«Ανθρωπος εις πάντα αναμεμειγμένος χωρίς να έχει αρμοδιότητα». Ο ορισμός όπως αναφέρεται στα λεξικά είναι σαφέστατος. Η συγκεκριμένη περίπτωση όμως αφορά προσωπικότητες που έχουν προσφέρει στον τομέα τους, έχουν πολιτική άποψη ­ όποια και αν είναι αυτή ­ και συχνά καλούνται να την εκφράσουν σε τηλεοπτικά πάνελ με την ελπίδα ότι θα ανεβάσουν τη θεαματικότητα. Λειτουργούν ως «κράχτες» δηλαδή των διαφόρων εκπομπών και δελτίων ειδήσεων



Ναι, μπορεί να κατατάσσεται στο πάνελ με τους «μαϊντανούς» ο Σταμάτης Φασουλής, πλην όμως κανένας δεν μπορεί να του καταλογίσει μια βαρετή εμφάνιση ή λεγόμενά του τα οποία θα χαρακτηρίζονταν αναμενόμενα. Τον Σταμάτη Φασουλή τον καλούν συχνά στην τηλεόραση, σε talk shows των οποίων η θεματολογία ξεκινάει από τα κοινωνικά και φτάνει στα πολιτικά ή ενίοτε στα καλλιτεχνικά, για να μιλήσει και ο ίδιος σχετικά με προβλήματα που τον απασχολούν άμεσα. Τότε γίνεται καυστικός. Δεν χαρίζει κάστανα. Ο λόγος για τον οποίο τον καλούν, πέρα από το γεγονός ότι θεωρείται ένας ιδιαίτερα καταξιωμένος σκηνοθέτης ­ ειδικά μετά την τεράστια επιτυχία του Ελεύθερου Θεάτρου στο Αλσος Παγκρατίου στα τέλη της δεκαετίας του ’70 καθώς και της θεατρικής παράστασης «Μπαμπάδες με ρούμι» αργότερα ­ είναι ότι έχει άποψη. Και εκτός του ότι έχει άποψη, ξέρει τον τρόπο να την εκφράζει με χιούμορ, οξύτητα και ευγένεια που σπάει κόκαλα. Το ίδιο δεν διστάζει να κάνει με καταστάσεις και πρόσωπα, δη πολιτικά, τα οποία περνάει από γενεές δεκατέσσερις έτσι όπως εκείνος ξέρει πολύ καλά να κάνει, δίνοντας την εντύπωση περισσότερο ότι συζητάει με τους φίλους του και όχι με τους δημοσιογράφους που έχει απέναντί του. Δηλαδή τα «καλιαρντεύει» με ύφος και τουπέ μοναδικό, δίχως να προκαλεί παρεξηγήσεις, λόγω την «ιδιαιτερότητάς» του που γίνεται άμεσα αντιληπτή από τους πάντες πλην των ηλιθίων. Πέτρος Κωστόπουλος


Παρεξηγημένος, με πολλούς εχθρούς και λιγότερους φίλους, πλην όμως ισχυρούς, ο Πέτρος Κωστόπουλος διεκδικεί και τις περισσότερες φορές αποκτά «άκρες» παντού, με το θράσος που τον διακρίνει συνδυασμένο με πηγαία ευγένεια, της οποίας η ύπαρξη είναι αδιαμφισβήτητη σε όσους τον γνωρίζουν προσωπικά. Πολύ συχνά τον καλούν δημοσιογράφοι σε δελτία ειδήσεων και talk shows για να σχολιάσει πολιτικά θέματα και καταστάσεις και «κάνουν πάρτι» όταν δέχεται, διότι ξέρουν εκ των προτέρων ότι θα ανέβεί η θεαματικότητα. Ο ίδιος επιλέγει πάντα πού θα πάει πολύ αυστηρά, επειδή ακριβώς φοβάται μήπως καταχωριστεί ως «μαϊντανός». Επίσης, όταν νιώθει ότι όντως έχει κάτι να πει, δεν διστάζει να σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου του και να καλέσει αυτοπροσώπως τους δημοσιογράφους για να τους ζητήσει να εμφανιστεί στην εκπομπή ή στο δελτίο τους. Αυτό όμως δεν πρέπει να παρεξηγηθεί από τους εχθρούς του γιατί ακριβώς αυτό είναι ο Πέτρος Κωστόπουλος. Ενας άνθρωπος που έχει επίγνωση του τι λέει και τι κάνει και δεν διστάζει να «τα χώσει» όταν το κρίνει αναγκαίο επειδή ακριβώς το πιστεύει. Γνωρίζει τα πολιτικά θέματα σε βάθος, ως γνήσιος φορέας του πνεύματος της δεκαετίας ’75-’85, που αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν φυτώριό τους ­ τα κρίνει και τα εξηγεί με ζωντανή γλώσσα σε πολύ απλά λόγια, για να τα καταλάβουν όλοι όσοι τον παρακολουθούν. Επιπλέον η γλώσσα που χρησιμοποιεί «εμπλουτίζεται» από λέξεις όπως «μαλάκας» και εκφράσεις ανάλογες, τις οποίες χρησιμοποιεί με απόλυτη ­ και αποδεκτή ­ φυσικότητα, τη στιγμή που κανένας άλλος δεν θα τολμούσε ούτε να διανοηθεί. Δηλαδή ο λόγος του κάθε άλλο παρά «ξύλινος» είναι. Το ίδιο και η συνολική στάση του απέναντι στα πράγματα. Αυτό είναι άλλωστε το παιχνίδι που ξέρει να παίζει πολύ καλά. Το παιχνίδι μέσω του οποίου δημιούργησε ό,τι δημιούργησε, και συνεπώς απέκτησε τους ανάλογους εχθρούς και φίλους. Γι’ αυτό και είναι δημοφιλής. Αλέξης Κούγιας


Με την ευγλωττία του δικηγόρου, ο οποίος χρησιμοποιεί λόγο χειμαρρώδη σε γρήγορο ρυθμό και ασταμάτητο, ο Αλέξης Κούγιας προσπαθεί να πείσει δημοσιογράφους και τηλεθεατές ­ στα δελτία, μέσα από τα παράθυρα ή με τηλεφωνικό λινκ και πίσω από το τραπέζι συζητήσεων στα talk shows ­ για των επιχειρημάτων του το επαρκές και αληθές. Ζαλίζει τους ακροατές του όμως ­ αφού είναι αδύνατον να τον παρακολουθήσει κανείς ­, όπως υποθέτουμε ότι ζαλίζει και τους δικαστές. Με άλλα λόγια γίνεται κουραστικός. Γι’ αυτό και δεν έχει πέραση πια στα μεγάλα κανάλια. Ετσι περιορίζεται στα μικρότερα και στα δευτεροκλασάτα. Η γκάμα των απόψεών του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλούσια. Αυτό μάλλον μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ναι μεν είναι μορφωμένος ­ ως απόφοιτος πανεπιστημίου ­, πλην όμως δεν είναι καλλιεργημένος. Δηλαδή τον ελεύθερο χρόνο του ως φοιτητής, ίσως και αργότερα, προτιμούσε να παίζει ποδόσφαιρο από το να διαβάζει λογοτεχνία… Δεν τον κατηγορεί κανείς γι’ αυτό, εξάλλου τα γούστα είναι υποκειμενικά. Είναι όμως υπέρμετρα φιλόδοξος. Του αρέσει να προβάλλεται και να προβάλλει τις «ανύπαρκτες» απόψεις του, οι οποίες συνήθως βασίζονται σε προσωπική εμπειρία ή σε γνώση των υποθέσεων που τον αφορούν επαγγελματικά. Γι’ αυτό τον λόγο εμπλέκεται σε πολιτικές καταστάσεις που του χαρίζουν προβολή και στη συνέχεια αποχωρεί ή τον διώχνουν ­ συνοδευόμενο από κοσμητικά του τύπου «φλωρόπουστα», όπως τον χαρακτήρισε ο Βίκτωρ Μητρόπουλος στη θεσσαλονικιώτικη αθλητική εκπομπή «Δίκη της Δευτέρας». Ο Αλέξης Κούγιας όμως δεν δίστασε να το εκμεταλλευθεί ακόμη και αυτό ως μέσο προβολής. Πατήρ Μεταλλινός


Από τους πιο διαβασμένους «παπάδες», συμπαθέστατος τύπος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο πατήρ Μεταλλινός θεωρείται από τους πιο αγαπημένους των τηλεοπτικών πάνελ. Ο δημοσιογράφος που θα τον καλέσει στην εκπομπή του, από τη στιγμή που ο ιερωμένος δεχθεί την πρόσκληση, έχει εξασφαλισμένο τον πιο «κοσμικό» παπά, ever… Τον αντίποδα του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, με την πιο «διανοουμενίστικη» άποψη των πραγμάτων, η οποία θα μπορούσε και να χαρακτηριστεί «προτεσταντική» λόγω του ευρωπαϊσμού που τον διακατέχει. Γερμανοσπουδασμένος και από οικογένεια πολυτέκνων, ο πατήρ Μεταλλινός μπορεί να μιλήσει άνετα για οτιδήποτε, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τους συνομιλητές του παραθέτοντας κάθε φορά τα δικά του επιχειρήματα, τα οποία άλλοτε βεβαίως είναι πειστικά και άλλοτε όχι, όμως πάντοτε υπάρχουν και είναι το «the point». Συνήθως αρχίζει να μιλάει αστειευόμενος, ακόμη και για θέματα ιδιαίτερης σημασίας. Αυτό είναι το κόλπο για να τραβήξει την προσοχή των αδιάφορων ή εκείνων που βαριούνται να ακούσουν. Στη συνέχεια όμως σοβαρεύει, ο λόγος του γίνεται μεστός και η χροιά της φωνής του πιο έντονη και επεξηγηματική. Σαν να ακούς τον Μπαμπινιώτη… Καμία σχέση δεν έχει με τη γλυκιά persona που αποτελεί ο Χριστόδουλος. Αυτό ακριβώς εξασφαλίζει και τη δική του προσωπική γοητεία, που ουδόλως συνδέεται με τη γνωστή, στυφή και αποκλεισμένη από τις προτιμήσεις των θεατών «παπαδίλα». Λάκης Λαζόπουλος



Ολο το «κόλπο» γύρω από τον Λάκη Λαζόπουλο και την παρουσίασή του από τους δημοσιογράφους στα εκάστοτε πάνελ και παράθυρα των δελτίων ειδήσεων ­ ως κοινωνικού και πολιτικού κριτή ­ καταλήγει σε ένα μεγάλο φιάσκο. Αυτό το έχουν πάρει είδηση εδώ και καιρό οι περισσότεροι θεατές ενώ μόλις τώρα τελευταία έγινε αντιληπτό και από τους host των διαφόρων εκπομπών στα μεγάλα κανάλια. Διότι ο κ. Λαζόπουλος όταν εκφράζει τη σοβαρή πλευρά του γίνεται γκρινιάρης, κλάψας και ταγμένος υπερασπιστής «της χήρας και του μνήματος». Δηλαδή οι εθνικές και πολιτικές του θέσεις είναι απίστευτα λαϊκές και δίχως αντίκρισμα. Γεγονός που τον κάνει κουραστικό και συνεπώς καθόλου δημοφιλή. Με άλλα λόγια δεν «πουλάει» πια, επειδή ακριβώς έχει πάψει να ασχολείται με εκείνο που τον κάνει πραγματικά απολαυστικό: το πηγαίο χιούμορ του, με το οποίο κρίνει, επικρίνει και κατακρίνει καλύτερα από τον καθένα τις εκάστοτε πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές καταστάσεις της χώρας. Ωστόσο έχει άποψη, η οποία όμως περιπλέκεται επικίνδυνα για τον ίδιο γύρω από τη μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Ο Λάκης Λαζόπουλος αυτοαναγορεύεται «πνευματικός ταγός» στα πάνελ, αλλά κανένας δεν έχει ούτε την ανάγκη ούτε τη διάθεση να υποστεί κάτι τέτοιο. Οι δημοσιογράφοι που τον καλούν ελπίζουν ότι θα βγάλει γέλιο. Εκείνος όμως βγάζει μιζέρια και «δασκαλίκι» προς δυσάρεστη έκπληξη όλων όσοι τον παρακολουθούν. Οι πρώτοι που το κατάλαβαν αυτό ήταν οι διευθυντές περιοδικών, οι οποίοι απλώς δεν του ζητούν πια συνεντεύξεις. Οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι πλέον, από τη στιγμή που τον καλούν, του ζητούν να κάνει και τις απαραίτητες μιμήσεις των «Δέκα μικρών Μήτσων» για να εξασφαλίσουν τουλάχιστον την προαναγγελία τους στα trailers και να προσελκύσουν τους θεατές, που όμως πάντα προτιμούν τους αυθεντικούς ήρωες του κ. Λαζόπουλου και όχι την καρικατούρα τους, με γκρίζους κροτάφους, μουστάκι και «τριών ημερών» γένια. Αλέξανδρος Λυκουρέζος


Μπορεί ο κ. Αλέξανδρος Λυκουρέζος να μη χαίρει φήμης νομικού τόσο έξοχου όσο άλλοι, πλην όμως είναι «μάστορας» της επικοινωνίας και εν πάση περιπτώσει θεωρείται στις ημέρες μας ο «επώνυμος» δικηγόρος. Ισως αυτό να είναι απόρροια της εύστροφης πάντα επιχειρηματολογίας του τόσο στα δικαστήρια όσο και στα τηλεοπτικά πάνελ, στα οποία καλείται συχνά να εκφράσει την άποψή του, να διαπληκτιστεί πολιτισμένα με τους συνομιλητές του και φυσικά να καλύψει από νομικής πλευράς το εκάστοτε θέμα προς συζήτηση. Το προφίλ που λανσάρει είναι εκκεντρικό. Θεατρικό θα λέγαμε, το οποίο είναι απόρροια της βαθύτατης πνευματικής του καλλιέργειας αλλά και της εξίσου βαθιάς επίγνωσης της «θεατρικότητας των δικαστηρίων» την οποία μεταφέρει και αλλού. Ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο κινείται λεκτικά είναι εκείνος της εθνικοφροσύνης λαϊκού τύπου ­ όπως την αντιλαμβάνεται ο μέσος Ελληνας ­, πλην όμως με μια ευγενή χροιά αστισμού. Ο κ. Λυκουρέζος δηλαδή δίνει σε κάθε δημόσια εμφάνισή του στα κανάλια το απαραίτητο touch της κλασικής αστικής ζωής όπως το αντιλαμβανόμαστε, δίχως να σνομπάρει τους συνομιλητές του, όποιοι και αν είναι, και κυρίως δίχως να σνομπάρει το θέμα συζήτησης. Δεν διστάζει να εμφανιστεί όπου τον καλούν ­ πάντα στα μεγάλα κανάλια ­ και ποτέ δεν βιάζεται να μιλήσει. Περιμένει υπομονετικά τη σειρά του ό,τι και αν γίνεται μέσα στο στούντιο, μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Είναι σύνηθες το φαινόμενο να διαπληκτίζονται μεταξύ τους οι άλλοι καλεσμένοι κι εκείνος ενώ θα μπορούσε να παρέμβει δεν το κάνει. Αντιθέτως κρατάει σημειώσεις. Οταν όμως του δοθεί το έναυσμα, αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του σπονδυλωτά, απαντάει ή συμπληρώνει τους προηγούμενους ομιλητές ή διαπληκτιζόμενους καλεσμένους και κλείνει το θέμα όπως θα ήθελε ο μέσος θεατής να το κλείσει: σε πλήρη αρμονία, τάξη και ασφάλεια. Κώστας Ζουράρις


Σχολιαστής των «ηθών της πολιτείας», με ύφος ρωμαίου ρήτορα και έχοντας αγαπημένο topic τη νεοορθοδοξία, ο Κώστας Ζουράρις φέρεται να έχει άποψη για όλα. Γαλλοσπουδασμένος και δήθεν φιλελεύθερων αρχών, λατρεύει να αναδεικνύεται σε μαχητικό ευαγγελιστή και κήνσορα της «παραδοξολογίας» ενώπιον των τηλεθεατών-θυμάτων της προσωπικής του αυταρέσκειας. Συχνά γίνεται αγενέστατος, καθιερώνοντας αυτοβούλως τον ενικό προς τους συνομιλητές του μόλις εκνευριστεί ­ και πάντα αγνοώντας την κάμερα. Αγαπάει να είναι προκλητικός, τις περισσότερες φορές όμως γίνεται γραφικός. Εν ολίγοις το ιδεολογικό σχήμα που έχει διαμορφώσει μέσα στο μυαλό του, όσον αφορά πρόσωπα και καταστάσεις, εκφράζεται μέσα από μια πολύπλοκη βερμπαλιστική θεωρία η οποία ουσιαστικά επιβεβαιώνει εκείνη που υιοθετεί ο κάθε «καρπαζωμένος» Ελληνας, δηλαδή ότι είναι ο «βασιλιάς του κόσμου»! Μιλάει ωραία όμως όταν είναι ήρεμος. Ως γνήσιος αριστερός διανοούμενος. Βασίλης Ραφαηλίδης


Ελληνοκεντρικός μαρξιστής, μορφωμένος και γενικώς διαβασμένος, ο κ. Βασίλης Ραφαηλίδης συχνά ρέπει προς τη λεγόμενη «ερασιτεχνική αμπελοφιλοσοφία» μάλλον λόγω παρορμητικού χαρακτήρα. Ξεκινώντας από κριτικός κινηματογράφου και εξελισσόμενος σε χρονικογράφο στην εφημερίδα «Εθνος», εκ παραλλήλου ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων σχετικών με την αρχαία φιλοσοφία, αφήνοντας να διαφανεί μια «υποψία» της συμπάθειάς του προς τα τότε ελεύθερα σεξουαλικά ήθη. Επίσης ο κ. Ραφαηλίδης κατά καιρούς καταλαμβάνεται από διάφορες εμμονές, με πιο πρόσφατη εκείνη του υπερβολικού θαυμασμού του προς τη Μαλβίνα Κάραλη και την εκπομπή της. Η τελευταία αυτή εμμονή, που εκφράστηκε με την πρόθεσή του να γράφει στη στήλη του στην εφημερίδα επί 25 συνεχείς ημέρες διθυράμβους στην αγαπημένη του hostess, του στοίχισε τη διακοπή της συνεργασίας με το «Εθνος»… Αλλη μεγάλη εμμονή του είναι οι πίπες (καπνίσματος) και το φαγητό. Και τα δύο του φαίνονται… φυσικά.


Ο δε λόγος του είναι χαρακτηριστικότατος και ενίοτε αφελώς ειλικρινής. Αξέχαστη απόδειξη των παραπάνω ήταν η προ δύο περίπου ετών παραδοχή του δημοσίως με βαθιά και βροντώδη φωνή ότι τον καλούσαν στον Skai επί πληρωμή (15.000 δραχμές τη φορά) για να εξασφαλίσουν έναν εγγυημένο καβγά που θα ανέβαζε τη θεαματικότητα. Βεβαίως ο καβγάς θα διεξαγόταν στον ενικό, διότι ο κ. Ραφαηλίδης όταν εκνευρίζεται πάντα μιλάει στον ενικό απευθυνόμενος προς τους συνομιλητές του. Θύμιος Καρακατσάνης


Μάγκας Πειραιώτης, με το γραφικό ψαράδικο καπελάκι (έχει πολλά), που συνήθως είναι δερμάτινο και τοποθετημένο ελαφρώς λοξά, ο κ. Θύμιος Καρακατσάνης πηγαίνει παντού όπου τον καλούν ­ ντυμένος κουλτουριάρικα ­ και μιλάει αργά με τη μακρόσυρτη φωνή του θυμίζοντας υπερήλικο ομοφυλόφιλο, κάτι που δεν είναι. Αυτό αποδεδειγμένα… Αποτελεί αγαπημένο καλεσμένο του Skai. Ο λόγος του είναι ηθικοπλαστικός, πάντα με εμφανή την ειρωνεία στη χροιά της φωνής του, μια ειρωνεία εξεζητημένη και επιτηδευμένη ταυτοχρόνως, η οποία τις περισσότερες φορές στοχεύει στη σύγχρονη καθημερινή πραγματικότητα. Ο κ. Καρακατσάνης, εκτός από καθιερωμένος πλέον ερμηνευτής του Αριστοφάνη και επίδοξος θεατρώνης, θεωρείται κλασικός εκπρόσωπος της «πολυφορεμένης» γκρίνιας (σε στυλ «τεθλιμμένης χήρας») που υποστηρίζει ότι «παλιότερα τα πράγματα ήταν καλύτερα». Ενδέχεται μερικές φορές να έχει δίκιο. Συχνά δεν έχει όμως, διότι εκτός των άλλων η παρελθοντολογία αυτού του είδους δεν βοηθάει καθόλου. Ούτε διορθώνει τα της παρούσης αλλά ούτε και αποτρέπει από μελλοντικά λάθη. Επιπλέον δεν διστάζει να εκφέρει άποψη επί παντός επιστητού, είτε το κατέχει σε βάθος είτε όχι, φέρνοντας (στη δεύτερη περίπτωση) στον νου ­ των φίλων του κινηματογράφου ­εκείνο που είχε πει ο Dirty Harry στον «Επιθεωρητή Κάλαχαν»: «Οι γνώμες είναι όπως οι απολήξεις του παχέος εντέρου (η περιγραφή σε αυτό το σημείο ήταν πιο γλαφυρή, βεβαίως). Οι πάντες έχουν από μία…». Αν λοιπόν όντως ισχύει η σοφία του Dirty Harry, ο κ. Καρακατσάνης θα έχει πολύ περισσότερες από μία, αφού έχει γνώμη για τα πάντα… Λιάνα Κανέλλη



Λαλίστατη, δυναμικότατη, απόφοιτος του κολεγίου Pierce και της Νομικής, η Λιάνα Κανέλλη φροντίζει πάντοτε να κάνει αισθητή την παρουσία της όπου και να βρίσκεται, είτε μπροστά στην κάμερα είτε οπουδήποτε αλλού. Επίσης της αρέσει να πυροδοτεί κουτσομπολιά που την κρατούν στην επικαιρότητα. Ενα τέτοιο παράδειγμα ήταν οι φωτοτυπίες των ερωτικών επιστολών του Κωνσταντίνου Τσάτσου (ο ίδιος ουδέποτε τις αναγνώρισε ως έγκυρες) προς την ίδια, με εκφράσεις του τύπου «περιστεράκι μου», οι οποίες δημοσιεύθηκαν το 1979 στην «Ελεύθερη Ωρα». Εκείνη την εποχή δε ήταν χαρακτηριστικές και οι εμφανίσεις της στα δελτία ειδήσεων με τα βαθιά ντεκολτέ και τα έντονα βαμμένα μάτια σε στυλ βαμπ. Αλλο παράδειγμα είναι το εξώφυλλο του ένθετου περιοδικού «Ε» της «Ελευθεροτυπίας», στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο οποίο είχε φωτογραφηθεί να βάφει τα ­ καλοσχηματισμένα ομολογουμένως ­ χείλη της μπροστά σε έναν καθρέφτη… Στη φωτογραφία φαινόταν και μια υποψία του ­ επίσης καλοσχηματισμένου ­ στήθους της… Τρίτο παράδειγμα είναι η κυκλοφορία του δικού της περιοδικού «Νέμεσις», με την ίδια στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους. Πιο πρόσφατο παράδειγμα επίσης είναι η συμμετοχή της στη διαφημιστική εκστρατεία της Telestet με το σύνθημα «Η επανάσταση άρχισε».


Οσον αφορά τις κομματικές θέσεις της δεν είναι ιδιαιτέρως σταθερή. Το ’81 έλεγε ότι ήταν «παιδί της Νέας Δημοκρατίας». Αργότερα πέρασε στο ΚΟΔΗΣΟ. Στη συνέχεια πήρε εκείνη τη συνέντευξη ­ την τελευταία της επί πρωθυπουργίας του Ανδρέα Παπανδρέου ­ από τη Δήμητρα Λιάνη, την οποία συμπάθησε τόσο πολύ ώστε να γίνει προσωπική σύμβουλός της και συνεπώς να προσεγγίσει το ΠαΣοΚ. Σήμερα δηλώνει ΚΚΕ, ενώ ταυτοχρόνως κυκλοφορεί με μια πολυτελέστατη Mercedes!


Οι εχθροί της υποστηρίζουν ότι κατά βάθος δεν είναι ιδιαίτερα μορφωμένη. Οι φίλοι της αναγνωρίζουν τον δυναμισμό που αρκεί για να την κάνει καλή δημοσιογράφο. Ο δυναμισμός αυτός είναι διάχυτος στα πάνελ. Γι’ αυτό και την καλούν οι συνάδελφοί της ξεχνώντας τώρα πια την «γκάφα» που της καταλόγιζαν κάποτε, όταν πήγε εντελώς απροετοίμαστη ­ και εμπιστευόμενη το προσωπικό της τουπέ ­ να πάρει τη μνημειώδη εκείνη συνέντευξη από τον Τουρκούτ Οζάλ, ο οποίος φυσικά την κατατρόπωσε. Δημήτρης Ρίζος


Γεννηθείς στις Σέρρες και «καραμανλικός», ο Δημήτρης Ρίζος υπήρξε ως διευθυντής του «Ελεύθερου Τύπου» δριμύς επικριτής του Ανδρέα Παπανδρέου και της Δήμητρας Λιάνη. Μάλιστα ήταν από τους πρώτους που δημοσίευσαν φωτογραφίες του ζεύγους όσο ακόμη ήταν «παράνομο». Τα παραπάνω υπήρξαν ένας βασικός λόγος για να εξασφαλίζει επί σειρά ετών προσκλήσεις για σχολιασμό πολιτικό και κοινωνικό στα πάνελ της ιδιωτικής τηλεόρασης. Σήμερα θεωρείται φανατικός «μητσοτακικός». Γενικά ως καλεσμένος σε εκπομπές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δυναμικός. Εχει, με άλλα λόγια, πολιτική άποψη και ξέρει να την υποστηρίζει ως καλός δημοσιογράφος. Δεν διστάζει βεβαίως να διακόπτει τους συνομιλητές του όταν έχει να πει κάτι, αλλά τουλάχιστον έχει τη λεπτότητα αυτό να το στηρίζει με απτά επιχειρήματα. Προκλητικός και αντιπαθής, ακριβώς, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τώρα πια. Παλαιότερα ναι. Οταν δηλαδή έγραφε στη «Βραδυνή» τη στήλη «Το Κεντρί», με αγαπημένο του θέμα επίκρισης τον Μάνο Χατζιδάκι, τότε διευθυντή του Γ’ Ραδιοφωνικού Προγράμματος, τον οποίο είχε αποκαλέσει ως και «πούστη». Σήμερα ο Δημήτρης Ρίζος εξωτερικεύει το προκλητικό στοιχείο του χαρακτήρα του μόνο όταν θέλει να προωθήσει το εκάστοτε πρώτο θέμα του «Αδέσμευτου». Γιάννης Βούλτεψης


Πλοηγός της δίκης Λαμπράκη, ο κ. Γιάννης Βούλτεψης είχε εντοπίσει τότε, το 1965, τη φωλιά της συνωμοσίας. Λίγα χρόνια αργότερα εντόπισε και πάλι το κέντρο μιας άλλης συνωμοσίας ­ όπως την αποκαλούσε ο ίδιος ­, ονόματι «Υπόθεση Βέλος». Την εξαπάτηση δηλαδή των στρατηγών από τους υποδεέστερους συνταγματάρχες, μια θεωρία άκρως πρωτοποριακή στον καιρό της (μιλάμε για το 1965), η οποία όμως αποδείχθηκε βάσιμη κατόπιν των στοιχείων που ήρθαν στην επιφάνεια. Ο ίδιος μετά την αυτοεξορία του στην Ιταλία επί επταετίας, όπου συνεδέθη με τον βασιλιά, περιγράφει πολιτικά τον εαυτό τους ως «βασιλοκομμουνιστή». Επίσης είναι φανατικός οπαδός του κ. Κώστα Μητσοτάκη και θεωρείται από τους πολύ κοντινούς συνεργάτες του. Γι’ αυτό τον λόγο και στις αρχές της δεκαετίας η παρουσία του στα τηλεοπτικά πάνελ των μεγάλων καναλιών ήταν συστηματική αλλά και ενδιαφέρουσα, με την έννοια ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην τσακωθεί με τους συνομιλητές του, να μην τους διακόψει για να πει το δικό του «ποίημα» και γενικά να μη σπάσει τα νεύρα όσων προσπαθούσαν να παρακολουθήσουν τη στριγκιά φωνή του να ανεβοκατεβαίνει σε τόνους αναλόγως με το τι έλεγε. Σήμερα, επειδή όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται και πιο κουραστικός, τον καλούν μόνο στα δευτεροκλασάτα κανάλια. Γενικά όμως είναι μαχητικότατος. Επιπλέον διαθέτει και χιούμορ κεφαλλονίτικο λόγω καταγωγής. Οντας ακόμη συντάκτης στην «Ελεύθερη Ελλάδα», την εφημερίδα του «Γραφείου Εσωτερικού» στο εξωτερικό, όπως την περιέγραφε ο ίδιος, και καθήμενος σε ένα καφενείο δίπλα στο τότε τυπογραφείο της εφημερίδας μαζί με τον Βασίλη Βασιλικό, συνέβη το εξής περιστατικό: Δίπλα τους ακριβώς καθόταν ένα μεσήλικος ιταλός σε μια καρέκλα. Ξαφνικά χωρίς να κουνηθεί βρέθηκε στο πάτωμα (ο Ιταλός). Ηρθε το νοσοκομειακό, τον έβαλε στο φορείο και τον πήρε. Και τότε ο δημοσιογράφος είπε στον συγγραφέα: «Αυτό σημαίνει να την πάθεις στα καλά του καθουμένου»… Γιώργος Νταλάρας



Ο λεγόμενος και «Ακατονόμαστος» από τον συνάδελφό του Τζίμη Πανούση, ύστερα από τη μήνυση που εισέπραξε από τον ίδιο, εμφανίζοντάς τον σε βιντεοκλίπ του να βγάζει λεφτά από το στόμα του. Δεν ήταν άτοπο βεβαίως, από σημειολογική άποψη, το concept του «κατηγορουμένου». Διότι ο Γιώργος Νταλάρας ­ το πραγματικό του επίθετο είναι Νταράλας ­, έχει κυριολεκτικά θησαυρίσει ως τραγουδοποιός και ερμηνευτής, τασσόμενος υπέρ των «αδυνάτων», της «χαμένης Κύπρου» και της «προσφυγιάς». Ωστόσο έχει ταλέντο. Και το εκμεταλλεύεται όσο μπορεί τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του κυρία Αννα Ραγκούση-Νταλάρα (ή Νταράλα;), η οποία έχει αναλάβει δυναμικά το μάνατζμεντ και την προβολή της δημόσιας εικόνας του.


Ο Γιώργος Νταλάρας βεβαίως έχει πολιτική άποψη. Και δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να την υποστηρίζει δημοσίως με επιχειρήματα κατανοητά από τον «απλό άνθρωπο», όπου και όποτε τον καλέσουν. Οσον αφορά την εμφάνισή του στα διάφορα πάνελ ακολουθεί την ίδια τακτική με εκείνη που εφαρμόζει στα καλλιτεχνικά-επαγγελματικά του θέματα. Δηλαδή πάει παντού, όπως άλλωστε και κάνει τα πάντα. Του αρέσουν οι εντυπωσιακοί συνδυασμοί σε όλους τους τομείς. Είτε επαγγελματικούς, είτε πολιτικών απόψεων, είτε ακόμη και επιλογής του ονόματος της 12χρονης σήμερα κόρης του, της Γεωργιάννας (Γιώργος-Αννα)… Αυτό όμως τον κάνει πια αναμενόμενο και συνεπώς κουραστικό και βαρετό. Εξ ου και η περίφημη λαϊκή έκφραση που συνδέει το επίθετό του με τη λεκάνη της τουαλέτας ­ η οποία ήταν πολύ του συρμού ως πριν από μερικά χρόνια, όταν ακόμη ήταν και ο ίδιος του συρμού… Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος


Ενας πραγματικός σταρ! Γλυκύτατος, χαμογελαστός πάντα, εύθυμος και προσηνής, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόπουλος δέχεται να μετάσχει σε συζητήσεις που αφορούν θρησκευτικά ή κοινωνικά θέματα εκφράζοντας την προσωπική του άποψη ­ που δεν είναι ακριβώς η ξύλινη παπαδίστικη, όπως λένε οι φίλοι του ­, ασχέτως αν έχει χαρακτηριστεί για τον λόγο αυτό και «δημοσιοσχεσίτης» από εκείνους που τον αντιπαθούν. Είναι όμως ευγενέστατος και όντως έχει ελάχιστους εχθρούς. Οταν είχε πρωτοαναλάβει το αξίωμα, δεν δίσταζε να γίνεται δριμύς σχολιάζοντας ακόμη και πολιτικά θέματα. Αυτό δυσαρέστησε πολλούς στους πολιτικούς κύκλους. Εκείνος τότε αποφάσισε να «συμμαζευτεί» για να αποφύγει το κακό κλίμα, που καθόλου δεν του ταιριάζει ως προσωπικότητα. Κι έτσι τώρα είναι «αγαπητός» σε όλους. Δεν τον καλούν όμως πια συχνά σε πάνελ. Ή εν πάση περιπτώσει και αν τον καλούν δεν πηγαίνει, παρά μόνο αν πρόκειται για μια προσωπική συνέντευξη από κάποιον δημοφιλή δημοσιογράφο, όπου τότε ο κ. Χριστόδουλος περιορίζεται στο να μιλάει μόνο για τον εαυτό του και για εκκλησιαστικά θέματα ρουτίνας. Ωστόσο αγαπάει να βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο και να μιλάει, ως βαθύτατα επικοινωνιακό άτομο και με πίστη στις δυνατότητές του, που είναι αδιαμφισβήτητες. Χαρακτηριστικό βεβαίως των «ημερών τηλεόρασης» του κ. Χριστόδουλου ήταν τα περίφημα ανέκδοτα με τα οποία ξεκινούσε τον λόγο του σε μορφή παραβολής συνδυασμένης με το συγκεκριμένο θέμα για το οποίο καλούνταν να μιλήσει. Και το κόλπο πάντα έπιανε… Ευάγγελος Βενιζέλος


Ευφυέστατος, με φοβερή μνήμη και πηγαίο χιούμορ, συχνά αυτοσαρκαστικό ­ στην πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή του ­, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος αποτελεί και μόνο με την παρουσία του σε ένα πολιτικό πάνελ αρκετό λόγο αποφυγής του ζάπινγκ. Επί θητείας του ως κυβερνητικού εκπροσώπου (από 8.7.94 ως 15.9.95) το υπουργείο Τύπου και ΜΜΕ έζησε τις καλύτερες στιγμές του, τηλεοπτικά τουλάχιστον. Διότι ο κ. Βενιζέλος ξέρει να χειρίζεται τον λόγο καλύτερα από τον καθένα, λέει «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» και δεν αφήνει περιθώρια για «άσκοπες» συζητήσεις ποικιλοτρόπως. Αλλοτε με την «ακλόνητη» επιχειρηματολογία του, η οποία βεβαίως στην πραγματικότητα μπορεί και να μην είναι τόσο ακλόνητη αλλά είναι πειστικά διατυπωμένη. Αλλοτε με το ύφος του. Το βλέμμα του διαβάζεται σαν ανοιχτό βιβλίο. Οταν εκνευριστεί, το καταλαβαίνεις. Οταν βαρεθεί, επίσης το καταλαβαίνεις. Οταν έχει όρεξη να μιλήσει, αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις στα χέρια σου μια μοναδική ευκαιρία την οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αφήσεις να χαθεί. Επιπλέον είναι και το εκτόπισμα… και όλα τα παραπάνω μαζί.


Ο κ. Βενιζέλος ­ και λόγω εμπειρίας ­ δεν φοβάται τα ΜΜΕ. Οταν τον καλούν κάπου για να σχολιάσει τα πολιτικά γεγονότα, πηγαίνει, αρκεί να κρίνει ότι η σύνθεση του πάνελ είναι ενδιαφέρουσα προς διάλογο και καλή για τη δημόσια εικόνα του. Οταν τον καλούν σε άλλες εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα στην απονομή των τηλεοπτικών βραβείων από το «TV Εθνος» με παρουσιάστρια τη Ρούλα Κορομηλά, το περασμένο φθινόπωρο, επίσης πηγαίνει. Και όχι μόνο αυτό αλλά ανεβαίνει στη σκηνή και λέει και ωραία αστεία. Τα πιο «έξυπνα» της βραδιάς ομολογουμένως, δίχως να φοβάται μήπως χαρακτηριστεί «μαϊντανός». Γιατί ακριβώς δεν είναι. Είναι απλώς μια ενδιαφέρουσα παρουσία που «πάει με όλα»! Ευάγγελος Γιαννόπουλος



«Μπροστάρης» στον αντιστασιακό αγώνα, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο ίδιος, και σε αυτό στηρίζει μεγάλο μέρος του κύρους του αλλά και αμφισβητούμενος, συνάμα, για τα παραπάνω από τους κυρίους Κατριβάνο και Κεδίκογλου ­ που υποστήριζαν το αντίθετο και γι’ αυτό τον λόγο έφθασαν ως τα δικαστήρια ­, ο κ. Ευάγγελος Γιαννόπουλος εν πάση περιπτώσει χαίρει λαϊκής αποδοχής. Θα μπορούσε και να χαρακτηριστεί τρόπον τινά «εργατοπατέρας» κατά τη θητεία του ως υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Και τουλάχιστον κανείς δεν αμφισβητεί την αντιστασιακή του δράση επί χούντας, ούτε βεβαίως και τη φυλάκισή του ως αποτέλεσμα της παραπάνω δράσης. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση εξελέγη πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου (1976-81). Πάντοτε όμως φλέρταρε με την πολιτική. Ετσι παρότρυνε τη σύζυγό του κυρία Ντιντί ­ από Κωνσταντίνα ­ να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής, επειδή ο ίδιος λόγω της θέσης του στον Σύλλογο δεν μπορούσε να το κάνει. Οντως εξελέγη η κυρία Ντιντί. Οταν όμως το 1981 ο κ. Γιαννόπουλος εξελέγη στη Β’ Αθήνας και τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι για τη σύζυγό του, απάντησε ότι εκείνη «έγινε κατά λάθος βουλευτής» και ότι στην πραγματικότητα η έδρα αυτή ήταν δική του…


Ο κ. Γιαννόπουλος είναι ένας από τους πιο αγαπημένους καλεσμένους των δημοσιογράφων (και το ξέρει), τόσο σε εκπομπές όσο και σε δελτία. Αυτό ισχύει παρά το γεγονός ότι συχνά τους αποπαίρνει, τόσο τους ίδιους όσο και τους συνομιλητές του, διότι κάτι τέτοια περιμένουν οι ακροατές (και αυτό το ξέρει και το λέει και δημοσίως)… Επίσης ο κ. Γιαννόπουλος αισθάνεται πάρα πολύ υπερήφανος για την εκπομπή που είχε ο ίδιος στο Κανάλι 29, από όπου, επί δίκης του Ανδρέα Παπανδρέου, θεώρησε ότι ανέλαβε την υπεράσπισή του τηλεοπτικά. Επιπλέον ο ίδιος ισχυρίζεται ότι υπήρξε ο άνθρωπος που συμβούλεψε τότε τον πρόεδρο να μην παραστεί στη δίκη. Την εκπομπή αυτή ο κ. Γιαννόπουλος εξακολουθεί να την διατηρεί. Πλην όμως το Κανάλι 29 «μετεξελίχθηκε» σε Alter 5 ενώ στο πλάνο δεν είναι πια μόνος του. Υπάρχει και μια δημοσιογράφος, η οποία του θέτει ­ καθ’ υπόδειξίν του προφανώς ­ τις «κατάλληλες» ερωτήσεις ώστε εκείνος να δώσει τις απαντήσεις που θεωρεί ότι πρέπει να ακούσει ο ελληνικός λαός. Και σημειωτέον ότι η εκπομπή δεν προβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά όποτε ο υπουργός κρίνει ότι παρίσταται ανάγκη να μιλήσει… και να τα πει έξω από τα δόντια, όπως τότε που «τα είχε πει» για την έπαυλη της οδού Αγράμπελης, την επονομαζόμενη από τον ίδιο και «κωλόσπιτο»! Προκόπης Παυλόπουλος


Ενας ακόμη πολιτικός που εμφανίζεται στα ΜΜΕ με την άνεση του «έμπειρου». Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος, γεννηθείς στην Καλαμάτα, με σπουδές στη Νομική Σχολή Αθηνών και μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο Παρίσι ΙΙ, διετέλεσε αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας με καθήκοντα κυβερνητικού εκπροσώπου στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα το 1989, ανέλαβε πολιτικός σύμβουλος του προέδρου της ΝΔ κ. Μιλτιάδη Εβερτ τον Σεπτέμβριο του 1995, ενώ στις 20 Απριλίου του 1996 με απόφαση του κ. Εβερτ ανέλαβε εκπρόσωπος Τύπου και Ενημέρωσης της ΝΔ ώσπου τελείωσε τη στρατιωτική θητεία του ο κ. Αρης Σπηλιωτόπουλος, ο οποίος τελικά ανέλαβε καθήκοντα, επί προεδρίας πλέον του κ. Κώστα Καραμανλή.


Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος επομένως έχει ­ θεωρητικά τουλάχιστον ­ μάθει πώς να χειρίζεται τους δημοσιογράφους. Με υπομονή και επιμονή στις απόψεις του, δηλαδή, και προσπαθώντας να αποφεύγει τυχόν «τρικλοποδιές» που επιφυλάσσουν οι ερωτήσεις τους. Ωστόσο η παρουσία του στα πάνελ τώρα πια, και όχι στο βάθρο, είναι χαρακτηριστική. Επιμένοντας τον χειμώνα σε σκούρα κοστούμια και το καλοκαίρι σε ανοιχτόχρωμα, ως και λευκά και με ύφος που δείχνει άνθρωπο ελαφρώς ταλαιπωρημένο, διατυπώνει τις απόψεις του με σθένος, είναι ευγενικός προς τους συνομιλητές του και σπανίως τους διακόπτει όταν μιλούν, έστω και αν όντως έχει κάτι σημαντικό να πει. Αξιοπρεπέστατος δηλαδή, αν και αυτό το χαρακτηριστικό σπανίως «πουλάει» σε νούμερα της AGB… Ντόρα Μπακογιάννη



Η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη μπροστά στην κάμερα παίζει με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία το παιχνίδι της… γοητείας! Συνήθως απέναντί της έχει άντρες πολιτικούς αντίπαλων κομμάτων, οπότε εξαρχής λόγω εμφάνισης και χαμόγελου κερδίζει την προσοχή των ακροατών. Ανεξαρτήτως αν την συμπαθούν ή όχι. Επίσης είναι σοβαρότατη. Ακόμη και αν διαφωνεί ή εκνευρίζεται, ποτέ δεν χάνει την ψυχραιμία της και ποτέ δεν γίνεται αγενής. Και βέβαια ποτέ δεν μιλάει στον ενικό σε κανέναν. Υπερασπίζεται τις απόψεις της με υπόκωφο πάθος, παρουσιάζει τη ΝΔ ισχυρότατη και πάντοτε σε προεκλογικές περιόδους θεωρεί δεδομένο ότι το κόμμα θα βγει νικητής. Και το λέει. Οταν αναφέρεται στον πατέρα της τον αποκαλεί… (σκέτο) Μητσοτάκη και βεβαίως πάντοτε τον υποστηρίζει, έστω και αν είναι γνωστό ότι συχνά έχουν διαφορετική άποψη οι δυο τους σε πολλά θέματα…


Αγαπημένη της κίνηση, όταν ζορίζεται να απαντήσει σε μια δύσκολη ερώτηση, είναι να περνάει τα μακριά και καλοσχηματισμένα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά της τραβώντας τα προς τα πίσω και φυσικά να χαμογελάει. Και ακριβώς επειδή έχει τον αέρα κυρίας που ξεχωρίζει πάντα ανάμεσα στους καλεσμένους (και λόγω παρουσιαστικού εκτός των καλών τρόπων), σπανίως εκνευρίζονται μαζί της οι συνομιλητές της και, ειδικά αν πρόκειται για άνδρες, σπανίως την «στριμώχνουν» στη συζήτηση. Οχι βέβαια ότι η κυρία Μπακογιάννη θα είχε πρόβλημα να αντιμετωπίσει το «στρίμωγμα» αλλά, όπως και αν το κάνουμε, είναι ενδιαφέρον να βλέπει κανείς σκηνές ιπποτισμού, και δη μεταξύ πολιτικών από αντίπαλα στρατόπεδα, στην τηλεόραση. Ειδικά αν είναι γνωστό ότι μισούνται μεταξύ τους οι εν λόγω πολιτικοί. Αυτό θα πει γοητεία…