Τα χρόνια περνούν και δεν συγχωρούν. Είναι η ώρα της σιέστας και η όψη του Αντονι Κουίν είναι τόσο καταβεβλημένη όσο και η όψη του δωματίου του στο Gran Hotel της Ρώμης όπου διαμένει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας του: Ο συνδικαλιστής. Πράγματι, ο Κουίν και η σουίτα του μοιάζουν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο: και οι δύο είναι τεράστιοι, σοβαροί, αριστοκρατικοί και… μπάζουν. Ο Κουίν, με κίτρινο πουκάμισο και ονειροπόλο βλέμμα, είναι προφανές ότι ξεχνάει. Εχει ξεχάσει ότι η δημοσιογράφος θα αργούσε λίγο, ότι είχε τηλεφωνήσει για να απολογηθεί και ότι εκείνος της είχε κλείσει το τηλέφωνο. Εχει ξεχάσει αν δίνει συνέντευξη για περιοδικό ή τηλεόραση και, στην πορεία της συζήτησης, ξεχνάει και ποια γλώσσα μιλάει: από τα ισπανικά, τη μητρική του γλώσσα, πηδάει εύκολα στα αγγλικά ή στα ιταλικά. Κάπου κάπου χάνει τον ειρμό της κουβέντας ή απαντά μονολεκτικά, με ύφος χαμένο, σαν παιδί ή σαν γέρος που βρίσκεται στα πρόθυρα του εγκεφαλικού. Παρ’ όλα αυτά, το θαύμα της ανάστασης δεν αργεί: είκοσι λεπτά αργότερα, χωρίς να ξέρω πώς και γιατί, ο Κουίν αφήνει σε μια γωνιά τα 81 του χρόνια και μεταμορφώνεται σε επαναστατημένο φυσικό φαινόμενο. Ενθουσιασμός τον συνεπαίρνει για νέα σχέδια, ξεκαρδίζεται στα γέλια, αρχίζει ατέλειωτους μονολόγους και ανοιγοκλείνει τα μάτια με απίστευτη κοκεταρία. Χτυπάει το τηλέφωνο και ο Κουίν, ως άλλος σεισμός, βάζει τις φωνές επί δέκα λεπτά στον συνομιλητή του, συνοδεύοντας τις κραυγές του με χτυπήματα της γροθιάς επάνω στο τραπέζι.


Στ’ αριστερά μας, επάνω σε ένα γραφείο με ξεφτισμένες επιχρυσώσεις, στοιβάζονται τα σενάρια. Σε αυτό το ίδιο γραφείο ο Κουίν γράφει κάθε βράδυ τα πέντε όμορφα πράγματα που του συνέβησαν στη διάρκεια της ημέρας. «Αυτά τα λουλούδια, για παράδειγμα», λέει δείχνοντας μια γιγαντιαία ανθοδέσμη. «Μου άρεσαν πολύ. Δεν συμβαίνουν βέβαια πάντοτε πέντε όμορφα πράγματα μέσα στη μέρα. Καμιά φορά συμβαίνουν και περισσότερα. Ή λιγότερα. Πάντα όμως έχω την Αντόνια». Η Αντόνια είναι τριών ετών, το δωδέκατο από τα παιδιά του Κουίν, και βγήκε περίπατο με τη μητέρα της Κάθι Μπέβιν. Η Μπέβιν, πρώην γραμματέας και νυν σύντροφος του ηθοποιού, του χάρισε πριν από λίγες ημέρες το 13ο παιδί του, ενώ σκοπεύει μέσα στο καλοκαίρι να τελειώσει ένα ακόμη κεφάλαιο της ταραχώδους του βιογραφίας. «Δεν πιστεύω ότι είμαι ικανός να ξαναερωτευθώ», ψιθυρίζει ο Κουίν. «Με την κοπέλα αυτή περνάω πάρα, πάρα πολύ καλά. Θα μου άρεσε πολύ να είχα περάσει όλη μου τη ζωή όπως τώρα, μαζί της. Η προηγούμενη σύζυγός μου, μόλις γεννούσε ένα παιδί άρχιζε να δίνει συνεντεύξεις, να λέει ότι ζωγραφίζει, ότι είναι ηθοποιός, ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι, αλλά η σημερινή κυρία μου ­ δόξα τω Θεώ ­ δεν κάνει τίποτε από όλα αυτά. Ασχολείται μόνο μαζί μου». Και ο Κουίν χαμογελά ευλογημένα.


Ο Κουίν είναι παλαιών αρχών και είναι περήφανος γι’ αυτό. Την πρώτη του γυναίκα, Κάθριν, υιοθετημένη κόρη του μεγάλου Σεσίλ ντε Μιλ, την έκανε μαύρη στο ξύλο τη νύχτα του γάμου τους γιατί ανακάλυψε ότι δεν ήταν παρθένα. Βρήκε έτσι την ιδανική δικαιολογία για τη μόνιμη δική του απιστία: αν εκείνη είχε πάει με άλλους, εκείνος θα πήγαινε με όλες. Με σημερινούς υπολογισμούς ο κατάλογος των κατακτήσεών του φθάνει τις 3.000 γυναίκες. Η Κάθριν υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την καριέρα της ως ηθοποιού, να κλειστεί σε ένα μικρό διαμέρισμα με τα παιδιά, να πάψει να βλέπει όχι μόνο τους φίλους της αλλά ακόμη και τον διάσημο πατέρα της. «Δεν της επέτρεπα ποτέ να παίρνει χρήματα απ’ αυτόν. Δεν επέτρεπα να υπακούει σε διαταγές που δεν ήταν οι δικές μου», θυμάται ο Κουίν. Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα, και ενώ είχε ήδη αποκτήσει το πρώτο του εξώγαμο παιδί και πήγαινε για το δεύτερο, ο Κουίν συναίνεσε στο διαζύγιο. Η υποταγμένη Κάθριν είχε ήδη καταφύγει πριν από αρκετά χρόνια στο «Κίνημα Ηθικής Επιστράτευσης», μαζί με την κόρη της Καταλίνα, και ο Κουίν, που πίστευε πάντοτε στα φαντάσματα, είχε αποδεχθεί πια την παρουσία ενός καινούργιου: του Κλαρκ Γκέιμπλ, ενός από τους εραστές της Κάθριν, που και σήμερα ακόμη τον στοιχειώνει.


Η δεύτερη σύζυγός του αποδείχθηκε πιο δυναμική. Ονομαζόταν Γιολάντα Αντολόρι και εργαζόταν ως σχεδιάστρια στην ταινία Βαραβάς. Ο Κουίν έπεσε στην παγίδα του βεντετισμού: κάποιος του είπε ότι ο Βιτόριο Γκάσμαν είχε ατομικό βοηθό βεστιαρίου και εκείνος αποφάσισε ότι δεν πρέπει να πάει πίσω. Ετσι η Γιολάντα μπήκε στο σπιτικό του, φροντίζοντας πρώτα την ντουλάπα του, ύστερα την Κάθριν και τα παιδιά και τέλος την ψυχαγωγία του ίδιου του Κουίν. Οταν παντρεύτηκαν, ο Τόνι ήταν 50 ετών και είχε όρεξη να ξαναρχίσει από την αρχή. Σήμερα, ύστερα από 33 χρόνια σχέσης και τρία παιδιά, οι δικηγόροι του ζεύγους δίνουν ακόμη τη μάχη για διατροφές, κληρονομιές, δικαιώματα και υποχρεώσεις. «Χάρη σ’ αυτή την εμπειρία κατάλαβα πόσο πολύ νοιάζεται για μένα ο κόσμος. Ο κόσμος με καταλαβαίνει», εξηγεί ο Κουίν σκεπτικός, χωρίς ν’ αφήνει από τα μάτια του την τεράστια ανθοδέσμη. «Γιατί αυτή η κυρία, που ήταν σύζυγός μου ως τώρα, δεν μοιράστηκε ποτέ το αίμα μου. Ούτε το αίμα μου, ούτε την καρδιά μου. Εγώ ήμουν ερωτευμένος με τα τρία παιδιά μου, τρελά ερωτευμένος, τελεία και παύλα. Ο δικός της έρωτας είχε τελειώσει. Και ο κόσμος το ήξερε, το καταλάβαινε. Κι εκείνη το ίδιο. Δεν ήξερε πώς να φερθεί σ’ ένα δημόσιο πρόσωπο όπως εγώ. Οχι, όλη την ώρα ήθελε να με διατάζει: «Οχι, όχι, Αντονι. Ελα εδώ, εδώ σου λέω…». Δεν μου φερόταν όπως έπρεπε. Αλλά εγώ συνεχίζω τον αγώνα για τα παιδιά μου. Για να τους αφήσω κάτι. Γι’ αυτό συνεχίζω να ζωγραφίζω, να κάνω γλυπτά και να σχεδιάζω κοσμήματα. Για τα χρήματα. Γιατί χρειάζομαι πολλά χρήματα. Εχω 13 παιδιά να ζήσω! Η ζωή μου ήταν πολύ γεμάτη, έκανα πολλές βλακείες, αλλά τα παιδιά μου έχουν πάντα την πρώτη θέση».


Ο πρωτότοκος, ο Κρίστοφερ, πέθανε από πνιγμό όταν ήταν τριών ετών στην πισίνα του ηθοποιού Γ. Φιλντς. «Δεν μιλώ ποτέ γι’ αυτό. Ούτε στους ψυχαναλυτές», σαρκάζει ο Κουίν. Υστερα ήρθαν η Κριστίνα, η Καταλίνα, ο Ντάνκαν, η Βαλεντίνα, ο Φρανσίσκο, ο Ντάνι και ο Λορέντζο. Η μητέρα του Σον και του Αλεξ είναι Γερμανίδα και στη Γαλλία ζει άλλο βλαστάρι του Κουίν που έχει βιβλικό όνομα, αλλά παραμένει στην ανωνυμία: «Μιλάμε στο τηλέφωνο και αλληλογραφούμε, αλλά η μητέρα του δεν θέλει ακόμη να γνωριστούμε. Πρέπει να σεβαστώ την επιθυμία της, παρ’ όλο που μέσα μου με σκοτώνει, γιατί πώς μπορεί ο πατέρας να μη γνωρίζει το γιο του; Πώς μπορεί ο γιος να μη γνωρίζει τον πατέρα;» Η Αντόνια, η προτελευταία, είναι το φως των ματιών του. «Εκείνη έκανε το θαύμα και συνέχισα να είμαι όρθιος. Εκείνη θα κάνει να ζήσω για να μπούμε μαζί στον καινούργιο αιώνα. Η Αντόνια είναι κάθε παιδί που γέννησα, κάθε γυναίκα που αγάπησα, κάθε πίνακας που ζωγράφισα. Είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μου. Είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια πάστα. Δεν έχουμε όλο τον χρόνο δικό μας, αλλά έχουμε όσο χρόνο χρειαζόμαστε».


Η δεύτερη αυτοβιογραφία του, One man tango, αφιερώνεται σε όλα τα παιδιά του: «Γνωρίστε τον πατέρα σας για να γνωρίσετε τον εαυτό σας». Δεν είναι και εύκολη δουλειά. Ούτε ο ίδιος ο Κουίν δεν τα κατάφερε. «Προσπάθησα να γνωρίσω τον εαυτό μου πολλές φορές, αλλά συνέχεια άλλαζα. Ποτέ δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος από τη μια μέρα στην άλλη. Νομίζω ότι δεν γράφει κανείς την ιστορία της ζωής του για να θυμηθεί, αλλά για να ξεχάσει. Τι σημασία έχει το τι πέρασα; Σημασία έχει μόνο ποιος είμαι. Και εγώ είμαι ο Αντονι Κουίν: γιος, αδελφός, εποχιακός αγρότης, φοιτητής, εραστής, ηθοποιός, σύζυγος, πατέρας, γλύπτης, ζωγράφος, αλαζονικό κάθαρμα. Είμαι Μεξικάνος, Ιρλανδός, Ινδιάνος, Αμερικάνος, Ιταλός, Ελληνας, Ισπανός, Κινέζος, Εσκιμώος, μουσουλμάνος. Είμαι όλα αυτά και πολλά άλλα. Και πολύ λιγότερα. Πάνω απ’ όλα όμως είμαι καλλιτέχνης. Αυτή ήταν η αρχή μου και αυτό θα είναι το τέλος μου», εξομολογείται σε μια από τις σελίδες της.


Το προπατορικό αμάρτημα, όπου διηγήθηκε για πρώτη φορά τη ζωή του, ήταν αφιερωμένο «Στη μητέρα μου που με συγχώρεσε τη μέρα που γεννήθηκα». Εκείνη την ημέρα, στις 21 Απριλίου του 1915, άρχισε η παιδική ηλικία ενός φτωχού Μεξικανόπουλου, γιου ενός στρατιώτη του Πάντσο Βίλα και μιας μελαχρινής κοπέλας που είχε μάθει να διαβάζει και να γράφει κεντώντας την προίκα πλουσιότερων κοριτσιών που πήγαιναν να παντρευτούν στην Τσιουάουα. Ο Αντονι Κουίν εισήλθε λάθρα στις Ηνωμένες Πολιτείες σε ηλικία τεσσάρων μηνών, κρυμμένος σε ένα τρένο ατμοκίνητο, αρχίζοντας έτσι έναν αγώνα που θα κρατούσε μια ζωή. Οι περιγραφές βεβαιώνουν ότι η πρώτη του λέξη ήταν «πεινάω» και το μοναδικό του παιχνίδι ένα τραμ από λιωμένο σίδερο. Η οικογένεια Κουίν κέρδιζε τη ζωή της τοποθετώντας ράγες στις σιδηροτροχιές, μαζεύοντας φρούτα και βαμβάκι απ’ άκρου εις άκρον της Καλιφόρνιας και «έπιασε την καλή» όταν ο πατέρας βρήκε δουλειά ως οπερατέρ και φροντιστής ζώων σε μια εταιρεία παραγωγής φτηνών ταινιών. Η ηρεμία δεν κράτησε για πολύ. Ο Φρανσίσκο Κουίν πέθανε στα 29 του χρόνια όταν τον χτύπησε αυτοκίνητο και ο Τόνι χρειάστηκε να σκαλίσει μόνος του την επιγραφή στον τάφο του πατέρα του και να βρει τον τρόπο να ζήσει τη μητέρα, τη γιαγιά και την αδελφή του. Ηταν ο άνδρας της οικογένειας και μόλις 11 ετών. Εγινε το παιδί για όλες τις δουλειές: λούστρος, νεροκουβαλητής, παιδί της μπετονιέρας, μικροπωλητής, καθαριστής, ταξιτζής, μποξέρ, χορευτής σε διαγωνισμούς και ένα σωρό άλλα απίθανα επαγγέλματα… Ποτέ δεν συγχώρεσε στη μητέρα του το ότι ξαναπαντρεύτηκε. Σε ηλικία 14 ετών ερωτεύτηκε πλατωνικά μια κοκκινομάλλα ιεροκήρυκα. «Μετέφραζα αυτά που έλεγε και έπαιζα σαξόφωνο για να συγκεντρώσω κόσμο να την ακούσει. Αντέγραψα το ύφος της και έμαθα να κρατώ σε εγρήγορση τους ακροατές όπως αυτή. Η απόσταση ανάμεσα στον ευαγγελιστή και στον ηθοποιό ήταν ανύπαρκτη». Οι πνευματικές του αναζητήσεις δεν κράτησαν πολύ: όπως πάντα, οι γυναίκες μπήκαν στον δρόμο του. Ο Τόνι απέκτησε την πρώτη του φιλενάδα και, παρεμπιπτόντως, κατέκτησε και τη μητέρα της η οποία τον μύησε στη λογοτεχνία των Σοπενάουερ, Νίτσε, Μποντλέρ και Ντάντε, στη μουσική του Μπαχ και στη ζωγραφική του Γκογκέν. Κατά τύχη βρέθηκε να φοιτεί σε δραματική σχολή: του φάνηκε πως ήταν ο καλύτερος τρόπος για να διορθώσει τα λάθη στην προφορά του. Τα πράγματα πήραν όμως άλλη τροπή και ο Κουίν έγινε μέλος περιοδεύοντος θεατρικού θιάσου. Με το χάρισμα να πιάνει φίλους ακόμη και στην κόλαση, ο Κουίν γρήγορα γνώρισε τους πάντες: συνέτρωγε με τον Τσέχοφ και τον Ραχμάνινοφ, συναναστρεφόταν τον Στάινμπεκ, τον Φόκνερ και τον Φιτζέραλντ στη βιβλιοθήκη, έβγαινε για γυναίκες με τον Ερολ Φλιν και τον Τζον Μπάριμορ, τον προστάτη του. Ο Τζορτζ Κιούκορ ήταν ο πρώτος θρύλος του Χόλιγουντ που επιχείρησε να τον προσελκύσει. Η Μέι Γουέστ ήταν ο δεύτερος. Η Κάρολ Λόμπαρντ, η Ινγκριντ Μπέργκμαν ή η Μορίν Ο’Χάρα πλούτισαν στο πέρασμα του χρόνου τον κατάλογο με τις κατακτήσεις του. «Η Ρίτα Χέιγουορθ και εγώ δεν είχαμε ποτέ πολλά να πούμε, αλλά δεν ήταν και απαραίτητο». Ο Κουίν ξύνει το κεφάλι του: «Ημουν πάντα περιτριγυρισμένος από γυναίκες, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, τη Ρίτα και τις άλλες, καταλαβαίνω πόσο τυχερός ήμουν που δεν τις παντρεύτηκα. Αϊ, αϊ, αϊ, ο Θεός με έσωσε».


Η κινηματογραφική ζωή του δεν ήταν ωστόσο τόσο έντονη όσο η νυκτερινή. Στο ντεμπούτο του Parole! πρόλαβε να γελάσει, να μαχαιρωθεί και να πεθάνει μέσα σε 45 δευτερόλεπτα. Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν και πολύ. Ο Κουίν έπαιξε τον λατίνο μαφιόζο, τον ρώσο κατάσκοπο, τον μαλαισιανό δικτάτορα, τον ασιάτη πολεμιστή, τον πειρατή των επτά θαλασσών, τον θαλασσόλυκο καπετάνιο, τον ανδαλουσιανό ταυρομάχο και γενικώς τη σκοτεινή φυσιογνωμία οποιασδήποτε μειονότητας θα μπορούσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον της UNICEF. Ποτέ όμως δεν έφθανε ζωντανός ως το τέλος της ταινίας. «Ετσι όμως άρχισα να αλλάζω τον κόσμο, γιατί εκείνη την εποχή κανένας Μεξικάνος δεν εργαζόταν στον κινηματογράφο και εγώ άλλαξα τον τρόπο που φέρονταν οι άλλοι στους Κινέζους, στους νέγρους. Εγώ τους μεταχειριζόμουν πάντοτε ως ανθρώπινα όντα», αναστενάζει. «Και αυτό είναι ένα χάρισμα που μου έδωσε ο Θεός και που μου δίνει μεγάλη χαρά». «Χρειάστηκε να φθάσω σε ηλικία 32 ετών και να γυρίσω πάνω από 50 ταινίες για να αναγνωριστώ». Με το Viva Zapata κέρδισε το πρώτο του Οσκαρ δευτέρου ρόλου. Το δεύτερο το κέρδισε με το Πάθος για ζωή. Κατά περίεργο τρόπο, του στέρησαν το Οσκαρ που περισσότερο άξιζε, για την ερμηνεία του στον Ζορμπά (Zorba, the Greek). «Ηξερα πάντα ότι να κάνεις ταινίες είναι σαν να χορεύεις έναν παράξενο χορό», παραδέχεται ο Κουίν. «Ηταν παράξενο στην αρχή και είναι ακόμη. Σε μαγεύει, σε ντοπάρει, αλλά είναι απλώς ένας ακόμη τρόπος να κερδίσεις τη ζωή σου. Και τώρα ακόμη, σ’ αυτή την ηλικία, κατάλαβα ότι από όσα έχω κάνει στη ζωή μου αυτό είναι που με γεμίζει περισσότερο».


Ο Κουίν όμως δεν θέλει να μιλάει για το παρελθόν. «Σιχαίνομαι τη νοσταλγία», εξηγεί. Το να κοιτάς πίσω είναι οδυνηρή απώλεια χρόνου. «Εγώ ήθελα να αλλάξω τον κόσμο. Είχα τις δυνάμεις για να αλλάξω τον κόσμο. Ο,τι όμως έκανα είναι σαν τα σύννεφα. Τα σύννεφα διαλύονται. Και στην ηλικία μου συνειδητοποιώ ότι δεν έχω αφήσει τίποτε πίσω μου. Μόνο ένα σωρό από ταινίες. Και ποιος τους δίνει σημασία; Κανένας». Ο Κουίν παίρνει ανάσα. «Εγώ τώρα έχω να παλέψω με την ηλικία μου, να παλέψω με τα μυαλά που κουβαλάω, να παλέψω με τα ιδανικά που με εγκαταλείπουν και που γι’ αυτά αγωνίστηκα μια ζωή, ξέροντας πως σε πέντε χρόνια δεν θα έχουν καμιά αξία. Ολα θα αλλάξουν. Τίποτε δεν θα αξίζει τον κόπο. Πρέπει να χτίσουμε ένα νέο κόσμο, αλλά το πρόβλημα είναι ποιον θα ακολουθήσουμε. Πιστεύω ότι πρέπει να γεννηθεί ένας γιος μου ή κάποιος που θα έχει τη δύναμη και τα ιδανικά για να φτιάξει μια καλύτερη ζωή. Ο γιος μου ο Λορέντζο θα είναι πολύ σημαντικός για τον επόμενο αιώνα. Ισως αυτός να μπορέσει ή ίσως ο γιος του Λορέντζο, δεν ξέρω…».


Ξαναχτυπάει το τηλέφωνο και ο Κουίν ωρύεται και πάλι στα αγγλικά για δύο τρομερά λεπτά προτού κλείσει και πάλι το τηλέφωνο με βρόντο. Κάποιος από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού τα άκουσε για τα καλά. «Ποτέ δεν ήμουν ήρεμος άνθρωπος», απολογείται ο Κουίν. «Ποτέ δεν ήμουν ανεκτικός. Και ούτε θα είμαι ποτέ». Οχι, δεν θα είναι. Ξέρει ότι ο θάνατος του την έχει στημένη. Εχει σημειώσει έναν λόφο της Τσιουάουα στον χάρτη. Και θέλει όλα τα παιδιά του να τον οδηγήσουν ως εκεί. Θέλει να τον αφήσουν στην κορυφή για να σαπίσει στον ήλιο. Θέλει να γίνει τροφή για τα γεράκια. Θέλει να θυμηθούν ότι ο πατέρας τους έζησε όλες τις δυνατές ζωές και κυριολεκτικά ξεζούμισε την κάθε στιγμή. Οι μνήμες του μπορεί να χρησιμεύσουν για επιτάφιο: «Η ζωή μου ήταν μια καβαλαρία. Ανέβηκα σε κάθε λόφο σαν να ήταν ο τελευταίος, έστριψα σε κάθε γωνία σαν να επρόκειτο να ανακαλύψω κάποιο μυστικό. Εκανα ό,τι έμελλε να συμβεί. Εφαγα. Γέλασα. Δούλεψα. Εθαψα τον πατέρα μου. Δούλεψα. Εφαγα. Πήρα τα παιδιά απ’ το σχολείο. Σήκωσα το τηλέφωνο. Εμαθα το σενάριο. Ζωγράφισα. Ξαναγέλασα. Εκλαψα. Δεν στάθηκα ούτε στιγμή. Πάντα υπάρχει κάτι καινούργιο να ανακαλύψεις. Πρέπει να υπάρχει».