­ Πώς ανακαλύπτει κανείς τον δρόμο που τελικά θα τραβήξει στη ζωή του;


«Γενικώς να απαντήσω δεν μπορώ… Στην περίπτωσή μου πάντως έπαιξε κάποιον ρόλο ο πατέρας μου».


­ Οταν λέτε ότι «έπαιξε κάποιον ρόλο ο πατέρας σας» τι εννοείτε;


«Ο πατέρας μου ήταν εκείνος που μου είπε ότι έπρεπε να γίνω συγγραφέας. Προέρχομαι, ξέρετε, από μια οικογένεια διανοουμένων… Και οι θείοι και οι θείες μου ήταν δημοσιογράφοι με δικά τους περιοδικά στην Ινδία. Ο πατέρας μου δούλευε και εκείνος ως δημοσιογράφος, ενώ έγραφε και μυθιστορήματα. Ονειρευόταν λοιπόν και για μένα μια τέτοια ζωή, γι’ αυτό και με ενθάρρυνε να γράψω. Αρχισα να γράφω σε ηλικία 14-15 ετών, στα μέσα μιας δεκαετίας που όλοι ήθελαν να αφήσουν πίσω τους το περιβάλλον από το οποίο προέρχονταν και να πάνε στο Λονδίνο για να ζήσουν στον ρυθμό της εποχής ­ μιλάω για τη δεκαετία του ’60. Εγώ, αντί γι’ αυτό, έγινα συγγραφέας».


­ Στην περίπτωσή σας, επομένως, το περιβάλλον έπαιξε καθοριστικό ρόλο.


«Υπήρχαν πάντοτε πολλά βιβλία στο σπίτι μας, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να διαβάσω πολύ από παιδί και κυρίως να ενδιαφερθώ για τη ζωή των διαφόρων συγγραφέων που γνώρισα και αγάπησα μέσα από τα βιβλία ­ Κέρουακ, Νόρμαν Μέιλερ… ξέρετε, όλων αυτών που με το έργο τους στιγμάτισαν κατά κάποιον τρόπο εκείνη την εποχή. Παράλληλα όμως ήξερα ότι τόσο τα σχολεία στα οποία φοιτούσα όσο και το περιβάλλον από το οποίο προερχόμουν προσδοκούσαν βαθύτερα να με δουν μια μέρα να δουλεύω ή σε τράπεζα ή σε κάποια ασφαλιστική εταιρεία. Ηξερα λοιπόν ότι όσο γρηγορότερα ξέφευγα από όλα αυτά ­ σχολείο και περιβάλλον ­ τόσο το καλύτερο θα ήταν για μένα. Οσο ανοιχτό και αν είναι το περιβάλλον για ένα παιδί που μεγαλώνει, ποτέ δεν θα δεχόταν να κάνει του κεφαλιού του. Οι μεγάλοι θέλουν να καθορίζουν τη ζωή των μικρών και αυτό είναι κάτι που τους διακρίνει από τους μικρούς. Οι μεγάλοι νιώθουν υπεύθυνοι για τους μικρούς, και για καλό και για κακό δεν θέλουν να ρισκάρουν επ’ ονόματί τους. Γι’ αυτό ένας έφηβος, μόνος του κάνει την επανάστασή του… ποτέ δεν επαναστατεί με την προτροπή των μεγαλυτέρων».


­ Τι το κακό έχει η ζωή ενός ανθρώπου που δουλεύει σε μια τράπεζα ή σε μια ασφαλιστική εταιρεία; Γιατί γυρίσατε τότε την πλάτη σε μια τέτοια ζωή;


«Διότι ήμουν σε θέση να προβλέψω πού θα κατέληγε η ζωή μου αν δεν το έκανα. Αν έπαιρνα αυτόν τον δρόμο, τώρα θα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος, δεν θα εκτιμούσα καθόλου τον εαυτό μου. Η εξέλιξη της ζωής στα προάστια, όπου είχα μεγαλώσει και ανήκα ως τότε, ήταν να βρεθείς κάποια στιγμή με δύο παιδιά, αυτοκίνητο κτλ. Γενικώς έθετα υποψηφιότητα για να ενσαρκώσω και εγώ μεταξύ άλλων αυτό που αποτέλεσε όνειρο των γονέων μας τη δεκαετία του ’50: οικογενειακή σταθερότητα και ασφάλεια… Ολα αυτά μπορεί να είχαν μια σημασία αμέσως μετά τον πόλεμο, τη δεκαετία του ’60 όμως αυτό εμένα μου προκαλούσε ένα αίσθημα κλειστοφοβίας. Για τη γενιά των γονιών μου, που έζησαν τον πόλεμο σε όλο του το μεγαλείο, το ζητούμενο της σταθερότητας ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Πάντως θέλω να είμαι σαφής: όχι μόνο σήμερα που τα συζητάμε όλα αυτά, αλλά και τότε πίστευα ότι ο καθένας επιλέγει αυτό που θέλει για τον εαυτό του. Κατανοώ και αυτούς που κάνουν αυτό που μου αρέσει και αυτούς που τραβάνε τον άλλο δρόμο που εμένα μου προκαλεί αποστροφή».


­ Τι είναι αυτό που κάνει κάποιους ανθρώπους να επιλέγουν αυτό και κάποιους άλλους κάτι άλλο στη ζωή τους;


«Θα έλεγα ότι το μονοπάτι που τραβάει ένας άνθρωπος στη ζωή του κατά έναν τρόπο ιδιαίτερα περίπλοκο συνδέεται άμεσα με τις επιθυμίες των γονιών του καθώς και με τη σχέση που έχει ο άνθρωπος αυτός με τους γονείς του, με την επιθυμία να τους ευχαριστήσει, να τους μοιάσει ή να διαφοροποιηθεί από αυτούς και να τραβήξει έναν άλλο δρόμο, τελείως ξεχωριστό. Ο,τι κι αν είναι, στην εφηβεία ή εκεί γύρω στα 20 έναν άνθρωπο σαφώς τον καθορίζει η σχέση που έχει διαμορφώσει ως εκείνη τη στιγμή με τους γονείς του. Η σχέση με τους γονείς είναι η πιο καθοριστική ­ όλα τα άλλα έπονται».


­ Γιατί ένας άνθρωπος να πάει κόντρα σε αυτό που εκπροσωπεί η μάνα του ή ο πατέρας του; Για ποιον λόγο δηλαδή μπορεί ένας άνθρωπος να θέλει να «δολοφονήσει» το όνειρο των γονιών του για αυτόν;


«Επειδή έχω τρία παιδιά και είναι και τα τρία αγόρια, θεωρώ πολύ σημαντικό για ένα αγόρι να «απογαλακτίζεται» κάποια στιγμή από τη μητέρα του, να «χωρίζει» κατά κάποιον τρόπο από αυτήν. Επειδή τα αγόρια σχεδόν επιθυμούν τη μάνα τους, είναι πολύ σημαντικό ­ για να βρουν τον εαυτό τους και να ανδρωθούν ­ να τα σπρώξεις μακριά από αυτήν ώστε να βρεθούν μαζί με άλλα αγόρια. Κάπως έτσι φαντάζομαι ότι γίνεται κανείς άντρας και βρίσκει μετά στην πορεία τη δική του γυναίκα».


­ Τι το επικίνδυνο κρύβει αυτή η στενή σχέση με τη μάνα;


«Υποθέτω είναι ο τρόμος της αιμομιξίας που γεννάει η ίδια η σχέση. Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες… Πέραν αυτού όμως νομίζω ότι το σημαντικό που σπρώχνει ένα αγόρι μακριά από τη μάνα του είναι αυτή η επείγουσα επιθυμία να ανακαλύψει τι σημαίνει να είσαι άντρας. Και αυτό για μένα είναι ένα πείραμα. Ο ανδρισμός είναι κάτι που το ανακαλύπτεις θέτοντας διαφορετικά ερωτήματα κάθε φορά που δοκιμάζεις τον εαυτό σου στο πλευρό μιας άλλης γυναίκας».


­ Είναι θέμα αντοχής η ζωή;


«Μερικές φορές…».


­ Ποιο είναι το πιο δύσκολο να αντέξεις στη ζωή;


«Ενδιαφέρουσα ερώτηση… Το πιο δύσκολο είναι, νομίζω, η ευχαρίστηση, η απόλαυση. Ενα νέο παιδί στα 18 του νιώθει τέτοια απόλαυση σε σχέση με το σώμα του, αντλεί τόση χαρά από τη συνεύρεση με τους φίλους του και γενικώς από τις ομορφιές της ζωής που μερικές φορές δυσκολεύεται να την αντέξει τη ζωή του. Γι’ αυτό ίσως πολλοί νέοι γίνονται αστυνομικοί και άλλοι το ρίχνουν στο ποτό και γίνονται αλκοολικοί…». (γέλια)


­ Υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή που εσείς αντιληφθήκατε ότι θα γινόσασταν συγγραφέας;


«Ναι, ήταν τότε που μια κοσμική χαρά πλημμύρισε όλο το είναι μου. Ημουν στο σχολείο ­ κάναμε αγγλικά, θυμάμαι ­ και βαριόμουν αφόρητα. Ξαφνικά σκέφτηκα να πάρω το μυαλό μου και να το βγάλω έξω από εκείνη την αίθουσα, να το πάω μια βόλτα στο μέλλον, εκεί όπου θα μπορούσα να είμαι ελεύθερος για πάντα, να ζω αποκλειστικά και μόνο όπως εγώ ήθελα. Ηταν λες και μέσα στο μυαλό μου συνέβη μια έκρηξη. Με όχημα την επιθυμία και το όνειρό μου να ζήσω σαν λογοτέχνης, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο βρέθηκα να ταξιδεύω στο μέλλον, είδα ποια θα μπορούσε να είναι η ζωή μου αν τραβούσα αυτόν τον δρόμο. Ετσι βγήκα στη λεωφόρο της λογοτεχνίας. Περισσότερο ονειρεύτηκα τη ζωή μου ως λογοτέχνη παρά τα έργα που θα έγραφα».


­ Η φαντασία ή η πραγματικότητα είναι ο κόσμος όπου κατοικούν οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες;


«Ο κόσμος του συγγραφέα είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο μπορεί να ονειρεύεται. Μόνο που αυτού του είδους τα όνειρα είναι φτιαγμένα από υλικά του πραγματικού κόσμου, τα οποία τα παίρνεις και τα μεταχειρίζεσαι με έναν άλλον τρόπο, με διαφορετικούς τρόπους. Κάνεις δηλαδή ό,τι κάνει και ένα παιδί που παίζει. Παίρνεις ένα ξύλο που είναι για κάψιμο και το κάνεις ξίφος… Μόνο στα παιδιά η φαντασία και η πραγματικότητα πάνε αγκαζέ… Σε όλα τα παιδιά».


­ Τι χάνει ο άνθρωπος όταν μεγαλώνει;


«Αν και πολύ ενδιαφέρουσα, πολύ δύσκολη ερώτηση… Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται να πω είναι ότι μεγαλώνοντας οι άνθρωποι χάνουν τη φαντασία τους. Στην πραγματικότητα όμως δεν συμβαίνει αυτό, απλώς η φαντασία τους αρχίζει να λειτουργεί μέσα από άλλες φόρμες. Παίρνει διαζύγιο η φαντασία από την πραγματικότητα. Συχνά, για παράδειγμα, η φαντασία διοχετεύεται αποκλειστικά και μόνο στο σεξ. Αλλοι πάλι τη μετατρέπουν σε αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς τους και έτσι λειτουργούν με φαντασία σε όλα τα επίπεδα της ζωής τους. Κάποιων άλλων η δουλειά δεν απαιτεί μεγάλη φαντασία και αυτό συντελεί στο να αρχίσουν σιγά σιγά να τη χάνουν. Πάντως φαντασία χωρίς πραγματικότητα είναι κάκτος χωρίς αγκάθια και πραγματικότητα χωρίς φαντασία είναι καφές χωρίς τσιγάρο».


­ Ως εκείνη τη στιγμή που το μυαλό σας παθαίνει αυτή την έκρηξη δεν έχετε ασχοληθεί καθόλου με το γράψιμο;


«Σαφώς και δεν έχω ασχοληθεί με τίποτε ως εκείνη τη στιγμή. Πίσω από όλα τα πράγματα που κάνουμε τελικά κρύβεται μια επιθυμία ­ αλλά απλώς μια επιθυμία. Για μένα, πρώτα έχουμε τη φιλοδοξία να κάνουμε κάτι και μετά αποκτούμε το ταλέντο και κάνουμε ό,τι κάνουμε».


­ Τι είναι για σας το ταλέντο;


«Είναι αφοσίωση, δέσμευση σε σχέση με κάτι, είναι φιλοδοξία, είναι ένα ζευγάρι παρωπίδες το οποίο φοράμε και μας επιτρέπει να βλέπουμε μόνο το όραμά μας, όλη μας η προσοχή επικεντρώνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι, το οποίο αφορά τη δουλειά μας. Τελικά ταλέντο είναι η ικανότητα να κάνεις κάτι καλύτερα από τους άλλους και να μην μπορείς να εξηγήσεις τα «γιατί» της ζωής σου. Φυσικά όλοι έχουμε κάποιο ταλέντο. Η γυναίκα μου, για παράδειγμα, είναι πολύ καλύτερη μαγείρισσα από μένα. Της είναι αδύνατον όμως να καταλάβει για ποιον λόγο δεν μπορώ να μαγειρέψω κι εγώ».


­ Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον καλό αναγνώστη;


«Αν μιλήσω προσωπικά, θα έλεγα: η ανάγκη ή η επιθυμία μου να γοητευθώ από τον συγγραφέα ο οποίος είναι έτοιμος να γείρει προς το μέρος μου και να μου πει «Μια φορά κι έναν καιρό…». Η ανάγκη μου να μαγευτώ από την ιστορία με κάνει να είμαι όλος αφτιά».


­ Είναι άλλη η απόλαυση που νιώθει ο συγγραφέας όταν αφηγείται μια ιστορία και άλλη αυτή που νιώθει ο αναγνώστης όταν τη διαβάζει;


«Το να διαβάζεις είναι πιο εύκολο, αλλά όλη τη δύναμη την έχει στα χέρια του ο συγγραφέας. Αυτός είναι που θα πάρει από το χέρι τον αναγνώστη και θα τον οδηγήσει στον λαβύρινθο, αυτός είναι που θα τον μαγέψει, αυτός θα τον πάει σε μέρη όπου δεν έχει ξαναπάει. Ο συγγραφέας είναι ο μάγος και ο αναγνώστης ο μαγεμένος».


­ Υπάρχουν ταλαντούχοι αναγνώστες;


«Σαφώς. Είναι αυτοί που κάτι θέλουν, κάτι ζητούν… αυτοί που έχουν όραμα. Ο ταλαντούχος αναγνώστης ψάχνει το όραμά του μέσα στο βιβλίο. Ο άλλος αναγνώστης ανακαλύπτει το όραμα του κάθε συγγραφέα. Ο συγγραφέας ενεργοποιεί τις επιθυμίες του αναγνώστη. Ο συγγραφέας είναι όπως ο μάγειρος: ξέρει να φτιάχνει πολλών ειδών φαγητά, αλλά το θέμα είναι εσένα τι σου αρέσει και πόσο πεινάς. Υπάρχουν αναγνώστες οι οποίοι πεινάνε και άλλοι που δεν πεινάνε καθόλου».


­ Για σας δηλαδή ο καλύτερος αναγνώστης είναι ο πεινασμένος αναγνώστης;


«Ακριβώς. Ο συγγραφέας συμπεριφέρεται όπως και μια καλή μητέρα: μόνο καλά έχει να προσφέρει… Τα παιδιά, αναλόγως πόσο το επιθυμούν, τα γεύονται».


­ Είπατε προηγουμένως ότι όλη τη δύναμη την έχει ο συγγραφέας. Αλήθεια, οι ήρωες δεν έχουν και αυτοί ορισμένες φορές τη δύναμη να καθορίσουν τις κινήσεις του συγγραφέα;


«Σίγουρα, είναι κάτι το οποίο συμβαίνει ­ και μάλιστα κάθε φορά που συμβαίνει παρουσιάζει και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι φοβερά ενδιαφέρον να αφήνεις στη φαντασία σου τους ήρωες να σε οδηγούν. Προσωπικά μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η αποπλάνηση. Το συναντάει κανείς και σε παιδιά την ώρα που παίζουν. Παίρνουν, ας πούμε, έναν ήρωα, όπως είναι ο Σπάιντερμαν, και τον μετατρέπουν σε δικό τους ήρωα… τον αποπλανούν, τον φυλακίζουν στον δικό τους κόσμο».


­ Πώς αντιδρά συνήθως ο ήρωας ενός βιβλίου όταν του προσδίδετε πράγματα τα οποία δεν θέλει;


«Είναι ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον, διότι εκεί καλείσαι να πάρεις μιαν απόφαση. Ή θα πρέπει να αφήσεις τον ήρωα να εξελιχθεί σύμφωνα με τη θέλησή του ή θα θεωρήσεις ότι εσύ είσαι αυτός που θα τον κατευθύνει και αποφασίζεις να του επιβάλεις συμπεριφορές που δεν του ανήκουν. Η εμπειρία μου λέει ότι πάντα είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να αφήνεις τον ήρωα ελεύθερο να εξελίσσεται όπως εκείνος θέλει. Βέβαια αυτό είναι λιγάκι ενοχλητικό, αλλά μήπως έτσι δεν συμβαίνει σε κάθε σχέση; Οσο καλύτερα γνωρίζεις, ας πούμε, μια γυναίκα τόσο περισσότερο συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να την ελέγξεις, οπότε είναι καλύτερα να την αφήνεις να εξελίσσεται από μόνη της. Σας λέω όμως και πάλι ότι δεν διαφωνώ καθόλου ότι αυτή είναι μια διαδικασία πάρα πολύ ενοχλητική. Διότι ο άλλος ­ είτε είναι ο ήρωας ενός βιβλίου είτε ερωμένη ­ μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε οδηγήσει σε μέρη όπου δεν θα ήθελες να πας. Ενας άλλος λόγος που το νιώθω ως κάτι ενοχλητικό αυτό το πράγμα είναι επειδή εμένα γενικά μου αρέσει να γράφω μικρές ιστορίες. Ετσι, συχνά ξεκινάω να γράψω μια ιστορία υπολογίζοντας ότι θα μου πάρει μια-δυο εβδομάδες για να την τελειώσω και ξαφνικά τη βλέπω να μετατρέπεται σε πάρτι, από αυτά που μαζεύεται όλο και περισσότερος κόσμος και εκεί που έλεγες «θα πάω για κανένα μισάωρο… » καταλήγεις να φύγεις μετά από τρεις ημέρες». (γέλια)


­ Οι επιρροές ή οι επιλογές έχουν μεγαλύτερη σημασία στη ζωή;


«Θα μπορούσε κανείς να πει πως και τα δύο. Διότι ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος είναι έτσι όπως είναι και από την άλλη ο κόσμος ζει μέσα από εμάς. Αρα λοιπόν πρόκειται για αλληλεπιδράσεις».





­ Εσείς συνήθως γράφετε αυτά που θέλετε ή αυτά που μπορείτε;


«Θα μου άρεσε να πιστεύω ότι γράφω πράγματα τα οποία απολαμβάνω. Μερικές φορές όμως η ιστορία ή το μυαλό μας το ίδιο λειτουργεί πολύ πιο περίπλοκα απ’ όσο νομίζουμε. Είναι πραγματικά πολύ ενοχλητικό να ξεκινάς νομίζοντας ότι θα γράψεις μια σχετικά εύκολη ιστορία και τελικά να πέφτεις σε φλέβα χρυσού. Αυτό με ενοχλεί πολύ, αλλά δεν παύει να είναι η δουλειά μου. Γενικώς με ενοχλεί οτιδήποτε επεμβαίνει και μου αλλάζει τα σχέδια».


­ Βέβαια δεν είναι και τόσο καλό να σου έρχονται όλα τα καλά μαζεμένα, έτσι δεν είναι; Εχει πλάκα να ανατρέπονται και τα δεδομένα πού και πού…


«Ετσι είναι. Το πολύ καλό δεν κάνει καλό… Είναι σαν να σου αρέσει πάρα πολύ η μουσική και να ‘ρχεται κάποιος και να σου προσφέρει χίλια CD. Ποιο να πρωτακούσεις;».


­ Τις στιγμές που γράφετε, η υπόλοιπη ζωή γύρω σας συνεχίζει να έχει για σας την ίδια σημασία;


«Ξέρετε, δουλεύω στο σπίτι, με τη γυναίκα μου και τον μικρότερο γιο μου να τριγυρνάνε μες στα πόδια μου, με το τηλέφωνο να χτυπάει… Προσπαθώ δηλαδή να ζω μέσα σε ένα φυσιολογικό περιβάλλον. Δεν παίρνω ούτε τα βουνά ούτε τις θάλασσες για να γράψω. Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζω είναι ο ίδιος με αυτόν όπου ζουν όλοι οι άνθρωποι. Αλλωστε από αυτόν τον κόσμο προμηθεύομαι τα υλικά της δουλειάς μου, με την έννοια ότι γι’ αυτόν τον κόσμο με ενδιαφέρει να γράφω. Μ’ αρέσει να γράφω για γάμους, για παιδιά, για όλα αυτά που συμβαίνουν ανάμεσα στους συνηθισμένους ανθρώπους. Θεωρώ τη συνήθεια μια αρρώστια που με το γράψιμο προσπαθώ να θεραπεύσω ­ όλοι οι άνθρωποι πάσχουν από συνήθεια. Οπως αν αφεθείς ξεσκέπαστος το βράδυ μπορεί να πουντιάσεις, έτσι κι αν αφεθείς στη ζωή σου μπορεί να γίνεις σκλάβος της συνήθειας».


­ Διαβάζοντας κανείς τα βιβλία σας έχει την αίσθηση ότι, αν δεν γράφατε, μπορεί και να σκοτώνατε. Λειτουργεί λιγάκι σαν λύτρωση σ’ εσάς η συγγραφή;


«Ναι, αν και θεωρώ ντροπή τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι συγγραφείς χρησιμοποιούν το γράψιμο για να κρύβονται από τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο κάνω κι εγώ. Κάθε φορά που νιώθεις τον κόσμο γύρω σου να σε τρελαίνει, μπαίνεις σε ένα δωμάτιο, κλείνεις πίσω σου την πόρτα και αρχίζεις να γράφεις. Εξαφανίζεσαι μέσα στο ίδιο σου το μυαλό. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς είναι εθισμένοι στη μοναξιά… Χρησιμοποιούν το γράψιμο για να μπορούν να απομονώνονται… Για μένα το σπίτι όπου μένω είναι το πρώτο μου κρησφύγετο και ο εαυτός μου το δεύτερο».


­ Κάθε φορά που διαβάζετε έναν συγγραφέα που αγαπάτε, νιώθετε ότι τα γραπτά σας έχουν την ίδια δύναμη με τα δικά του;


«Οχι, υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι ποτέ δεν θα καταφέρεις να κάνεις κι εσύ το ίδιο, να πλησιάσεις τόσο κοντά. Φυσικά, όταν είσαι νέος, διαβάζοντας Μπαλζάκ, Σταντάλ και όλους αυτούς τους μεγάλους, σκέφτεσαι ότι ίσως μια μέρα μπορέσεις να γίνεις σαν κι αυτούς. Σήμερα ξέρω πια ότι είναι αδύνατον να γίνω Μπαλζάκ. Είμαι ελάχιστος, μου λείπει η ζωή, το πάθος, ο περίγυρος… Κάτι σπουδαίο μού λείπει αλλά δεν ξέρω τι. Το περίεργο με τους σπουδαίους συγγραφείς είναι ότι νιώθουμε τη σπουδαιότητά τους αλλά δεν κατανοούμε τι τους κάνει σπουδαίους, από πού πηγάζει αυτή η σπουδαιότητα. Γενικά η σχέση ενός συγγραφέα με άλλους συγγραφείς είναι μια σχέση περίπλοκη, μπερδεμένη. Θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει λιγάκι με… αγαπομίσος, ένα κράμα ζήλιας και λατρείας. Συχνά συνομιλώ με τον Μέιλερ και καταλήγω να τον βρίζω. Με εκνευρίζει που συλλαμβάνει το υπέροχο όταν εγώ είμαι μπερδεμένος στις ασημαντότητες».


­ Τι είναι αυτό που κάνει τα μεγάλα έργα να αντέχουν στον χρόνο; Σε τελική ανάλυση τι είναι αυτό που μπορεί να νικήσει τον χρόνο;


«Κατανοώ την ερώτησή σας, αλλά δυσκολεύομαι να βρω μιαν απάντηση… Θα έλεγα το γούστο, η ικανότητα των συγγραφέων να κρίνουν, να κατανοούν τον ανθρώπινο πόνο, η ικανότητά τους να αφηγούνται ιστορίες οι οποίες μοιάζουν με όλες τις άλλες, ένα είδος παγκοσμιότητας που υπάρχει μέσα στο έργο τους. Τα έργα αυτά αποτελούν σημείο συνάντησης όλων των ανθρώπων, ενώνουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και αναδεικνύουν τις ομοιότητές τους κάνοντάς τους να δείχνουν ένας όλοι οι άνθρωποι μαζί. Τα μεγάλα έργα είναι αποδείξεις ότι η ζωή δεν αλλάζει. Εμείς μετατοπιζόμαστε και νομίζουμε ότι αλλάζει η ζωή. Τα μεγάλα έργα μάς επαναφέρουν στα ίσα μας. Γι’ αυτό και όποτε κι αν τα διαβάσουμε βρίσκουμε τον εαυτό μας. Το σπουδαίο της τέχνης είναι ότι μας συστήνει πάντα με τον εαυτό μας».


­ Για σας υπάρχει αλήθεια;


«Υπάρχει, αλλά προσωπικά ποσώς με ενδιαφέρει η αλήθεια. Την θεωρώ ένα είδος τυραννίας. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να μπορώ να αφηγούμαι ιστορίες οι οποίες θα προσφέρουν στους ανθρώπους κίνητρα ή τουλάχιστον θα προσπαθούν να περιγράψουν τον κόσμο γύρω μας».


­ Για ποιον λόγο αρέσει στους ανθρώπους να ακούνε και να διαβάζουν ιστορίες; Σε τι τους βοηθάει; Ζητώ συγγνώμη για τις αφελείς ερωτήσεις μου…


«Μα, οι αφελείς ερωτήσεις είναι και οι πιο ουσιαστικές, αυτές που τείνουν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στο βάθος των πραγμάτων. Μας αρέσει λοιπόν να ακούμε ιστορίες επειδή μαθαίνουμε τη ζωή μέσα από αυτές. Ολόκληρη η ζωή μας είναι γεμάτη ιστορίες… Για μένα όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε η ερώτηση «Πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς ιστορίες…». Πιστεύω ότι θα ήταν σκέτη τρέλα, το μυαλό μας δεν θα άντεχε, θα κατέρρεε, θα γινόμασταν όλοι σχιζοφρενείς».


­ Χειρολαβές είναι οι ιστορίες; Κρατιόμαστε από τις ιστορίες για να μην γκρεμοτσακιστούμε;


«Ακριβώς… Επίσης οι ιστορίες είναι ένας άλλος τρόπος για να συνομιλούν οι άνθρωποι μεταξύ τους».


­ Πώς καταφέρνετε να γίνεστε αναγνωρίσιμος μέσα από τις ιστορίες που διηγείστε;


«Είναι η δυνατότητα που μάλλον έχω ως συγγραφέας να εκφράζω την προσωπικότητά μου ως ενιαίο σύνολο μέσα από τη γλώσσα που χρησιμοποιώ, μέσα από τους χαρακτήρες που γεννάει η φαντασία μου, από την πλοκή των ιστοριών μου… Ολοι οι άνθρωποι έχουν μια προσωπικότητα ­ απλώς ο συγγραφέας παίρνει την προσωπικότητά του και την μετατρέπει σε προτάσεις, παραγράφους, σε ιστορίες ολόκληρες, οι οποίες του μοιάζουν, έχουν κάτι από αυτόν. Εγώ όταν ξαναδιαβάζω τις ιστορίες που γράφω είναι σαν να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Μου μοιάζουν, είναι φτυστές εγώ».


­ Οταν γράφετε υπάρχει μέσα στο μυαλό σας κάποιος στον οποίο απευθύνεστε;


«Πιστεύω ότι όλοι οι συγγραφείς γράφουν απευθυνόμενοι σε ένα άλλο κομμάτι του εαυτού τους. Θα λέγαμε ότι μέσα σε κάθε συγγραφέα συνυπάρχουν δύο άνθρωποι, ο συγγραφέας και ο αναγνώστης. Αυτό που έχει ανάγκη το μυαλό σου είναι η ύπαρξη ενός καλού, ευγενικού αναγνώστη, ενός αναγνώστη ο οποίος δεν είναι εκεί για να σε μαλώσει ή να σε τιμωρήσει κάθε φορά που μια ιστορία σου δεν του αρέσει. Ολο αυτό το δούναι και λαβείν μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη είναι κάτι το οποίο υπάρχει μέσα σε κάθε συγγραφέα. Είναι σαν αυτές τις φωνές που κουβαλάνε μέσα τους όλοι οι άνθρωποι και κάθε τόσο τις ακούνε να τους φωνάζουν διάφορα τρελά».


­ Τελικά τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να ζήσουν ευτυχείς; Είναι για σας ζητούμενο η ευτυχία;


«Οχι, δεν πιστεύω ότι το σημαντικό είναι να αισθάνεται ευτυχής κάποιος. Για μένα εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία στη ζωή είναι το να μπορούν να συμβιώνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Τώρα, τι είναι αυτό που μας κάνει ικανούς να συμβιώνουμε; Νομίζω η έλξη που ασκεί ο ένας στον άλλον, το γεγονός ότι μπορούμε να βρίσκουμε τους άλλους συναρπαστικούς, με την ίδια λογική που βρίσκουμε ενδιαφέρουσα μια ιστορία και θέλουμε να δούμε τι γίνεται παρακάτω. Θα ήταν απαίσιο να γνωρίσεις κάποιον και να μη θέλεις να μάθεις τίποτε γι’ αυτόν. Εγώ ζω με κάποιους από θαυμασμό. Αν μια γυναίκα δεν την θαυμάζω για κάτι, δεν μπορώ να ζήσω ούτε στιγμή πλάι της».


­ Θα ταξιδεύατε στο νησί των επιθυμιών αν ξέρατε ότι δεν υπάρχει ταξίδι επιστροφής από τις επιθυμίες;


«Πολύ παράξενη ερώτηση… Για μένα αυτό που έχει ενδιαφέρον στη ζωή είναι ότι οι επιθυμίες μας δεν έχουν τέλος. Ξαπλώνεις με μια πανέμορφη γυναίκα, κάνεις έρωτα μαζί της, νιώθεις απόλυτα ικανοποιημένος και την επόμενη ημέρα έχεις ξανά στύση και πας με μιαν άλλη γυναίκα. Δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτό, και αυτό για μένα έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από οτιδήποτε άλλο στη ζωή. Η ιδέα να φτάσεις σε ένα νησί, έτσι όπως το περιγράφετε, με παραπέμπει στην ιδέα του τέλους των επιθυμιών και αυτό πιστεύω ότι δεν υπάρχει. Για μένα η επιθυμία παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την απόλαυση».


­ Η επανάληψη δεν λιγοστεύει την επιθυμία;


«Οχι, δεν νομίζω… Πάρτε για παράδειγμα ένα παιδί: πεινάει, το ταΐζεις, κοιμάται και όταν ξυπνήσει θέλει πάλι να φάει. Είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος, από την οποία όλοι περνάμε και θα περνάμε διαρκώς. Δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσεις απ’ αυτό. Φαντάζομαι ότι ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να είσαι ικανοποιημένος στη ζωή σου είναι να αγαπήσεις τις επιθυμίες σου ή να αναπτύξεις μαζί τους μια σχέση που να μην είναι βασανιστική».


­ Ποιο ενδιαφέρον πράγμα έχουν δει τα μάτια σας ή έχουν ακούσει τ’ αφτιά σας και γι’ αυτό θα λέγατε «Χαλάλι που έζησα»;


«Το ότι απέκτησα παιδιά».


­ Γιατί;


«Διότι μπορεί τα παιδιά να είναι κομμάτι του εαυτού μας, να τα φέρνουμε εμείς στη ζωή, παραμένουν όμως ανεξάρτητα, έχοντας τον δικό τους κόσμο και τη δική τους ζωή. Αυτό για μένα είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό. Πάντα εντυπωσιάζομαι από το δημιούργημα που απελευθερώνεται. Μου αρέσει αυτό που μου επιφυλάσσει η ζωή… Δεν αντέχω να τα ελέγχω όλα. Μου αρέσει να ελέγχω κάτι και ξαφνικά να το χάνω μέσα από τα χέρια μου. Γι’ αυτό και μου αρέσει ό,τι γλιστράει και όχι ό,τι κολλάει. Ποτέ δεν κόλλησα σε κάτι στη ζωή μου, πάντα διέφευγα, ξεγλιστρούσα και συναντιόμουν με το καινούργιο».


­ Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ. Θα χαρώ πολύ να κουβεντιάσω ξανά μαζί σας κάποια στιγμή. Μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεστε. Μου αρέσει που δεν με ρωτήσατε για μία ακόμη φορά για τον Στίβεν Φρίαρς, για τον κινηματογράφο, για το πώς μου φαίνονται τα μυθιστορήματά μου όταν γίνονται ταινίες και αν θεωρώ πορνό τη βραβευμένη ταινία που έκανε ο Πατρίς Σερό πάνω σε δικό μου σενάριο».