη μελέτη και την παρακολούθηση των καθ’ έξιν δολοφόνων που βρίσκονται φυλακισμένοι. Τέλος, σε χώρες όπου το φαινόμενο έχει λάβει αναλογικά μεγάλες διαστάσεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία), εφαρμόζονται προγράμματα πρόληψης στα σχολεία, με σκοπό τον εντοπισμό παιδιών με ψυχικές διαταραχές και προδιάθεση στη χρήση βίας, παιδιών που μια ημέρα μπορεί να στραφούν στον φόνο.


Και σίγουρα είναι αναγκαίο η κοινή γνώμη να αναπτύξει μια πιο ώριμη αντιμετώπιση του θέματος, να μάθει να βλέπει και να παρουσιάζει το φαινόμενο με πιο ψύχραιμο και λιγότερο εντυπωσιοθηρικό τρόπο. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να φωτίσουμε το σκοτάδι που βασιλεύει στο μυαλό αυτών των αινιγματικών ανθρώπων, να κατανοήσουμε όλους τους γενεσιουργούς μηχανισμούς του φαινομένου και να τους εξουδετερώσουμε αποτελεσματικά.


Ο κ. Βασίλης Μπαμπούρης είναι συγγραφέας και ερευνητής.