Σταρ μπορεί να είσαι για πάντα, αλλά η λάμψη σου διαρκεί μόνο τρία χρόνια. Είναι διαφορετικό να μπαίνεις σε ένα εστιατόριο και να σε αναγνωρίζουν από το να συζητούν για σένα στο εστιατόριο ερήμην σου. Πρόκειται για έναν νόμο που ισχύει για τη Ρούλα Κορομηλά, τον Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και για τη Μαντόνα και για τον Κώστα Σημίτη, όπως και για σένα



Το 1993 ο Τομ Χανκς κέρδισε το Οσκαρ καλύτερου ηθοποιού νικώντας τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, τον Λόρενς Φίσμπερν, τον Αντονι Χόπκινς και τον Λάιαμ Νίσον. Το 1994 ο Τομ Χανκς ξανακέρδισε το Οσκαρ καλύτερου ηθοποιού, νικώντας αυτή τη φορά τον Μόργκαν Φρίμαν, τον Πολ Νιούμαν, τον Νάιτζελ Χόθορν και τον Τζον Τραβόλτα. Μπαίνεις στον πειρασμό να σκεφθείς ότι γιατί να μην μπορεί να κερδίζει το Οσκαρ καλύτερου ηθοποιού κάθε χρόνο, για όσο διάστημα θα είναι σε θέση να γυρίζει ταινίες; Αν ο Τομ Χανκς είναι καλύτερος ηθοποιός από όλους αυτούς τους σπουδαίους ηθοποιούς, δύσκολα θα βρεθεί άλλος καλύτερός του για να κερδίσει το βραβείο. Ωστόσο δεν υπάρχει τέτοιο προηγούμενο. Κανένας ηθοποιός δεν έχει τιμηθεί με το Οσκαρ επί τρεις συνεχόμενες χρονιές. Υπάρχει κάποιος λόγος που το κάνει αδύνατο; Υπάρχει κάποιος νόμος που απαγορεύει κάτι τέτοιο;


Η απάντηση είναι ναι, υπάρχει. Είναι ο νόμος για τα τρία χρόνια, γνωστός και ως ο «σιδηρούς νόμος» του σταρ σύστεμ. Αυτός ο νόμος επιβάλλει τρία χρόνια μάξιμουμ λάμψης των σταρ. Δεν υπάρχει ποινή παραβαίνοντας αυτόν τον νόμο, γιατί απλώς αυτός ο νόμος είναι απαραβίαστος. Δεν αποτελεί ένα είδος στατιστικής, δεν εναπόκειται στους άγραφους νόμους, δεν είναι θεωρία. Είναι μια αλήθεια, που εξηγεί την πραγματικότητα απολύτως. Είναι ένας σιδηρούς νόμος. Παρέμενε τόσα χρόνια κρυμμένος, επειδή ήταν πολύ προφανής. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα ούτε μαθηματικό μυαλό, ούτε καν βαθιά σκέψη, για να τον αντιληφθείς. Ο καθένας που έχει ελεύθερο ένα απόγευμα και διαθέτει παρατηρητικότητα μπορεί να ανακαλύψει τον απλό κανόνα των τριών χρόνων. Η απάντηση βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας.


Το κρίσιμο όριο


Οι ενστάσεις πέφτουν βροχή ήδη. Τι γίνεται με τους Μπιτλς; Τι γίνεται με τη Μαντόνα που η καριέρα της κοντεύει ήδη τα είκοσι χρόνια; Με τη δική μας την Αλίκη Βουγιουκλάκη που ήταν σταρ περισσότερα από σαράντα χρόνια; Ας ξεκινήσουμε από τους Μπιτλς. Παρουσιάστηκαν το 1964 στο σόου του Εντ Σάλιβαν και από αυτή τη χρονιά και ως το 1970 που διαλύθηκαν τα άλμπουμ τους βρίσκονταν συνεχώς στο Νο 1 των τσαρτ: το «Meet the Beatles» ήταν το Νο 1 του 1964, όπως ήταν το «Help» το 1965, το «Rubber Soul» το 1966, το «Sgt Pepper’s Lonely Hearts Clumb Band» το 1967, το «White Album» το 1968, το «Abbey Road» το 1969 και το «Let it be» το 1970. Εχουμε λοιπόν έξι χρόνια και όχι τρία. Και δεν έχουμε κανέναν λόγο να μην πιστέψουμε ότι αν οι σχέσεις του Πολ Μακάρτνεϊ με τη Γιόκο Ονο ήταν καλύτερες το γκρουπ θα συνέχιζε να ανεβαίνει στο Νο 1 εφ’ όρου ζωής.


Ο αριθμός έξι μάς δίνει μια πρώτη ένδειξη του τι συμβαίνει. Οι Μπιτλς δεν ξεπέρασαν το όριο των τριών χρόνων. Απλώς ευτύχησαν να είναι σταρ δύο συνεχείς τριετίες. Για να το καταφέρουν αναγκάστηκαν να γίνουν δύο διαφορετικά γκρουπ: οι αξιαγάπητοι πιτσιρίκοι με τα μακριά μαλλιά από το 1964 ως το 1967 μεταμορφώθηκαν σε χίπηδες καλλιτέχνες από το 1967 ως το 1970. Αν είχαν παραμείνει οι αξιαγάπητοι πιτσιρίκοι μετά το 1967, θα είχαν χάσει τον θρόνο τους, όπως θα τον έχαναν αν συνέχιζαν να παριστάνουν τους χίπις και μετά το 1970. Αν συνέχιζαν την καριέρα τους, θα έπρεπε να επινοήσουν εκ νέου τον εαυτό τους σε κάτι που θα έμοιαζε με τους Rolling Stones. Λίγοι σταρ όμως κατάφεραν να ξαναεφεύρουν τους εαυτούς τους και σε αυτούς ανήκει η Μαντόκα, η οποία την τριετία 1985-1988 ενσάρκωσε τη σέξι, μοδάτη τινέιτζερ που τα θέλει όλα τώρα και αμέσως μετά κέρδισε άλλη μία τριετία, από το 1989 ως το 1992, όταν εξωραΐζοντας την εικόνα της μεταμορφώθηκε στη σαλονίστικη εκδοχή του ιδίου πράγματος. Κανείς σταρ όμως δεν κατάφερε να λάμψει επί τρεις τριετίες. Οταν γίνεις σταρ, είσαι για πάντα σταρ ­ αυτή η άποψη μας βραχυκυκλώνει και δημιουργεί το πρόβλημα. Η έκρηξη της φήμης δεν πρέπει να συγχέεται με το να είναι κάποιος σταρ. Σταρ μπορείς να είσαι για πάντα αλλά η λάμψη σου κρατάει μόνο τρία χρόνια. Με τον όρο «λάμψη» ονομάζουμε την περίοδο εκείνη κατά την οποία τα πάντα δουλεύουν για τον σταρ τόσο πολύ υπέρ του που θεωρεί απίθανο το να να μη συνεχίσει να συμβαίνει αυτό για πάντα. «Διασημότητα» σημαίνει ότι τίποτε από ό,τι κάνεις δεν μπορεί να είναι φάλτσο απέναντι στο κοινό, αφού είσαι αυτό που θέλει το κοινό.


Ο κόσμος παρ’ όλα αυτά κινείται. Οπως κινείται υποχρεωτικά και για τους σταρ, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να μοιάζουν με ζωντανά ενθύμια ενός παρόντος που έγινε παρελθόν. Συνήθως αντιμετωπίζουμε αυτό το παρελθόν σαν θησαυρό. Οπως αντιμετωπίζαμε την Αλίκη Βουγιουκλάκη δεκαετίες μετά το μεγάλο κύμα διασημότητας, από το 1958 ως και το 1961, με ταινίες όπως η «Μουσίτσα», η «Αστέρω», που το 1959 σπάει ταμεία και η Ελένη Βλάχου τής δίνει τον τίτλο της Εθνικής μας Σταρ, και έπειτα με «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» το 1960, τη «Μανταλένα» και την πρώτη έγχρωμη ταινία το 1961, «Η Αλίκη στο Ναυτικό». Είναι η εποχή που η Αλίκη έρχεται πρώτη στις λίστες με τις δημοφιλέστερες ελληνίδες ηθοποιούς και κάθε ελληνική οικογένεια ονειρεύεται να την έχει κόρη της. Το κοινό μπροστά σε αυτό το φαινόμενο θα της δώσει άλλη μία τριετία, από το 1968 ως το 1971. Το κορίτσι που ήθελε να γίνει σταρ τώρα είναι σουπερστάρ και σπάει τα ρεκόρ εισιτηρίων με την «Υπολοχαγό Νατάσα» και τα ταμεία με την «Αρχόντισσα και ο αλήτης», τη «Δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά» ενώ οι αμοιβές της φθάνουν σε αστρονομικά ύψη. Από ‘κεί και πέρα η Αλίκη θα πάψει να είναι «μόδα». Δεν είναι τυχαίο που την τελευταία δεκαετία δεν ήθελε να την ονομάζουν σταρ αλλά «θεσμό». Καταλάβαινε από ένστικτο ότι είχε περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο σαν θησαυρός, σαν ένα καλά φυλαγμένο μυστικό, αλλά η εποχή της «Γατούλας» και της «Υπολοχαγού Νατάσας» είχε περάσει ανεπιστρεπτί.


Η διασημότητα είναι αυτή που κάνει τους ανθρώπους σταρ αλλά παρ’ όλο που μπορούν να λάμπουν για πάντα η διασημότητά τους αρχίζει να θαμπώνει. Είναι η διαφορά τού να σε αναγνωρίζουν στα ρεστοράν όπου πηγαίνεις από το να μιλούν εν τη απουσία σου για σένα στα ρεστοράν. Είναι διαφορετικό να υπάρχεις από το να είσαι πανταχού παρών. Ετσι μπορεί ο Τομ Χανκς να ξανακερδίσει το Οσκαρ του καλύτερου ηθοποιού αλλά το κοινό θα σκεφθεί: «Μπράβο που θυμήθηκαν πόσο καλός ηθοποιός υπήρξε ο Τομ Χανκς». Με άλλα λόγια θα σκεφθούν ό,τι σκέφθηκαν όταν ο Αλ Πατσίνο κέρδισε το Οσκαρ για το «Αρωμα γυναίκας» το 1992. Σκέφθηκαν ότι άξιζε το βραβείο. Κανείς δεν πίστευε ότι θα έπρεπε να το παίρνει συνεχώς. Και αυτό γιατί ο Αλ Πατσίνο είχε τα τρία χρόνια διασημότητας του, από το 1972 ως το 1975, όταν εμφανίστηκε στον «Νονό» (1972), με το «Σέρπικο» (1973), με τον «Νονό 2» (1974), με τη «Σκυλίσια μέρα» (1975) ενώ ήταν υποψήφιος για Οσκαρ για καθεμία από αυτές. Επειτα ήρθε ο «Πόλεμος των Αστρων» και ο κόσμος προχώρησε ένα βήμα μπροστά. Ταινίες στο στυλ του «Νονού» έπαψαν να γυρίζονται γιατί δεν ενδιέφεραν κανέναν και ο Αλ Πατσίνο, που θα περάσει ως εξαιρετικός ηθοποιός στην ιστορία του κινηματογράφου, είχε τα τρία χρόνια διασημότητας που του άξιζαν.


Η τύχη των διαδόχων


Ενας από τους ηθοποιούς που τον διαδέχθηκαν ήταν ο Τζον Τραβόλτα, ο οποίος είχε τα τρία χρόνια διασημότητας, από το 1977, με το «Πυρετός το σαββατόβραδο», ως το 1980, με το «Urban cowboy». Επέστρεψε τη δεκαετία του ’90, σαν κάποιος που μοιάζει με τον Τραβόλτα της περιόδου 1977-1980, και αυτό είναι που θέλαμε από αυτόν. Ο Τραβόλτα είναι σήμερα διάσημος επειδή είναι το πρόσωπο που κάποτε ήταν ο Τζον Τραβόλτα, όπως ο Ελβις ξανάγινε διάσημος στα τελευταία χρόνια της ζωής του (1974-1977) επειδή ήταν πρόσωπο που κάποτε ήταν ο Ελβις Πρίσλεϊ.


Αλλά ­ και αυτό είναι το σημαντικό σημείο ­ η επιστροφή του Τραβόλτα διήρκεσε μόνο τρία χρόνια. Παρ’ όλα αυτά φαινόταν ότι θα κρατούσε για πάντα, γιατί αυτή είναι η φύση του σταρ σύστεμ. Διάσημος είναι αυτός από τον οποίο αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις, όπως δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς οξυγόνο. Και ξαφνικά υπάρχει ένα διαφορετικό οξυγόνο. Είσαι, π.χ., σίγουρος ότι δεν θα ξεφύγεις ποτέ από τη Ρούλα Κορομηλά, την εποχή από το 1993 ως το 1996, όταν ζαλίζει τα μηχανάκια της AGB, και ξαφνικά εμφανίζεται η Αννίτα Πάνια, για να της υπενθυμίσει ότι τα τρία χρόνια της έχουν λήξει.


Η διασημότητα έχει κοινά χαρακτηριστικά με τη μόδα αλλά είναι λάθος να πιστέψουμε ότι η πραγματικότητα αλλάζει κάθε τρία χρόνια. Η πραγματικότητα αλλάζει τελείως κάθε εννέα χρόνια. Ουσιαστικά έχουμε τρεις φάσεις των τριών χρόνων, κατά τις οποίες τα μεσαία τρία χρόνια φαίνεται να ακολουθούν το πνεύμα των τριών πρώτων και τα τελευταία το πνεύμα των μεσαίων, αλλά στο τέλος προκύπτουν τελείως διαφορετικά από τα τρία πρώτα.


Αυτό που ευθύνεται για το ξεθώριασμα ενός σταρ ύστερα από τρία χρόνια δεν είναι ο ίδιος ο σταρ. Είναι οι υποψήφιοι σταρ που έρχονται για να πάρουν τη θέση του. Οπου υπάρχει η Βίσση αργά ή γρήγορα θα παρουσιασθεί η Βανδή. Τα ταλέντα συνεχώς ακολουθούν τον δρόμο της τάσης και όταν κάποιος τα καταφέρει τότε όλοι ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Το αποτέλεσμα της έντασης που δημιουργείται είναι τόσο ισχυρό που αρχίζει να κλυδωνίζει το οικοδόμημα του σταρ. Οταν η Βίσση θριαμβεύει στη δισκογραφία και στις πίστες, μισή ντουζίνα υποψήφιες διάδοχοι είναι έτοιμες να πάρουν τη θέση της ­ η Βανδή, η Σαμίου, η Γεωργιάδου, η Σαρρή. Η Βίσση, ύστερα από τρία χρόνια θριάμβου, από το 1994 ως το 1997, αρχίζει να φαίνεται βαρετή. Το σύστημα υπερφορτώνεται από τις πληθωριστικές εκδηλώσεις του ίδιου πράγματος. Το κοινό δεν θέλει άλλη Βίσση αλλά προτιμάει αυτές που τη μιμούνται. Αυτό σημαίνει ότι η Βίσση θα ξεπερασθεί. Το καλό είναι ο εχθρός του καλύτερου.


Η αντιστροφή της επιτυχίας


Πώς το καινούργιο ξεπηδάει από το παλιό; Υπάρχει συνέχεια φυσικά, τα γούστα επιμένουν και τα ταλέντα έρχονται να τα ενσαρκώσουν. Αλλά υπάρχει μια στιγμή που η συνέχεια διακόπτεται. Κάποια στιγμή σταματάς να βλέπεις τις σειρές «Απαράδεκτοι» και «Τρεις Χάριτες» στις επαναλήψεις και σου φαίνονται αβάσταχτες. Ξαφνικά θέλεις το αντίθετό τους ­ θέλεις εκσυγχρονιστικούς «Δέκα Μικρούς Μήτσους» και «Δύο ξένους». Αυτό ήταν που έκαναν οι Μπιτλς στον Ελβις και στους μιμητές του ­ απλώς σταμάτησαν να βάζουν τζελ στα μαλλιά τους. Αυτό έκανε η σοουγούμαν Βίσση στη μελαγχολική Χάρι Αλεξίου, αυτό έκαναν οι νεότερες ελληνικές ταινίες στον εσωστρεφή Αγγελόπουλο, αυτό έκανε ο Λαζόπουλος στους φωνακλάδες κωμικούς. Οι νέοι επιτυχημένοι είναι οι ανεστραμμένες εικόνες των παλαιών επιτυχημένων ­ ελαφρότερες, εκεί που οι παλαιότερες ήταν πιο σοβαρές και αιχμηρές, εκεί που οι προηγούμενες ήταν πιο αθώες. Οπου υπήρχε αλάτι πρέπει τώρα να γίνει ζάχαρη και όπου υπήρχε ζάχαρη τώρα μετατρέπεται σε αλάτι. Κάθε επεισόδιο της διασημότητας εμπεριέχει και τα σπέρματα της ανατροπής του. Στο τέλος τέλος τι σιδηρούς νόμος είναι αν δεν μπορεί να σπάσει;


Αφού ο νόμος γίνει κατανοητός μπορεί εύκολα να εφαρμοσθεί παντού, σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι πολιτικοί πρέπει να έχουν και αυτοί τα τρία χρόνια της απογείωσής τους. Τα πολιτικά πρόσωπα είναι αντικείμενα της ίδιας λογικής. Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε για πολλά χρόνια πρωθυπουργός αλλά υπήρξε σε τέλειο συγχρονισμό με την εποχή του μόνο για τρία χρόνια, από το 1981 ως το 1984. Σαφώς δεν χάθηκε μετά αλλά από το 1981 ως το 1984 μπορούσες να μισείς τον Παπανδρέου, μπορούσες να υποκρίνεσαι ότι αδιαφορείς για αυτόν, μπορούσες να τον κατηγορείς, αλλά δεν μπορούσες να τον αγνοήσεις. Η «Αλλαγή» σάρωνε τα πάντα. Η Μελίνα Μερκούρη λέγεται ότι από το 1987 ήδη έλεγε χαρακτηριστικά στον Ανδρέα Παπανδρέου: «Πρόεδρε, πρέπει να κάνουμε κάτι γιατί δεν είμαστε πια μόδα». Ηξερε από προσωπική πείρα ότι η απογείωση δεν κρατάει για πάντα. Η ίδια είχε τα τρία χρόνια της την εποχή του «Ποτέ την Κυριακή», του «Τοπ Καπί» και της «Φαίδρας». Για να ξαναγίνει μόδα έπρεπε να μεταμορφωθεί σε πολιτικό.


Ακόμη και ο Κώστας Σημίτης είχε τα τρία χρόνια του, από το 1996 ως το 1999. Ο σοβαρός καθηγητής – πρωθυπουργός έκανε τον εκσυγχρονισμό μια λέξη καθημερινής χρήσης και το πρόσωπό του την εικονογραφεί τέλεια. Ο ευρωπαϊστής Σημίτης ήταν μια «μόδα» που σου ταίριαζε δεν σου ταίριαζε ήσουν αναγκασμένος να τη φορέσεις. Για να κερδίσει άλλα τρία χρόνια «καυτής διασημότητας» θα πρέπει να βρεθεί σε απόλυτη συμφωνία με το πνεύμα της εποχής.


Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Οδυσσέας Ελύτης, η Ελλη Λαμπέτη, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Κάρολος Κουν υπόκεινται στον ίδιο νόμο όπως και η Ρούλα Κορομηλά, η Μιμή Ντενίση, ο Αντώνης Ρέμος, ο Ανδρέας Μικρούτσικος, ο Νίκος Ευαγγελάτος. Μα είναι διαχρονικοί, θα πει κάποιος για τους πρώτους. Οχι ακριβώς. Αυτοί που το υποστηρίζουν αναφέρονται κατά βάση στο γεγονός ότι υπήρξε μια περίοδος (1959-1962) κατά την οποία ο Χατζιδάκις βρισκόταν σε απόλυτη ταύτιση με το κύμα της εποχής, υπογράφοντας τη μουσική και τα τραγούδια για τις κλασικές ταινίες της Φίνος Φιλμ, κερδίζοντας το Οσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά» το 1961 και γράφοντας τα τραγούδια για την «Οδό Ονείρων» το 1962. Αυτή την περίοδο ο Χατζιδάκις θα πρέπει να αισθανόταν ότι κάθε βέλος που εκτόξευε έβρισκε τον στόχο του.


Οι πολιτιστικοί αυτοκράτορες


Για να κερδίσει άλλα τρία χρόνια ο Χατζιδάκις (1976-1979), καταστάλαξε σε μια εικόνα του τελείως διαφορετική. Μεταμορφώνεται σε πολιτιστικό αυτοκράτορα. Αναλαμβάνει γενικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, αναπληρωτής διευθυντής της Λυρικής και διευθυντής της ΕΡΤ ­ το Γ’ Πρόγραμμα γίνεται το ραδιόφωνο της μόδας. Ταυτόχρονα κυκλοφορεί τα «Παράλογα» το 1979, στα οποία τραγουδούν η Μελίνα, ο Σαββόπουλος και η Φαραντούρη. Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε και αυτός τα τρία χρόνια του, από το 1959 ως το 1962. Εκδίδει τις Εξι και μια τύψεις και το Αξιον Εστί, το οποίο μελοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδιέται παντού. Το 1979 που ο Ελύτης τιμήθηκε με το Νομπέλ για το έργο του ο κόσμος απέτιε φόρο τιμής στον ποιητή του Αξιον Εστί και δεν είχε καμία σημασία το αν το είχε διαβάσει αλλά αρκούσε το να έχει ένα αντίτυπο του βιβλίου. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ξένους συγγραφείς που μεταφράζονται. Το πρώτο τριετές κύμα διασημότητας για τον Κούντερα στη χώρα μας άρχισε στις αρχές του 1980 και το δεύτερο στα μέσα του 1990. Καταλαβαίνεις ότι το δεύτερο κύμα έχει έρθει όταν συνειδητοποιείς πως δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει ούτε λέξη από τον Μίλαν Κούντερα για να μιλήσεις γι’ αυτόν, όπως δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει τίποτε από Κοέλο, από Εκο ή από Μάρσαλ Μακ Λούαν και το παγκόσμιο πλανητικό χωριό για να έχεις άποψη για αυτούς. Μιλάς για αυτούς από κεκτημένη ταχύτητα. Ετσι όταν μιλάμε για κάτι «διαχρονικό» εννοούμε ότι το κύμα της εποχής πρέπει να το αρπάξει και να το ενσωματώσει. Κάτι τέτοιο χρειάζεται χρόνο. Κατά εποχές οι φοιτητές ανακαλύπτουν τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη, τον Νίτσε, τον Μαρξ. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν διαβάσει λέξη από τα βιβλία τους. Αυτό είναι λοιπόν που ονομάζουμε διαχρονικό.


Ο κόσμος κινείται ταχύτερα από τη ζωή. Προσπαθούμε να κρατηθούμε όσο περισσότερο μπορούμε στον αφρό αλλά είναι ακατόρθωτο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να είμαστε ο εαυτός μας. Μπορούμε να δημιουργούμε αυτό που θεωρούμε καλύτερο ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή η ιστορία θα διασταυρωθεί με τον δρόμο μας. Αυτό που συμβαίνει με τους σταρ συμβαίνει και με τον εαυτό μας. Πρέπει να υπάρχει ένα σημείο που εσύ και η ιστορία είστε περισσότερο κοντά από ποτέ. Για πολλούς αυτό το σημείο βρίσκεται στο λύκειο, όταν ο κόσμος φαίνεται φτιαγμένος ειδικά και μοναδικά για αυτούς. Νομίζουν ότι όλοι φοράνε φαρδιά παντελόνια, ακούνε χιπ-χοπ και πίνουν Λουκοζέιντ. Κάποιοι που δεν αισθάνθηκαν έτσι στα γυμνασιακά χρόνια τους, όταν προτιμούσαν να ακούνε κλασική μουσική και να πίνουν κόκκινο κρασί, θα βιώσουν αυτή την εμπειρία αργότερα στη ζωή τους. Το κακό στην όλη ιστορία είναι ότι δεν ξέρεις ποια είναι τα τρία χρόνια σου παρά μόνο στο τέλος της ζωής σου.


Εχεις τρία χρόνια για να δώσεις το μάξιμουμ των «βολτ» που διαθέτεις. Τρία χρόνια σε πλήρη αρμονία με τον κόσμο που σε λατρεύει. Ο νόμος μοιάζει ακατανίκητος και φαίνεται να εφαρμόζεται παντού ­ σε πολιτικά σκάνδαλα, σε πολιτιστικές διαμάχες, στην οικονομία, στους σταρ, στα πάντα. Η ιστορία μπορεί να τελειώσει αλλά μόνο για τρία χρόνια. Τα πράγματα μπορούν να τραβούν την προσοχή μας για αυτό το διάστημα μόνο. Κάτι τέτοιο συμφωνεί με τη θεωρία των τριών χρόνων. Είναι τόσο προφανής, τόσο αυταπόδεικτη, τόσο σωστή, που ίσως στα επόμενα τρία χρόνια να εξαφανισθεί, σαν το τέλειο παράδειγμα που θα την επιβεβαιώσει.