«Ο σκηνοθέτης δεν είναι δημιουργός.
Το βασικό στοιχείο στο θέατρο είναι το θεατρικό έργο. Δημιουργός είναι ο συγγραφέας. Ενα θεατρικό έργο όμως ολοκληρώνεται μόνο όταν βρει την οριστική του μορφή ως θέαμα, όταν παιχθεί. Το θεατρικό έργο δεν είναι καμωμένο για να αγγίζει άμεσα το πνεύμα αλλά ως έργο τέχνης απευθύνεται κατ’ αρχήν στις αισθήσεις. Πρέπει να επιβληθεί μέσω μιας αισθησιακής συγκίνησης». Με αυτές τις σκέψεις η Χριστίνα Τσίγκου, μια ξεχωριστή μορφή του θεάτρου, ηθοποιός και σκηνοθέτις η οποία εργάστηκε κυρίως στο Παρίσι, πλησίασε το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Το τέλος του παιχνιδιού» που ανέβασε στη Θεσσαλονίκη το 1967. Η ίδια σε μια διάλεξη που έδωσε στη Θεσσαλονίκη στις 18 Ιανουαρίου 1967 στην αίθουσα «Τέχνη» εξέφρασε τις απόψεις της, απόψεις που ακολούθησε πιστά στη σκηνοθετική γραμμή που επέλεξε για εκείνη την παράσταση, που κατέβηκε σύντομα λόγω του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου.


«Το τέλος του παιχνιδιού», ένα από τα κορυφαία του ιρλανδού συγγραφέα, ανεβαίνει αυτή την εβδομάδα από το Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, στην ίδια μετάφραση που είχε χρησιμοποιήσει και η Τσίγκου, του Κωστή Σκαλιόρα. «Πρόκειται για ένα δύσκολο έργο, με βαθιές μεγάλες αλήθειες και φιλοσοφικό υπόβαθρο, που ωστόσο δουλεύοντάς το συνειδητοποιείς ότι είναι απλό αλλά όχι εύκολο» λέει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. «Δύο είναι τα μεγαλύτερα προβλήματά του: το τραγικό με το κωμικό που εναλλάσσονται καθώς και η απόλυτη ακρίβεια που απαιτείται στο ανέβασμα. Γιατί στον Μπέκετ η σκηνοθεσία εμπεριέχεται στον λόγο του. Είναι σαν μια παρτιτούρα. Αλλά ο κάθε μαέστρος βγάζει κάτι διαφορετικό, κάνει μια διαφορετική ανάγνωση. Οπως και ο κάθε σκηνοθέτης» συμπληρώνει.


Μια σταθερή φιλία


Η γνωριμία της Χριστίνας Τσίγκου με τον Σάμιουελ Μπέκετ εξελίχθηκε σε μια μεγάλη και σταθερή φιλία. Εγκατεστημένοι και οι δύο στη γαλλική πρωτεύουσα, ανέπτυξαν μια ζεστή σχέση και μια σταθερή συνεργασία. Ηταν ίσως μία από τις λίγες φίλες του συγγραφέα, ο οποίος, όταν τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και έσπευσε να μοιράσει τα χρήματα του επάθλου στους δικούς του και στους συνεργάτες του, από τους πρώτους που θυμήθηκε ήταν η ελληνίδα καλλιτέχνις. Ηταν άλλωστε εκείνη που είχε επιλέξει ο Μπέκετ για να ερμηνεύσει, στο πρώτο ανέβασμά του στα γαλλικά, τον (μοναδικό γυναικείο) ρόλο της Νελ στο «Τέλος του παιχνιδιού» που σκηνοθέτησε ο Ροζέ Μπλεν. Ηταν την 1η Απριλίου 1957 στο Royal Court Theatre του Λονδίνου. Ο σκηνοθέτης κράτησε τον ρόλο του Χαμ ενώ ο Ζαν Μαρτέν ήταν ο Κλοβ και ο Ζορζ Αντέ ο Ναγκ. Τον ίδιο μήνα η παράσταση μεταφέρθηκε στο Παρίσι, στο Studio des Champs Elysees, με την ίδια διανομή, εκτός από την Τσίγκου, η οποία και αντικαταστάθηκε από τη Ζερμέν ντε Φρανς.


Στην Ελλάδα η Χριστίνα Τσίγκου σκηνοθέτησε, εκτός από το «Τέλος του παιχνιδιού» για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (το 1967), με σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, και τις «Ευτυχισμένες ημέρες» του Μπέκετ. Ηταν το 1966 που ανέβασε και έπαιξε τη Γουίνι στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ο ίδιος ο Μπέκετ άλλωστε σε επιστολή που της έστειλε της έγραψε χαρακτηριστικά: «Σας θαυμάζω και σας ευχαριστώ πολύ που θελήσατε να παίξετε τη Γουίνι».


Ο θρίαμβος της Γουίνι


Γεννημένη στο Κάιρο της Αιγύπτου από έλληνες γονείς, το 1920, η Χριστίνα Μαυροΐδη τέλειωσε το γαλλικό γυμνάσιο και σπούδασε θέατρο στο Παρίσι, στη Σχολή του Σαρλ Ντυλέν. Πρωτόπαιξε στα χρόνια της Κατοχής ενώ έκανε και μια μεγάλη τουρνέ για τους έλληνες εργάτες της Γαλλίας. Παντρεύτηκε τον ζωγράφο Θανάση Τσίγκο και το 1949 αγόρασαν μαζί το θέατρο «Γκαιτέ Μονπαρνάς» στο Παρίσι, έναν χώρο που επί έξι χρόνια έμελλε να γίνει ένα πρωτότυπο και πρωτοποριακό θεατρικό εργαστήρι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζαν-Πολ Σαρτρ τής έγραψε: «Ανεβάσατε έργα δύσκολα και ωραία που το κοινό αγνοούσε. Επιπλέον είστε αυτό που θα έπρεπε να είναι ο κάθε διευθυντής: ηθοποιός και συγχρόνως σκηνοθέτης… Πιστέψτε, αγαπητή Χριστίνα, σε όλη μου την εκτίμηση και όλη μου τη φιλία…».


«Το έργο μου είναι ζήτημα βασικών ήχων δοσμένων όσο το δυνατόν πιο γεμάτα και αρνούμαι την ευθύνη για οτιδήποτε άλλο. Αν ο κόσμος θέλει να πονοκεφαλιάσει για να βρει αρμονικούς, είναι ελεύθερος να το κάνει κι ας προμηθευθεί μόνος του ασπιρίνη» έγραφε ο Μπέκετ στον σκηνοθέτη Αλαν Σνάιντερ και η Χριστίνα Τσίγκου φαίνεται να ακολούθησε πιστά αυτή την άποψη του συγγραφέα.


Η παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου έδωσε μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε την ελληνίδα φίλη του Μπέκετ που έφυγε από τη ζωή το 1973.


Γράμμα σε μια φίλη


«Οταν στα τέλη του 1966 μετέφραζα το έργο» λέει ο Κωστής Σκαλιόρας «ζήτησα από τη Χριστίνα Τσίγκου να διαβιβάσει στον Μπέκετ, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, ορισμένες απορίες μου». Την πλήρη απαντητική επιστολή με τις διευκρινίσεις του ιρλανδού συγγραφέα και την υπογραφή του δημοσιεύει σήμερα «Το Βήμα». Οσες από αυτές έκρινε ενδιαφέρουσες για τον αναγνώστη ο Κωστής Σκαλιόρας τις παραθέτει στο τέλος της μετάφρασης του Τέλους του παιχνιδιού, όπως κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υψιλον (2000):


19-12-1966 Παρίσι Αγαπητή Χριστίνα,


1. «Ο ακατόρθωτος σωρός». Αφορά στη διάσημη σοφιστεία του σωρού (σωρείτη). Πόσοι κόκκοι κάνουν ένα σωρό; Ενας; Οχι. Δύο; Οχι, κλπ. Αν δεν απαντήσει κανείς αμέσως ότι ο πρώτος αποτελεί σωρό είναι λογικά αδύνατο να φτάσει στο σωρό. Ισχύει και προς την αντίθεση κατεύθυνση. Πότε ένας σωρός παύει να είναι σωρός;


2. «Πιστεύεις ότι είσαι ένα κομμάτι; Χίλια». Δεν νοιώθει ένα κομμάτι (κάτι σημαντικό), πιστεύει ότι είναι χίλια κομμάτια (λιγότερο κι από κάποιος). Ελαφρά ελλειπτικό!


3. «Υπάρχει ένα καταραμένο ίχνος μιζέριας». Η κανονική φράση θα ήταν: «Υπάρχει ένα καταραμένο ίχνος χρόνου» (πολύ παλιού).


Αρκεί να ταυτίσεις τον χρόνο με τη μιζέρια για να φθάσει κανείς στη φράση του κειμένου.


4. «Οσο διαρκεί». Για όσο χρόνο κι αν διαρκέσει. Απειλητικό. Θα τελειώσει.


5. «Χωρίσματα μεταξύ των οστών του κρανίου». Μαλακό τμήμα στο κρανίο του βρέφους που σκληραίνει γύρω στον πρώτο χρόνο της ζωής του. Αρα από τότε που ήταν νεογέννητο.


6. «Εκείνου του γερο-Ελληνα».


Ηξερα κάποτε ποιος ήταν αλλά το είχα ήδη ξεχάσει όταν έγραφα το έργο και δεν μπόρεσα ποτέ να το ξαναβρώ. Μπορεί να είναι ο Ζήνων ο Ελεάτης, αλλά το πιθανότερο είναι να πρόκειται για κάποιον σοφιστή της σχολής του. Βλέπε απάντηση νούμερο 1. Αυτός ο «συλλογισμός» του σωρού «διαποτίζει» όλο το έργο από τις πρώτες κιόλας ατάκες του Κλοβ. Το ολοένα πιο τελειωμένο πράγμα που δεν μπορεί να τελειώσει.


Αυτά λοιπόν. Ελπίζω ότι είναι τώρα λίγο καθαρά.


Είμαστε ικανοποιημένοι από το γεγονός ότι θα ανεβάσετε και πάλι τις «Ευτυχισμένες Μέρες» στη Θεσσαλονίκη και με το ότι το «Τέλος του Παιχνιδιού» θα παρουσιαστεί καλά.


Υποσχέθηκα στη Μαντλέν (σ.σ. Ρενό) να προσπαθήσω να ετοιμάσω κάτι ειδικό για το Μικρό Οντεόν. Πρόκειται για μια μικροσκοπική αίθουσα πολύ όμορφη και ιδιαίτερη που απαιτεί ένα θέατρο φτιαγμένο ειδικά για αυτή. Δεν θα είναι εύκολο.


Σε φιλούμε πολύ θερμά Σάμιουελ Μπέκετ


«Το τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ ανεβαίνει σε μετάφραση Κωστή Σκαλιόρα, σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, σκηνικά-κοστούμια Εύας Νάθενα, επιμέλεια κίνησης Αγγελικής Στελλάτου – Σταυρούλας Σιάμου και φωτισμούς Τάσου Ράτζου. Παίζουν: Χρήστος Στέργιογλου, Μανώλης Μαυρομματάκης, Ολγα Δαμάνη, Πάνος Πανάγου. Πρεμιέρα την Τετάρτη, στις 9 μ.μ., στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 και Θαρύπου, 9212.900).