Επιστροφή στη Μάνη ­ καλύτερα, σε ένα μικρό κομμάτι της που ανήκει στη Μεσσηνία. Στον τόπο όπου μαθαίνει κανείς να δοξάζει τα μικροπράγματα. Τα μικρά χωριά. Ο Κάμπος (το χωριό μου), μια χούφτα σπίτια και μια χούφτα άνθρωποι με μια παράξενη παράδοση κοσμοπολιτισμού. Τα γειτονικά Βαρούσια ­ που μετονομάστηκαν σε Σταυροπήγιο, όταν η χούντα θέλησε να απαντήσει δυναμικά στα επιχειρήματα του Φαλμεράιερ περί σλαβικού εποικισμού. Η διαδρομή από μικρά μονοπάτια προς τις Κιτριές, πλάι στη μικρή κοιλάδα με τα κίτρα που την άνοιξη ευωδιάζουν. Το μικρό ψαροχώρι με τα δέκα σπίτια ­ και το μεγάλο, εκείνο με την πράσινη πόρτα, ακριβώς απέναντι στο κύμα. Λίγες βάρκες ­ που ψάρευαν και το βράδυ στη σχεδόν πάντα ήσυχη θάλασσα. Απέναντι, μακρινά, τα φώτα της Καλαμάτας και της Μεθώνης.


Το ταξίδι στην Καρδαμύλη, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, μακρινό. Από το κέντρο του χωριού περνά το λεωφορείο ­ και είναι το μοναδικό χωριό της περιοχής που έχει εμπορικό κατάστημα. Η παραλία, τα Ριτσά, με χοντρά βότσαλα, δεν περπατιέται εύκολα. Πιο όμορφη είναι η παραλία του Φονέα, λίγο πιο κάτω. Ο πατέρας όμως την απαγορεύει. Είναι η παραλία όπου συχνάζουν γυμνιστές. Οταν πηγαίνουμε όμως εκδρομή με το σχολείο, το λεωφορείο κοντεύει να ανατραπεί ­ όλοι οι πιτσιρικάδες τη στήνουμε στα προνομιούχα παράθυρα της πλευράς απ’ όπου μπορείς να την κατοπτεύσεις.


Επιστροφή στο τώρα. Μεγάλωσα, αλλά το χωριό μου, μια χούφτα τόπος και πάλι. Τα Βαρούσια, οι Κιτριές, η Καρδαμύλη, στη θέση τους. Τα σπίτια, λίγο πιο φροντισμένα. Οι παλιοί κοσμοπολίτες φευγάτοι ­ άλλη μια περιοχή της ελληνικής επαρχίας. Ο τουρισμός, λιγοστός ­ ευτυχώς. Το σπίτι με την πράσινη πόρτα στο ίδιο σημείο ­ αλλά τα απογεύματα το μικρό λιμάνι στις Κιτριές είναι γεμάτο, ο κόσμος από την Καλαμάτα έρχεται για ψάρι. Ευτυχώς, όλα είναι πιο κοντά σήμερα και, επίσης ευτυχώς, η διαδρομή έχει τις ίδιες σιωπηλές γωνιές που σου γνέφουν. Η Καρδαμύλη, παράδεισος. Οι τουρίστες δεν ενοχλούν και το καφέ Αμάν, στο πιο προνομιακό σημείο της, αγναντεύει τη φιλική θάλασσα. Οι γυμνιστές δεν ενοχλούν πλέον κανέναν. Και όταν έχουμε καλή παρέα προσπερνάμε γρήγορα, διασχίζουμε τη Μάνη ­ καταλήγουμε στο Λιμένι για ψάρι και για να συναντήσουμε τους φίλους που βλέπουμε καθημερινά στο Φίλιον και στο Da Capo. «Τι ωραία ταβέρνα. Το ξέρατε ότι, γύρω στο ’60, η Μαργκερίτ Ντυράς είχε έλθει εδώ και, αργότερα, έγραψε ένα κείμενο για τον μοναδικό τρόπο που ψήνουν το φρέσκο ψάρι; Α, δεν το ξέρατε… Θα σας φέρω το βιβλίο». Οταν με πιάνει η νοσταλγία, αφήνω πίσω μου την πολύβουη πόλη και επιστρέφω στην παιδική μου ηλικία. Παίρνω το ποδήλατο, φοράω ένα καπέλο και ξανακάνω τις παλιές διαδρομές. Οπως στα χρόνια του ’60, οι αποστάσεις είναι μικρές, η ζωή απλή και οι ομορφιές που αποκαλύπτονται σε κάνουν να κοιτάζεις εκστατικός ­ κι αν κάτι δεν σου πάει, είσαι πολύ επιεικής μαζί του. Παραφωνία θα ‘ναι, λες. Θα διορθωθεί. Στη Μάνη τού σήμερα, όπως και όταν ήμασταν παιδιά, δοξάζεται ακόμη ο θεός των μικρών πραγμάτων.