Ενας Ελληνας στο μετρό της Νέας Υόρκης




Ενα κομμάτι Καστοριάς, λίγο από το γαλάζιο της λίμνης της και μια πλάβα ξύλινη, μια βάρκα έτσι όπως τις έφτιαχναν οι παλιοί Καστοριανοί, θα καλωσορίζει από το καλοκαίρι του 2002 τους επιβάτες του μετρό της Νέας Υόρκης ­ για να είμαστε πιο σαφείς, του σταθμού της 28ης οδού της γραμμής Μπρόντγουεϊ. Ο Μαρκ Χατζηπατέρας είναι ένας από τους τέσσερις καλλιτέχνες στους οποίους ανατέθηκε ύστερα από διαγωνισμό να επέμβουν εικαστικά σε τέσσερις κεντρικούς σταθμούς της ιστορικής νεοϋορκέζικης γραμμής, η οποία εγκαινιάστηκε το 1920, συνδέοντας μερικές από τις χαρακτηριστικότερες συνοικίες της Νέας Υόρκης: το Μπρούκλιν, το Μανχάταν και το Κουίνς.


Φανταστικές πολιτείες


«Τα τελευταία χρόνια νιώθω εντονότερα την ανάγκη να βγει η τέχνη μου προς τα έξω, να επικοινωνήσει με ένα ευρύτερο κοινό» λέει ο ίδιος, και απλώνει μπροστά μας τις αρχικές μακέτες του έργου. Παρά τις 15 ατομικές εκθέσεις που έχει κάνει ως σήμερα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η εμπειρία του από δημόσιους χώρους είναι προς το παρόν περιορισμένη. Βρισκόμαστε στην αθηναϊκή γκαλερί Αρτιο, εκεί όπου εξέθεσε πριν από λίγες εβδομάδες τις φανταστικές πολιτείες του, κομμάτια όλες της ίδιας εικονογραφικής και στυλιστικής οικογένειας όπου ανήκει και το έργο για το μετρό της Νέας Υόρκης ­ της μητρόπολης όπου διάλεξε να ζει από το 1982, διατηρώντας ωστόσο πάντα τους δεσμούς με τον τόπο καταγωγής του. «Γεννήθηκα στο Λονδίνο. Οι γονείς μου κατάγονται από τη Χίο. Ζω στις ΗΠΑ. Ψάχνω τις ρίζες μου, την ταυτότητά μου» λέει, αναφερόμενος στην πρόσφατη συμμετοχή του στην έκθεση σύγχρονων ελληνοαμερικανών καλλιτεχνών, με τίτλο «Μοντέρνες Οδύσσειες», που πρωτοπαρουσίασε το Queens Museum of Art και την οποία είδαμε και στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη.


Προτιμά να αποφεύγει τις αυτοβιογραφικές αναφορές. Του είναι πιο εύκολο να εικονογραφεί τις στιγμές που γέννησαν τα έργα του: «Ενα καλοκαίρι ξάπλωσα στην παραλία της Μονεμβασιάς και άκουσα τη θάλασσα να μου ψιθυρίζει. Μου εκμυστηρευόταν τα μυστικά της. Ως τότε ­ αναφέρομαι στη δεκαετία του ’80 ­ η ανθρώπινη φιγούρα λειτουργούσε στη ζωγραφική μου ως φορέας συγκίνησης, ως μέσο επικοινωνίας, όπου η γυναίκα προσωποποιούσε περισσότερο από τον άνδρα την ανθρωπότητα. Τίποτε το ιδιαιτέρως πρωτότυπο θα ‘λεγα. Από τη στιγμή εκείνη όμως η ζωγραφική μου άρχισε να γίνεται πιο αφαιρετική. Αρχισαν να εισχωρούν στοιχεία εξω-ζωγραφικά, όπως χώμα, κλαδιά… Η φύση έπαψε να είναι μόνο απεικόνιση. Αρχισε να αισθάνεται σαν φύση, να μυρίζει σαν φύση».


Η ανθρώπινη παρουσία εξορίζεται σταδιακά από τη δουλειά του, παρασύροντας μαζί της και τη δισδιάστατη επιφάνεια. Το 1989, έπειτα από μια ατομική έκθεση στο Λονδίνο, αφήνει τη ζωγραφική για να ανοίξει το κεφάλαιο της γλυπτικής ­ με γύψο, άμμο, σίδηρο, πηλό. Αρχίζει να επεξεργάζεται objets trouvés ­ από παγάκια και σοκολατάκια ως… οικιακές συσκευές. Τα παραμορφώνει και τα μεταμορφώνει εκμεταλλευόμενος μια «ανακάλυψή» του: η τέχνη βρίσκεται παντού, αρχής γενομένης από το σουπερμάρκετ της γειτονιάς του! Και έτσι αρχίζει να στήνει ένα παιχνίδι με προϊόντα μαζικής παραγωγής, τα οποία μπορούν να αναχθούν σε αρχέτυπα. Υστερα έρχεται η φωτογλυπτική, όπου χρησιμοποιεί τη φωτογραφική μηχανή του για να σκιτσάρει τους μικρόκοσμους που στήνει, ταξιδεύει στη Σύρο όπου κατασκευάζει γλυπτικά σύνολα με κομμάτια από εγκαταλελειμμένα πλοία και έπειτα επιστρέφει στη ζωγραφική ­ αρχές πια της δεκαετίας του ’90.


Υπόγεια ζωή


«Αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν η δουλειά μου για τον υπόγειο να έχει χαρακτήρα δημοκρατικό. Να μην είναι μια πόλη μέσα στην πόλη, αλλά μια εικαστική παρέμβαση στην πόλη, η οποία να μπορεί να επικοινωνεί με όλες τις κατηγορίες, τόσο τις ηλικιακές όσο και τις ταξικές. Υπήρχαν βέβαια κάποιες προϋποθέσεις που έθεσε η Υπηρεσία Μεταφορών της Νέας Υόρκης (Metropolitan Transit Authority). Επρεπε να είναι ψηφιδωτό και επιτοίχιο» εξηγεί, και μας μιλάει για την περίοδο προετοιμασίας του. «Περπάτησα ξανά όλη την γύρω περιοχή ­ μου είναι άλλωστε οικεία, στην 27η οδό βρίσκεται το εργαστήριό μου. Στους γύρω δρόμους βρίσκονται πολλά ανθοπωλεία, κάποια γουναράδικα Καστοριανών, Κορεάτες που πουλούν ηλεκτρονικά, σε μικρή απόσταση το Fashion Institute of Technology… Υστερα από μια μικρή έρευνα που έκανα, ανακάλυψα ότι κάποτε υπήρχαν εκεί και τυπογραφεία». Οι μυρωδιές και τα χρώματα της κατοικημένης επιφάνειας έπρεπε να συμπυκνωθούν στα 130Χ2 μ. που καλύπτει η πρότασή του για την κάθε πλατφόρμα του υπόγειου σταθμού. «Θεώρησα αναγκαίο» εξηγεί «να σχετίζεται το έργο μου με τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν το μετρό είτε γιατί δουλεύουν είτε γιατί κατοικούν εκεί, έπρεπε να τους αφορά». Το αποτέλεσμα; Ενας νόθος μικρόκοσμος που λικνίζεται ανάμεσα στην καθημερινότητα των γύρω δρόμων και στα προσωπικά βιώματα του καλλιτέχνη, δανειζόμενος στα χρώματα και στις κινήσεις του κάτι από την αθωότητα των παιδικών ζωγραφιών.