Οταν πέφτει η νύχτα, όταν εμείς οι υπόλοιποι ξεκινάμε για να διασκεδάσουμε ή ετοιμαζόμαστε να πάμε για ύπνο, οι άνθρωποι αυτοί ξεκινάνε για τη δουλειά τους. Σε μακρινά αστεροσκοπεία, σε λαμπερές πίστες, σε νυχτερινά δρομολόγια, σε κλαμπ, περιπολίες και λόμπι ξενοδοχείων, κάνουν τη νυχτερινή τους βάρδια όταν εμείς κάνουμε όνειρα


Πέτρος Ροβίθης, αστρονόμος


Κρυονέρι Κορινθίας


Οταν οι συνθήκες παρατήρησης το επιτρέπουν, ο Πέτρος Ροβίθης, ένας από τους πιο έμπειρους και καταξιωμένους έλληνες αστρονόμους, με τη βοήθεια του Γιώργου Δήμου, που χειρίζεται το τηλεσκόπιο, παρατηρεί τα αστέρια. Πιο συγκεκριμένα παρατηρεί τα Διπλά Αστρα, συστήματα δύο αστέρων που βρίσκονται τόσο κοντά το ένα στο άλλο ώστε να φαίνονται σαν ένα.


Απομονωμένοι στον μικρόκοσμο του αστεροσκοπείου, που βρίσκεται στο Κρυονέρι Κορινθίας σε υψόμετρο 1.000 μέτρων, παρατηρούν και καταγράφουν τις κοσμογονικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτά τα αστέρια. Οι μακροχρόνιες παρατηρήσεις τους και τα συμπεράσματα που βγάζουν από αυτές μας βοηθάνε να δώσουμε απαντήσεις στα σκοτεινά ερωτήματα του Σύμπαντος.


Το επάγγελμα του αστρονόμου είναι ίσως το μοναδικό επάγγελμα που δεν έχει πρωινή βάρδια, καθ’ ότι οι αστρονομικές παρατηρήσεις γίνονται μόνο στο σκοτάδι.


Μας είπε: «Είχα την επιθυμία να γίνω αστρονόμος από τότε που ήμουν μαθητής γυμνασίου. Μπορώ να πω σήμερα ότι έκανα αυτό που επιθυμούσα στη ζωή μου και είμαι ευχαριστημένος.


Αυτές οι δουλειές δεν έχουν κέρδος, δεν είναι κερδοφόρες. Πρέπει να έχεις, ας το πούμε έτσι, μεράκι. Μερικοί έχουν την όρεξη να κάνουν αυτό το πράγμα και τέτοιους ανθρώπους γυρεύουμε. Θέλουμε αυτοί που θα μας διαδεχθούν να έχουν όρεξη.


Ο αστρονόμος ταξιδεύει πολύ και δεν μπορεί να αποκατασταθεί επαγγελματικά αν δεν είναι έτοιμος να αφήσει το σπίτι του. Επίσης, πρέπει να έχεις διασυνδέσεις με όλο τον κόσμο, να γνωστοποιείς τη δουλειά σου και να υφίσταται η δουλειά σου έλεγχο. Και έλεγχο να μην υφίσταται, από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να τη δώσεις στη δημοσιότητα, πρέπει να είσαι πάρα πολύ προσεκτικός. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις. Η στάθμη της δουλειάς που κάνουμε εμείς είναι σε διεθνή στάνταρντ.


Τα σταθερά άστρα, σαν τον δικό μας ήλιο π.χ., είναι εντελώς αδιάφορα για τους αστρονόμους. Αυτά που μας ενδιαφέρουν είναι τα μεταβλητά άστρα ­ αστέρια που είτε γεννιούνται είτε πεθαίνουν.


Το να λείπει κανείς από το σπίτι του νύχτα, και μάλιστα για πολλές ημέρες και συχνά, αποτελεί πρόβλημα. Η έλλειψη, για να σας το πω έτσι, του πατέρα από το σπίτι είναι ένα πρόβλημα. Οσο τα παιδιά είναι μικρά λες «τα παίρνω κι αυτά μαζί», τουλάχιστον ορισμένες περιόδους, όταν είναι ζεστός ο καιρός λ.χ.


Οταν κάνεις λοιπόν αυτό το επάγγελμα πρέπει να είναι αποφασισμένο και το έτερον ήμισυ ότι θα έχει και αυτά τα προβλήματα. Δεν γίνεται αλλιώς. Εγώ στάθηκα τυχερός. Παντρεύτηκα συνάδελφο. Αυτό μοιάζει, αν θέλετε, με αυτόν που παντρεύτηκε μια νησιώτισσα για να έχει να κάνει διακοπές.


Ο καλύτερος τόπος παρατήρησης με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια, που πάσχει όμως από ανέμους, είναι η Ανατολική Κρήτη, η Κάσος, η Ρόδος και ένα μέρος της Νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Αυτή είναι η δεύτερη σε ποιότητα θέση σε όλο τον κόσμο. Η πρώτη είναι στη Νεβάδα των ΗΠΑ. Η τρίτη καλύτερη θέση είναι στα οροπέδια του Ιράν.


Γερμανοί ερευνητές που έψαχναν ένα κατάλληλο μέρος για να στήσουν ένα δικό τους τηλεσκόπιο απέδειξαν ­ αυτό προ εικοσαετίας και πλέον ­ ότι το νέφος καυσαερίων της Αθήνας έφθανε στον Πάρνωνα, κοντά στη Σπάρτη! Φαντασθείτε τώρα τι θα γίνεται».


Γιώργος Μαζωνάκης, τραγουδιστής


Αθήνα



Οι τραγουδιστές είναι τα κατ’ εξοχήν παιδιά της νύχτας. Χωρίς τις αστραφτερές τους εμφανίσεις στις φωτισμένες πίστες τα βράδια δεν ζωντανεύουν. Χωρίς τα τραγούδια τους οι νύχτες μοιάζουν με ταινία που δεν έχει σάουντρακ. Οι περιπέτειες, οι επιτυχίες, οι ανταγωνισμοί, οι βεντετισμοί, τα παραπτώματα και οι έρωτές τους είναι αυτά που συζητάνε πολλοί το επόμενο πρωί.


Ο Γιώργος Μαζωνάκης κάνει εδώ και καιρό μια επιτυχημένη καριέρα μέσα στη νύχτα, χωρίς να χαθεί μέσα σε αυτήν. Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του είναι και το σοβαρό προφίλ του.


Μας είπε: «Μπορώ πλέον να πω ότι η βραδινή δουλειά έχει γίνει για μένα τρόπος ζωής. Είμαι σίγουρος πως πολύ περισσότερο μ’ αρέσει να δουλεύω βράδυ από ό,τι πρωί.


Η βραδινή δουλειά μπορεί κάποια στιγμή να γίνει και ρουτίνα γιατί κάθε μέρα το ίδιο πράγμα καταντά βαρετό. Αλλά σε ένα καλό λάιβ μια ωραία βραδιά μπορώ να σας πω ότι έχω περάσει τις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μου.


Η νύχτα είναι απρόβλεπτη. Ποτέ δύο βράδια δεν είναι ακριβώς ίδια. Ούτε ο κόσμος είναι ίδιος αλλά ούτε και η δική μου διάθεση. Υπάρχουν κάποια βράδια που ξεκινάνε χωρίς να υπόσχονται πολλά πράγματα και κάτι γίνεται και ξαφνικά απογειώνονται.


Οι νύχτες σε φέρνουν σε πιο άμεση επαφή με τον κόσμο. Είναι εκεί που δοκιμάζεις τις δυνάμεις σου και τα όριά σου. Το συναίσθημα που σου δημιουργεί αυτή η επαφή δεν συγκρίνεται με τίποτα. Οχι μόνο για μένα αλλά και για όλους τους τραγουδιστές αυτή η επαφή είναι πολύ σημαντική. Από αυτήν αντλείς τη δύναμη για να δώσεις κάτι παραπάνω.


Σαφώς υπάρχουν παγίδες στη νύχτα που πρέπει να αποφεύγεις αν θες να συνεχίσεις. Είναι καλό τη νύχτα να μετράς προσεκτικά τις καταστάσεις, να είσαι πιο ψύχραιμος και να μένεις μακριά από κακοτοπιές.


Οπως τραγουδάω και στον τελευταίο μου δίσκο, «παιδί της νύχτας είμαι εγώ»».


Νίκος Πατρελάκης, disc jockey


Αθήνα


Ο disc jockey είναι ο digital διασκεδαστής των καιρών μας. Το νέο, μοντέρνο αυτό επάγγελμα έκανε την εμφάνισή του ταυτόχρονα με την εισβολή του πικ-απ στις σαλονοτραπεζαρίες της μεσαίας τάξης της Αμερικής και της Ευρώπης. Ηταν τα 60ς, η εποχή των Beatles, των Stones και της Aretha Franklin. Η νέα τεχνολογία έκανε τα πικ-απ ευκολότερα στη μεταφορά και πιστότερα στην ποιότητα του ήχου, πράγμα που σήμαινε ότι τα πάρτι μπορούσαν να στηθούν οπουδήποτε, αρκεί να υπήρχε ένας dj, δηλαδή αυτός που είχε τις περισσότερες «πλάκες».


Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν έγινε η έκρηξη της house μουσικής χορευτικής σκηνής, ο ρόλος του dj στη νεανική κουλτούρα αναβαθμίστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να φθάσει ως το ’95 σε επίπεδα καθαρά show-biz. Οι djs έγιναν οι νέοι σταρ της νύχτας. Ο Νίκος Πατρελάκης είναι ένας από αυτούς.


Μας είπε: «Η ρουτίνα ενός ανθρώπου που δουλεύει τη νύχτα είναι να κοιμάται αλλοπρόσαλλες ώρες. Δηλαδή, το μεγαλύτερο πρόβλημά μου, όταν παίζω τα Σάββατα, είναι ότι πρέπει να γυρίσω και να κοιμάμαι ως τις επτά το απόγευμα, γιατί αλλιώς είναι αδύνατον να βγάλω έξι και επτά ώρες δουλειάς το βράδυ. Αυτό κάπου σου κάθεται περίεργα. Δηλαδή, για όλους τους άλλους τα σαββατόβραδα είναι διασκέδαση ενώ για σένα όχι. Ετσι η ψυχολογία μου είναι τελείως κόντρα με εκείνη των υπολοίπων. Ολοι οι φίλοι μου μπορούν να μιλήσουν το Σάββατο το απόγευμα, να πιουν έναν καφέ, να έχουν μια ώρα ελεύθερη. Στη δική μου περίπτωση αυτά όλα δεν γίνονται.


Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της δουλειάς έχουν να κάνουν με τη χημεία του σώματος. Οταν ετοιμάζεσαι να δουλέψεις, έχεις τελείως άλλη ψυχοσύνθεση από ό,τι όταν ετοιμάζεσαι να διασκεδάσεις. Εκείνη την ώρα η χημεία του σώματος το σπρώχνει να ηρεμήσει, να ξεκουραστεί, να κοιμηθεί ή να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να δουλέψει. Αυτό σημαίνει ότι πας κόντρα σε όλη τη χημεία του σώματός σου προκειμένου να είσαι εναργής και δημιουργικός.


Οι άνθρωποι το βράδυ έχουν άλλη προδιάθεση. Είναι πιο ανθρώπινοι. Νιώθω ότι οι άνθρωποι το πρωί είναι πιο διεκπεραιωτικοί, είναι πιο μηχανές από εκείνους που δουλεύουν το βράδυ. Οσοι δουλεύουν νύχτα είναι πιο συναισθηματικοί γιατί όλος ο περίγυρος είναι πιο συναισθηματικός, ανοιχτός και χαλαρός. Από την άλλη, το βράδυ έχει αποδειχθεί ότι σε γερνάει διπλά.


Η βραδινή δουλειά με έχει επηρεάσει ευνοϊκά. Μου έχει δείξει πτυχές των ανθρώπων που δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι υπάρχουν εκεί έξω. Αυτό δεν σημαίνει πως έχω δει κακούς ανθρώπους αλλά ανθρώπους συνηθισμένους στις ακραίες τους εκδοχές. Είτε πολύ μεθυσμένους είτε πολύ χαρούμενους επειδή περνούν καλά κλπ. Η νύχτα με έχει μάθει επίσης να αγαπάω περισσότερο τους ανθρώπους γιατί τους βλέπω στη διασκέδασή τους και όχι μονόχνωτους στη δουλειά τους».


Αντώνης Ραυτόπουλος, receptionist


Ξενοδοχείο «Hilton»



Η ρεσεψιόν ενός μεγάλου ξενοδοχείου είναι από τα μέρη που μένουν ανοιχτά 24 ώρες το 24ωρο, 365 ημέρες τον χρόνο. Οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ πρέπει να είναι ικανοί, ευγενικοί, εξυπηρετικοί και διακριτικοί, είτε εργάζονται μέσα στον φόρτο των πρωινών αφίξεων είτε στην ηρεμία της νυχτερινής βάρδιας. Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τους βραδινούς ρεσεψιονίστ «θυρωρούς της νύχτας». Είναι οι άνθρωποι που υποδέχονται τους επισκέπτες της πόλης όταν αυτή κοιμάται.


Ο Αντώνης Ραυτόπουλος εργάζεται στο επάγγελμα αυτό από το 1989. Τελείωσε τη Σχολή Τουριστικών Επιχειρήσεων στην Αθήνα. Είναι ευχαριστημένος από τη δουλειά του και πιστεύει ότι για να πετύχεις καλύτερα πράγματα πρέπει να συνεχίζεις την προσπάθεια.


Μας είπε: «Δεν νομίζω ότι η βραδινή βάρδια είναι πιο ήσυχη από την πρωινή. Η δουλειά ξεκινάει από το πρωί και συνεχίζεται το μεσημέρι. Αν δεν πραγματοποιηθούν οι αφίξεις, εσύ περιμένεις και μετά τις αναλαμβάνει ο βραδινός. Αρα δεν μπορείς να ξέρεις παρά εκείνη τη στιγμή τι ακριβώς θα συμβεί. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει καλή οργάνωση και έλεγχος.


Τα βράδια λειτουργείς πιο αυτόνομα, οπότε πρέπει να είσαι πλήρως ενημερωμένος και υπεύθυνος. Ετσι θα μπορέσεις να κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου. Και τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου να εξυπηρετήσεις αλλά και όλους αυτούς που βασίζονται σε σένα ώστε να έρθουν την άλλη ημέρα το πρωί και να μπορέσουν να συνεχίσουν από εκεί όπου εσύ τελείωσες.


Η επαγγελματική ζωή του καθενός σίγουρα επηρεάζει και την προσωπική του συμπεριφορά. Σίγουρα η νύχτα, βιολογικά, είναι πιο κουραστική. Δεν υπάρχει αντίρρηση σε αυτό. Το βιολογικό ρολόι έχει μάθει να ξεκουράζεται τη νύχτα. Οποιοσδήποτε δουλεύει βράδυ πρέπει βιολογικά να καταβάλει περισσότερη προσπάθεια.


Οι επισκέπτες ενός ξενοδοχείου πέντε αστέρων στην καρδιά της Αθήνας είναι οι περισσότεροι επιχειρηματίες. Στο σύνολό τους έρχονται ξανά και ξανά και κάπου δημιουργείται μια μεγάλη παρέα στην οποία κάθε πλευρά έχει τις δικές της υποχρεώσεις.


Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι και οι τέσσερις εποχές του χρόνου είναι όμορφες. Η καθεμιά είναι διαφορετική. Η ημέρα έχει εναλλαγές αλλά και η νύχτα είναι όμορφη. Είναι σαν τη γυναίκα. Είναι διαφορετική κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Θέλει να την προσέχεις για να μη σου φύγει».


Σίμος Σωτηρακόπουλος, οδηγός ταξί


Αιτωλικό Μεσολογγίου



Αν οι νυχτερινές διαδρομές στην πόλη εξαντλούνται στο κέντρο, στα αεροδρόμια και στους σταθμούς, στην επαρχία οι περισσότερες οδηγούν στα κέντρα διασκέδασης. Οι περισσότεροι που κυκλοφορούν στην επαρχία τα βράδια είτε δουλεύουν σε αυτά είτε είναι πελάτες.


Μερικές από τις πιο στάνταρντ διαδρομές είναι αυτές των κοριτσιών που δουλεύουν στα χιλιάδες επαρχιακά μπαρ. Τον τελευταίο καιρό τα περισσότερα από αυτά τα κορίτσια προέρχονται από τις πρώην ανατολικές χώρες. Οι νυχτερινές μετακινήσεις τους αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της νυχτερινής βάρδιας ενός οδηγού ταξί στην επαρχία.


Ο Σίμος Σωτηρακόπουλος στα 14 περίπου χρόνια που δουλεύει ως οδηγός ταξί έχει κάνει αμέτρητα νυχτερινά χιλιόμετρα, έχει ακούσει αμέτρητες νυχτερινές κουβέντες και έχει δει αμέτρητα νυχτερινά καμώματα.


Μας είπε: «Οταν είμαι βραδινός αρχίζω δουλειά από τις επτά και φθάνω ως το πρωί. Ανάλογα με το δρομολόγιο μπορεί να βρεθώ παντού, σε όλη την Ελλάδα. Μπορεί να χρειασθεί να πάω στην Αθήνα στο αεροδρόμιο για να παραλάβω έναν πελάτη που μου τηλεφώνησε γι’ αυτόν τον λόγο από το εξωτερικό. Μπορεί να χρειασθεί να πάμε στη Θεσσαλονίκη ή αλλού. Εξυπακούεται πως μερικά δρομολόγια είναι πιο πονηρά από άλλα.


Οταν πρωτοξεκίνησα δούλευα πολύ το βράδυ. Τη νύχτα στην επαρχία δουλεύεις κυρίως με τα μπαρ, τα μπουζουξίδικα και τέτοια. Πηγαίνεις τα κορίτσια και τους πελάτες σε όλο τον νομό αλλά επίσης στην Πάτρα και αλλού.


Το βράδυ έχει κυρίως περίεργες ιστορίες, πολλές. Δεν ξέρεις ποιους παίρνεις. Εγώ δεν φοβάμαι αλλά υπάρχει κόσμος που φοβάται.


Σε άλλον νομό, ας πούμε στα Τρίκαλα, μπορεί να φοβηθείς ειδικά αν δεν ξέρεις καλά τον δρόμο. Προσέχουμε λίγο παραπάνω τους ξένους μετά από τα τελευταία κρούσματα ληστειών. Παλιότερα που δουλεύαμε πολύ μαζί τους δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα. Η βραδινή βάρδια δεν είναι μόνο εδώ πρόβλημα αλλά παντού. Τι να κάνουμε όμως; Καλό θα ήταν να βάλουμε στα αυτοκίνητα το διαχωριστικό προστατευτικό τζάμι που σε χωρίζει από τον πελάτη. Εδώ στην επαρχία θα τύχει να πάρεις πολλές φορές έναν πελάτη που τον ξέρεις, οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Στις μεγάλες πόλεις όμως;


Ενα καλό είναι ότι το μεροκάματο είναι λίγο παραπάνω, γύρω στις 10.000 δρχ. παραπάνω. Είναι η διπλή ταρίφα αλλά πληρώνεται πολύ και η αναμονή. Μπορεί να σου ζητήσουν να περιμένεις και τρεις ή τέσσερις ώρες. Στις μεγάλες πόλεις είναι διαφορετικά.


Η πρωινή βάρδια είναι πιο κουραστική γιατί είναι δύο-τρεις ώρες μεγαλύτερη σε διάρκεια. Το βράδυ δεν κουράζεσαι τόσο. Ειδικά το καλοκαίρι περνάει πολύ πιο ευχάριστα το βράδυ. Δεν την καταλαβαίνεις τη νύχτα, πάει τέσσερις και έχει ξημερώσει σε δύο ώρες».


Παναγιώτης Βασιλείου, Katrantzos Security


Αθήνα



Η ύπαρξη αυτών των ανθρώπων έγινε απαραίτητη όταν πλέον έγινε εμφανές πως η Αστυνομία δεν επαρκούσε για την ασφαλή φύλαξη τόσο της ζωής μας όσο και της περιουσίας μας. Τα καθήκοντά τους περιλαμβάνουν φύλαξη ιδιωτικών χώρων, περιφρούρηση γραφείων, τραπεζών, σταθμών του μετρό και γενικά όπου χρειάζονται αυξημένα μέτρα ασφαλείας. Είναι ένα επάγγελμα με μεγάλο ποσοστό κινδύνου την ημέρα αλλά τη νύχτα γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο.


Ο Παναγιώτης Βασιλείου είναι σχετικά καινούργιος σε αυτό το επάγγελμα και μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε πώς αντιμετωπίζει τις ιδιαιτερότητες της νυχτερινής βάρδιας ένας άνθρωπος που τώρα ξεκινάει.


Μας είπε: «Η ρουτίνα της νυχτερινής βάρδιας είναι ανάλογα με τη φύλαξη. Μες στο βράδυ κάνουμε διάφορες περιπολίες, μέσα και γύρω από το κτίριο, στους κήπους, αν υπάρχουν. Κάνουμε ελέγχους σε σπίτια, γραφεία, σε διάφορες εκθέσεις, σε σταθμούς του μετρό.


Η βραδινή μας βάρδια αρχίζει από τις 10 το βράδυ ως τις 6 το πρωί, και πάλι ανάλογα με τις φυλάξεις. Υπάρχουν και βάρδιες που αρχίζουν στις 12 και τελειώνουν στις 8. Δεν οπλοφορούμε. Σε περίπτωση που συμβεί κάτι απρόοπτο έχουμε επάνω μας ένα panic button που το πατάμε και ειδοποιούμε το κέντρο. Σε περίπτωση που πατήσουμε αυτό το κουμπί και δεν τηλεφωνήσουμε αμέσως μετά στο κέντρο, τότε το κέντρο καταλαβαίνει πως κάτι σοβαρό συμβαίνει.


Προτιμώ να δουλεύω τη νύχτα. Οπως και να το κάνουμε, τη νύχτα είναι πιο ήρεμα τα πράγματα, υπάρχει λιγότερος κόσμος. Μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος αλλά εμένα μ’ αρέσει περισσότερο τη νύχτα.


Σίγουρα επηρεάζει τις προσωπικές σου σχέσεις η νυχτερινή δουλειά. Κατ’ αρχάς το πιο απλό πράγμα: δεν μπορείς να πας μια βόλτα, να πιεις ένα ποτό. Εκεί που οι άλλοι διασκεδάζουν εσύ πρέπει να δουλεύεις. Επειτα την επόμενη ημέρα αισθάνεσαι χάλια. Εκεί που κανονικά έπρεπε να ξυπνάς, εσύ πας για ύπνο. Επειδή οι φυλάξεις είναι κυλιόμενες, δουλεύεις μια εβδομάδα βράδυ και εκεί που λίγο αρχίζει και συνηθίζει ο οργανισμός σου, γυρνάς πρωινή βάρδια. Είσαι συνέχεια σε εγρήγορση.


Ως σήμερα δεν μου έχει τύχει κάτι επικίνδυνο πάνω στη βάρδιά μου, εκτός από ένα βράδυ που κάποιος προσπάθησε να μου κλέψει τη μηχανή μου. Εργαζόμουν σε μια τράπεζα και ξαφνικά βλέπω έναν τύπο σκυμμένο πάνω από τη μηχανή μου και μέσα σε δευτερόλεπτα μου είχε βγάλει την κλειδαριά από τη μηχανή. Ευτυχώς που τον πήρα είδηση.


Σε αυτή τη δουλειά δεν παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο τα σωματικά προσόντα. Δεν είμαστε σωματοφύλακες. Απλά πρέπει το μυαλό σου να παίρνει στροφές. Με λίγα λόγια να προλαβαίνεις καταστάσεις».


Ιωάννα Αναγνωστοπούλου, face controller


«Alarm Club», Αθήνα


Αν οι dj είναι υπεύθυνοι για το μουσικό κλίμα της βραδιάς, οι face controlers είναι υπεύθυνοι για το ποιοι θα διασκεδάζουν μαζί μας. Είναι οι άνθρωποι που επιλέγουν τα πρόσωπα που θα είναι γύρω μας και έτσι παίζουν πρωταρχικό ρόλο στην πορεία της βραδιάς.


Η Ιωάννα Αναγνωστοπούλου είναι η κατ’ εξοχήν ιέρεια του επαγγέλματος μια και έχει κάνει πόρτα στα πιο πρωτοποριακά και επιτυχημένα κλαμπ στην Αθήνα και στη Μύκονο. Αν η νύχτα στην πόλη μας είχε ένα πρόσωπο, αυτό θα έμοιαζε πολύ στην Ιωάννα.


ΜΑΣ ΕΙΠΕ: «Τα βράδια δουλεύω και διασκεδάζω ταυτόχρονα. Δουλεύω στην πόρτα και υποτίθεται ότι κάνω face control αλλά προσέχω και όλη τη λειτουργία του μαγαζιού, αν διασκεδάζει ο κόσμος. Μου αρέσει που κάνω αυτή τη δουλειά. Ο,τι δεν μου αρέσει το σταματάω και κάνω κάτι άλλο.


Για πρώτη φορά το έκανα στα πρώτα Jungle του Χρήστου Καλοπίτα, το ’83, όταν λεγόταν Cult. Μου άρεσε πάρα πολύ αλλά μετά μου άρεσε το μπαρ. Οταν τελείωσε η καριέρα μου από εκεί, ξανάρχισα πάλι πόρτα. Προτιμάω πάντα να δουλεύω βράδυ. Οσες φορές έχω προσπαθήσει πρωί, δεν έχει κρατήσει πολύ καιρό.


Θυμάμαι πολλές περίεργες ιστορίες. Κουφά συμβαίνουν κάθε βράδυ αλλά τα περισσότερα δεν μου κάνουν εντύπωση εμένα, κάνουν στους διπλανούς μου που ακούνε. Μου έχουν συμβεί σχεδόν τα πάντα στην πόρτα ενός κλαμπ. Μου έχουν πετάξει μολότοφ, με έχουν απειλήσει. Εχω ακούσει να ζητάνε από τον παρκαδόρο τα κλειδιά του Γιαγκουάρ εννοώντας την Τζάγκουαρ. Το πιο συνηθισμένο είναι να μου λένε πως είναι φίλοι της Ιωάννας.


Τα πράγματα τη νύχτα έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Ενα που με στενοχωρεί είναι ότι δεν διασκεδάζει η νεολαία πια. Μπαίνουν μέσα με κατεβασμένα τα μούτρα, ακόμη και το Σάββατο. Αυτό πιστεύω ότι οφείλεται στην πίεση που έχουν όλη την ημέρα, στην οικονομική κρίση και στο ότι θέλουν να κάνουν καριέρα από τα 18. Τα βλέπεις και περιμένεις σαν πιτσιρίκια να σου δώσουν κάποια ενέργεια την οποία τελικά σ’ τη δίνουν οι πιο μεγάλοι.


Εγώ έχω πια συνηθίσει αλλά για κάποιον που ξεκινάει είναι πολύ κουραστική δουλειά. Εχει πολλές ώρες ορθοστασία, τον χειμώνα κάνει πολύ κρύο και συνέχεια έχεις να αντιμετωπίσεις περίεργες καταστάσεις. Πρέπει να καταλαβαίνεις αμέσως το στυλ του άλλου και να τον αντιμετωπίσεις με τον ανάλογο τρόπο. Εμένα πάντως με έχει σώσει το ένστικτό μου. Καταλαβαίνω πότε ο άλλος έρχεται για να περάσει καλά και πότε έρχεται για να κάνει φασαρία. Φαίνεται στο μάτι τους. Αυτοί που έρχονται με κακές διαθέσεις είναι αγενείς προτού μπουν».