Πρώτο στη σειρά ήταν το δραματικό φιλμ του Λαρς φον Τρίερ «Χορεύοντας στο σκοτάδι», όπου η Μπγιορκ μέσα από τον χορό και το τραγούδι βρίσκει διέξοδο στη σκληρή πραγματικότητα της ζωής της, οδηγούμενη στην υπέρβαση και στο όνειρο (η ταινία απέσπασε μεταξύ άλλων βραβείων τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 2000). Ακολούθησαν οι μαγικές πτήσεις των πολεμιστών του κουνγκ φου στην ταινία του Ανγκ Λι «Τίγρης και Δράκος», όπου οι ήρωες, μυημένοι στα μυστικά των πολεμικών τεχνών και στον διαλογισμό, με τις μυθικές πτήσεις τους ξεπερνούν χώρο και χρόνο αψηφώντας τον νόμο της βαρύτητας. Τέλος, την προηγούμενη εβδομάδα ήρθε η σειρά της βρετανικής ταινίας του Στίβεν Ντάλντρι «Billy Elliot ­ Γεννημένος χορευτής», με ένα θέμα που απευθύνεται και συγκινεί όλους τους θεατές, καθώς αφηγείται την ιστορία του 11χρονου γιου ενός ανθρακωρύχου στη Βορειοανατολική Αγγλία που ξεπερνώντας αντιξοότητες και προκαταλήψεις φθάνει σε οντισιόν στη Σχολή Μπαλέτου του Ρόγιαλ Μπάλε και γίνεται χορευτής.


Η γλώσσα του σώματος


Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, άλλοτε μέσα από μεστούς συμβολισμούς, άλλοτε πιο σχηματικά, με έμφαση σε υπερφυσικές σωματικές ικανότητες που θυμίζουν κάτι μεταξύ Μπάτμαν και Φρεντ Αστέρ, ζούμε σε μια κινηματογραφική εποχή που το χορευτικό σώμα δίνει εκ νέου τροφή στο σενάριο αλλά και στην ίδια τη σύλληψη μιας ταινίας.


Σήμερα οι αφηγήσεις ποικίλλουν και οι ταινίες εξερευνούν σε όλες του τις εκφάνσεις το σώμα που χορεύει, την ανάγκη που ωθεί στη χορευτική πράξη. Οποιος έχει βιώσει τη μοναδική αίσθηση ελευθερίας που χαρίζει ο χορός, χάρη στη δυνατότητα που προσφέρει να μεταμορφώνει το σωματικό εγώ ώστε να γίνεσαι κάποιος άλλος (ένα άλλο σώμα), αντιλαμβάνεται τι σημαίνει υπέρβαση μέσω του χορού. Ο μικρός Μπίλι, ορφανός από μητέρα, διαισθάνεται ότι θα βρει μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης στα μαθήματα χορού και αποφασίζει να εγκαταλείψει το ρινγκ της πυγμαχίας, παρ’ ότι οι προκαταλήψεις στη μικρή κοινωνία του χωριού αλλά και στην οικογένειά του συνθέτουν ένα απαγορευτικό περιβάλλον..


Οσο για την Μπγιορκ, μετανάστρια εργάτρια και σχεδόν τυφλή μητέρα ενός παιδιού στις ΗΠΑ, ο χορός αντιπροσωπεύει γι’ αυτήν κάτι σαν φαντασιωτικό απόδρασης που παρεμβαίνει στη ρεαλιστική αφήγηση της ταινίας μέσα από την αποδόμηση κωδίκων της μουσικής κομεντί όπως τη γνωρίσαμε από το Χόλιγουντ.


Ο ρόλος του χορογράφου


Σε μια τέτοια αρχιτεκτονική του φιλμ μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας σημαντική είναι η συμβολή του υπογράφοντος τη χορογραφία. Στον «Billy Elliot» οι χορογραφίες είναι του Πίτερ Ντάρλινγκ. Χωρίς διακοσμητική διάθεση, κατάφερε να υπηρετήσει τη σκηνοθετική άποψη μέσα από χορευτικές σεκάνς που διαθέτουν αυθεντικότητα και δύναμη. Βασίζει τις παρεμβάσεις του σε τρεις παραδόσεις ­ μπαλέτο, ταπ, λαϊκοί χοροί ­ και αποφεύγει την παγίδα της ισοπεδωτικής ομοιογένειας. Ο πρωταγωνιστής μας μπορεί να είναι γεννημένος χορευτής, είναι όμως πάνω απ’ όλα ένα παιδί με τεράστια ενέργεια και δυναμισμό, πράγμα που σημαίνει ότι πρωτίστως δεν εγκλωβίζεται στον φορμαλισμό μιας τέχνης. Εδώ άλλωστε οφείλει και την επιτυχία της η ταινία· στον πειστικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τον κεντρικό ήρωα.


Τη χορογραφία στο «Χορεύοντας στο σκοτάδι» έκανε ο Βίνσεντ Πάτερσον ­ γνωστός από κλιπ του Μάικλ Τζάκσον και της Μαντόνα ­, που συνέβαλε από τη δική του πλευρά στην απογειωτική για την αλήθεια της ερμηνεία της Μπγιορκ ακολουθώντας κατά γράμμα προϋπάρχον αριστούργημα του Χόλιγουντ υπό τον τίτλο «The Pajama Game» (1957).


Στην περίπτωση ωστόσο της ταινίας «Τίγρης και Δράκος» ο Γουέν Γο Πινγκ αναδεικνύει τη χορογραφία των πολεμικών τεχνών σε δεσπόζουσα καλλιτεχνική μορφή. Η δύναμη της ταινίας είναι οι εκπληκτικές πολεμικές σκηνές. Οι ιπτάμενες χορογραφίες είναι αληθινό επίτευγμα και ασκούν, ακόμη και στον θεατή που δεν είναι εξοικειωμένος με αυτό το κινηματογραφικό είδος, μιαν ακαταμάχητη γοητεία.


Η ενέργεια που απελευθερώνουν στο κοινό είναι προϊόν της ασύνειδης διαδικασίας ταύτισης.


Τότε και τώρα


Να λοιπόν που το σινεμά χορεύει με κομμένη την ανάσα, και μάλιστα χωρίς να περιορίζεται σε συνταγές του παρελθόντος. Ηδη από την εποχή του βωβού κινηματογράφου το σώμα εν κινήσει ­ βλέπε τα διαβολικά τρεχαλητά του Μπάστερ Κίτον ­ εξυπηρετούσε κατά τον καλύτερο τρόπο τη ροή εικόνων και ιστορίας. Μεταπολεμικά, με κυρίαρχο είδος τις μουσικές κομεντί, διέρχεται μια περίοδο συνώνυμη της ελαφρότητας, με καλά και κακά δείγματα χολιγουντιανού σινεμά, για να περάσουμε τη δεκαετία του ’70 στην επικράτεια της ντίσκο, με ταινίες σαν το «Πυρετός το σαββατόβραδο» του Τζον Τραβόλτα, και λίγο αργότερα, στη δεκαετία του ’80, σε κινηματογραφικές παραγωγές όπως οι «Λευκές Νύχτες», «Χορευτές» κ.ά. με τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Σήμερα η γέφυρα του χορού με την έβδομη τέχνη έχει αποκτήσει ευρύτητα και βάθος. Διατρέχει όλα τα είδη και όλες τις εποχές, πέρα από μαξιμαλιστικές ρητορείες. Αρκεί να πούμε ότι στη νέα ταινία του έγχρωμου Αμερικανού Σπάικ Λι ο χορός έχει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς ο σκηνοθέτης εμπιστεύτηκε τη χορογραφία στον διάσημο, επίσης έγχρωμο, χορευτή κλακέτας Σάβιον Γκλόβερ, ενώ αυτόν τον καιρό παίζεται στο Παρίσι η ταινία του Ζεράρ Κορμπιό «Ο βασιλιάς χορεύει», ιστορικού χαρακτήρα ταινία για τον Λουδοβίκο ΙΔ´ και την ιδιαίτερη αγάπη του για το μπαλέτο.