Τζιουζέπε ντι Στέφανο τενόρος, στενός συνεργάτης και φίλος της Μαρίας Κάλλας


«Είμαι άρρωστος και δυστυχώς δεν θα μπορέσω να έρθω στην Αθήνα για το διεθνές συνέδριο που διοργανώνει το Athenaeum». Η φωνή που ακούγεται στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής μάγευε κάποτε τα πλήθη με τη μουσικότητα και τη δραματικότητά της. Ο Τζιουζέπε ντι Στέφανο άφησε το ίχνος του στην ιστορία της όπερας ως ένας από τους κορυφαίους τενόρους όλου του κόσμου αλλά και ως ένας από τους σημαντικότερους παρτενέρ και πιστότερους φίλους μιας μυθικής πλέον φωνής, της Μαρίας Κάλλας.



Μαζί της ανέβηκε στη σκηνή των μεγαλύτερων λυρικών θεάτρων, έδωσε κοντσέρτα, τραγούδησε σε όπερες ­ ποιος δεν θυμάται την αλησμόνητη «Λουτσία ντι Λάμερμουρ» το 1954 στη Σκάλα του Μιλάνου; Με το όνομά του συνδέθηκαν μερικές από τις μαγικότερες στιγμές της αλλά και οι ύστατες απόπειρές της να επιστρέψει στον χώρο της όπερας προτού απομονωθεί οριστικά στο διαμέρισμά της στο Παρίσι: ένας δίσκος με ντουέτα τον χειμώνα του 1972 που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, μια απόπειρα σκηνοθεσίας στον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι στο θέατρο «Ρέτζο» του Τορίνο το 1973 και μια παγκόσμια περιοδεία που ξεκίνησε στο Αμβούργο τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς για να καταλήξει στην Ιαπωνία ένα χρόνο αργότερα.


Ο Τζιουζέπε ντι Στέφανο ανακαλεί στη μνήμη του στιγμές από τα ταξίδια του με την αγαπημένη του Μαρία και τις χαρίζει στις σελίδες του «Βήματος». «Δεν είμαι έτοιμος να γυρίσω στο παρελθόν, καλύτερα όμως θα ήταν να μιλήσουμε τώρα, γιατί δεν είναι εύκολο να με βρείτε σε καλή διάθεση».


«Μα τι θέλετε να σας πω για την Κάλλας; Τα πάντα έχουν πλέον ειπωθεί».


­ Πότε τη συναντήσατε για τελευταία φορά;


«Ενα χρόνο προτού πεθάνει μου τηλεφώνησε και ζήτησε να με δει. Ημουν στη Ρώμη και εκείνη στο Παρίσι. Πήρα το πρώτο αεροπλάνο και έτρεξα κοντά της, δεν με άφησαν όμως να της μιλήσω με τη δικαιολογία ότι κοιμόταν. Θύμωσα και γύρισα πίσω».


­ Πού βρισκόσασταν όταν μάθατε τον θάνατό της;


«Τραγουδούσα στο Εδιμβούργο. Ετρεξα και πάλι αμέσως στο Παρίσι, για άλλη μία φορά όμως δεν με άφησαν να τη δω».


­ Πώς νιώσατε;


«Οπως στις αρχαίες τραγωδίες… Σαν να είχε εκπληρωθεί ένα πεπρωμένο. Κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί και όμως συνέβη».


­ Υπάρχει κάποια εικόνα της που επιστρέφει από τότε στο μυαλό σας;


«Τι να σας πω; Είναι τόσες οι αναμνήσεις… Τη θυμάμαι συχνά να προβάλλει στο μπαλκόνι του σπιτιού της στο Παρίσι».


­ Θυμάστε την παρθενική συνάντησή σας;


«Ηταν το 1951 στο Σαν Πάολο. Τραγουδήσαμε μαζί στην «Τραβιάτα» του Βέρντι».


­ Ποιες ήταν οι πρώτες κουβέντες που ανταλλάξατε, η πρώτη εντύπωση που σχηματίσατε γι’ αυτήν;


«Το πρώτο πράγμα που κάνουν οι τραγουδιστές όταν συναντιούνται είναι να μελετήσουν, σωστά; Με εντυπωσίασε πάντως το ταμπεραμέντο της Μαρίας. Τη θαύμαζα και για την καταγωγή της. Βλέπετε, έχω γεννηθεί στη Σικελία, κατάγομαι δηλαδή από τη… Μεγάλη Ελλάδα! Ανάμεσά μας αναπτύχθηκε γρήγορα μια συγγένεια τόσο καλλιτεχνική όσο και προσωπική».


­ Πώς ήταν η Κάλλας στην καθημερινότητά της;


«Οταν τη γνώρισα βρισκόταν μαζί με τον Μενεγκίνι. Εχω το χάρισμα να ψυχογραφώ τους ανθρώπους και έτσι από την πρώτη στιγμή κατάλαβα το μεγάλο της ταλέντο, την ισχυρή της προσωπικότητα. Την προσκάλεσα μάλιστα το καλοκαίρι του 1954 να περάσει λίγες ημέρες μαζί μου σε ένα σπίτι που έχω στη Ραβένα δίπλα στη θάλασσα».


­ Ποιες εικόνες κρατήσατε από αυτό το καλοκαίρι;


«Θυμάμαι ότι δεν ήθελε να πάει στην παραλία γιατί ήταν ακόμη παχιά… Θυμάμαι ακόμη πως ο αμερικανικός Τύπος την κυνηγούσε και πολλοί φωτογράφοι προσπαθούσαν να την απαθανατίσουν».


­ Την ενοχλούσε η δημοσιότητα;


«Πολύ. Αναζητούσε μια ήσυχη προσωπική ζωή σε αντίθεση με τους περισσότερους καλλιτέχνες που θέλουν τα φώτα της δημοσιότητας. Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας τουρνέ που κάναμε μαζί το ’73 προσπαθούσα να την προστατέψω όσο περισσότερο μπορούσα από τον Τύπο».


­ Παραπονιόταν πως η φήμη τής στέρησε πράγματα καθημερινά που θα ήθελε να κάνει;


«Οταν εκτίθεται κανείς χάνει πάντα. Η Μαρία ήθελε να ζήσει μια ζωή γυναίκας. Να κάνει παιδιά. Τη θυμάμαι στο Εδιμβούργο να μαγειρεύει στο ξενοδοχείο για τον Μενεγκίνι «της». Η μοίρα όμως την έφερε στο θέατρο».


­ Και σε μια ζωή μοναχική.


«Σκεφτόμουν συχνά τη μοναξιά της, αλλά από την άλλη θεωρώ πως και εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε θύματα του χαρακτήρα μας. Αν πρέπει να υποστούμε κάποιες συνέπειες, θα τις υποστούμε. Η Μαρία ήταν αιχμάλωτη του ίδιου της του εαυτού».


­ Πιστεύετε, δηλαδή, ότι κατά κάποιον τρόπο το σπάσιμο της φωνής της ήταν το αντίτιμο που «πλήρωσε» επειδή οδήγησε τα εκφραστικά της μέσα σε όρια απαγορευτικά;


«Είμαι μοιρολάτρης. Νομίζω ότι τα πράγματα συμβαίνουν γιατί πρέπει να συμβούν. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τα αλλάξουμε. Για μένα μια όμορφη φωνή που δεν έχει ψυχή και δεν πηγάζει κατευθείαν από την καρδιά δεν μου λέει τίποτα. Το να τραγουδά κανείς μαζί της ήταν απόλαυση. Αν η Μαρία δεν τα είχε δώσει όλα, δεν θα λέγαμε σήμερα ότι ήταν η μεγαλύτερη φωνή που υπήρξε ποτέ».


­ Υπάρχει μια στιγμή από τη φιλία σας που «μιλάει» για την Κάλλας – γυναίκα;


«Θυμάμαι την πρώτη φορά που με κάλεσε στο σπίτι της στο Παρίσι. Το πόσο τακτοποιημένο ήταν, το πόσο ορατή ήταν η κομψότητά του… Κοίταζα έκπληκτος τα αντικείμενα που το διακοσμούσαν όταν τη ρώτησα ποιος ασχολείται με τέτοιες λεπτομέρειες. «Μα εγώ φυσικά», μου απάντησε. «Ολα μόνη μου τα έχω αγοράσει». Μου φαινόταν περίεργο που ένας τόσο μεγάλος καλλιτέχνης ήταν δεμένος με αυτά τα μικροσκοπικά κομμάτια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απλότητα και τη θηλυκότητά της».


­ Μια θηλυκότητα κρυμμένη, κυρίως στην αρχή της καριέρας της.


«Μα έτσι συμβαίνει σε όλα τα άτομα που είναι εσωστρεφή. Το εκπληκτικό είναι το πώς χρησιμοποιούσε αυτή την απλότητα όταν ανέβαινε στη σκηνή, πώς κατάφερνε να την παντρέψει με το ταμπεραμέντο».


­ Πώς συμπεριφερόταν η Μαρία στις πρόβες;


«Είχε μεγάλη ταπεινότητα, ένιωθε τρόμο να ανοιχτεί. Το τραγούδι την ανάγκαζε να φανερώνει τον αληθινό της εαυτό. Πάνω στη σκηνή δεν μπορούσε να κρύψει τίποτα και αυτό την κούραζε τρομερά. Είναι ενδεικτικός ο χαρακτηρισμός ενός βρετανού κριτικού ότι τόσο εγώ όσο και η Μαρία, όταν τραγουδούσαμε, ήμασταν γυμνοί, βγάζαμε στην επιφάνεια ό,τι κρύβαμε μέσα μας».


­ Τώρα που έχετε φύγει πια από τη σκηνή, υπάρχουν πράγματα που εύχεστε να είχατε κάνει μαζί της αλλά που δεν προλάβατε να κάνετε;


«Κάθε καλλιτέχνης σε κάποιο οριακό σημείο της ζωής του κάνει έναν απολογισμό. Τώρα τελευταία ανακάλυψα για παράδειγμα πως την «Μπατερφλάι» του Πουτσίνι δεν την τραγουδήσαμε ποτέ μαζί. Νομίζω ότι η μουσική του Πουτσίνι είναι το μεγαλείο της. Σκέφτομαι συχνά ότι οι ωραιότερες μελωδίες του πλάστηκαν για τη φωνή της».


­ Σας λείπει, κύριε Ντι Στέφανο;


«Κοιτάξτε, για μένα είναι ζωντανή. Ο θάνατος δεν υπάρχει… Οταν κάποιος αφήνει στη μουσική και στην ψυχή ένα ίχνος τόσο βαθύ όσο το δικό της, δεν είναι δυνατόν να πεθάνει…». «Γυναίκα όμοια δεν βρήκα» Κάρλο Μπεργκόντσι τενόρος, συνεργάτης της Κάλλας


Συναντήθηκαν στη σκηνή και στα στούντιο ηχογραφήσεων και τα ονόματά τους συνδέθηκαν από κοινού με επιτυχίες. Ο Κάρλο Μπεργκόντσι και η Μαρία Κάλλας, ο τενόρος από την Πάρμα και η σοπράνο από την Ελλάδα. Ο Κάρλο Μπεργκόντσι έκανε το ντεμπούτο του στο Λέτσε το 1948 τραγουδώντας «Φίγκαρο» του Ροσίνι και καταγράφηκε ως εντυπωσιακός ερμηνευτής σε έργα Βέρντι. Στη μακρά πορεία του στο λυρικό θέατρο συνεργάστηκε με πάμπολλες πριμαντόνες από όλο τον κόσμο και δηλώνει ευθαρσώς: «Με όλον τον σεβασμό που τρέφω για τις κορυφαίες συναδέλφους μου, γυναίκα όμοια με την Κάλλας δεν βρήκα».


­ Φαντάζομαι ότι η γνωριμία με μια μεγάλη προσωπικότητα μετριέται με το κάθε λεπτό που τη ζεις…


«Με το κάθε δευτερόλεπτο θα έλεγα. Η Μαρία Κάλλας με κατέκτησε αμέσως με τη δύναμη της προσωπικότητάς της. Ηταν μια πραγματικά μεγάλη γυναίκα που μπορούσε, ήξερε να επιβάλλεται με τρόπο μοναδικό. Και όταν λέω «επιβάλλεται» δεν χρησιμοποιώ τη λέξη με καμιά αρνητική σημασία. Η Μαρία κυριαρχούσε πάντα θετικά στην τέχνη και στους συνεργάτες της γνωρίζοντας ταυτόχρονα πώς να συνεργάζεται αρμονικά μαζί τους».


­ Ηταν μια αρμονία που την επεδίωκε;


«Απολύτως. Υπήρξε μεγάλο σχολείο η συνεργασία μου μαζί της. Ηταν συζητήσιμη, πρόθυμη να ακούσει τις δικές σου σκέψεις και απόψεις για το έργο που παίζαμε. Δεν ήταν εγωκεντρική στις συνεργασίες της. Την ενδιέφερε το άρτιο αποτέλεσμα του συνόλου».


­ Απλόχερη ή μετρημένη στις κρίσεις για τους συναδέλφους της;


«Θα σας απαντήσω με μια εικόνα: θυμάμαι σε μια παράσταση της «Λουτσία», μετά από τη σκηνή της τρέλας, ο κόσμος παραληρούσε. Βγήκε στη σκηνή και υποκλίθηκε περισσότερες από 15 φορές. Ηταν ένας θρίαμβος τεράστιος. Μόλις μπήκε στα παρασκήνια, είπε στον σύζυγό της, τον Μενεγκίνι: «Ας ακούσουμε τώρα την τελική άρια του Κάρλο (Μπεργκόντσι), γιατί δεν υπάρχει κανένας τενόρος σήμερα που να την τραγουδά τόσο όμορφα!». Αυτό υπήρξε η μεγαλύτερη ικανοποίηση που έχω πάρει στην καριέρα μου. Και αυτή ήταν η γενναιόδωρη Μαρία».


­ Πότε τραγουδήσατε πρώτη φορά μαζί της;


«Στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, το 1958, στη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι. Ηταν για εμένα μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μου, γιατί αυτή η γυναίκα ήταν ­ για να πω και εγώ κάτι εντελώς τετριμμένο ­ η μεγαλύτερη σοπράνο του κόσμου. Για δεύτερη φορά συνεργάστηκα μαζί της όταν ηχογραφήσαμε την «Τόσκα» του Πουτσίνι, μαζί με τον Τίτο Γκόμπι. Μέσα από τις συνεργασίες μας, μέσα από τις συναντήσεις που είχαμε σε μεγάλα θέατρα, ακόμη και όταν δεν τραγουδούσαμε μαζί, μπορώ να μιλήσω για μια γυναίκα ευγενέστατη μαζί μου. Ηταν πάντοτε για εμένα μεγάλη, πολύ μεγάλη τιμή κάθε φορά που τη συναντούσα και μιλούσα μαζί της».


­ Οταν ακούσατε την είδηση του χαμού της, τι σκεφτήκατε;


«Οταν η Μαρία πέθανε, ένιωσα μια απώλεια τεράστια. Μια αβάστακτη μελαγχολία. Ηξερα πως είχαμε χάσει τη μεγαλύτερη σοπράνο του κόσμου. Είχαμε χάσει τη μεγαλύτερη πριμαντόνα: τη μία και μοναδική, γιατί αυτό ήταν. Μοναδική σε όλες τις παραστάσεις, σε όλες τις ηρωίδες που ερμήνευσε. Ηταν μια γυναίκα γεννημένη για το θέατρο, μια γυναίκα που ήξερε να φέρνει στη σκηνή συναισθήματα που άλλες σοπράνο δεν μπορούσαν. Εχω τραγουδήσει με τις μεγαλύτερες πριμαντόνες του κόσμου. Αλλά με όλον τον σεβασμό και τον θαυμασμό που τρέφω στις κορυφαίες συναδέλφους μου, γυναίκα όμοια με την Κάλλας δεν βρήκα ποτέ».


­ Τι την ξεχώριζε;


«Είχε εντυπωσιακή σιγουριά πάνω σε αυτό που έκανε. Είχε μια ηρεμία στην τέχνη της η οποία πήγαζε από το ότι ήταν πραγματική αρτίστα, ήξερε τι μπορούσε και τι έπρεπε να κάνει. Πριν από την παράσταση ήταν φυσικά λίγο νευρική, αλλά όταν έβγαινε χαιρόταν αυτό που έκανε, ζούσε γι’ αυτό που έκανε».


­ Διαλέξτε τον ρόλο που θεωρείτε τον καλύτερο της καριέρας της.


«Η Νόρμα, η Αΐντα, η Τζιοκόντα, η Τόσκα, η Τραβιάτα… (γελάει). Δεν μπορώ να σταματήσω! Ολοι οι ρόλοι της ήταν μεγάλοι!». «Κυνηγήθηκε πολύ από τον Τύπο» Νικόλα Ρεσίνιο ένας από τους σημαντικότερους μαέστρους της Κάλλας


Η μπαγκέτα του «στήριξε» την τέχνη της Κάλλας λίγο μετά τον θάνατο του μεγάλου της δασκάλου, του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν. Και από τότε ακολούθησε και συντρόφευσε με τις νότες της μερικές από τις λαμπερότερες στιγμές της. Την διηύθυνε ως Μήδεια, ως Τόσκα, ως Νόρμα…


Το «Βήμα» συνομίλησε με τον Νικόλα Ρεσίνιο, έναν από τους τελευταίους μεγάλους μαέστρους του «μπελκάντο», λίγες ημέρες προτού έρθει στην Αθήνα, προκειμένου να συμμετάσχει στο Διεθνές Συνέδριο που διοργανώνει στη μνήμη της το Athenaeum: είκοσι χρόνια μετά το θάνατό της, σάραντα τρία μετά την πρώτη τους συνάντηση.


­ Βρεθήκατε δίπλα στη Μαρία Κάλλας σε κάποια από τις δύσκολες στιγμές της;


«Ναι, λίγο προτού αφήσει την τελευταία της πνοή. Συνάντησα μια γυναίκα συντετριμμένη, κλεισμένη μέσα στο διαμέρισμά της στο Παρίσι… Μια γυναίκα που αγωνιζόταν να μαζέψει ξανά τα κομμάτια του κόσμου της, αναλογιζόμενη μονάχα τις ωραίες στιγμές… Ηταν μόνη, ο Ωνάσης είχε φύγει, οι φίλοι της πέθαιναν… Περνούσε τις ημέρες της ακούγοντας παλιές ηχογραφήσεις της… ζωντανές κυρίως…».


­ Σε ποιο βαθμό σημάδεψε την καριέρα σας η συνεργασία σας μαζί της;


«Κοιτάξτε, δεν ήταν και λίγο που η μεγαλύτερη φωνή της εποχής τραγουδούσε υπό τη δική μου διεύθυνση. Μετά τον χαμό του Τούλιο Σεραφίν, του μεγάλου της δασκάλου, δώσαμε συναυλίες σε όλο τον κόσμο… Δεν ήταν λίγες οι φορές που άκουσα να λένε ότι αφού ο Ρεσίνιο κατάφερε να ικανοποιήσει μια Κάλλας, τότε είναι ικανός για πολλά πράγματα».


­ Αν σας ζητούσα να επιλέξετε μία μονάχα πτυχή της ποια θα ήταν αυτή;


«Σε επίπεδο μουσικό θα διάλεγα τη μεγάλη της προετοιμασία για κάθε ρόλο. Σε επίπεδο προσωπικό τη γενναιοδωρία της».


­ Πότε την διευθύνατε για πρώτη φορά;


«Στη «Νόρμα» το 1954, στο Σικάγο. Ηταν το ντεμπούτο της στην Αμερική. Ως τότε είχα ακούσει πολλά γι’ αυτήν αλλά δεν την είχα γνωρίσει από κοντά».


­ Ηταν η Κάλλας που είχατε φανταστεί;


«Ναι. Εγκάρδια και φιλική».


­ Συνεργαζόταν μαζί σας;


«Απόλυτα. Μου έκανε εντύπωση ότι δεχόταν συμβουλές από εμένα, παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν η μεγάλη Κάλλας κι εγώ ο… Ρεσίνιο».


­ Η φιλία ήρθε στη συνέχεια;


«Ηταν φυσικό, αφού περνούσαμε τόσες ώρες της ημέρας μαζί. Ο Μενεγκίνι συνήθως κοιμόταν ή είχε κάποια επαγγελματικά ραντεβού, ενώ εμείς βρισκόμασταν συντροφιά ώρες ατελείωτες στο τρένο, στο αεροπλάνο…».


­ Πόσο εύκολο είναι να γίνεις φίλος με έναν μύθο;


«Είναι εύκολο όταν ο μύθος τυχαίνει να έχει και μεγάλη καρδιά. Ξέρετε ότι ήταν πολύ πιστή ως φίλη;».


­ Τι ήταν αυτό που ζητούσε από μια φιλική σχέση;


«Τρυφερότητα και εχεμύθεια. Εμαθα πρώτος ότι είχε αποφασίσει να αφήσει τον Μενεγκίνι. Μου το εκμυστηρεύθηκε γιατί ήξερε ότι δεν θα το ανακοίνωνα στους δημοσιογράφους».


­ Πώς θα ζωγραφίζατε την προσωπικότητά της;


«Ηταν μια γυναίκα πολύ εύθραυστη. Το δημόσιο πρόσωπό της ήταν συχνά σκληρό, όμως στην ιδιωτική της ζωή ήταν εξαιρετικά ευάλωτη».


­ Ποια πράγματα την πλήγωναν;


«Είχε κυνηγηθεί πολύ από τον Τύπο. Το σκεπτόμουν αυτές τις ημέρες με την ιστορία της πριγκίπισσας Νταϊάνας».


­ Σήμερα υπάρχουν στιγμές στη ζωή σας που την βλέπετε ξανά μπροστά σας;


«Αναμφίβολα, ειδικά αυτόν τον καιρό που γίνονται τόσες εκδηλώσεις στη μνήμη της».


­ Πού αποδίδετε τη λάμψη της;


«Η Κάλλας έφερε στη σκηνή ένα ρεπερτόριο που κρυβόταν για χρόνια στο σκοτάδι… Τη «Μήδεια», για παράδειγμα, του Κερουμπίνι. Ακόμη και τη «Νόρμα» του Μπελίνι την ανέβαζαν ελάχιστα γιατί ήταν πολύ δύσκολη. Από την άλλη δεν ήταν μόνο μεγάλη τραγουδίστρια αλλά και μεγάλη ηθοποιός. Ειδικά από τη στιγμή που έχασε όλο εκείνο το βάρος…».


­ Υπάρχουν στοιχεία που δεν έχουν κατά τη γνώμη σας εγγραφεί στον μύθο της;


«Οχι. Φοβάμαι ότι όλες οι πτυχές της ζωής της έχουν έρθει στο φως». Μια τέχνη που δεν διδάσκεται Μπάρμπαρα Χέντριξ η διάσημη υψίφωνος αναφέρεται στα μαθήματα που έδωσε η Κάλλας στη Σχολή Τζούλιαρντ


Ηταν πριν από τέσσερεις μήνες στη Ν. Υόρκη, βράδυ, μέσα σε ένα ταξί. Μόλις είχαμε βγει από το Golden Theatre στο Μπρόντγουεϊ. Είχα ακόμη μπροστά στα μάτια μου την Ντίξι Κάρτερ που υποδυόταν τη Μαρία Κάλλας δασκάλα, στο έργο του Μακ Νάλι. Στο μυαλό μου χίλιες και μία ερωτήσεις που αναζητούσαν απαντήσεις. Μπορεί ένας μεγάλος καλλιτέχνης να μεταδώσει τα μυστικά της τέχνης του; Πώς θα ένιωθε ένας νέος τραγουδιστής μπροστά στον μύθο του; Πόσο σημασία έχει να συναντιόμαστε με τα πρότυπά μας; Ποια η ανάγκη της Κάλλας να διδάξει την τέχνη της; Ποια η σχέση ενός ανθρώπου που τελειώνει την καριέρα του με τους ανθρώπους που μόλις την αρχίζουν; Μετά, όλη η παρέα συζητούσαμε ώρες για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της Κάλλας. Πέρασε ο καιρός και πριν από λίγες ημέρες έτυχε να βρεθώ απέναντι σε μιαν άλλη σημαντική φωνή του λυρικού θεάτρου, την Μπάρμπαρα Χέντριξ. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας μου αποκάλυψε ότι υπήρξε μαθήτρια της Κάλλας. Τα έχασα. Αν και η υπόλοιπη συνέντευξη της διάσημης πριμαντόνας δημοσιεύτηκε την περασμένη Κυριακή στο «Βήμα», το μέρος της συνομιλίας μας που αναφέρεται σε αυτή την εμπειρία της κρατήθηκε για να περιληφθεί σε αυτό το αφιέρωμα. Είναι μια μοναδική εμπειρία που αξίζει να τη διαβάσετε.


­ Είναι αλήθεια ότι υπήρξατε μαθήτρια της Κάλλας;


«Ναι…».


­ Πώς και έγινε αυτό και πότε;


«Οταν ήμουν φοιτήτρια στην Juilliard School of Music της Νέας Υόρκης. Τότε συνέπεσε η Μαρία Κάλλας να δεχθεί την πρόταση να δώσει δύο σειρές μαθημάτων».


­ Τα μαθήματα ήταν ανοιχτά σε όλους τους μαθητές της σχολής;


«Οχι. Την άνοιξη του 1971 έκανε ένα είδος οντισιόν ανάμεσα στους μαθητές της σχολής και επέλεξε 28 με 30. Εγώ ήμουν τυχερή, γιατί ήμουν ανάμεσα σε αυτούς που επέλεξε».


­ Οταν λέμε μαθήματα τι ακριβώς εννοούμε; Τι περιείχε η διδασκαλία;


«Καθόρισε ένα ρεπερτόριο για τον καθένα από εμάς, βασιζόμενη στις προτάσεις μας αλλά και στις επιθυμίες της. Ετσι, εγώ όφειλα να προετοιμάσω την Ελβίρα από τους «Πουριτανούς», τη Μίμη από την «Μποέμ» ­ τις οποίες είχα ήδη τραγουδήσει στη σχολή ­ και, κατόπιν υποδείξεώς της, την Τραβιάτα».


­ Πόσο κράτησαν τα μαθήματα;


«Τα μαθήματα πραγματοποιήθηκαν σε δύο περιόδους των έξι εβδομάδων. Η πρώτη από τις 11 Οκτωβρίου ως τις 19 Νοεμβρίου 1971 και η δεύτερη από τις 7 Φεβρουαρίου ως τις 16 Μαρτίου 1972. Μας έκανε μάθημα δύο φορές την εβδομάδα, την Τρίτη και την Πέμπτη, για δύο ώρες περίπου».


­ Αληθεύει ότι τα μαθήματα γίνονταν μπροστά σε κοινό;


«Ναι, γίνονταν μπροστά στο κοινό. Και όχι οποιοδήποτε κοινό: μπροστά στον Πλάθιντο Ντομίνγκο, στην Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ, στον Ρούντολφ Μπινγκ… Εν ολίγοις, ήταν λίγο ως πολύ άβολα για μας τους μαθητές».


­ Εσείς μπορείτε να πείτε ότι κερδίσατε κάτι από τη δασκάλα Κάλλας;


«Για να είμαι ειλικρινής, τα μαθήματα αυτά δεν ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Χρωστάω ασυγκρίτως περισσότερα στη διδασκαλία της Τζένι Τουρέλ, της καθηγήτριας που προτιμούσε τη διακριτικότητα των ιδιαίτερων μαθημάτων. Εγώ περίμενα ότι τουλάχιστον ένα στα δύο μαθήματα της Κάλλας θα ήταν εξίσου καλά με της Τουρέλ. Οπως αποδείχθηκε όμως, το όνομα της καθηγήτριας και ο ντόρος που δημιουργήθηκε γύρω από τα μαθήματα επεσκίασαν τα οφέλη που θα έπαιρναν από αυτά οι μαθητές».


­ Τι ήταν αυτό που έκανε την Κάλλας να μην μπορεί να μεταδώσει ως δασκάλα το μεγαλείο της τέχνης της;


«Παρ’ ότι η Κάλλας ήταν πολύ ευγενική, η επαφή μαζί της ήταν δύσκολη. Αυτό που είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα μαθήματά της για μένα ήταν όχι τόσο η ίδια όσο το κοινό που μας παρακολουθούσε. Αυτό δεν ήταν μάθημα αλλά κανονική εμφάνιση στη σκηνή. Αλλωστε, οι περισσότεροι μαθητές είχαν επιλέξει να ερμηνεύσουν τους ρόλους που ήδη τραγουδούσαν καλύτερα ­ άρα δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για μάθηση».


­ Για σας τότε ήταν ήδη ένα είδωλο; Την θαυμάζατε σαν καλλιτέχνιδα και ομότεχνή σας;


«Ομολογώ ότι την είχα ως τότε μόνο ακουστά. Οταν τραγουδούσε στη Νέα Υόρκη, εγώ δεν ζούσα ακόμη εκεί και δεν διέθετα και χρήματα για ν’ αγοράσω τους δίσκους της. Είχα επίσης σοκαριστεί πολύ από μια συνέντευξή της όπου είχε δηλώσει ότι δεν της άρεσε ο Μότσαρτ. Τότε είχα πει: «Δεν μπορεί να είναι μουσικός ένας άνθρωπος που εκστόμιζε μια τέτοια βλασφημία!»».


­ Πώς ήταν σαν άνθρωπος; Από κοντά;


«Δεν μπορώ να πω ότι την γνώρισα από κοντά… ώστε να έχω και μια πιο ακριβή γνώμη ή εντύπωση γι’ αυτήν. Μόνο κατά τη διάρκεια των μαθημάτων είχα την ευκαιρία να κάνω όσες παρατηρήσεις έκανα γι’ αυτή ως άνθρωπο. Στη διάρκεια των μαθημάτων παρέμενε απόμακρη: η επαφή με τους μαθητές δεν μπορούσε να γίνει λόγω του κοινού. Πιστεύω επίσης ότι μας φοβόταν, διότι δεν ήταν εξοικειωμένη με τη διδασκαλία».


­ Αν καταλαβαίνω καλά, σαν δασκάλα η Κάλλας δεν πρόσθεσε κάτι στην τραγουδίστρια Μπάρμπαρα Χέντριξ…


«Οχι, δεν θα ήθελα να είμαι τόσο απόλυτη στην απόρριψή μου για τη δασκάλα Κάλλας. Οταν έρχεσαι σε επαφή με ένα τέτοιο ιερό τέρας, όλο και κάτι ωφελείσαι. Εμένα η Κάλλας στα μαθήματα αυτά μου δίδαξε ορισμένα πράγματα: τη σημασία της αναπνοής, για παράδειγμα, ή το κράτημα της φωνής ­ επέμενε πολύ πάνω σε αυτά. Και επίσης το συναίσθημα».


­ Υπάρχει κάτι που να ανακαλύψατε για την Κάλλας ως μεγάλη ερμηνεύτρια από τη σύντομη αυτή επαφή σας;


«Κυρίως ανακάλυψα πόσο ενστικτώδης αοιδός ήταν η Κάλλας. Το ένστικτο όμως δεν μπορεί να εξηγηθεί, πόσο μάλλον να διδαχθεί ή να μεταδοθεί. Αυτό που για μία ακόμη φορά μου αποδείχθηκε ήταν ότι και αυτή ήταν εντελώς ανίκανη να πει γιατί ήταν η καλλιτέχνις που ήταν».


­ Πίσω από τη δασκάλα νιώθατε τον άνθρωπο και τη μεγάλη καλλιτέχνιδα;


«Να σας πω κάτι ειλικρινώς… Εγώ βλέποντάς την εκείνη την περίοδο να διδάσκει το μόνο που ένιωθα γι’ αυτήν ήταν ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο πολύ θλιμμένο, πολύ μόνο. Ενιωθα ότι όλα αυτά που έκανε τα έκανε γιατί ήθελε να δώσει ένα κομμάτι του εαυτού της, αλλά δεν ήξερε πώς. Ενιωθα επίσης την εντυπωσιακή της παρουσία, ακόμη και χωρίς σκηνικά, και καταλάβαινα πόσα είχε θυσιάσει από τον εαυτό της για τη δόξα. Από την επαφή μου με την Κάλλας όμως έχω κρατήσει μονάχα την εντύπωση της θλιμμένης που έδινε. Πώς να ζηλέψει κανείς μια τέτοια μοναξιά;». «Ο Ωνάσης την πήρε στον λαιμό του» Μιχάλης Φιλιππάκης ο πιανίστας με τον οποίον η Κάλλας μελέτησε τη «Νόρμα» και τη «Μήδεια» για τις παραστάσεις που έδωσε στην Επίδαυρο


­ Πώς είναι για έναν πιανίστα να αγγίζει τα δάκτυλά του στο πιάνο και ο ήχος του να συνοδεύει τη Μαρία Κάλλας;


«Σαν να παίζεις για τον Θεό. Η Κάλλας ήταν η θεά. Αύγουστος του ’60. Νέος τότε εγώ, χωρίς τη μεγάλη πείρα. Η Κάλλας είχε έρθει στην Ελλάδα για να εμφανιστεί στην Επίδαυρο με την παράσταση της «Νόρμας». Την επόμενη χρονιά εμφανίστηκε ξανά στην Επίδαυρο με τη «Μήδεια». Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που βρέθηκα εκεί ως πιανίστας και στις δυο παραστάσεις».


­ Σκεφτήκατε ότι έπρεπε να «οπλιστείτε» για να αντιμετωπίσετε το μέγεθός της;


«Οταν έμαθα ότι θα συνεργαστώ με την Κάλλας, ότι θα τη συνόδευα στο πιάνο κατά τις πρόβες, μια λέξη μού καρφώθηκε στο μυαλό: μελέτη, μελέτη, μελέτη. Να ξέρω καλά το έργο. Τόσο στη «Νόρμα» όσο και στη «Μήδεια» αυτή ήταν η μεγάλη μου έγνοια. Ολοι οι συντελεστές ήταν σπουδαίοι. Ο μαέστρος Τούλιο Σεραφίν, στην αρχή, με τον οποίο κάναμε λίγες πρόβες μόνο στη «Νόρμα», ενώ την επόμενη χρονιά, στη «Μήδεια», κάναμε πρόβες με τον Νικόλα Ρεσίνιο. Στη «Μήδεια» μάλιστα με άφησαν μόνο μου ­ δεν ήρθε κανένας πιανίστας να βοηθήσει και έκανα και τη… χορωδία εγώ. Ηταν επίσης και η σπουδαία Κική Μορφονιού που απέδωσε πολύ ωραία τον ρόλο της, σε αντίθεση με την Κάλλας που στην παράσταση της «Νόρμας» δεν ήταν τόσο καλή φωνητικά».


­ Γιατί λέτε συνέβη αυτό;


«Νομίζω ότι την επηρέασε αρνητικά η σχέση της με τον Ωνάση. Μετά τις πρόβες, η Κάλλας εξαφανιζόταν. Την έπαιρνε ο Ωνάσης και έφευγαν. Μάλιστα, δύο μέρες πριν από την παράσταση της «Νόρμας» ήρθε με ελικόπτερο και την πήρε για τη Βενετία όπου γίνονταν κάποιες γιορτές! Αυτός δεν νοιαζόταν για την καριέρα της, γι’ αυτό ίσως δεν ήταν τόσο καλή στη «Νόρμα». Και ήταν φυσικό. Ο μεγάλος καλλιτέχνης θέλει ηρεμία. Την περίοδο που ήταν παντρεμένη με τον Μενεγκίνι είχε φτάσει στο απόγειο γιατί είχε την ηρεμία της ψυχής. Δεν είχε να σκεφτεί άλλα. Ηταν στο σπίτι, μελετούσε γύρω από ένα περιβάλλον που την αγαπούσε. Ο Ωνάσης έκανε το κομμάτι του. Την πήρε στο λαιμό του…».


­ Το ένιωθε η ίδια ότι η απόδοσή της θα ήταν μειωμένη κατά την παράσταση;


«Νομίζω πως ναι. Στη «Νόρμα», εκτός των άλλων, είχε πιστέψει κιόλας ότι ήταν άτυχη! Γιατί στην πρώτη παράσταση άνοιξαν οι ουρανοί. Εγινε κατακλυσμός. Φοβερή βροχή τότε. Θυμάμαι τον υπουργό τον Κανελλόπουλο που άλλαζε πουκάμισο έξω από το θέατρο. Την επόμενη Κυριακή, που έγινε η παράσταση με τα ίδια εισιτήρια, δεν ήταν τόσο καλή η Κάλλας. Είχε κρυώσει και λίγο. Ελεγε συνέχεια: «εγώ είμαι η γρουσούζα». Δεν ήθελε να βγει να τραγουδήσει, μάλιστα. Ο Μπαστιάς είχε πέσει στα πόδια της: «Μα, σήμερα έχεις τρακ, Μαρία μου;» ­ είχε θάρρος μαζί της καθώς την ήξερε από νέα, τον καιρό που είχε πρωτοέλθει στη Λυρική Σκηνή. Βέβαια, μετά βγήκε, τραγούδησε, σε κάποια σημεία έκανε «ζούλες», σε άλλα ήταν επαρκής, όμως τέλος πάντων δεν ένιωθε αρκετά σίγουρη».


­ Σας εξέπληξε που ένιωθε ανασφάλεια;


«Και βέβαια, αλλά πιο πολύ εξεπλάγην επειδή ήταν προληπτική. Μάλιστα, για κάποια έλεγε «α, δεν την θέλω αυτή την κατσικοπόδαρη εδώ…». Μου έκανε εντύπωση που αυτή η γυναίκα έμοιαζε σε αυτές τις λεπτομέρειες με τους… υπόλοιπους θνητούς. Είχε και πολύ άγχος και τρακ φοβερό. Την είχα δει να κλαίει στα παρασκήνια προτού να βγει».


­ Το τρακ της διαρκούσε όσο να βγει στη σκηνή;


«Α, τότε εξαφανιζόταν. Οταν έβγαινε στη σκηνή μεταμορφωνόταν. Εκείνη δε η Μήδεια ήταν ανυπέρβλητα ωραία. Τι να πούμε για το ταλέντο της; Σε συγκλόνιζε. Ενώ είχα μελετήσει πολύ το έργο, ενώ το ήξερα, το είχα δουλέψει, δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν τόσες μουσικές ομορφιές που αποκαλύφθηκαν μπρος μου από την Κάλλας. Τις αναδείκνυε με όλο της το σώμα, με εκείνα τα χέρια, τι χέρια, Θεέ μου! Μια κίνηση έκανε και έλεγε κάτι, έβγαζε ένα επιπρόσθετο νόημα. Γι’ αυτό τη λένε σπουδαία και μεγάλη. Δεν είναι ότι είχε ωραιότερη φωνή ούτε από την Τεμπάλντι ούτε από άλλες. Είχε όλα τα αγαθά του ουρανού συγκεντρωμένα πάνω της. Ηταν μια μαγική γυναίκα, μια δημιουργός. Θυμάμαι ότι στη «Μήδεια» βρισκόταν στο θέατρο η Παξινού και αναφώνησε: «Α, να, αυτή είναι η σωστή η Μήδεια». Την ώρα που πήγαινε να σκοτώσει τα παιδιά της ως Μήδεια, νομίζαμε ότι θα τα σφάξει στ’ αλήθεια. Είχαμε φοβηθεί όλοι. Πω, πω Παναγία μου! Επαιζε και ζωντάνευε τον ρόλο. Το ζούσε. Δεν το έχω ξαναδεί».


­ Θυμάστε την πρώτη πρόβα μαζί της;


«Α, σε κείνη την πρόβα θυμάμαι που είχε θυμώσει με τους φωτορεπόρτερ. Ηταν η πρώτη πρόβα με την ορχήστρα και για να μη λερώσει το φόρεμά της της είχαν δώσει μια φαρδιά φούστα και όπως πήγε να πέσει σε μια σκηνή σηκώθηκε η φούστα και φάνηκε το εσώρουχό της. Αμέσως οι φωτογράφοι έσπευσαν να τη φωτογραφήσουν. Σηκώθηκε έξαλλη και τους φώναξε: «Δώστε μου πίσω τα φιλμ. Από μια Μαρία Κάλλας τα μπούτια της και το βρακί της θα δείξετε;». Για μένα ο μαέστρος ήταν εκείνη. Εμείς την ακολουθούσαμε σε ό,τι έκανε. Ηθελε ορισμένα πράγματα και έπρεπε να τα ξέρουν και οι άλλοι, στα ντουέτα ας πούμε, στα ανσάμπλ. Περισσότερο έκαναν πρόβες με την Κική Μορφονιού, που την είχε καλέσει στην Ιταλία για να δουλέψουν το ντουέτο τους, όπως ήθελε εκείνη. Δεν έκανε πολλές πρόβες γιατί το ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά. Το ήξερε καλύτερα από τον μαέστρο».


­ Πώς αντιμετώπιζε τους μουσικούς, εσάς;


«Μας κρατούσε σε απόσταση. Νομίζω ότι το έκανε αντίθετα από τον χαρακτήρα της. Την είχαν πληγώσει οι Ελληνες, είχαν κηρύξει πόλεμο εναντίον της όταν είχε αρχίσει να ξεχωρίζει. Είχε πληγωθεί βαθιά και γι’ αυτό ήταν με τα νύχια απ’ έξω. Μας κρατούσε σε απόσταση, όχι αναιδώς και με σνομπισμό. Φοβόταν ίσως τα κουτσομπολιά».


­ Τι σας κάνει να λέτε ότι είχε δύο πρόσωπα ως προς τον τρόπο που προσέγγιζε τους ανθρώπους;


«Θυμάμαι με πόση γλύκα αντιμετώπιζε τους ντόπιους που έρχονταν και απαιτούσαν να δουν την πρόβα. Απλοί άνθρωποι που έκαναν σαν λυσσασμένοι για να μπουν: «Αν δεν μας αφήσετε να μπούμε μέσα, θα κάνουμε φασαρία». Ενα πρωτογενές πάθος. Εκείνη καθόλου δεν ενοχλούνταν. Το μόνο που ζητούσε ήταν ησυχία. Είχε μεγαλείο ψυχής. Θυμάμαι μου έλεγε ο Χιωτάκης, που ήταν στο κόρο της Λυρικής και έκανε και μικρορολάκια, το ’40, ότι στην Κατοχή την είχαν ακούσει οι Γερμανοί, τους άρεσε η φωνή της (είναι ψέματα ότι είχε ερωτικές σχέσεις με Γερμανούς, όπως κάποιοι καλοθελητές έλεγαν) και την παρακάλεσαν να τους τραγουδήσει. Το έκανε με αντάλλαγμα να της δώσουν τρόφιμα για τους συναδέλφους της. Και έφερε με καρότσι, μαζί με τον Χιωτάκη, από τον Πειραιά, τα φασόλια και τα ρεβίθια και τα μπιζέλια στη Λυρική! Πολλές φορές γινόταν σαν παιδάκι. Είχε θυμώσει κάποτε με τον Φωκά, τον σπουδαίο ενδυματολόγο, στην παράσταση της «Νόρμας». Μιλούσαν μέσω της αμπιγέζ. «Πήγαινε σε αυτήν και ρώτα την της κάνει αυτό το στιλέτο;». Πήγαινε η αμπιγέζ και μετέφερε την ερώτηση. Και η Κάλλας τής μιλούσε ιταλικά: «Non posso recitare con questo stiletto» (δεν μπορώ να παίξω με αυτό το στιλέτο). Και μετά έλεγε στον Φωκά η αμπιγέζ: «Κύριε Φωκά, μου είπε κάτι σαν «non posso…», δεν κατάλαβα». «Α, εντάξει, πήγαινέ της το άλλο στιλέτο». Το πήγαινε και η Κάλλας τής έλεγε: «Non so, non so» (δεν ξέρω, δεν ξέρω). Ε, τότε ο Φωκάς είπε το περίφημο: «Ε, νον σώσει και… πόσει, τέλος πάντων». Επεφτε πολύ γέλιο».