Αντί για ιστορίες έρωτος της Δάφνης Ντυ Μοριέ, τώρα εκείνη διαβάζει τον «Οδηγό γραπώματος του ιδανικού συζύγου». Αντί για «τα γαλάζια της γράμματα», τώρα εκείνος περιμένει ηλεκτρονικό συνοικέσιο στο e-mail του. Αντί της Γεωργίας Βασιλειάδου στο θερινό σινεμαδάκι, θα τους λογοδώσει η Γιούλη Ηλιοπούλου σε ένα στούντιο και θα τους τρατάρει χρυσά κουφέτα η Αννίτα Πάνια στο «επιτόπιο νταλαβεράκι». Αντί να τη ρωτήσει εκείνος «θέλεις να μου δώσεις το τηλέφωνό σου;», θα της πει «στο 090… θα βρεις τον έρωτα, μόνο 41 δραχμές τα 15 δευτερόλεπτα». Και εκείνη, αντί να του απαντήσει με μια δειλή ματιά στην περαντζάδα της πλατείας, θα τον κοιτάξει κατάματα μέσα από το βίντεο που της τράβηξαν, μήπως και τη διαλέξει. Οσο για το πρώτο ραντεβού τους… αντί για το «Πάλλας» της Βουκουρεστίου, τώρα οι δυο τους θα ανταμώσουν σε κάποια λίστα του «Λούη», ή του «κυρίου Πάππα»… Ανοίξτε την καρδιά, μαζί με το πορτοφόλι σας. Οι σερβιτόροι του έρωτα παραμονεύουν παντού. «Θέλετε μια μερίδα ακόμη, κύριε; Εχετε να την πληρώσετε;». Πείτε «Ναι!» και περάστε στη «γαμήλια ανακύκλωση» ­ πάντα θα έχει για σας μια θέση ρεζερβέ: ανοίξτε την τηλεόραση, ξεκινήστε το βίντεο, ψάξτε στον κομπιούτερ, γυρίστε στις μικρές αγγελίες, διαβάστε τα «προσωπικά», πηγαίνετε στα «γραφεία συνοικεσίων»… Συγχαρητήρια! Κερδίσατε «εικοσάχρονη τρισχαριτωμένη κόρη εφοπλιστού…» ή «ζάπλουτο 35άρη εξαιρετικής εμφανίσεως…». Τα βέλη του φτερωτού θεού χτυπούν καμπανάκι στις θεαματικότητες, τα φτερά του πεταρίζουν μαζί με τα πεντοχίλιαρα στις τσέπες των προξενητάδων και μόνο το τόξο του λυγίζει επικίνδυνα, μια στιγμή πριν από το «κρακ!» ­ σαν τα νεύρα του μοναχικού θεατή μπρος στην οθόνη… Σάς ταξιδεύουμε εδώ στο θλιβερό νυφοπάζαρο της μοναξιάς. Ολα πωλούνται, όλα αγοράζονται ­ κουνήστε μάτσο τα δεκαχίλιαρα στο γκισέ του έρωτα και ο πωλητής θα σας χαμογελάσει: «Τι θα πάρετε, παρακαλώ; Σεξ, ψέματα ή βιντεοταινίες;».



6.15 μ.μ.: Το ταμπελάκι του γράφει «Ματθαίος, 50 ετών». Ο ίδιος διευκρινίζει σε κάθε ευκαιρία: «συγγραφεύς, ποιητής και φιλόσοφος». Τώρα τραβάει το σκαμνί του προς το κέντρο του στούντιο. Ο φλορ μάνατζερ τον πιάνει πάνω στη μετακίνηση. «Πού πάτε, κύριε;». «Πάω μπρος στην κάμερα, να με βλέπουνε καλά!». «Μα…». Πίσω του, στο γωνιακό ράφι, ο «Μανώλης, 48 ετών», ξυλουργός, αναζητεί παρηγοριά στους από κάτω. «Εσείς τι γυναίκα ψάχνετε είπαμε;». Ψηλά στο αραχνιασμένο ράφι του εισπράττει ένα περιφρονητικό βλέμμα. Ελλείψει άλλης απόκρισης, στρέφεται στα σακιά – ντεκόρ. Πάει πέρα δώθε το σακί «φακές». Η υπεύθυνη παραγωγής σπεύδει: «Αφήστε το ήσυχο, καλέ μου κύριε. Τι σας ενοχλεί;». «Μα, δε φαίνεται πού γράφει «φακές». Ετσι να το αφήσω; Σε λίγο αρχίζουμε!».


Ο Μανώλης έχει αναπτύξει αίσθημα καθήκοντος έναντι της παραγωγής ­ έκτη φορά στο «Χρυσό Κουφέτο» σήμερα. «Δε βαριέσαι», λέει, «είναι να μην αρχίσεις». Ενα μήνα τώρα έχει ξεσπιτωθεί. Από τα Χανιά όπου μένει, στην Αθήνα για τις έξι εκπομπές. «Εκατσα στο σαλονάκι, ανέβηκα στο ράφι, μπήκα στην «μπουκάλα», έκανα ασκήσεις με βαράκια, με βάλανε στο αραχνιασμένο ράφι, μου ήρθε «επιτόπιο νταλαβέρι»…». Ο Μανώλης δεν το κρύβει ­ για τις κατακτήσεις του είναι υπερήφανος. «Μα, τόσες εκπομπές και ούτε μια κυρία δεν βρήκατε να παντρευτείτε;». «Ξέρετε πόσες με ζητήσανε; 94 γυναίκες! Αλλά με κοροϊδεύουν, μωρέ. Η μία είναι χοντρή και δεν το λέει, η άλλη έχει παιδιά, η τρίτη είναι 50 χρονών… Θα την παντρευτώ εγώ που είμαι 48; Τι να την κάνω; Κι έτσι, ξανάρχομαι!».


6.30 μ.μ.: «Δέκα δευτερόλεπτα… Πέντε… Πάμε!». Στο μπαλκονάκι του στούντιο η Αννίτα Πάνια περιχαρής. «Γειάαα σας. Πάλι θα τακιμιάσουμε σήμερα, αγαπημένοι τηλεθεατές…». Και το σόου αρχίζει. Η Αννίτα συστήνει γαμπρούς και νύφες στην κάμερα. Περνάει από τη «Μαρία, 51 ετών» στο σαλονάκι, στον προαναφερθέντα Μανώλη του ραφιού, και από εκεί στον «Μάνο, 29 ετών» στην μπουκάλα. Πρώτη γραμμή στον αέρα, για τον «Νίκο, 28 ετών» που από το χαμηλό ράφι του αρπάζει περιχαρής το μικρόφωνο. «Αφησέ μου το τηλέφωνό σου και… εγώ θα σε επικοινωνήσω», λέει. «Σιγά μη την κοινωνήσεις κιόλας!» ο Μανώλης από το πάνω ράφι. Ετερος πλακατζής παραδίπλα (περί τα 60, αλλά νωρίτερα στην Αννίτα δήλωσε πως «εγώ είμαι δυο μέτρα παλικάρι»!) χαχανίζει ασυστόλως. Ο «Γιώργος, 29 ετών» απέναντι κρύβεται πίσω από «Ανδρομάχη, 42 ετών» και τουλάχιστον διπλασίων κιλών, μη τον πιάσουν οι κάμερες κόκκινο από το γέλιο. Μόνο ο εμφιαλωμένος Μάνος παραμένει απαθής ­ η ακουστική της μποτίλιας του είναι λιγάκι προβληματική…


7.45 μ.μ.: Στον αέρα μια γραμμή για τον «Ματθαίο, 48 ετών». «Είμαι 45 ετών…» του κάνει όλο γλύκα. «Δε σε θέλω!» εκείνος. «Και γιατί όχι, παρακαλώ;». «Ετσι!»… Ο 48άρης ποιητής, φιλόσοφος κλπ. θέλει κάτι σε τριάντα και κάτω… Αλλά στο βάθος ο «Γιώργος, 29 ετών» σαν να είδε τη σωσίβια λέμβο. Μέχρι στιγμής ουδέν τηλεφώνημα έλαβε ­ τώρα κουνάει τα χέρια στον αέρα: «Εδώ! Εδώ!». Η γραμμή καταλήγει σε αυτόν κι ας του ρίχνει η κυρία μια γεμάτη 15ετία… «Δεν απορρίπτω τίποτε», λέει ο Γιώργος. Στο επόμενο διάλειμμα διαφημίσεων σπεύδει στην Αννίτα: «Εχω ένα τραγουδάκι που έγραψα… Μήπως μπορώ να βγω στα ταλέντα να το πω;». Ο Γιώργος δεν ήρθε να βρει νύφη· ήρθε να βρει δόξα.


9.00 μ.μ.: «Εγώ τους θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους». Η Αννίτα Πάνια κάθεται απέναντί μου. Χωρίς μακιγιάζ, με ένα ξεβαμμένο τζιν και ένα πουλόβερ· μοιάζει 25χρονη κοπελίτσα σε θεατρική οντισιόν. Ανάβει τσιγάρο. Περιμένει ερώτηση. Με κοιτάζει σαν παιδί που πρέπει τώρα να υπερασπιστεί το παιχνίδι του. «Λένε ότι τους ειρωνεύεσθε». Γελάει ­ η ερώτηση που περίμενε. «Οχι μόνο. Λένε πως είμαι κυνική, πως γελάω μαζί τους, πως τους κοροϊδεύω… Ας λένε ό,τι θέλουν! Ετσι είμαι, έτσι γουστάρω! Στο Κουφέτο ισορροπώ μεταξύ σοβαρότητας, πλάκας και ξεφτίλας. Αν πέσω, έχασα. Αλλά δεν πέφτω! Ξέρεις γιατί; Γιατί βγάζω τον εαυτό μου. Αν τους κάνω πλάκα, ας μου κάνουν κι αυτοί! Αν πουν κάτι γελοίο, θα γελάσω. Αν πω εγώ κάτι γελοίο, να γελάσουν και εκείνοι». Ποταμός! Δεν δέχεται διακοπές. Γίνεται ξανά η Πάνια της οθόνης. Νεύρο και τσαμπουκάς… και σε ένα πράγμα έχει δίκιο: η εκπομπή της είναι εκείνη. Η Αννίτα Πάνια είναι πλάσμα τηλεοπτικό ­ αυτό ακριβώς που βλέπετε στο Κουφέτο. Οι καλεσμένοι είναι απλοί κομπάρσοι, το Κουφέτο είναι αυτή. «Πολλοί δεν αντιλαμβάνονται καν πως είναι στον αέρα, κάνουν σαν να είναι στο καθιστικό τους ­ στο καθιστικό σου μπορείς να κάνεις οτιδήποτε… Οπότε η κυρία Αννίτα πρέπει να καθαρίσει για όλα…». Γελάει.


10.00 μ.μ.: Εξω από το στούντιο. Ταξί περνούν, κανένα δεν σταματάει. Ζαλάδα από το γύρισμα, και το ρεπορτάζ μπερδεμένο. Για την Αννίτα Πάνια, το Κουφέτο είναι επάγγελμα. «Εντάξει, γουστάρω να είμαι ηθικός αυτουργός στην ευτυχία των ανθρώπων. Αλλά δεν είμαι η Αδελφή Τερέζα… Το κάνω για τα λεφτά και τη φήμη…». Για τους «παίκτες» είναι το 15λεπτο της δόξας τους. Θα εκτεθούν ως «αζήτητο είδος» στην κάμερα, μερικοί θα γελάσουν μαζί τους, άλλοι θα τους λυπηθούν, αλλά σίγουρα κάποιος την επομένη θα τους σταματήσει στον δρόμο να τους ρωτήσει «εσείς δεν ήσασταν χθες…» ­ τα 40 περίπου τηλέφωνα που παίρνουν μαζί τους φεύγοντας μετρούν πολύ λιγότερο από αυτό. Για τους θεατές όμως; Γιατί το βλέπουν; Γιατί παρακολουθούν μια εκπομπή όταν ντρέπονται να το παραδεχθούν την επομένη; Σε μια πάροδο της Ομόνοιας το ταξί σταματάει στο κόκκινο φανάρι. Το σπρέι στον απέναντι τοίχο μιλάει με μαύρα κακότεχνα γράμματα: «Κλείστε την τηλεόραση και ανοίξτε την καρδιά σας»… Αραγε η Αννίτα να περνάει από εδώ το βράδυ όταν γυρίζει στο σπίτι της; Ζητείται νυμφίος


Αποκλείεται να είστε καλεσμένη της εκπομπής»· βλέμματα απορίας στην είσοδο του στούντιο. Ακολουθεί «δημοσιοσχεσίτικο» μειδίαμα επιβεβαίωσης: «Α, είστε από «Το Βήμα»». Αναρωτιέσαι προς στιγμήν ποια να είναι τα προαπαιτούμενα για τους καλεσμένους. Σε λίγο τους βλέπεις μπροστά από την κάμερα. Εξι κύριοι ­ απροκάλυπτα ανδροκρατούμενη η σημερινή εκπομπή ­ ετοιμάζουν τα clips τους. Τα λογύδρια είναι κάμποσα επιπλέον δευτερόλεπτα τηλεοπτικής υστεροφημίας: «Αγαπώ τα ζώα, σε ένα ποσοστό φυσικά… Ζητώ ώριμη γυναίκα με 17 χρόνων παιδί…». Το κοινό ­ όχι φιλοθέαμον, μοναχικό ­ έχει ήδη αρχίσει να πλαισιώνει το ντεκόρ με τις καρδιές, τις ανθοδέσμες και τη Hoover. Ηλικιωμένες στην πλειονότητά τους γυναίκες φορούν τα κυριακάτικά τους και έρχονται να απολαύσουν ένα συνοικιακό μελόδραμα με ζωντανή μουσική ­ μία μάλιστα εξ αυτών έχει έρθει μόνο για τον πιανίστα -, ηθογραφήματα του ζωδιακού κύκλου ­ από την guest star Ολυμπία Καντούνη ­ και κανένα σοκολατάκι κέρασμα των «Λογοδοσμένων».


Η σταρ της εκπομπής, Γιούλη Ηλιοπούλου, δέχεται στο καμαρίνι τις τελευταίες πινελιές της μακιγέζ. Το λεοπάρ deux-pieces της θα ξετρελάνει για άλλη μία φορά το κοινό. «Μα τι όμορφη που είναι αυτή η Γιούλη και τι καλή κοπέλα», μουρμουρίζει μια κυρία στη διπλανή της. Αλλωστε η οικοδέσποινα γνωρίζει πολύ καλά σε ποιον απευθύνεται και η εκπομπή και η γκαρνταρόμπα της: «Εδώ έρχονται άνθρωποι λαϊκοί, καθημερινοί, όπως ακριβώς είναι το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού λαού. Καταλαβαίνεις αμέσως ότι η ζωή δεν τους έχει φερθεί με ευγένεια, πως έρχονται στους «Λογοδοσμένους» για να βρουν μια επαφή. Θεωρώ ανήθικο αυτό που κάνουν σε άλλες εκπομπές, που τους ειρωνεύονται με την πρώτη ευκαιρία. Αν θέλεις να πουλήσεις εξυπνάδα πήγαινε σε ισότιμούς σου, όχι σε αυτούς τους ανθρώπους».


Η κυρία Καντούνη έχει ήδη αρχίσει τις προβλέψεις για τους επίδοξους νυμφίους. Εκείνοι περιμένουν εναγωνίως πίσω από το παραβάν: ο Δημήτρης, 40 χρόνων, υλοτόμος, ο Σπύρος, 41 χρόνων, ελαιοχρωματιστής, ο Πέτρος, 25 χρόνων, ιδιοκτήτης ταξί, ο Νίκος, 28 χρόνων, μηχανικός αυτοκινήτων, και οι άλλοι. Σε λίγο θα βγουν στον αέρα για να εκθέσουν τι θέλουν από τη Γιούλη και από τη ζωή τους. Τα «λάιβ» τηλεφωνήματα με όλες αυτές τις πονεμένες ψυχές που τους βλέπουν στο γυαλί ­ με τη βορειηπειρώτισσα καθαρίστρια, με την ανώνυμη μελαχρινή που έχει και περμανάντ και «μοναξιές», με τη γλυκιά ανώνυμη που ζωγραφίζει ­ θα τους χαρίσουν το αυτάρεσκο χαμόγελο που μάλλον ποτέ δεν δοκίμασαν. Εμβόλιμα τα μουσικά μέρη, τα πόδια της Γιούλης και μια φανατική θαυμάστρια της εκπομπής που απαγγέλλει δικά της ποιήματα: «… ίσως γιατί οι τρίχες είναι βαμμένες, δημιουργούν μεγάλες τρέλες». Οταν ο έρως γίνεται… Λούης



Στην είσοδο η ιδιόγραφη ταμπέλα: «Διεθνές γραφείο συνοικεσίων και ερευνών». Στην αίθουσα αναμονής η αφίσα με το ζευγάρι και το ηλιοβασίλεμα, σήμα κατατεθέν των ’70ς και της μακροβιότητας του «Λούη» ­ πάνω από 45 χρόνια στην υπηρεσία του διαπιστευμένου έρωτος ­ και ένα παλιό «Westinghouse», ψυγείο ελεγχόμενης διαπροσωπικής απόψυξης. Η Ελενα, η 27χρονη λίαν εμφανίσιμη και μοντέρνα γραμματεύς, έχει «πεταχτεί» για λίγο έξω. Επί της υποδοχής ο κύριος Λούης αυτοπροσώπως. Στο φόντο, πίσω από το πληθωρικό καλοσυνάτο πρόσωπο και το φλιτζάνι του «ελληνικού», ο πίνακας με το ζευγάρι, ένα αυτοσχέδιο εικονοστάσι, φωτογραφίες της εγγονής και ένα πορτρέτο του ιδιοκτήτη, φιλοτεχνημένο από «έναν πελάτη και φίλο».


Τα γραφεία «Λούης» ­ το παράρτημα του Πειραιά έχει αναλάβει έτερο μέλος της οικογενείας ­ εγγυώνται «παράδοση» και «εχεμύθεια». Μόνο με 100.000 δρχ. προκαταβολή και άλλες 50.000 μετά την έξοδο από την εκκλησία. Οταν ξεκίνησε επισήμως η λειτουργία τους, εκεί γύρω στο 1952, το τοπίο του εγχώριου συνοικεσίου φάνταζε επιεικώς ομιχλώδες ­ «εκτός από τον «Μιχαηλίδη», ο οποίος έβγαζε και εφημερίδα, και δύο – τρεις άλλους, δεν είχες πού να πας». Το ταλέντο «επικυρώνεται» στη διάρκεια μιας κοινότατης εμπορικής συναλλαγής. «Τότε έκανα μεσιτείες», θυμάται ο ίδιος το πρώτο βάπτισμα. «Είχε έρθει ένας γνωστός να αγοράσει σπίτι. Μου λέει: «Δεν μπορείς να μου βρεις κανέναν έμπορο γαμπρό για την αδελφή μου;». Του βρήκα στο άψε σβήσε. Ασε που μετά από 25 χρόνια πάντρεψα και την κόρη του». Ο απολογισμός αντάξιος της «διεθνούς» φήμης: 3.700 ζευγάρια στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στην Αμερική ­ «τώρα πια έχει πέσει η ζήτηση με τόσους κομπογιαννίτες που έχουν ανοίξει γραφεία· πριν από 15 χρόνια με περνούσαν για γιατρό από τις ουρές έξω από την πόρτα».


Στην έλλειψη χρόνου, στις ενδοοικογενειακές έριδες αλλά και στην αφερεγγυότητα της σύγχρονης νυχτερινής διασκέδασης εντοπίζει το πρόβλημα ­ της σχέσης και του γάμου ­ ο κύριος Λούης, πρωτοπόρος και στην κατάργηση της προίκας. «Ενας δημόσιος υπάλληλος ή ένας δικηγόρος δεν έχει χρόνο να ψάξει το ταίρι του. Οταν πάλι γίνεται συνοικέσιο μεταξύ συγγενών, δεν μπορείς να αποφύγεις τους τσακωμούς, αν ο ένας από τους δύο τυχαίνει να μη θέλει. Οσο για τα μπαρ, πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτός που γνώρισες δεν είναι σωματέμπορας, χαρτοπαίκτης ή ιπποδρομιάκιας;». Η συνεργασία με έναν φίλο ντετέκτιβ αλλά και με την Ασφάλεια ­ «ξέρεις πόσους αστυνομικούς έχω παντρέψει;» ­ παρέχει εξονυχιστικό έλεγχο στα κατατιθέμενα βιογραφικά των υποψηφίων. Ετσι, για να μην υπάρχουν παρατράγουδα στα ως επί το πλείστον τυφλά ραντεβού ­ «εγώ τους κάνω συνεντεύξεις αλλά πώς μπορείς να «ζυγίσεις» έναν άνθρωπο μέσα σε μισή ώρα;».


Η εμφάνιση, η οικονομική κατάσταση, το ήθος και η μόρφωση είναι οι βασικές κατηγορίες στις οποίες διαγωνίζονται οι πελάτες. Κανένας βέβαια δεν υπόσχεται 100% εγγύηση: «Μια πελάτισσα είχε βγει με έναν δικηγόρο και ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, εκείνος είπε «επειδής» και τον χώρισε γιατί τον θεώρησε αγράμματο». Υπάρχουν βεβαίως και οι αλλοπρόσαλλες απαιτήσεις, που ούτε ένας Λούης δεν διατίθεται να ικανοποιήσει: «Ενας μου έστειλε γράμμα από το χωριό ζητώντας για νύφη την Αλεξία, την κόρη του Κωνσταντίνου, του βασιλιά. «Δεν θα κουραστεί μαζί μου», έγραφε. «Μόνο ελίτσες θα τη βάζω να μαζεύει». Τον έστειλα στα γραφεία του Βασιλικού Κόμματος και τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές». Ασε οι «κλινικές» περιπτώσεις: «Είχε έρθει μια πελάτισσα γύρω στα 40 και μου έλεγε: «Είμαι καλό κορίτσι εγώ, έρχομαι αγνή από την αγκαλιά της μαμάς μου». Της είπα: «Δεν ντρέπεσαι σε αυτή την ηλικία; Μα πού ζεις;»».


Η γραμματεύς, η Ελενα, μπαίνει στο γραφείο και διανθίζει την αφήγηση του αφεντικού με την προσωπική της εμπειρία: «Δεν έχω παντρευτεί ακόμη, αλλά έτυχε να γνωρίσω εδώ κάποιον χαριτωμένο άνθρωπο». Ο κύριος Λούης δεν πηγαίνει πλέον στους γάμους «του» ­ παρ’ ότι είναι πάντα ο επίτιμος προσκεκλημένος, τον ξέρουν πια «και οι παπάδες». «Πήγα μια φορά στην Αγία Παρασκευή και ο γαμπρός άρχισε να φωνάζει «Σ’ευχαριστώ, Λούη, που μου χάρισες το Ντινάκι μου» και όλος ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω μου ζητώντας κάρτες του γραφείου». Τα βάρη του επαγγέλματος. Τι διορία δίνει αλήθεια στους υποψηφίους ως την τέλεση του πολύπαθου μυστηρίου; «Ενα δύο χρόνια. Μετά τους διώχνω, γιατί αν δεν έχουν κατορθώσει να βρουν σύζυγο μέσα σε αυτό το διάστημα σημαίνει ότι κοροϊδεύουν». Να που για κάποιους ο φτερωτός θεός δεν δέχεται να παραχωρήσει τα βέλη του. Ούτε τα «κατά παραγγελίαν». Με Πάππα και με κουμπάρο!


«Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι ένα μπρίκι με καυτό γάλα ακουμπισμένο σ’ ένα κρύο μάτι κουζίνας… αργά ή γρήγορα θα παγώσει. Ενώ ο έρωτας με συνοικέσιο είναι ένα μπρίκι με κρύο γάλα σ’ ένα μάτι καυτό… και όσο πάει καίει περισσότερο!». Τάδε έφη κ. Γιώργος Πάππας, ιδιοκτήτης του ομώνυμου γραφείου συνοικεσίων. «Σαράντα έξι χρόνια προϋπηρεσία. Εχω παντρέψει εγώ…» υπερηφανεύεται. «Ενα γάμο την εβδομάδα, τουλάχιστον!». Το γραφείο του δέχεται υποψήφιες νύφες άνω των 18 και μελλοντικούς γαμπρούς μεγαλύτερους των 26, ενώ αναλαμβάνει και… ειδικές αποστολές. «Ερχεται μια κοπελιά, για παράδειγμα, και μου λέει «μου αρέσει ένας κύριος στο γραφείο μου, αλλά ντρέπομαι να τον πλησιάσω». Ε, πάω εγώ, τον τσεκάρω αν είναι καλό παιδί, του κάνω τη σχετική νύξη και δένει το πράγμα!». Ο κ. Πάππας παίρνει ύφος… τζεϊμσμποντικό. «Βέβαια τώρα σας αποκαλύπτω μυστικά της δουλειάς… Και τι γίνεται αν μου τα κλέψουν άλλοι;».


Για τον… φόβο των Ιουδαίων ο κ. Πάππας έχει στην υπηρεσία του και τέσσερις ερευνητές που τα απογεύματα περνούν από… κόσκινο τους νέους πελάτες, προς αποκάλυψη τυχόν «παρατράγουδων» ­ «να είναι κάποιος ήδη παντρεμένος και να μην το λέει, φέρ’ ειπείν, ή να λέει πως είναι υψηλόμισθος και στο πρώτο ραντεβού να μην έχει να πληρώσει τον καφέ… Βέβαια αυτά σπάνια συμβαίνουν. Οποιος έρχεται εδώ νιώθει σαν να πηγαίνει στον γιατρό. Κι άμα ο γιατρός σε ρωτάει «πονάς;», λες «πονάω!». Αλλιώς, πώς θα σε γιατρέψει;». Φυσικά τον ρόλο του… γιατρού στο γραφείο έχει ο ίδιος ο κ. Πάππας ­ ο οποίος στις… διαγνώσεις δηλώνει κορυφή. «Μπαίνει ο άλλος μέσα και μπορεί να πιστεύει χίλια δυο για τον εαυτό του. Με το που θα κάτσει στην καρέκλα, εγώ θα τον φέρω στα νερά μου». Η μέθοδος; «Α, είναι επιστήμη το συνοικέσιο, δεν έχει συνταγές. Θέλει κοινωνιολογική προσέγγιση, ψυχολογική διερεύνηση… Εγώ τόσα χρόνια σ’ αυτό το γραφείο την έχω σπουδάσει τη δουλειά. Αλλωστε κι εγώ μέσα από εδώ παντρεύτηκα!». Τρόπον τινά ο γιατρός στην περίπτωσή του εφήρμοσε… ομοιοπαθητική! Κομπιουτ-έρως


Ποια είναι η διεύθυνση του άνδρα της ζωής σας; «Elite@eexi.gr» ­ πληκτρολογήστε την και ο ιππότης των ονείρων σας θα πεταχτεί με το λευκό του άτι από την οθόνη, να διεκδικήσει την καρδιά σας… Δεν το πιστεύετε; Και όμως, κάπου εκεί, μέσα στα κυκλώματα του υπολογιστή αυτός σας περιμένει ­ αλλά βέβαια δεν εμφανίζεται προτού περάσετε από το… ταμείο: η αναζήτησή του θα σας στοιχίσει 100.000 δραχμές προ της γνωριμίας και 50.000 δραχμές κατόπιν… εκκλησίας. Δώστε το αρχικό ποσόν και έχετε σίγουρο αποτέλεσμα: από το πρώτο… ηλεκτρονικό φλερτ ως τον χορό του Ησαΐα η πορεία είναι εγγυημένη ­ τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ο κ. Γ. Πάππας, πρόεδρος του σωματείου γραφείων συνοικεσίων «Ο Δάμων», που είχε τη φαεινή ιδέα να… παντρέψει προξενιό και υπολογιστή.


Πρόκειται για το τελευταίο φρούτο στον χώρο της παντρειάς εξ αποστάσεως… Με μόλις μερικούς μήνες προϋπηρεσίας η ηλεκτρονική σελίδα γάμου του Internet φιλοδοξεί να αποτελέσει την… τελευταία λέξη της μόδας στο προξενιό. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση κάθε νύφη βρίσκει τον γαμπρό της και τούμπαλιν, λέει ο κ. Πάππας, και μέχρι τούδε τέσσερις γάμοι (και ευτυχώς ουδεμία κηδεία!) μεταξύ Ελλήνων και περίπου 700-800 παγκοσμίως (η συνταγή στο εξωτερικό είναι πολλάκις δοκιμασμένη) έρχονται να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές.


Πώς γίνεται το ηλεκτρονικό προξενιό; Κάθε επίδοξος γαμπρός ή νύφη, αφού πρώτα συνεννοηθεί με τον κ. Πάππα, περνάει τη φωτογραφία και τα βιογραφικά του στοιχεία στον υπολογιστή, ούτως ώστε να μπει στη λίστα των… μελλόνυμφων. Παράλληλα, μπορεί να διαλέξει και από τους έτερους «συνδρομητές» του δικτύου που φιλοδοξούν να έλθουν εις γάμου κοινωνίαν. Βεβαίως, για να συμμετάσχει κάποιος στο… ηλεκτρονικό νταλαβέρι πρέπει να έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και να έχει καταβάλει τις προαναφερθείσες 100.000 δραχμές.


Τα ως τώρα στατιστικά των ηλεκτρονικών γάμων δείχνουν ότι στην ηλεκτρονική παντρειά μεγάλο… ρεύμα έχουν οι γυναίκες από 18 ως 23 και από 50 και πάνω, ενώ αντίστοιχη ροπή στους γάμους με καλώδιο παρουσιάζουν και οι άνδρες από 25 ως 45 ετών. «Η γνωριμία μέσω Internet προσφέρεται για τους ντροπαλούς ανθρώπους. Δεν χρειάζονται πολλές διευκρινίσεις διά ζώσης», λέει ο κ. Πάππας. Αλλά αμέσως σπεύδει να υπερασπισθεί την παραδοσιακή μορφή προξενιού ­ τα γραφεία συνοικεσίων. «Σε καμία περίπτωση ο κομπιούτερ δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη επαφή. Μετά την επιλογή, το ζευγάρι γνωρίζεται και πάει λέγοντας…». Από το βίντεο πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει…


«Δεν ψάχνω για κάποια σαν τη Μαράια Κάρεϊ… Εξάλλου αυτή ήταν και άσχημη!». Ο Νίκος κάθεται απέναντί μου. Τα πόδια σταυρωμένα, δίπλα του μια πορτοκαλάδα, πίσω του ολόφωτο το κτίριο του ΟΗΕ. «Δεν με καλύπτει πια ένα ακόμη one night stand. Δε λέω, καλό είναι κι αυτό, αλλά πια δεν με καλύπτει…». Γύρω στα 30, μακό μπλουζάκι, αβεβαιότητα στο βλέμμα. Κουνιέται στην καρέκλα ρίχνοντας νευρικές ματιές στις γωνίες του στούντιο. «Εχω μια μοτοσικλέτα. Εχει πάνω της από αναπτήρα μέχρι κασετόφωνο. Είναι καλή μοτοσικλέτα… αλλά γίνεται ακόμη καλύτερη με συνεπιβάτη… Φρόντισε λοιπόν!». Τελευταίο χαμόγελο. Η εικόνα του Νίκου γκριζάρει, το κτίριο του ΟΗΕ χάνεται, το πλάνο λευκαίνει, το βίντεο τελειώνει. Ο κ. Λεβί Γκίλι, ιδιοκτήτης της Date Gallery, στηρίζεται στην κάσα της πόρτας. «Ο Νίκος είναι στέλεχος ιδιωτικής επιχείρησης», λέει. «Εχει πολλά λεφτά, έχει καλή δουλειά, έχει νιάτα…». «Τότε γιατί ήρθε σ’ εσάς;». «Γιατί δεν έχει χρόνο!».


Στα κιτάπια του κ. Γκίλι στοιβάζονται ήδη 450 βιντεοσκοπημένοι γαμπροί και νύφες. Καθένας τους έχει πληρώσει 140.000 δραχμές για να είναι εκεί. Οι μισοί έχουν ήδη υποστεί τη… «γαμήλια ανακύκλωση» ­ πριν από την Date Gallery πέρασαν από γραφεία συνοικεσίων, από τηλεοπτικές εκπομπές, από τηλέφωνα γνωριμιών «090… ­ τα 15 δευτερόλεπτα 41 δραχμές»… Ολοι ελπίζουν ακόμη…


Ο κ. Γκίλι έχει ένα χρόνο στη δουλειά. Πλέον «κόβει» τους πελάτες του από την πρώτη κουβέντα. «Κάποιοι με το «καλημέρα» λένε «Θέλω αυτό. Εχετε;». Είναι εκείνοι που έχουν πάει και αλλού. Ξέρουν τι θέλουν ­ μπορούν να σ’ το περιγράψουν επακριβώς. Μόνο που μερικές φορές θέλουν περισσότερα από αυτά που μπορούν να έχουν… Υστερα, υπάρχουν και οι άλλοι ­ «Είμαι έτσι. Μπορείτε να με βοηθήσετε;». Μοιάζουν λιγάκι σαν χαμένοι, σαν να είμαστε η τελευταία τους ελπίδα. Δεν ξέρουν τι άνθρωπο ζητούν, ξέρουν μονάχα πως δεν αντέχουν άλλη μοναξιά…».


Οσο ο κ. Γκίλι μιλάει, το βίντεο ξαναρχίζει. Με την άκρη του ματιού μου παρακολουθώ την κυρία Εμυ να λικνίζεται φιλάρεσκα στον εμπριμέ καναπέ. Δείχνει περί τα 45, δηλώνει κάτοικος βορείων προαστίων. Κουνάει τα χέρια της, χάριν παραστατικότητος, ίσως και χάριν επιδείξεως: τα χρυσαφικά της στα δάχτυλα και στους καρπούς στριφογυρίζουν απαστράπτοντα. «Προσωπικά έχω τελειώσει δύο κολέγια στην Ελβετία και αναζητώ κάποιον κύριο ειλικρινή…». «Κλισέ!» πετιέται ο κ. Γκίλι. «Ολοι λένε «θέλω ειλικρίνεια» ή «είμαι ειλικρινής». Το εννοούν. Βλέπετε, από εδώ περνούν πολλοί πληγωμένοι άνθρωποι…».


Οπως ο κ. Μιχάλης. Συνταξιούχος κομμωτής, περί τα 50. «Χώρισα… Οι φίλοι χάθηκαν, οι γνωριμίες έγιναν δύσκολες… Τι να κάνω; Να εκτίθεμαι στις πλατείες και στους δρόμους;». Χαμογελάει αμήχανα. Στριφογυρίζει στα δάχτυλα ένα λουλούδι, γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο. «Δεν καπνίζω, το κομπολόι δε μ’ αρέσει… Γιατί όχι λουλουδάκι;». Ο κ. Μιχάλης αλλάζει χέρι στο λουλούδι. «Ελάττωμά μου η πολλή καλοσύνη». Δεύτερο κλισέ ­ άλλωστε η ερώτηση προσφέρεται: «Ποιο είναι το ελάττωμά σας;». «Είμαι υπερβολικά ανοιχτοχέρης» ή «Είμαι πάρα πολύ ευαίσθητος» ή απλώς «Δεν έχω ελαττώματα!».


Παρατηρώ ότι όλοι στην κάμερα δείχνουν πολύ άνετοι. «Κόλπο!» λέει ο κ. Γκίλι. «Απλώς κόβουμε τα πρώτα λεπτά του βίντεο, που είναι τρακαρισμένοι. Ουσιαστικά φτιάχνουμε ένα διαφημιστικό σποτ με προϊόν τον πελάτη μας… Οταν ο πελάτης προσφέρεται, είναι εύκολο. Μόνο που μερικές φορές το προϊόν δεν «τραβάει»…». Ζητάω να δω ένα τέτοιο βίντεο. Ενα λεπτό μετά, μια χοντρή κυρία με ροζ κολλητό πουλόβερ ξεχειλίζει απ’ την οθόνη. «Εγώ τώρα δεν πάω πουθενά. Αλλά, άμα τύχει, πάω παντού…». Κάνει παύσεις, κοιτάζει ψηλά. «Αρκεί να μην είναι βλάσφημος και γρουσούζης και απατεώνας, και πάω παντού. Και στο σπίτι μένω, και στην ταβέρνα πάω, και στην εξοχή πάω. Παντού πάω… ειδικά το βράδυ που βραδιάζει…». «Τη ζήτησε κανείς αυτή την κυρία;» ρωτάω. Ο κ. Γκίλι γελάει. «Μα… και βέβαια. Μόνο οι διανοούμενοι νομίζετε πως παντρεύονται;».