«Είμαι δειλός και φοβισμένος»




Με τη μικροκαμωμένη φιγούρα του και τη χαρακτηριστική φωνή του έχουμε εξοικειωθεί μέσα από τις ταινίες του Λουί Μαλ, του Γούντι Αλεν, του Μπομπ Φόσι, του Τζέιμς Αϊβορι, του Ρον Χάουαρντ και του Στίβεν Φρίαρς, αλλά οι περισσότεροι από εμάς δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε το όνομά του. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία ωστόσο ο Γουόλας Σον εκτός από έξοχος καρατερίστας αναγνωρίζεται σήμερα και ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς με βαθιά ουμανιστική συνείδηση, τολμηρή θεματολογία και άποψη ριζοσπαστική σε θέματα φόρμας. Ο 58χρονος σήμερα συγγραφέας έχει δει τα έργα του να ανεβαίνουν στο La Mama και στο Public Theatre της Νέας Υόρκης, στο Royal Cort και στο Joint Stock του Λονδίνου, στο βερολινέζικο Berliner Enseble, να διακρίνονται με το βραβείο Obie ­ το «Our late night» (1975) και το «The fever» (1991) ­, αλλά και να λογοκρίνονται ­ η τριλογία «Α thought in three parts» (1976) ­ από τον βρετανικό Τύπο για «προσβολή της δημοσίας αιδούς».


Το τελευταίο, πιο ολοκληρωμένο, σύμφωνα με τους κριτικούς, έργο του με τίτλο «Το πένθος του αρουραίου» έκανε πρεμιέρα το 1996 στο National Theatre του Λονδίνου, σε σκηνοθεσία Ντέβιντ Χέαρ, με τη Μιράντα Ρίτσαρντσον και τον Μάικ Νίκολς, για να γνωρίσει τον περασμένο Μάιο τη νεοϋορκέζικη «εκδοχή» του. Στα τέλη Μαρτίου ανεβαίνει στο Θέατρο Εξαρχείων, σε μετάφραση Αννίτας Δεκαβάλλα, και δίνει στο «Βήμα» την αφορμή για μια τηλεφωνική συνομιλία μαζί του ­ κάπου στο όριο σοβαρού και κωμικού, με ένα ερωτηματικό να απειλεί κάθε του απάντηση, ένα αβέβαιο «υποθέτω» να προηγείται συχνά της σκέψης του και μία παράκληση: «Μη μου ζητήσετε να πω ενδιαφέρουσες ιστορίες για ανθρώπους. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία συνήθως έχει να κάνει με μια ανθρώπινη συμπεριφορά συνδυασμένη με ένα κλισέ ή μια ιδέα που έχουμε σχηματίσει για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, και εγώ συνήθως δεν έχω ιδέα του πώς είναι οι άνθρωποι ή του τι περιμένω να γίνουν. Ολοι μού φαίνονται απίθανα περίπλοκοι και μπερδεμένοι».


­ Δεν είναι λίγοι οι κινηματογραφόφιλοι που θυμούνται τη λέξη «inconceivable» (αδιανόητο) που αναφωνούσατε κάθε τόσο στην ταινία «Ιστορίες έρωτα και φαντασίας» του Ρον Χάουαρντ…


«Μου θυμίζουν συχνά αυτή τη φράση, αλλά σας διαβεβαιώνω πως όταν γυρίζαμε την ταινία δεν είχα καν αντιληφθεί ότι η ατάκα αυτή ήταν τόσο αστεία».


­ Εχετε συνήθως συνείδηση του κωμικού ταλέντου σας;


«Κοιτάξτε, πρέπει να σας πω ότι μου είναι αδύνατον να μιλήσω σοβαρά. Τα περισσότερα από όσα λέω μπορεί να εκληφθούν και ως αστεία».


­ Εννοείτε ότι αυτό συμβαίνει ακόμη και τώρα που δίνετε αυτή τη συνέντευξη;


«Το φοβάμαι. Αυτό με δυσκολεύει συχνά να γίνομαι κατανοητός. Δεν το κάνω όμως επίτηδες. Δεν ξέρω απλώς άλλον τρόπο για να σκεφθώ ή να μιλήσω πέρα από τον κωμικό. Τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνω καν γιατί με βρίσκουν αστείο στις ταινίες. Είμαι μόνο ο εαυτός μου, ξέρετε. Υποθέτω ότι ο λόγος είναι πως έχω αστεία φάτσα και αστεία φωνή. Να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω καν τι σημαίνει η λέξη «αστείο»».


­ Από την άλλη, δεν μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να ερμηνεύσετε αμιγώς δραματικούς ρόλους;


«Κοιτάξτε, η πιο απολαυστική μορφή ηθοποιίας είναι, κατά τη γνώμη μου, η εύκολη. Η ουσία της υποκριτικής βρίσκεται στην απουσία προσπάθειας. Σε έναν δραματικό ρόλο μπορείς να πετύχεις αυτή την ευκολία μόνο ύστερα από πολλή δουλειά. Χρόνια δουλειάς. Οταν δούλεψα με τον Αντρέ Γκρέγκορι πάνω στον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ, κάναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα δοκιμές. Ο Βάνιας ήταν ένας πολύ σοβαρός ρόλος αλλά δουλεύοντάς τον τόσα χρόνια έγινε εύκολο πλέον να τον ερμηνεύσω· σχεδόν φυσικό. Στον αμερικανικό κινηματογράφο δεν έχω ωστόσο εμπιστοσύνη στις σοβαρές ταινίες και έτσι προτιμώ να βρίσκομαι στη μεριά των κωμικών».


­ Αλλά και των δημιουργών. Αλήθεια πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;


«Βλέποντας μια αφίσα στην Οξφόρδη, όπου βρισκόμουν για σπουδές το 1969. Επρόκειτο για έναν διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου. Το έργο που θα έπαιρνε το πρώτο βραβείο θα ανέβαινε στο θέατρο και αυτό, δεν ξέρω για ποιον λόγο, ήταν το στοιχείο που με ενθουσίασε. Πήρα μέρος με το «Four meals in May». Αρχιζε με τον μονόλογο ενός ηλικιωμένου ο οποίος απευθυνόταν στο κοινό. Δυστυχώς δεν βραβεύθηκε».


­ Ηταν η πρώτη φορά που καταπιαστήκατε με τη συγγραφή;


«Για να πω την αλήθεια, το πρώτο μου έργο το έγραψα σε ηλικία 10 ετών και ήταν για τον θάνατο του Σωκράτη. Ηταν ένα φιλοσοφικό έργο. Κατά κάποιον τρόπο όλα τα έργα που έγραψα στη συνέχεια ήταν σαν αυτό, με την έννοια του ότι είχαν πάντοτε μια φιλοσοφική διάσταση. Στο «Πένθος του αρουραίου», για παράδειγμα, οι ήρωες θυσιάζουν τη ζωή τους για τα «πιστεύω» τους ­ ακριβώς όπως και ο Σωκράτης».


­ Από την άλλη, διαπιστώνουμε ότι αυτή η ανατροπή της συμβατικής σχέσης σκηνής-πλατείας που συμβαίνει στο «Πένθος του αρουραίου» σάς απασχολούσε ήδη από τον καιρό του «Four meals in May».


«Η ιδέα να απευθύνεται ο ηθοποιός στο κοινό είναι βέβαια πολύ παλιά ­ μας πηγαίνει πίσω στην αρχαία Ελλάδα, αργότερα στον Σαίξπηρ… Οι θεατές μετέχουν πραγματικά στα έργα μου, αξιολογούν, κρίνουν… Δεν ξέρω γιατί με γοητεύει τόσο αυτή η φόρμα. Ερχεται σαν μια διαδικασία φυσική κατά τη συγγραφή. Η αλήθεια είναι ότι δεν προσπάθησα ποτέ να δημιουργήσω μια απόλυτα ρεαλιστική ψευδαίσθηση της ζωής πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω πολλά για την πραγματική ζωή και υποθέτω πως για τον λόγο αυτόν δεν με ενδιέφερε ποτέ μια φωτογραφική αναπαράστασή της».


­ Δεν ξέρετε πολλά για την πραγματική ζωή; Ακούγεται μάλλον παράδοξο. Συνεργάζεστε με μερικούς από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, τα έργα σας ανεβαίνουν σε πρωτοποριακές σκηνές…


«Πρέπει να σας πω ότι έζησα μια πολύ περιορισμένη ζωή. Δεν είδα πολλά, δεν έκανα πολλά, εξελίχθηκα ως άνθρωπος σε έναν χώρο εσωτερικό, γνώρισα μια μικρή ομάδα ανθρώπων, μια μικρή γειτονιά, δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα περιπετειώδης τύπος. Θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου μάλλον δειλό και φοβισμένο. Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι το καλύτερο από όλα είναι να μένεις μέσα στο σπίτι σου· ότι μπορεί να είναι επικίνδυνα εκεί έξω. Μπορεί να βρέξει και να γίνεις μούσκεμα ή μπορεί να σε σκοτώσουν. Είναι προτιμότερο λοιπόν να είσαι προσεκτικός και να παραμένεις εντός των τειχών».


­ Μεγαλώσατε ωστόσο στο Μανχάταν, σε ένα περιβάλλον διανοουμένων και με έναν πατέρα, τον Γουίλιαμ Σον, διευθυντή επί 35 χρόνια του περίφημου περιοδικού «New Yorker».


«Μοναδικό αντίδοτο στη δειλία μου ήταν η περιέργειά μου. Αυτή με ανάγκασε να κάνω κάποια ταξίδια ­ όχι όμως όσα θα ήθελα. Ο πατέρας μου ήταν επίσης περίεργος, αλλά δεν πήγαινε πουθενά. Οταν έκανα το ταξίδι στην Ινδία και μετά στη Λατινική Αμερική, λαχταρούσε να του μιλήσω για όσα είδα. Ηθελε να στέλνει ανθρώπους σε όλον τον κόσμο για να τον γνωρίσει μέσα από τις εμπειρίες τους. Ο ίδιος δεν ανέβηκε ποτέ στη ζωή του σε αεροπλάνο. Ταξίδεψε μόνο το… 1929 με πλοίο στην Ευρώπη. Αυτό ήταν το πρώτο και το μοναδικό ταξίδι που έκανε».


­ Ενας δειλός ωστόσο σαν εσάς δεν θα ταξίδευε ποτέ σε χώρες «υψηλού κινδύνου» όπως η Γουατεμάλα και η Νικαράγουα.


«Υποθέτω ότι αν είχα γεννηθεί θαρραλέος θα παραβίαζα τους νόμους της χώρας μου και θα πήγαινα στη φυλακή. Θα αρνιόμουν να πληρώσω φόρους σε μια κυβέρνηση διαβολική, θα αντιδρούσα στη λειτουργία των πυρηνικών εργοστασίων. Κάθε πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών θα έπρεπε να παραβιάζει τους νόμους και να πηγαίνει στη φυλακή αν είχε το κουράγιο να διαμαρτυρηθεί για τα εγκλήματα του κράτους. Κάποιοι θαρραλέοι το κάνουν. Εγώ όμως φοβάμαι τη φυλακή».


­ Τα έργα σας ωστόσο είναι κριτικά και επομένως βαθιά πολιτικά. Εχετε σημειώσει κάπου ότι «Το πένθος του αρουραίου» είναι «μια σπουδή για τη δειλία και το θάρρος, την υποταγή και την αντίσταση».


«Υποθέτω ότι τα έργα μου είναι κριτικά αν θελήσει να τα δει κανείς έτσι. Στην πλειονότητά τους όμως δεν λαμβάνουν μέρος σε μια πραγματική χώρα ή σε έναν πραγματικό χρόνο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το «Aunt Dan and Lemon» («Η θεία Νταν και η Λέμον») που έγραψα το 1985. Διαδραματιζόταν στο Λονδίνο και οι χαρακτήρες μιλούσαν για τον Χένρι Κίσινγκερ και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, όμως και πάλι το έργο είχε να κάνει με μια μικρή ομάδα τριών-τεσσάρων ανθρώπων που διάβασαν γι’ αυτά τα γεγονότα».


­ Ο πατέρας σας τι γνώμη είχε για τη συγγραφική σας δραστηριότητα;


«Στην αρχή ανησυχούσε πολύ για την τύχη μου. Κάποια από τα πρώτα έργα μου, βλέπετε, δεν ήταν καθόλου δημοφιλή. Οι θεατές τα μισούσαν. Το τελευταίο έργο μου που είδε στη σκηνή ήταν το «The fever» και νομίζω ότι αυτό ήταν και εκείνο που εκτίμησε περισσότερο».


­ Εχει ενδιαφέρον πάντως το ότι τα έργα σας ανέβηκαν ως επί το πλείστον σε σκηνές off Broadway, σε αντίθεση με τις κινηματογραφικές επιλογές σας που σας οδήγησαν κάποιες φορές σε εμπορικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές…


«Εχω πάντοτε την ίδια επιθυμία για μια ζωή αστού, όπως και οι περισσότεροι. Δεν έβγαλα ποτέ χρήματα από το θέατρο. Δεν θα μπορούσα άλλωστε. Τα έργα που γράφω τα βλέπει μόνο ένας μικρός αριθμός ανθρώπων».


­ Σας ενόχλησε ποτέ το γεγονός ότι έχετε γίνει γνωστός από τις εμφανίσεις σας σε χαρακτηριστικούς αλλά δευτεραγωνιστικούς κυρίως ρόλους, με εξαίρεση βέβαια τις εμφανίσεις σας στις ταινίες «Ο Βάνιας στο Μπρόντγουεϊ» και «Το δείπνο μου με τον Αντρέ»;


«Υποθέτω ότι οι ρόλοι που παίζει ο… Χάρισον Φορντ απαιτούν καλύτερη φυσική κατάσταση από αυτούς που παίζω εγώ συνήθως! Ισως αν ήμουν ψηλότερος ο σωματότυπός μου να με ενέπνεε να περάσω περισσότερες ώρες στο γυμναστήριο. Κοιτάξτε, φυσικά θα ήθελα να παίζω μεγαλύτερους ρόλους. Κανένας ηθοποιός δεν επιλέγει τους δεύτερους, όπως κανένας βιολονίστας δεν θέλει να γίνει δεύτερο βιολί. Οι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ προφανώς πιστεύουν είτε ότι δεν έχω ταλέντο είτε ότι είμαι πολύ μικρόσωμος για να μου το προτείνουν!».


Τι είπε


Για τον Λουί Μαλ:


«Ηταν πολύ ευχάριστο για μένα να δουλεύω μαζί του, ακριβώς γιατί χαιρόταν κάθε στάδιο υλοποίησης μιας ταινίας, ακόμη και τη στιγμή που αποφάσιζε το πού θα τοποθετήσει την κάμερα. Στα πλατό δημιουργούσε πάντοτε μια πολύ ζεστή ατμόσφαιρα. Οταν γυρίσαμε την ταινία «Ο Βάνιας στο Μπρόντγουεϊ», δεν μας ζήτησε τίποτε από όσα είχαμε κατορθώσει κάνοντας πολύχρονες πρόβες με τον Αντρέ Γκρέγκορι πάνω στο έργο του Τσέχοφ. Δεν έλεγε ποτέ στους ηθοποιούς πώς να παίξουν. Αντιμετώπιζε τους ήρωες σαν να ήταν ντοκυμαντερίστας».


Για τον Γούντι Αλεν:


«Είναι απίστευτα δημιουργικός άνθρωπος. Εχει τόσες ιδέες κάθε στιγμή της ζωής του που κατορθώνει να εμπνεύσει όσους τον περιβάλλουν. Από τους ηθοποιούς του, ζητεί τα ελάχιστα, θέλει να παίζουν λιγότερο. Την υποκριτική την αντιμετωπίζει ακριβώς όπως κι εγώ. Πιστεύει ότι πρέπει να είναι κάτι που προκύπτει με τρόπο φυσικό, εύκολα, χωρίς σκληρή προσπάθεια και σίγουρα χωρίς προσπάθεια να γίνει κανείς αστείος».


Το «Πένθος του αρουραίου» του Γουόλας Σον ανεβαίνει στο Θέατρο Εξαρχείων στα τέλη Μαρτίου. Μετάφραση Αννίτα Δεκαβάλλα, σκηνοθεσία Τάκης Βουτέρης, σκηνικά-κοστούμια Γιώργος Βαφιάς, μουσική Πλάτων Ανδριτσάκης.