Αν κάποτε η ξύλινη γλώσσα αποτελούσε «θλιβερό προνόμιο» των πολιτικών, τώρα έχει περάσει σε όλα τα επίπεδα της ζωής, χωρίς ουσιαστικά να σκοντάφτει κανείς επάνω της. Το οπλοστάσιο των κλισέ, που περιέχει φαστ φουντ ιδέες, συναισθήματα, κρίσεις, απόψεις και έτοιμες απαντήσεις, έχει δημιουργήσει μια παράλληλη γλώσσα που εξοστρακίζει την ευφυΐα, την ελευθερία και την πρωτοτυπία


Βρισκόμαστε κάτω από την κυριαρχία των κλισέ. Ουσιαστικά είμαστε δέσμιοί τους. Ανακοινώνουμε με σοβαροφάνεια κλισέ, συνδιαλεγόμαστε με κλισέ, αισθανόμαστε ασφάλεια όταν ακούμε κλισέ, τα θεωρούμε φυσιολογικά και φυσικά δεν ντρεπόμαστε καθόλου για τη διαιώνισή τους. Τα κλισέ είναι η καινούργια μεταδοτική, μολυσματική αρρώστια, που έχει περισσότερα θύματα από την επιδημία της πανούκλας, που μεταξύ 1348 και 1377 σκότωσε το 40% των Ευρωπαίων. Στην Ελλάδα η λεκτική μπαναλαρία και το κιτς της συμπεριφοράς βρίσκονται παντού: στις ειδήσεις, στις συνεντεύξεις, στις απόψεις, στους πολιτικούς, στα περιοδικά, στους διανοουμένους, στους καλλιτέχνες και κυρίως στην τηλεόραση. Δεν υπάρχει σημαντική σκέψη ή συναίσθημα που η βλακεία να μη βρίσκει τρόπο να χρησιμοποιήσει.


Αν ως τώρα η ξύλινη γλώσσα αποτελούσε «θλιβερό προνόμιο» των πολιτικών, τώρα έχει περάσει σε όλα τα επίπεδα της ζωής, χωρίς ουσιαστικά να σκοντάφτει κανείς επάνω της. Το οπλοστάσιο των κλισέ, που περιέχει φαστ φουντ ιδέες, συναισθήματα, κρίσεις, απόψεις και έτοιμες απαντήσεις, έχει δημιουργήσει μια παράλληλη γλώσσα που εξοστρακίζει την ευφυΐα, την ελευθερία και την πρωτοτυπία. Πρόκειται για μια κιτς γλώσσα. (Η λέξη κιτς προέρχεται από το ρήμα verkitchen, που στην καθομιλουμένη σημαίνει ξεπουλάω, πουλάω όσο όσο, με την έννοια του φθηνού εμπορεύματος. Η έλλειψη πρακτικής αλλά και πραγματικής αξίας χρησιμεύει ως βάση για τη χρήση της λέξης βλακώδης.)


«Στον κόσμο που ζούμε το πιο έξυπνο απ’ όλα είναι να καθίστασαι όσο πιο λίγο γίνεται αντικείμενο παρατήρησης» γράφει ο Ρόμπερτ Μούζιλ στο βιβλίο του «Περί βλακείας». Ετσι το κλισέ είναι βλακεία στην πράξη, δηλαδή αποτελεί ωμότητα.


Και αν μερικοί θεωρούν ότι τα κλισέ αποτελούν «απαγορευμένη χώρα» για μερικές κατηγορίες, όπως οι καλλιτέχνες, που είναι στους κανόνες του παιχνιδιού να αναδεικνύονται με έξυπνες ατάκες, ή οι διανοούμενοι, που έχουν υποχρέωση να προάγουν τη γλώσσα, ή οι δημοσιογράφοι, που οφείλουν να την προστατεύουν, σε αυτούς τους χώρους είναι που τα κλισέ παίρνουν ιδιαίτερα την εκδίκησή τους. Σε αυτούς τους χώρους τα κλισέ επιδεικνύονται σαν παράσημα. Ευφυείς άνθρωποι ­ τουλάχιστον έτσι μας αφήνουν να πιστεύουμε ­ μιλάνε με καρμπόν, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι αυτοπαρωδούνται, με παροπλισμένους κώδικες και απίστευτη σοβαροφάνεια.


Μπορεί τα κλισέ να είναι καθησυχαστικά σε αυτό τον κόσμο που αλλάζει ταχύτητα δημιουργώντας μας αμηχανία, αλλά η τυποποιημένη επανάληψή τους τα κάνει ρέπλικες μιας «αλήθειας» που ίσχυε κάποτε. Αυτά, «για να λέμε επιτέλους τα πράγματα με το όνομά τους».


Συνεντεύξεις


(de profundis φυσικά)


Ακολουθεί ένα απάνθισμα απαντήσεων που έχουν δώσει και συνεχίζουν να δίνουν ηθοποιοί του θεάτρου, σοβαροί τραγουδιστές, τηλεοπτικοί σταρ, εναλλακτικοί καλλιτέχνες, λαϊκές ντίβες, διανοούμενοι με άποψη και γυμνάστριες σε μια σκυταλοδρομία μπαναλαρίας και αφόρητων κλισέ. Συναισθηματική ρηχότητα, πνευματική αφασία, κακό γούστο.


* «Σημασία έχει ότι περάσαμε καλά στις πρόβες και αυτό το εισπράττει το κοινό».


Αυτό σημαίνει μαλλιοτράβηγμα για το ποιο όνομα θα μπει πρώτο στη μαρκίζα. Οτι κάποια ξεκατινιάστηκε με τον σκηνοθέτη επειδή δεν είχαν «κοινό όραμα» και τελικά αποχώρησε λόγω «καλλιτεχνικών διαφορών». Επίσης μπορεί να σημαίνει ότι ο θίασος έχει χωριστεί σε δύο φράξιες που δεν μιλιούνται ή ότι ο θίασος είναι του ενός ατόμου και η πρωταγωνίστρια έλεγε σόκιν ανέκδοτα στην ταξιθέτρια. Αυτό που εισπράττει το κοινό από αυτή τη χαρούμενη Ντίσνεϊλαντ είναι το έργο ενός άγνωστου εξπρεσιονιστή που μιλάει για τα υπαρξιακά αδιέξοδα του ανθρώπου και στο τέλος η ηρωίδα αυτοκτονεί ακούγοντας Αντζελα Δημητρίου.


* «Λόγω του ότι ασχολούμαι με την κωμωδία, θεωρώ πολύ σημαντικό να μπορώ να χαρίζω γέλιο στους ανθρώπους».


* «Μεγαλύτερη αδυναμία μου ο γιος μου/η κόρη μου/ο άντρας μου που βρίσκεται πάντα στο πλευρό μου».


* «Το γυμνό που έκανα ήταν τόσο καλαίσθητο που δεν ενόχλησε κανένα. Αλλο καλλιτεχνικό γυμνό και άλλο πρόστυχο».


Απλά ο πατέρας της μπήκε στην εντατική με έμφραγμα, ο αγαπημένος της την εγκατέλειψε και στο πάρτι που πηγαίνει την ακολουθούν σαρκαστικά γελάκια.


* «Φυσικά και έχω κοινά σημεία με την ηρωίδα. Είμαστε και οι δύο γυναίκες».


Μετά από αυτή τη συγκλονιστική διαπίστωση, κάθε άλλη ομοιότητα περιττεύει.


* «Θέλω να σταματήσουν οι πόλεμοι και η φτώχεια».


Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο; Η μάστιγα των ναρκωτικών; Η μόλυνση του περιβάλλοντος; Το κυνήγι της φάλαινας;


* «Είναι ψέματα τα περί τσακωμού μου με τον σκηνοθέτη. Τον σεβόμαστε και μας σέβεται. Είναι ιδιόρρυθμος άνθρωπος αλλά, όχι, δεν τσακωθήκαμε ποτέ».


Ιδιόρρυθμος, ε;


* «Οι καλλιτέχνες εξαρτώνται από τα μίντια».


* «Ο Πάριος είναι «ερωτικός», ο Νταλάρας «μεγάλος», ο Σφακιανάκης «ταλαντούχος», η Βανδή «έχει δυνατότητες», η Μαρινέλλα είναι «μεγάλη κυρία», ο Θεοδωράκης «ογκόλιθος», η Βίσση «σόουγουμαν»».


* «Την ώρα που τραγουδάω προσπαθώ να βγάλω τον κόσμο από τα προβλήματά του. Τους φτιάχνω άλλη ατμόσφαιρα πηγαίνοντάς τους αλλού, σε κάποιο άλλο ταξίδι».


Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας, να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς…


* «Εκτός από συνεργάτες, είμαστε και καλοί φίλοι».


* «Αυτός ο ρόλος αποτελεί για μένα πρόκληση».


Ναι, αλλά «κατάθεση ψυχής» είναι;


* «Οφείλω ένα δημόσιο ευχαριστώ στην οικογένειά μου που με στήριξε».


* «Δεν συγχωρώ την αγνωμοσύνη/διπροσωπία/ζήλια/ψέμα/αχαριστία. Το ‘χω ζήσει και είμαι απόλυτη».


* «Θα θυσίαζα τα πάντα για έναν μεγάλο έρωτα».


Και εμείς θα στενοχωριόμασταν που θα σε χάναμε από την τηλεόραση, αλλά πάνω απ’ όλα η ευτυχία σου.


* «Οταν ερωτεύομαι, μπορώ να κάνω τα πάντα».


Προειδοποίηση ή απειλή;


* «Ναι, απέχω απ’ την τηλεόραση επειδή ήθελα να συγκεντρωθώ στο θέατρο. Δεν μπορώ να δίνομαι σε δύο πράγματα. Θέλω να δίνομαι ολοκληρωτικά σε αυτό που κάνω τη δεδομένη στιγμή».


Αυτό σημαίνει ότι, αφού δεν με ζήτησαν σε κανένα σίριαλ, είναι ευκαιρία μαζί με άλλους δυο-τρεις από τα αζήτητα να φτιάξω θίασο για αρπαχτές στην επαρχία.


* «Κάθομαι αυτή τη σεζόν γιατί δεν με συγκίνησαν οι προτάσεις που μου έγιναν».


Μετά τον περυσινό θρίαμβο του «Χάρισέ μου το γουνάκι σου», τι μπορεί να είναι εφάμιλλο;


* «Σκέφτομαι να κάνω στροφή στην καριέρα μου».


Αυτό δεν είναι καριέρα, είναι ο Αχλαδόκαμπος από τις πολλές στροφές.


* «Δεν θέλω να πω ποιους ξεχωρίζω από τους συναδέλφους μου γιατί ίσως ξεχάσω κάποιον και δεν θα το ‘θελα».


Αυτό σημαίνει: πρώτον, πώς τολμάς να μου κάνεις μια τέτοια ερώτηση αφού πρέπει να ξέρεις ότι μετά από μένα το χάος, μετά από μένα το τίποτα· δεύτερον, αν η κακή μου τύχη τα φέρει έτσι και συνεργαστώ με κάποιον που δεν έχω αναφέρει, με τι μούτρα θα ανακοινώσω τη συνεργασία μου με κάποιον που «ανέκαθεν ονειρευόμουν να δουλέψω μαζί του»· τρίτον, κάθε σεζόν τα ονόματα των «καλύτερων» αλλάζουν· τέταρτον, «αφού με πιέζεις να πω ονόματα, ναι, θαυμάζω τη Σελίν Ντιόν, την Μπάρμπρα Στράιζαντ και την Αννα Βίσση» (μπας και στραβωθεί και με πάρει, όλοι κάνουν λάθη, ποτέ δεν ξέρεις).


* «Θέλω τον άντρα τρυφερό, έξυπνο, να έχει χιούμορ και να είναι τζέντλεμαν».


Ψάχνει ηλικιωμένο επιχειρηματία.


* «Θέλω τη γυναίκα τρυφερή, έξυπνη, να έχει χιούμορ και να είναι θηλυκό».


Ψάχνει μοντέλο/γυμνάστρια με καμπύλες.


* «Φιλοδοξώ να προσθέσω και εγώ το δικό μου λιθαράκι στην πνευματική ζωή του τόπου».


Πολύ χαλίκι στην πνευματική ζωή του τόπου, πολλή κροκάλα, πολύ γαρμπίλι. Πρόκειται για το τάμα του καλλιτέχνη ­ πώς φοράμε τον Μάρτη για να μη μας κάψει ο ήλιος;


* «Βοηθάω πάντα τα νέα παιδιά. Αλίμονο αν δεν το ‘κανα».


Ας όψεται η ανάγκη. Αν αυτά τα ατάλαντα παιδιά δεν έκαναν σουξέ στην τηλεόραση, ούτε ως ταξιθέτριες δεν θα έμπαιναν στο θέατρό μου.


* «Δεν αισθάνομαι ανταγωνιστικά με κανέναν συνάδελφό μου στην πίστα».


Φυσικά και δεν αισθάνεται ανταγωνιστικά αφού πληρώνει τον ηχολήπτη για να χαμηλώνει την ένταση της φωνής στο μικρόφωνο της «αγαπημένης συναδέλφου και φίλης» της, με αποτέλεσμα η δική της φωνή να ακούγεται καμπάνα, ενώ της άλλης να ακούγεται σαν χαλασμένος αυτόματος τηλεφωνητής. Πώς να την ανταγωνιστεί η «φίλη συνάδελφος» που εμφανίζεται ντυμένη ενώ αυτή θυμίζει τις χορεύτριες του Φολί Μπερζέρ. Και επιπλέον τα πρώτα τραπέζια κλείνονται σε κολλητούς της που τη ραίνουν με γαρίφαλα που τους τα δίνει δωρεάν. Δεν αισθάνεται καθόλου ανταγωνιστικά, γι’ αυτό και το καμαρίνι της «αγαπημένης συναδέλφου που θαυμάζω απεριόριστα» βρίσκεται σε περίοπτη θέση ­ δεν είναι τυχαίο που οι πελάτες του μαγαζιού τής αφήνουν φιλοδώρημα επειδή νομίζουν ότι είναι η υπεύθυνη της τουαλέτας.


* «Ο έρωτας έχει διάφορες μορφές. Μπορείς να είσαι ερωτευμένος με τα πάντα».


Πότε με το καλό ο γάμος με το αμπαζούρ, για να πάρουμε δώρα;


* «Δεν αισθάνομαι σταρ».


Καλά, ένα αστείο κάναμε.


* «Δεν είμαι είδωλο του σεξ».


Κάτι πρέπει να είσαι σ’ αυτό τον κόσμο αφού καλλιτέχνης δεν είσαι.


* «Ολα τα χρωστάω στην αγάπη του κόσμου».


Αν μου δώσεις ένα διαμέρισμα, είμαστε πάτσι, δεν μου χρωστάς τίποτε.


* «Φεύγοντας άφησε πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Μαζί του έφυγε μια ολόκληρη εποχή».


Από τον Σεφέρη, τον Χατζιδάκι, τον Χορν και τη Λαμπέτη ως τη συμπεθέρα της μεγάλης μας τραγωδού, όλοι είναι αναντικατάστατοι και «αν θέλεις» κάνουν την Ελλάδα φτωχότερη.


* «Πρόκειται για μια φιλόδοξη προσπάθεια που χωρίς τη βοήθεια της πολιτείας κινδυνεύει να μη φτάσει ποτέ στο κοινό».


Είναι κι αυτό μια ανακούφιση.


* «Οχι, το επάγγελμα δεν με έχει αλλάξει. Εχω τους ίδιους φίλους που είχα στο δημοτικό/γυμνάσιο/λύκειο».


* «Καταλαβαίνω τους ανθρώπους που με πλησιάζουν για το όνομά μου και τους αποφεύγω».


Ψι, ψι, ψι, ψιιι, έλα να σε χαϊδέψω, μικρή γατούλα μου, ψι, ψι, ψι…


* «Με γοητεύει πολύ η δουλειά μου».


Πρόσεχε, γιατί η επόμενη αντίδραση είναι να μείνεις στήλη άλατος και τότε ούτε Επίδαυρος ούτε Δελφινάριο.


* «Απογοητεύομαι που στον χώρο δεν υπάρχουν πλέον αξίες».


Εχεις δίκιο, μόνο παλιά οι μεγάλοι καλλιτέχνες πέθαιναν στην ψάθα.


* «Στο ξεκίνημα ήμουν με τα κατάλληλα άτομα που πίστεψαν σε μένα και με βοήθησαν».


Ονόματα και διευθύνσεις για να ξέρουμε ποιους να κατηγορήσουμε…


* «Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να είσαι ο εαυτός σου».


* «Αν δεν με σκηνοθετούσε ο Ομηρος Ευστρατιάδης, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο».


Εννοείται. Οπως αισθάνεσαι και πολύ τυχερός που εισακούστηκαν οι προσευχές σου και είχες «τη χαρά να βρεθείς με εκλεκτούς συναδέλφους όπως ο Κώστας Τσάκωνας και ο Μάρκος Σεφερλής».


* «Εχω πάντα τρακ στη σκηνή. Κάθε φορά που βγαίνω αισθάνομαι ότι είναι η πρώτη φορά».


Αφού αγχώνεσαι τόσο και έχεις τη λόξα του θεάτρου, γιατί δεν γίνεσαι ταμίας να ηρεμήσεις;


* «Δεν θα πουλήσω την ψυχή μου για να πετύχω στην καριέρα μου».


Ασε την ψυχή σου, εκείνη τη σερβάντα αντίκα που έχεις την πουλάς;


* «Ο πολιτισμός αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας μας».


Και η Κρήτη θέλει αυτοκίνητο.


* «Δεν έχει σημασία το είδος της μουσικής, αλλά αν είναι κακή ή καλή. Ακούω τα πάντα, φτάνει να έχουν ποιότητα».


Που σημαίνει ότι συνδυάζει την Αγνή Μπάλτσα με την Κατερίνα Στανίση. Επίσης δεν ξεχωρίζει τους άντρες από τις γυναίκες, χορεύει καραγκούνα σε στυλ σάμπα και νομίζει ότι η Μαντώ είναι η Γουίτνεϊ Χιούστον.


* «Δεν κρύβω την ηλικία μου αλλά ας μιλήσουμε για κάτι πιο σοβαρό. Η ηλικία μου δεν ενδιαφέρει κανέναν».


Ενδιαφέρει εμένα που είμαστε συμφοιτητές και με την ηλικία που αφήνεις να διαρρεύσει με κάνεις να φαίνομαι μπαμπάς σου.


* «Αλίμονο αν νιώσεις ότι έχεις πετύχει, ότι έφτασες κάπου, τέλειωσες».


Ξέρεις τι γλωσσοφαγιά κυκλοφορεί, τι κακό μάτι, τι γρουσουζιά! Και εξάλλου η εμπειρία, όπως ξέρουμε, δεν σε οδηγεί πουθενά, το ταλέντο δεν εξελίσσεται και «κάθε παράσταση είναι σαν πρώτη φορά», οπότε πού να φθάσεις, άντε ως τα Καμένα Βούρλα.


* «Ας δούμε τον/την … σαν άνθρωπο».


Υπέροχη εισαγωγή δημοσιογράφου που υπονοεί ότι όλοι εμείς θεωρούμε τον/την καλλιτέχνη σαν πετυχημένη κουτσομούρα πριν από όλα. Εφάμιλλη ατάκα επίσης: «Ποιος είναι ο άνθρωπος πίσω από τον καλλιτέχνη;» ­ κάποιος ιδιωτικός ντετέκτιβ; η σκιά του; κάποιος κολλητός του; κάποιος από την Εφορία; ο σωματοφύλακάς του; κάποια θαυμάστρια που θέλει αυτόγραφο;


* «Πώς αισθάνεσαι που είσαι πετυχημένος;».


Ο δαιμόνιος δημοσιογράφος ξαναχτυπά. Πώς αισθάνεται κάποιος πετυχημένος; Καταρρακωμένος; Βρίζει για την κακή του τύχη; Ντρέπεται γι’ αυτό το ατόπημά του; ή πρέπει να παραδοθεί στη δημόσια χλεύη; Είναι η ερώτηση με το μεγαλύτερο ποσοστό αμηχανίας στους καλλιτέχνες. Ακολουθούν οι ερωτήσεις: Περίμενες ότι η παράστασή σου/ο δίσκος σου/το σίριάλ σου θα είχαν τέτοια απήχηση στο κοινό; Και πώς σου φαίνεται που κάθε σου δουλειά βρίσκει ανταπόκριση;


* «Η οικογένειά μου είναι ο πιο αυστηρός κριτής μου. Κυρίως η κόρη μου, που είναι δυόμισι χρόνων».


* «Δεν ξεχνάω από πού ξεκίνησα, γιατί έτσι είναι σαν να προδίδω τις ρίζες μου».


Γιατί η Θεσσαλονίκη είναι «φυτώριο» που, εκτός από ζέρμπερες, παράγει και καλλιτέχνες. Πόσοι από μας δεν αντιμετωπίσαμε στα πρώτα μας βήματα προβλήματα με τον δάκο και τη μουχρίτσα;


* «Νομίζω ότι είναι ένα έργο που αφορά όλο τον κόσμο».


Συνδυάζει τον Σαίξπηρ με τον Τσιφόρο, τον μπαρμπα-Μυτούση με την Γκόλφω, το κλασικό με το μοντέρνο και τη Λάμψη με τον Βέλτσο. «Το ταμείο έσπασε», φυσικά, από χιλιάδες μπεκάτσες που κυνηγούσε ο ταμίας.


* «Ολα άρχισαν σαν παιχνίδι και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι μπορούσα να ζήσω απ’ αυτό».


Ολα άρχισαν από τη στιγμή που στο δημοτικό έπαιξα τη Λενιώ τη Τσελιγκοπούλα της κατάρας με τρομερή επιτυχία και συνέχισα με την Κοκκινοσκουφίτσα στο θέατρο του δήμου. Από τότε έπαιξα στις «εξαιρετικές» ταινίες του Βαγγέλη Φουρνιστάκη με «προσωπική επιτυχία» τις «Πράσινες Μασέλες» και τώρα μεταγλωττίζω έναν δεύτερο ρόλο σε μια βραζιλιάνικη σειρά.


* «Ναι, ξεκινήσαμε σαν παρέα, αλλά κάπου αλλάξαμε και πήρε ο καθένας τον δρόμο του».


Και μην τον είδατε…


* «Ηταν μια ευτυχισμένη στιγμή η συνάντησή μας στη σκηνή».


Και ελπίζω να μην επαναληφθεί.


* «Ηταν ωραία εμπειρία και χαίρομαι που αναφέρεσαι σ’ αυτήν».


Παραλλαγή της προηγουμένης.


* «Φυσικά και θέλω να είναι ο ηθοποιός απέναντί μου καλός, χαίρομαι γι’ αυτόν και καλυτερεύω και εγώ».


Με ξένα κόλλυβα δεν κάνεις κηδεία.


* «Με κέρδισε τελικά η πρόζα».


Ανάθεμα την ώρα. Και ό,τι λέγαμε ότι με τόσο θάψιμο που σου ‘γινε στην επιθεώρηση θα αποσυρόσουν για να γράψεις ήσυχος τις εμπειρίες σου από το θέατρο.


* «Τόλμησα πράγματα στην καριέρα μου και ευτυχώς το κοινό με ακολούθησε».


Δηλαδή, η οικογένειά μου, ο αρραβωνιαστικός μου, η αμπιγέζ μου, η κομμώτριά μου, οι φίλες μου που τους δίνω τζάμπα εισιτήρια, ο Θεός που συντρέχει κάθε αναξιοπαθούντα. Αν ξέχασα κανέναν, να με συγχωρήσει, αλλά τον ευχαριστώ κι αυτόν, που με ακολουθεί σ’ αυτό τον δύσβατο δρόμο που έχω διαλέξει.


* «Ο πολιτισμός είναι η δική μας βαριά βιομηχανία».


Ο Παρθενώνας είναι τα διυλιστήρια του Ασπροπύργου, η Παξινού είναι η Γιαμάχα μας και ο Ελύτης τα τσιμέντα Τιτάν.


* «Υπάρχουν πολλοί πειρασμοί στο επάγγελμα, αλλά αν μπορέσεις να ισορροπήσεις με την οικογένειά σου, τους ξεπερνάς».


Στα πόσα διαζύγια, χωρισμούς, καβγάδες;


* «Αγαπάω δύο γυναίκες αυτή την εποχή: τη γυναίκα μου και την κόρη μου».


Αν δεν το βρίσκετε υπέροχο δείγμα χιούμορ, τότε δεν το διαθέτετε και καλό είναι να το πάρετε απόφαση γιατί αυτή τη δήλωση θα την ακούσετε πολλές φορές ακόμη, κάθε φορά σαν πρωτότυπο χιούμορ.


* «Τα πρώτα μου ακούσματα τα έχω από την παιδική μου ηλικία».


Από το τρανζίστορ που μου έστειλε η θεία μου από τον Καναδά, από τη μητέρα μου που ήρθε πρόσφυγας από τη Μικρασιατική Καταστροφή, από τον ξάδελφο του πατέρα μου που ήταν τρίτο μπουζούκι στον Τσιτσάνη, από τον λατερνατζή που περνούσε κάθε Κυριακή από τη γειτονιά και του έδινα ένα πενηνταράκι, από τη γειτόνισσα που τραγούδαγε ρεμπέτικα στην ταράτσα, από μια εξαδέλφη μου εξώλης και προώλης που κλέφτηκε με έναν αρκουδιάρη…


* «Ο καλύτερος ρόλος δεν έχει έρθει ακόμη».


Αν πας στο πρακτορείο του Κηφισού, θα τον παραλάβεις με ένα δέμα από το χωριό, που έχει μέσα και τον ρόλο και λίγο τραχανά.


* «Δεν θέλω το παιδί μου να ακολουθήσει το επάγγελμά μου γιατί η τέχνη θέλει πολλές θυσίες, έχει πολλές πίκρες και ελάχιστες χαρές. Αλλά αν έχει το ταλέντο και δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, θα το βοηθήσω».


* «Δεν διαβάζω ποτέ κριτικές».


Γιατί, αν διάβαζε, θα έμενε κορδελιάστρα.


* «Ηταν σχολείο για μένα η συνεργασία μου με τον Βουτσινά».


* «Με σημάδεψε η συνεργασία μου με τη Μιμή Ντενίση».


* «Ηταν σταθμός στην καριέρα μου αυτή η δουλειά με τον Βασίλη Τσιβιλίκα».


* «Με μεγάλη μου χαρά θα δεχόμουν να δουλέψω με νέους έλληνες σκηνοθέτες, αν υπήρχε ο κατάλληλος ρόλος».


Δεν υπάρχει.


* «Το πιο δύσκολο δεν είναι να ανέβεις στην κορυφή αλλά να μείνεις εκεί».


Ποιος σου φταίει που δεν πήγες στα τελευταία μαθήματα αναρρίχησης και έτρεχες στις καφετέριες;


* «Ενδιαφέρομαι για τα κοινά, αλλά δεν υποστηρίζω κανένα κόμμα».


Α, ναι. Ο Αβραμόπουλος είναι «χαρισματικός», ο Καραμανλής «έχει μέλλον», ο Χριστόδουλος «αγαπάει τη νεολαία», ο Στεφανόπουλος έχει «κύρος» και «ο κύριος καθηγητής είναι μεθοδικός και εργατικός». Η αρχή της ισότητας: Ανήκω σε όλο το κοινό μου. Ολοι οι επώνυμοι του τόπου ανήκουν σε εξωκοινοβουλευτικά κόμματα ή είναι αναρχικοί. Αν πάντως κάποιος τους προσέφερε ένα υπουργείο για μια μέρα, όλοι θα διάλεγαν το Παιδείας, «γιατί αυτός ο τόπος έχει ανάγκη τον πολιτισμό του και οι νέοι μας είναι το μέλλον της Ελλάδας».


* «Η επιθεώρηση είναι το πιο απαιτητικό είδος».


Οπως και η τραγωδία, η πρόζα, το μιούζικαλ, τα δημοτικά, ο πεντοζάλης και ο μουσακάς.


* «Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με το κατεστημένο».


Φυσικά. Αλλά στις πρεμιέρες μάλλον πρόκειται για φάρσα που από την κυβέρνηση και τους οικονομικούς παράγοντες απουσιάζει μόνο ο Πρόεδρος της Βουλής.


* «Οι άνθρωποι σε πλησιάζουν για το όνομά σου ή για σένα ως άνθρωπο;».


Αντε πάλι. Ναι, τον πλησιάζουν για το όνομά του. Του το παίρνουν και το πάνε σε ένα ρεστοράν για να δουν τι μενού προτιμούν τα ονόματα, χωρίς να παίρνουν μαζί τους τον άνθρωπο.


* «Δεν είναι όλοι οι ηθοποιοί ανήθικοι».


Ναι, ναι. Υπάρχουν ηθικοί ηθοποιοί όπως και ανήθικοι. Δεν μπορεί να «χαρακτηρίζεται όλος ο κλάδος εξαιτίας μερικών αλεξιπτωτιστών». «Κάτι τέτοιοι που δυσφημούν το επάγγελμα δεν έχουν διάρκεια».


* «Σε ευχαριστώ που μας άνοιξες την καρδιά σου εδώ για πρώτη φορά».


Την επόμενη φορά θα μας δείξεις τις αμυγδαλές σου.


* «Πρέπει να ξέρεις να αποσύρεσαι την κατάλληλη στιγμή».


Εσύ βέβαια δεν έχεις φθάσει ακόμη στην κατάλληλη στιγμή ή ηλικία ούτε πρόκειται να φθάσεις στα επόμενα 30 χρόνια, αφού, μην ξεχνάμε (όχι, δεν το ξεχνάμε, γιατί δεν χάνεις ευκαιρία να μας το υπενθυμίζεις), έχεις ξεκινήσει την καριέρα σου από πέντε χρόνων (εσύ, ο Σγούρος και οι Αννα-Μαρία Καλουτά) ή το πολύ από τα 15 σου ως εξαιρετικό ταλέντο και «να σου πω κάτι; Οσο μεγαλώνω, οι ερμηνείες μου αποκτούν βάθος και ωριμότητα και εν πάση περιπτώσει ο Μινωτής που έπαιζε μέχρι τα 90 του καλύτερος ήταν; Εξάλλου αισθάνομαι ότι έχω να δώσω πολλά ακόμη και ότι ουσιαστικά η καριέρα μου τώρα αρχίζει».


* «Δεν μου αρέσουν οι κοσμικότητες και τις αποφεύγω».


Τώρα πώς γίνεται και στο μπαρ «Το Ναυάγιο» που πηγαίνει υπάρχει πάντα φωτογράφος, πρόκειται μάλλον για τηλεπάθεια.


* «Μου αρέσει να με χαιρετάει ο απλός κόσμος στον δρόμο».


Μου αρέσει που ενδιαφέρονται και παρακολουθούν την καριέρα μου κάνοντας μου ερωτήσεις όπως «χωρίσατε επιτέλους;», «πότε με το καλό το παιδάκι που περιμένετε;», «πώς είναι από κοντά η Ντενίση;», «την τουαλέτα που φοράτε στο σίριαλ την ξεπατίκωσε δική σας μοδίστρα ή τη φέρατε από το εξωτερικό;».


* «Ναι, τολμάω να εκτίθεμαι στη δουλειά μου».


Σε αυτή την τολμηρή δήλωση μπορεί να υπονοεί: πρώτον, ότι έκανε γυμνή, συγγνώμη «ασπρόμαυρη καλλιτεχνική αισθησιακή φωτογράφιση» κάποια στιγμή που η καριέρα της βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση· δεύτερον, ότι δήλωσε σε ένα λαϊφστάιλ περιοδικό ότι «ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος είναι ο πιο σέξι άντρας της Ελλάδας» ή ότι «θα έβγαινα με τον Αβραμόπουλο σε ένα εστιατόριο και ό,τι προκύψει»· και, τρίτον, ότι σκοπεύει να ανεβάσει «Αντιγόνη» διασκευασμένη σε μιούζικαλ και, όταν της επισημαίνουν ότι έχουν παίξει Αντιγόνη από τη Συνοδινού ως τη Λυδία Κονιόρδου, αναρωτιέται πώς την πρόλαβαν και σε ποιο σίριαλ εμφανίζονται.