Κοιτάξτε την… Είναι κορίτσι; Είναι, συγγνώμη, γυναίκα; Οχι. Είναι Λολίτα. Σαν τη Χιονάτη και αυτή, δεν είχε πεθάνει. Απλά κοιμόταν τριγύρω μας ως τη στιγμή όπου θα τη χρειαζόμασταν για άλλη μία φορά. Και τώρα επιστρέφει. Η Βίβιεν Γουέστγουντ βγάζει 13χρονες στην πασαρέλα και σοκάρει, το Χόλιγουντ με τον Αντριαν Λιν τη ζωντανεύει ξανά στην οθόνη και η διαφήμιση την εντοπίζει ξανά. Επέστρεψε. Και φοράει ακόμη κατακόκκινο κραγιόν



Είναι ακόμη κορίτσια ή υποδύονται τα κορίτσια, έχουν μεταξένια επιδερμίδα, δεν έχουν σημάδια στο μυαλό τους, τα μάτια τους έχουν δει πολύ λίγα πράγματα και δεν έχουν προλάβει να κάνουν καμία κατάχρηση. Γοητεύουν τους άντρες γιατί αυτά δεν έχουν αντίπαλο ή προηγούμενο ρεκόρ για να καταρρίψουν. Γοητεύουν τους άντρες γιατί δεν έχουν καν να αντιμετωπίσουν έναν πίνακα με σκορ.


Η Λολίτα επέστρεψε και μαζί της μια άλλη λέξη, το νυμφίδιο. Αυτή η όμορφη λέξη ακουγόταν πολύ στα 70ς, τότε όπου για λίγα λεπτά οι χίπις με τη σεξουαλική ελευθερία έδωσαν καλό όνομα σε αυτόν τον προσδιορισμό. Ξαφνικά με το τέλος αυτής της δεκαετίας σταμάτησε να ακούγεται αυτή η λέξη. Και αυτό για έναν απλούστατο λόγο: αν όλοι έκαναν σεξ, τότε καμία δεν θα ήταν νυμφίδιο. Στα 80ς ήρθε η μεγάλη αρρώστια με το μικρό όνομα και το σεξ σταμάτησε να είναι το ισοδύναμο μιας χειραψίας και έγινε το αντίστοιχο ενός φιλιού στον θάνατο. Στα 70ς δεν θα μπορούσες να γυρίσεις μια ταινία που θα έδειχνει μια σκηνή σεξ, σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Το ’80 μπορούσες να γυρίσεις την «Ολέθρια σχέση», στην οποία το σεξ θα ήταν παθολογικό. Τώρα είναι η πρώτη φορά μεταπολεμικά όπου οι παντρεμένοι άντρες κάνουν περισσότερο σεξ από τους εργένηδες ­ τόσο άσχημα είναι τα πράγματα.


Να ανακεφαλαιώσουμε: στα 60ς όλοι μίλαγαν για σεξ· στα 70ς όλοι το έκαναν και μίλαγαν γι’ αυτό· στα 80ς ακόμη το έκαναν, αλλά μόνο κατά το ήμισυ, και μιλούσαν γι’ αυτό ακόμη λιγότερο· τώρα, στα 90ς, ξαναμιλάμε ­ μιλάμε και φανταζόμαστε. Ναι, τα νυμφίδια επιστρέφουν και αυτή τη φορά δεν απευθύνονται στα σχολιαρόπαιδα, αλλά στους τριάντα και κάτι. Και το «καινούργιο» νυμφίδιο δεν είναι, όπως παλιά, ένα εργαλείο φαντασιώσεων· η νέα, ξανθιά, υποταγμένη δεν είναι μια ανήλικη στάρλετ που αποζητάει αγάπη σε έναν γυάλινο κόσμο, αλλά ένας δράκος: μια δυνατή προσωπικότητα, με προσωπικά κίνητρα, που ελέγχει τη ζωή της μέχρι νευρώσεως. Αυτή είναι η Λολίτα του ’90.


Η Λολίτα ανέτειλε για πρώτη φορά το ’53 μέσα από το κεφάλι του Βλαδίμηρου Ναμπόκοφ. Το βιβλίο του ρώσου συγγραφέα, που έγραψε στα αγγλικά, έκανε μια λέξη δημοφιλή: τη λέξη νυμφίδιο. Το νυμφίδιο είναι η 12χρονη Λολίτα και ο παθιασμένος ερωτευμένος μαζί της είναι ο Χιούμπερτ Χιούμπερτ. Σκοπεύοντας να είναι δίπλα στο αντικείμενο του πόθου του, παντρεύεται τη μητέρα της. Οταν η μητέρα της αντιλαμβάνεται την εμμονή του συζύγου της στην κόρη της βγαίνει στον δρόμο ταραγμένη και σκοτώνεται από ένα αμάξι. Ο Χιούμπερτ μένει με τη θετή του κόρη, την ερωμένη του, το πάθος του. Οταν πρωτοκυκλοφόρησε δημιούργησε κύματα σοκ. Το ’56 η Λολίτα απαγορεύτηκε στη Γαλλία και στην Αγγλία η έκδοσή της καθυστέρησε. «Η καημένη μου η Λολίτα περνάει άσχημα», έγραψε ο Ναμπόκοφ. «Αν την είχα κάνει αγόρι, αγελάδα ή ποδήλατο, οι υποκριτές δεν θα είχαν αναστατωθεί καθόλου». Μόλις το ’55 εκδόθηκε στην Αμερική η Λολίτα. Τέσσερις ημέρες μετά την έκδοσή της η Λολίτα του Ναμπόκοφ εξάντλησε την τρίτη ανατύπωσή της. Γύρω της ο Τζέιμς Ντιν, ο Μάρλον Μπράντο και ο Ελβις Πρίσλεϊ εξεγείρονταν στα στενά παπούτσια της λογικής των μπαμπάδων.


Υπάρχουν δύο είδη γυναικών, όπως υπάρχουν και δύο είδη κοριτσιών. Ο άντρας που πάει να δει την Αϊλίν Κουίν στο μιούζικαλ «Αννι» και σκέφτεται το σεξ είναι αυτομάτως διεστραμμένος, αλλά αν πάει να δει την Πία Ζαντόρα να παίζει τη 15χρονη Κάντι στο «Butterfly» χωρίς να τον διαπερνάει η ανατριχίλα του πόθου, η φυσιολογικότητά του θα πρέπει να συζητηθεί. Η δικαιολογία είναι ότι η Πία Ζαντόρα παίζοντας σε αυτή την ταινία είναι ήδη μια παντρεμένη γυναίκα στα 20 χρόνια της που υποδύεται το νυμφίδιο και αυτό το γεγονός αποτελεί μια ασφαλιστική δικλίδα. Αλλά κάποιος μπορεί να σκεφθεί την όμορφη Μπρουκ Σιλντς, που πουλήθηκε ως ενήλικο σεξ αντικείμενο στα δώδεκά της με την «Κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης» του Λουί Μαλ, μια ταινία που φλερτάρει με την πορνεία ή το αντίθετό της, με σέπια φωτογραφία του «Ταξιτζή», στην οποία η Τζόντι Φόστερ πρωταγωνιστεί στα 12 της θαμμένη ζωντανή ανάμεσα σε άσχημους ενηλίκους. Χρονικά η Μπρουκ Σιλντς και η Τζόντι Φόστερ ήταν παιδιά την εποχή των ερμηνειών τους, αλλά αρνήθηκαν το δικαίωμά τους να τις σεβαστούμε ως Μικρές Ορφανές και θέλησαν να τις κρίνουμε ως μεγάλες γυναίκες, όχι λόγω της ευφυΐας τους ή της καλοσύνης τους, αλλά εξαιτίας της φυσικής τους διαθεσιμότητας.


Οπως η Ευρώπη είναι το σπίτι των μεγαλύτερων γυναικών που διδάσκουν τους νεαρούς με την ακμή ένα ή δύο πράγματα ­ θυμηθείτε την κυρία Ρόμπινσον της Ανν Μπάνκροφτ (γεννημένη Ιταλίδα με το όνομα Μαρία Ιταλιάνο), η Αμερική είναι το σπίτι των νέων κοριτσιών. Οι Αμερικανίδες είναι επώδυνα ενήμερες γι’ αυτό. Στην κυριολεξία επώδυνα, αφού οι περισσότερες Αμερικανίδες άνω των 40 έχουν κάνει κάποια πλαστική και οι αμερικανίδες σταρ υποχρεώνονται να αυτοκαταστραφούν αργά με το ποτό, τα ναρκωτικά ή τα διαζύγια όταν αρχίσουν να γίνονται αισθητές οι πρώτες ρυτίδες. Το νέο κορίτσι, η Λολίτα, το νυμφίδιο, είναι ένας αμερικανικός θεσμός και η συμπεριφορά της χώρας απέναντί της ζωντανεύει ξανά ένα παλιό τσιτάτο του Φρόιντ: «Οπου υπάρχει αγάπη δεν υπάρχει επιθυμία και όπου υπάρχει επιθυμία δεν υπάρχει αγάπη».


Ενα νέο κορίτσι μπορεί να είναι νυμφίδιο όταν την ακουμπάει η επιθυμία των ματιών ενός πολύ μεγαλυτέρου της άντρα. Τα κορίτσια με μπικίνι που χορεύουν στην παραλία δεν μοιάζουν εξωτικά στα αγόρια που χορεύουν μαζί τους, αλλά στους μεγάλους άντρες θυμίζουν τη νεότητά τους και τα όνειρά τους ­ τόσο μακρινά, τόσο επιθυμητά. Αν καταπιαστείς με αυτό το ντελικάτο πεδίο, δεν κάνεις το λάθος να παρουσιάσεις αυτόν που εκτιμάει τα νυμφίδια σαν κακοποιό παιδιών, σαν κάποιον που η ανθρωπότητα ενστικτωδώς απορρίπτει.


Οταν η Κάρολ Μπέικερ στα 24 της πιπίλιζε σαν Λολίτα το δάχτυλό της στο Baby Doll ήταν κάτι παραπάνω από αστείο. Η ταινία καταγγέλθηκε από τους κληρικούς και από τους περισσότερους θεατές ­ και από αξιοσέβαστους άντρες που επιθυμούσαν διακαώς τη νεότητα ­ από τον φόβο μήπως φανερωθούν οι ενδόμυχες επιθυμίες τους. Παρ’ όλο τον θόρυβο που της έδωσε η ταινία, η Κάρολ Μπέικερ αποδείχθηκε δηλητήριο για τα ταμεία και στα 30 της η καριέρα της επέτρεπε να έχει μόνο το κεφάλι της έξω από το νερό.


Το ’62 η Σου Λάιον πήρε τη σκυτάλη της Λολίτας και ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ φάνηκε προνοητικός ανεβάζοντας την ηλικία της Λολίτας από τα 12 στα 14. Οι λογοκριτές έκαναν πίσω και, καθώς η Σου Λάιον έδειχνε μεγαλύτερη ακόμη και από τα 14, η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους χωρίς επεμβάσεις. Το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε κανέναν: οι ηθικολόγοι τσίριζαν χωρίς καν να έχουν δει την ταινία, ο λυρισμός του βιβλίου χάθηκε και η Σου Λάιον έμοιαζε τόσο ψύχραιμη και αυτόνομη που δεν μπορούσες να μαντέψεις γιατί η σχέση της με τον Χιούμπερτ ήταν ταμπού. Η καριέρα της Σου Λάιον ακολούθησε αυτήν της προκατόχου της ­ άχρωμη και αδιάφορη.


Τα νυμφίδια στις ταινίες έπρεπε να περάσουν την πίσω πόρτα και να φαίνονται τουλάχιστον 18ρες. Επρεπε να είναι αναγνωρίσιμες: γλυκά πρόσωπα, λαμπερά μαλλιά και καλούς τρόπους, αν και τους έλειπε κάτι: η πατρική φιγούρα naturellement!


Η νέα Λολίτα του Αντριαν Λιν, η Ντομινίκ Σουέιν, θα ξαναμασήσει την τσίχλα και θα βάλει σε μπελάδες τον Τζέρεμι Αϊρονς. Είναι 16 χρόνων αλλά φυσιογνωμικά μοιάζει νεότερη από όλες τις ως τώρα Λολίτες και πιο κοντά στην ηρωίδα του Ναμπόκοφ. Αν όμως η Λολίτα των 50ς δεν υπήρχε στο αντρικό μυαλό παρά μόνο ως φαντασίωση και έμενε φαντασίωση, τώρα στη δεκαετία του ’90, όπου ο όρος «σεξουαλική κακοποίηση» που οι στατιστικές, οι οποίες δείχνουν ότι μία στις πέντε γυναίκες στην Αμερική έχει κακοποιηθεί από τον πατέρα της ή τον πατριό της, και η «πολιτική ορθότητα» έχουν ενοχοποιήσει τέτοιες σχέσεις, θα κάνουν τη σύγχρονη Λολίτα να περάσει πολλές άγρυπνες νύχτες και τους σύγχρονους Χιούμπερτ ανασφαλείς. Τα ξενυχτισμένα μάτια και η επικίνδυνη ισορροπία δεν είναι όμως και τα καλύτερα αφροδισιακά;