Βάσω Μανωλίδου. Ενας μύθος που δοξάζει με την παρουσία του την ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Μια υπέροχη γυναίκα που έφυγε ως Ελληνίδα Γκάρμπο από τη σκηνή, ενώ το μέλλον του υποκριτικού της ταλέντου είχε ακόμη πολλά χρόνια μπροστά του, να μας δώσει… μοναδικές και άλλες στιγμές!


Βάσω Μανωλίδου. Διάλεξε να σταματήσει, διάλεξε να μη μιλήσει ποτέ για όλα αυτά που είδαν τα μάτια της και άκουσαν τα αφτιά της! Διάλεξε τη σιωπή και άφησε όλους να κρέμονται από μια απόφαση δική της να πει ό,τι μπορεί να πει ένας άνθρωπος που έζησε και έπαιξε πλάι στον Βεάκη, στον Μινωτή, στην Παξινού, στην Κοτοπούλη, στην Κυβέλη, στην Αρώνη, στον Πολίτη, στον Ροντήρη, στον Χορν, στον Κωτσόπουλο, στον Παππά και τόσους άλλους, που η γενιά μου, η γενιά του γράφοντος αυτό το προλογικό σημείωμα, ούτε καν πρόλαβε να δει, να μαγευτεί από αυτά τα μεγέθη και ίσως γι’ αυτό το μέτρο της γενιάς μου να είναι άλλο, πιο μικρό, σίγουρα πιο φτωχό.


Βάσω Μανωλίδου. Η σύντροφος για χρόνια του Θόδωρου Κρίτα, μια κυρία υπέροχη, που συχνά συναντώ με τον φίλο τον Θ. Κρίτα να πίνουν καφέ, πρωί πρωί στην πλατεία Κολωνακίου ή βράδια σε θεατρικές παραστάσεις ή σε αίθουσες αεροδρομίων, πάντα υπ’ ατμόν, με διάθεση παιδιού που θέλει να μάθει τον κόσμο.


Βάσω Μανωλίδου. Κάθε φορά προσπαθώ να της αποσπάσω μια λέξη πολύτιμη, να την πείσω μέσω του αγαπημένου συντρόφου της να μου δώσει μια συνέντευξη, για να μείνει η μιλιά της, η ματιά της για μια περίοδο του ελληνικού θεάτρου όπου η σκηνή ήταν σαλόνι ευγενών ψυχών και ατίθασων μυαλών ή άλλως ειπείν μεγάλων καλλιτεχνών!


Βάσω Μανωλίδου. Ποτέ δεν είπε το «ναι» σε μια συνέντευξη, ποτέ δεν προσπάθησε να διατηρήσει την ομορφιά των νεανικών της χρόνων, μια γυναίκα που δέχτηκε τον χρόνο να τη χαράζει με τη σοφία του, μια γυναίκα που τυχαίως αν τη συναντήσετε στον δρόμο σήμερα και δείτε το πρόσωπό της θα καταλάβετε χωρίς άλλη κουβέντα την αξία της!


Βάσω Μανωλίδου. Η μεγαλύτερη ηθοποιός που πέρασε από το ελληνικό θέατρο, κατά την ομολογία του Δημήτρη Χορν! Μπορεί να μη μου έδωσε ποτέ συνέντευξη, μου εμπιστεύτηκε όμως σε πρώτη δημοσίευση την αφήγηση της ζωής της στον σύντροφό της, τον Θόδωρο Κρίτα! Σας παρουσιάζω μερικά αποσπάσματα, προτού διαβάσετε ολοκληρωμένη την αφήγηση αυτή στο υπέροχο πρόγραμμα που ετοιμάζεται και θα δοθεί κατά την παρουσίαση προς τιμήν της Βάσως Μανωλίδου στις 19 Μαΐου από το Εθνικό Θέατρο!


Βάσω Μανωλίδου. Απολαύστε μια μοναδική στιγμή της! Ενα ταξίδι μνήμης στη ζωή του ελληνικού θεάτρου από μια άξια εκπρόσωπό του!


Τόπος γεννήσεως


Γεννήθηκα στην Πλάκα, στην οδό Μνησικλέους· ο πατέρας μου Μακεδόνας από το Βελβεντό των Πιερίων, η μητέρα μου Κρητικιά. Στο διπλανό, δίδυμο σπίτι της οδού Μνησικλέους ζούσε η οικογένεια της Μαίρης Αρώνη, πρώτης μου εξαδέλφης (οι μητέρες μας ήταν αδελφές). Τέσσερα αδέλφια εμείς, κι άλλα τέσσερα μεγάλωναν στο διπλανό σπίτι. Σύνολο οκτώ παιδιά, από τα οποία μόνο τρία ήταν κορίτσια: εγώ, η αδελφή μου, η Χρυσάνθη, και η Μαίρη Αρβανιτάκη, προτού παντρευτεί τον Θόδωρο Αρώνη και κάνει θεατρική καριέρα με το όνομα Μαίρη Αρώνη. Ο πατέρας μου ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος και ο πατέρας της Μαίρης χρηματιστής.


Πατέρας αφέντης


Ο πατέρας μας, όταν καθόμασταν στο τραπέζι, μας απαγόρευε να μιλάμε την ώρα του φαγητού. Μια μέρα, μου ‘πεσε το πιρούνι στο πιάτο και μας έπιασε νευρικό γέλιο. Εκείνος με κοίταξε αυστηρά και μου ‘δειξε την πόρτα. Σηκώθηκα χωρίς δεύτερη κουβέντα και πήγα στην κουζίνα. Ηξερα πως, αν του αντιμιλούσα, θα ‘πεφτε χαστούκι. Μόλις βγήκα από την πόρτα, ο αδελφός μου, ο Ανδρέας, έκανε νοήματα στον μικρότερο, τον Ντίνο, κοροϊδεύοντάς με για το πάθημά μου. Ομως ο πατέρας δεν χάριζε κάστανα. Τον απέπεμψε αυτοστιγμεί. Κι επειδή όσοι είχαν μείνει δοκίμασαν κάτι να του ψελλίσουν για να δικαιολογήσουν εμάς τους τιμωρημένους, έστειλε και τον Ντίνο και τη Χρυσάνθη έξω. Τελικά, δεν εγλίτωσε από την τιμωρία ούτε η καλότατη μητέρα μας. Ο πατέρας έμεινε μόνος. Ομως δεν βάσταξε τη μοναξιά και άρχισε να μας καλεί έναν έναν πίσω στο τραπέζι. Η τιμωρία, αυτή τη φορά, δεν κράτησε πολύ. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις που το παράπτωμα σήκωνε κλείσιμο στο υπόγειο. Στο βάθος όμως ο πατέρας ήταν πολύ καλός και μας αγαπούσε. Μόνο που ήθελε να μας βάζει σε κάποια τάξη, και δεν είχε άδικο. Το περίεργο είναι ότι, παρ’ όλο που ο πατέρας μου είχε όλα τα χαρακτηριστικά του «αφέντη» πάτερ φαμίλια και θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει αυστηρό γονέα, ήταν ταυτόχρονα ένας από τους πιο προοδευτικούς ανθρώπους για την εποχή του. Είχε έρθει στην Αθήνα σε μικρή ηλικία και, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό, αγωνίστηκε πολύ σκληρά για να επιβιώσει. Υπήρξε αυτό που λέμε αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος. Τα πολλά ταξίδια που έκανε στο εξωτερικό, αναπτύσσοντας γνωριμίες με μεγάλες ευρωπαϊκές «φίρμες», του άνοιξαν τα μάτια. Στην επιστροφή του δεν έφερνε μαζί του μόνο συμβόλαια, αλλά και ζωηρές εντυπώσεις από τις θεατρικές παραστάσεις και τις όπερες που είχε παρακολουθήσει. Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ το θέατρο. Η μητέρα μου καθόλου, παρ’ ότι είχε τελειώσει το Αρσάκειο. Ο πατέρας έβλεπε όλες τις παραστάσεις. Πήγαινε στα καμαρίνια για να συγχαρεί τον Παντόπουλο, τον Βονασέρα, όπως μας τα έλεγε τότε. Κι αργότερα, τη Μαρίκα και την Κυβέλη.


«Ο Βεάκης έβαζε στοίχημα ότι θα μπορούσε να σε κάνει να γελάσεις στη σκηνή. Θύμα του ήταν ο Κωτσόπουλος»


Είχα πάντα τρακ


Στις θεατρικές παραστάσεις που στήναμε όταν ήμασταν παιδιά, στην ταράτσα της οδού Μνησικλέους, δεν πρωτοστατούσα εγώ ­ περιέργως ­ αλλά η Μαίρη. Εκείνη ήταν που κανόνιζε τα πάντα. Κι όμως, εγώ βγήκα πρώτη στο θέατρο. Εκείνη ακολούθησε. Εγώ είχα πολύ «τρακ» πριν βγω στη σκηνή. Η Μαίρη μου έλεγε πως δεν είχε καθόλου. Του Αγίου Ευθυμίου, η θεία Ματούλα, πρώτη εξαδέλφη της μητέρας μου, μας μάζευε όλους στο σπίτι της για να γιορτάσουμε τον άντρα της, που τον έλεγαν Ευθύμιο. Ηταν οικογενειακή παράδοση να ετοιμάζει η Μαίρη κάποια θεατρική παράσταση με θεατές τους συγγενείς και φίλους του εορτάζοντος. Θυμάμαι πως κάποτε, σε μια παρόμοια γιορτή, η Μαίρη μας είπε ότι θα προετοίμαζε μια σκηνή από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Την Ιουλιέτα την κράτησε η Μαίρη για τον εαυτό της, ενώ το ρόλο του Ρωμαίου τον έδωσε να τον ερμηνεύσει… η θεία Ματούλα. Σ’ εμένα έδωσε τον… υποβολέα. Αισθάνθηκα πανευτυχής που δεν θα είχα να μάθω απ’ έξω κάποιον ρόλο. Ομως, την επόμενη χρονιά παίξαμε το Ζητείται Υπηρέτης του Μπάμπη Αννινου. Το έργο ήταν πολυπρόσωπο και αυτή τη φορά δεν τη γλίτωσα ­ κάτι που πολύ με στενοχώρησε!


«Πώς βγήκατε στο θέατρο;»



Ολοι με ρωτάνε πώς κι έτυχε να βγω στο θέατρο. Τους ξαφνιάζει η απάντηση που τους δίνω: Ο πατέρας μου ο ίδιος με πήρε από το χέρι, που λένε, και με πήγε στον Θόδωρο Συναδινό, τον θεατρικό συγγραφέα και διευθυντή της Δραματικής Σχολής του υπό ίδρυση τότε Εθνικού Θεάτρου. Ο πατέρας μου δεν τον γνώριζε τον Συναδινό. Του τον είχε συστήσει κάποιος κοινός φίλος. Ο πατέρας μου είχε διαβάσει στις εφημερίδες πως η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε αποφασίσει να ιδρύσει Εθνικό Θέατρο στη Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Και πως ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου είχε αναθέσει την καλλιτεχνική διεύθυνση στον Φώτο Πολίτη και τη διεύθυνση της Δραματικής Σχολής στον Θόδωρο Συναδινό. Κάποια μέρα μου λέει:


­ Παιδί μου, να η ευκαιρία για σένα να γίνεις ηθοποιός.


­ Μα πατέρα… ψελλίζω.


­ Τι πατέρα και ξεπατέρα, μου λέει. Θα σε πάω στον κύριο Συναδινό και θα σε εγγράψω στη Δραματική Σχολή.


Δεύτερη κουβέντα δεν σήκωνε ο πατέρας μου. Αλλο που κι εμένα με βόλευε η ιδέα ότι έτσι θα αποκτούσα την πολυπόθητη ελευθερία, την οποία είχε στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Χρόνια καταπίεσης από τον πατέρα μου, από την καλότατη και υπομονετικότατη κατά τα άλλα μητέρα μου, αλλά κι από τα αδέλφια μου, τον Ανδρέα και τον Ντίνο, που κατασκόπευαν το κάθε μικροπαραστράτημά μου.


Μια αξέχαστη συνάντηση


Δεν θα ξεχάσω τη συνάντηση εκείνη με τον Θόδωρο Συναδινό. Ο πατέρας μου μπροστά. Εγώ σε κάποια απόσταση, δίπλα του, συνεσταλμένη και ανήσυχη. Ο πατέρας μου αποφασιστικός και πλημμυρισμένος από βεβαιότητα. Λες και θα του παρουσίαζε το μεγαλύτερο θεατρικό ταλέντο της υφηλίου. Η κόρη μου έχει ταλέντο, λέει. Και ο Συναδινός:


­ Πώς το ξέρετε; Η απάντηση του πατέρα μου ήρθε κοφτή:


­ Μα, είμαι ο γεννήτωρ!


Κάποια μέρα έφτασε και η ώρα που θα παρουσιαζόμουν στην Επιτροπή της Δραματικής Σχολής για να με εξετάσει. Μέλη της Επιτροπής ήταν ο Φώτος Πολίτης, ο ίδιος ο Συναδινός, ο Νίκος Παπαγεωργίου, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Σπύρος Μελάς, ο Ηλίας Βουτιερίδης, ο Παύλος Νιρβάνας. Παρουσιάστηκα, λοιπόν, μπροστά στην Επιτροπή. Απάγγειλα το «Lacrimae rerum» του Λάμπρου Πορφύρα και αμέσως μετά άρχισα να απαγγέλλω στίχους από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι που άρχιζαν έτσι: «Στους ίσκιους σας, ασίγαστες κορφές του παλαιού ιερού πυκνόφυλλου άλσους…». Δεν πρόλαβα καλά καλά να πω τα πρώτα λόγια και με σταμάτησαν λέγοντάς μου ότι δεν χρειαζόταν να συνεχίσω. Εγώ ρώτησα δήθεν ανήσυχη:


­ Μήπως δεν κάνω για το θέατρο;


Και ο Μίλτος Λιδωρίκης, προσωπάρχης στο Εθνικό Θέατρο και μέλος της Επιτροπής (πατέρας του αείμνηστου Αλέκου Λιδωρίκη), έσπευσε να προσθέσει:


­ Εξ όνυχος τον λέοντα!


Εγώ καμώθηκα τάχατες πως δεν κατάλαβα τη σημασία της ρήσης και ξαναρώτησα:


­ Δηλαδή, δεν τα ‘πα καλά;


Και ο Φώτος Πολίτης μου λέει:


­ Εντάξει, εντάξει. Μόνο τώρα που θα βγεις έξω, μην πας να πεις στους συμμαθητές σου πως πέρασες.


­ Ούτε στο σπίτι μου; ρώτησα αφελώς…


Ο πρώτος μου μισθός


Τέλειωσα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με άριστα. Το ίδιο και ο Θάνος Κωτσόπουλος. Πρώτος μισθός μου, 6.000 δραχμές, όταν ο ανώτατος μισθός πρωταγωνιστή ήταν 10.000 δραχμές (η τιμή εισιτηρίου της πλατείας ήταν 15 δραχμές, του πρώτου εξώστη 10 και του δεύτερου εξώστη 5). Μοναδική εξαίρεση είχε γίνει για τον Βεάκη, που έπαιρνε 12.000 συν 3.000 ως καθηγητής της Δραματικής Σχολής. Με τα πρώτα μου χρήματα έκανα δώρα στους γονείς μου και στ’ αδέλφια μου. Το 1935 ο μισθός μου αυξήθηκε σε 8.500 δραχμές, και τούτο γιατί ήμουν η μοναδική πρωταγωνίστρια – ενζενύ του Εθνικού Θεάτρου και κρατούσα στην πλάτη μου ένα σημαντικό μέρος του ρεπερτορίου.


Δεύτερη αξέχαστη στιγμή


Ηταν στους Ταπεινούς και καταφρονεμένους, που τους είχε διασκευάσει ο Βεάκης και όπου πρωταγωνιστούσε ο ίδιος. Είχα την εξαιρετική τύχη να παίξω δίπλα στον μεγάλο εκείνο ηθοποιό. Κάθε βράδυ, πριν ανοίξει η αυλαία, μου έκανε εντύπωση ότι το χέρι του ήταν παγωμένο. Τον ρώτησα:


­ Εχετε κι εσείς τρακ, κύριε Βεάκη;


Μου απάντησε:


­ Οσο πιο φημισμένος είναι ένας ηθοποιός, τόσο μεγαλύτερη και η ευθύνη του απέναντι στο κοινό.


Οταν τέλειωσαν οι παραστάσεις του έργου, ο Βεάκης με τίμησε, εμένα, μια πρωτόβγαλτη ηθοποιό, χαρίζοντάς μου ένα αναμνηστικό λεύκωμα που φιλοτέχνησε ο ίδιος, με φωτογραφίες από τις παραστάσεις του έργου. Με το χέρι του είχε γράψει τις λεζάντες, καθώς και μια ιδιόχειρη αφιέρωση.


«Στο στάδιό σου το καλλιτεχνικό, που η Δόξα σού χαμογελά και σου παραστέκει, να σου μείνει αξέχαστο μάθημα αυτοπεποίθησης και περηφάνιας ο θρίαμβός σου των Ταπεινών και Καταφρονεμένων. Στον τόπο μας, όπου θα ζήσεις, θα συναντήσεις κι άλλοτε το είδος αυτό των σκουληκιών, που εδώ μπορούν ανεξέλεγκτα να ‘χουν τ’ όνομα του κριτικού, μα σ’ άλλες χώρες, πιο πολιτισμένες, δεν θ’ άκουγαν παρά μόνο στ’ όνομα του κοινού εκβιαστή. Κράτα γι’ αυτούς την αδιαφορία και την περιφρόνησή σου. Με το Θρίαμβο των Ταπεινών και Καταφρονεμένων σ’ όλη τη σειρά των παραστάσεών τους, είδες πώς απαντά το Μεγάλο Κοινό μας στα χυδαία μοχθηρά τους λιβελλογραφήματα! Βεάκης».


Η θεία τύχη του θεάτρου


Στην αρχική διανομή της Θυσίας του Αβραάμ, ο Ροζάν θα έπαιζε τον Αβραάμ, η Σαπφώ Αλκαίου τη Σάρα και η Μιράντα τον Ισαάκ. Συνέβη όμως, δυο εβδομάδες πριν από την πρώτη παράσταση του έργου, η Αλκαίου και η Μιράντα να ζητήσουν από τον Πολίτη την άδεια να πάνε για μια εβδομάδα στη Βιέννη, για να κάνουν το «ντουμπλάζ» σε μια ταινία που είχαν γυρίσει. Να ηχογραφήσουν, δηλαδή, τα λόγια, γιατί η ταινία τους είχε γυριστεί στην Αθήνα βωβή. Ο Πολίτης, ύστερα από πολλά παρακάλια τους, δέχτηκε. Ομως, τις προειδοποίησε ότι ήταν υποχρεωμένος, ως την επιστροφή τους, να συνεχίσει τις πρόβες με δυο αντικαταστάτριες: την Παξινού κι εμένα. Η Παξινού με πίεζε να βάλω τα δυνατά μου, σαν να ήταν να παίξουμε εμείς στο έργο. Εγώ της έλεγα:


­ Γιατί, κυρία Παξινού, να σκοτωθούμε στη μελέτη, αφού τελικά άλλες θα παίξουν τους ρόλους;


Εκείνη επέμενε:


­ Ακου που σου λέω! Δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει στο τέλος!


Η δουλειά στα στούντιο της Βιέννης καθυστερούσε, και η Αλκαίου και η Μιράντα αναγκάστηκαν να παρατείνουν την απουσία τους για άλλη μια εβδομάδα. Στο μεταξύ, οι πρόβες στην Αθήνα συνεχίζονταν εντατικά. Ο Πολίτης ήταν έξω φρενών. Μόλις δυο μέρες πριν από την πρεμιέρα φτάνουν με το τρένο, και από το σταθμό κατευθείαν στο θέατρο (την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν αεροπορικές συγκοινωνίες). Ο Πολίτης τους το ξεκαθάρισε ορθά κοφτά: θα γίνονταν δύο γενικές δοκιμές, με δύο χωριστές διανομές, και θ’ αποφάσιζε τελικά εκείνος ποια διανομή ήταν περισσότερο έτοιμη. Ετσι συνέβη κι έπαιξα εγώ τον Ισαάκ.


Συναντώντας ένα μύθο


Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν το ίνδαλμά μου πριν ακόμη πάω στη Σχολή. Εμαθα να τη λατρεύω απ’ όσα μου έλεγε γι’ αυτήν ο πατέρας μου, που ήταν μέγας θαυμαστής της. Αργότερα, όταν ήμουν πια στη Σχολή του Εθνικού, φτάνει ξαφνικά η Μαρίκα. Ολοι και όλες αναστατωθήκαμε. Πώς όμως να φανταστώ ότι η Μαρίκα ήρθε στη Σχολή αποκλειστικά για να με δει, γιατί είχε ακούσει, είπε, ότι ήμουν ένα καινούργιο ταλέντο (ήμουν;). Με επιθεωρεί από πάνω ως κάτω και το διαπεραστικό βλέμμα της σταματά σε μια ελιά που είχα στο επάνω χείλος: «Τι είναι αυτό;», μου λέει. Μόλις πρόλαβα να ψελλίσω: «Μα, κυρία Μαρίκα», κι εκείνη μου είπε: «Θα σε πάω σ’ έναν ειδικό να σου τη βγάλει». Την άλλη μέρα κιόλας με πήγε σ’ ένα Ινστιτούτο Αισθητικής που ήταν δίπλα στο θέατρο «Κυβέλης – Ούφα» στην αρχή της οδού Μητροπόλεως. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τη Μαρίκα. Τι κρίμα που δεν έτυχε να παίξω μαζί της!


Ο Βεάκαρος ήταν η αλήθεια του θεάτρου


Ο Βεάκης ήταν ο αδιαφιλονίκητος ρολίστας του ελληνικού θεάτρου. Επαιζε με την ίδια επιτυχία όλους τους ρόλους, δραματικούς και κωμικούς. Ηταν ο «Βεάκαρος», όπως τον έλεγαν οι συνάδελφοί του. Στη σκηνή κυριαρχούσε εντελώς. Επαιζε τόσο φυσικά που έδινε την εντύπωση ότι δεν έκανε θέατρο. Κοντά στα πολλά σκηνικά του χαρίσματα, είχε κι έναν μοναδικό τρόπο να λέει ψιθυριστά άσχετα πράγματα σ’ αυτούς που παίζανε μαζί του, την ώρα της παράστασης, χωρίς να παίρνει την παραμικρή είδηση το κοινό. Ηταν, κατά κάποιον τρόπο, ένα πείραμα αυτοκυριαρχίας. Ο Βεάκης το εφάρμοζε με τον δικό του τρόπο. Εβαζε στοίχημα ότι θα μπορούσε να σε κάνει να γελάσεις. Το μεγαλύτερο θύμα του Βεάκη σ’ αυτή τη δοκιμασία ήταν ο καημένος ο Κωτσόπουλος, που τον πιάνανε τα γέλια με το παραμικρό και προσπαθώντας να τα πνίξει σφιγγότανε και γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.


Μια μέρα που παίζαμε Ρωμαίο και Ιουλιέτα, μου λέει ο Βεάκης:


­ Βασούλα, βάζω στοίχημα πως θα σε κάνω να γελάσεις.


­ Αποκλείεται, κύριε Βεάκη, του λέω, γιατί εγώ δεν είμαι Κωτσόπουλος.


Ο Βεάκης δεν μου ξαναέφερε το θέμα, καμώθηκε τάχατες πως το ξέχασε. Κι ένα βράδυ, στη σκηνή όπου ο Βεάκης, που έπαιζε τον Πάτερ Λαυρέντιο, δίνει στην Ιουλιέτα το μπουκαλάκι με το υπνωτικό που θα την έκανε να φαίνεται πεθαμένη, ενώ σε 24 ώρες θα ξυπνούσε για να το σκάσει με τον αγαπημένο της:


­ Παιδί μου Ιουλιέτα, λέει ο Βεάκης (Πάτερ Λαυρέντιος), θα πάρεις αυτό το φιαλίδιο που έχει μέσα το φάρμακο που θα σε κοιμίσει… Πρόσεξέ το καλά.


Κι ενώ μου τα ‘λεγε, μου φέρνει στα μάτια να διαβάσω την ετικέτα, στην οποία είχε γράψει καθαρά καθαρά: «Μπακλαβάς, γαλακτομπούρεκο, εκμέκ κανταΐφι, λουκουμάδες, ταού κιοξιού», και άλλα ονόματα από λιχουδιές που όλοι ξέρανε πόσο μου άρεσαν. Εγώ γύρισα το πρόσωπό μου προς την άλλη πλευρά. Ομως ο Βεάκης επέμεινε:


­ Πρόσεξέ το καλά, Ιουλιέτα παιδί μου, και δώστου να μου φέρνει το μπουκαλάκι στα μάτια.


Ομως εγώ ακλόνητη, βράχος. Εσφιγγα τα δόντια μου για να μη γελάσω. Και όσο εγώ αντιστεκόμουνα, τόσο ο Βεάκης επέμενε. Τελικά δεν του πέρασε, κι αυτό πολύ τον στενοχώρησε. Ηξερε όμως να εκδικείται. Και σε μια παράσταση που ήμασταν μαζί στη σκηνή, στην Τρισεύγενη του Παλαμά (η Κατίνα Παξινού έπαιζε το ρόλο της Τρισεύγενης, θαυμάσια), η Ποθούλα, που την έπαιζα εγώ, έπρεπε να πει (τη στιγμή που εξυμνεί στα άλλα κορίτσια τις πολλές χάρες της Τρισεύγενης): «Κι έλεγε, κι έλεγε…». Εκεί σταμάτησε το μυαλό μου. Είχα ξεχάσει τα παρακάτω λόγια του ρόλου, κι ώσπου να μου τα ψιθυρίσει, από την κουίντα όπου ήταν σκαρφαλωμένος ο Μύρων Ρούσσος (το υποβολείο το είχε καταργήσει ο Πολίτης), είχα κολλήσει στο «Κι έλεγε, κι έλεγε…». Οπότε ο Βεάκης μου λέει: «Πες το επιτέλους, γιατί ξημερωθήκαμε!». Και σε μια άλλη περίπτωση, όταν παίζαμε τον Αμλετ, ο Ροντήρης ήθελε να υπάρχουν για τους κύριους ρόλους αντικαταστάτες, για την περίπτωση που τυχόν θα αρρώσταινε ο πρωταγωνιστής, ώστε να είναι σίγουρος για την παράσταση. Ετσι, έδινε την ευκαιρία στους αντικαταστάτες να παίξουν έστω μια φορά, ώστε να μη μείνουν με την πίκρα ότι πήγε εντελώς χαμένος ο κόπος τους. Στον Αμλετ έδωσε την ευκαιρία στην Τιτίκα Νικηφοράκη, που ήταν η αντικαταστάτριά μου, να παίξει σε μια βραδινή παράσταση την Οφηλία. Την ίδια μέρα θα την έπαιζα εγώ, στην απογευματινή παράσταση. Σε κάποια στιγμή του έργου, η Οφηλία, στη σκηνή της τρέλας, θα πρέπει να πει: «Η κουκουβάγια, λέει, ήτανε κόρη ψωμά…». Ομως, η Τιτίκα λάθεψε και είπε: «… ήτανε κόρη ψαρά», κι ο Βεάκης, που έπαιζε στην ίδια σκηνή τον Βασιλιά, της λέει με τη μεγαλύτερη φυσικότητα: «Τότε, γιατί η άλλη το απόγεμα μας είπε ότι ήτανε κόρη ψωμά;». Το κοινό δεν κατάλαβε τίποτε. Γιατί ο Βεάκης, όπως είπα, είχε τόση αυτοκυριαρχία την ώρα της παράστασης ώστε να πετά εκτός κειμένου κουβέντες που μόνον οι ηθοποιοί που έπαιζαν μαζί του τις καταλάβαιναν.


Οταν Αμλετ ήταν ο Μινωτής


Για το ανέβασμα του Αμλετ στη σκηνή του Εθνικού, δεν ήταν μονάχα ο έρωτας του Ροντήρη προς το έργο, αλλά κυρίως του Αλέκου Μινωτή, που πήγε στη Γερμανία και κάθισε ένα χρόνο για να μελετήσει τον Αμλετ. Αυτό το ρόλο τον έπαιζε τότε στη Γερμανία ο διάσημος Γερμανός ηθοποιός Γκούσταφ Γκρύντγκενς. Του είχε γίνει, του Μινωτή, πάθος αληθινό ο Αμλετ. Και του Ροντήρη επίσης, που είχε σπουδάσει τέσσερα χρόνια στη Σχολή του Ράινχαρτ στη Γερμανία. Ετσι, κάνοντας πρόβες στην Οφηλία, βρέθηκα ανάμεσα σε δύο παθιασμένους ανθρώπους του θεάτρου, που είχαν κάνει βίωμά τους το ανέβασμα του έργου. Τον Μινωτή τον φοβόμουνα στις πρόβες, γιατί από την πρώτη κιόλας δοκιμή ήξερε το ρόλο του στην εντέλεια. Πάτησε το σανίδι της σκηνής με τον αέρα του ηθοποιού του τελειωμένου, ενώ εγώ μόλις είχα αρχίσει να μαθαίνω. Στην πρόβα, χωρίς να θέλω, έκανα ένα βήμα πίσω, όπως και στην παράσταση. Αυτό τον θύμωνε τον Αλέκο πολύ. «Μα, πού θα πας, παιδί μου… Μέσα;». Ιδίως όταν τύχαινε ν’ ανέβω κάποιο σκαλοπάτι και να βρεθώ σε ψηλότερο επίπεδο απ’ αυτόν. Είχε βέβαια και το κόμπλεξ του αναστήματος, γι’ αυτό, όταν του κάνανε μπότες, ζητούσε να του βάλουν ψηλό τακούνι. Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα χρόνια μου στο θέατρο, μου έκανε συνεχώς παρατηρήσεις και υποδείξεις ο Μινωτής, αλλά και η Παξινού. Ομως μ’ αγαπούσαν πάρα πολύ. Η Οφηλία ήταν για μένα μια ευκαιρία αναγνώρισης της αξίας μου από τους συναδέλφους μου αλλά και καθιέρωσής μου στο κοινό. Οι πρόβες του Αμλετ ήταν ταυτόχρονα και ένα σχολείο ανώτατης μαθητείας στα μυστικά της θεατρικής ερμηνείας. Γιατί είχα τη μεγάλη τύχη, εκτός από την πολύτιμη καθοδήγηση του Ροντήρη, να παίζω δίπλα σε δύο αξεπέραστους με όλη τη σημασία της λέξης ηθοποιούς, παρότι διαφορετικός ήταν ο πυρήνας του ταλέντου του καθενός. Ο Βεάκης, που κρατούσε το ρόλο του Βασιλιά, έπαιζε με το συναίσθημα. Ο Μινωτής, με το μυαλό. Η επεξεργασία του ρόλου στον Βεάκη ανέβλυζε απευθείας από το θεατρικό του ένστικτο, που ήταν αλάνθαστο. Του Μινωτή, το δούλεμα του χαρακτήρα του Αμλετ γινόταν με τη σκέψη. Μελετούσε άρθρα ξένων τεχνοκριτών για την ερμηνεία του ρόλου από μεγάλους Ευρωπαίους ηθοποιούς, ιδιαίτερα του αγγλικού και του γερμανικού θεάτρου. Ανέτρεχε σε κείμενα ξένων αναλυτών, κι έφτανε στην πρόβα με τα κιτάπια του. Οπως κι ο Ροντήρης. Ομως στο τέλος, και οι δυο τους, κι ο Μινωτής κι ο Βεάκης, ακολουθώντας τη δική του μέθοδο ο καθένας, έφταναν στο ίδιο αποτέλεσμα: την τελειότητα. Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι ένας Αγγλος κριτικός, όταν παίξαμε τον Αμλετ με το Εθνικό Θέατρο στο Λονδίνο το 1939, έγραψε για τον Βεάκη: «Αν αυτός ο Ελληνας ηθοποιός που παίζει τον Βασιλιά είχε γεννηθεί στην Αγγλία, θα τον θεωρούσαν σαν έναν από τους μεγαλύτερους Αγγλους ηθοποιούς». Και για τον Μινωτή γράψανε πολύ καλά λόγια, αλλά όχι με υπερθετικά, όπως για τον Βεάκη. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι οι Αγγλοι θεωρούν, κατά κάποιον τρόπο, ιεροσυλία το ότι τολμά ένας ξένος ηθοποιός να καταπιαστεί με την ερμηνεία του Αμλετ. Τον θεωρούν καταδικό τους.


Ο Μινωτής δεν ήταν άγγελος, ήταν όμως καλλιτέχνης


Ηταν μεγάλος αλλά κι εγωιστής


Σε όλα εκείνα τα ταξίδια, έκανα πολύ καλή παρέα με τον Μινωτή, αλλά και με την Ελένη Χατζηαργύρη που πρωταγωνιστούσε στα έργα, και με τον καλό μου φίλο, τον Γιώργο Μεσσάλα. Τον Μεσσάλα τον είχε διαλέξει ως μόνιμο βοηθό του ο Μινωτής. Και εκείνος πρόσφερε στον Μινωτή την αφοσίωσή του και την πολύτιμη συμπαράστασή του. Τον φρόντιζε και τον βοηθούσε ακόμη και τις στιγμές που ο Μινωτής βρισκόταν στις κακές του! Γιατί, εδώ που τα λέμε, ο Μινωτής δεν ήταν καθόλου εύκολος χαρακτήρας. Ισως ήταν και το ότι είχε βαθιά αίσθηση της ανωτερότητάς του, της αξίας του, που τον έκανε εγωιστή. Τον έχω ακούσει, λόγου χάριν, να λέει και να επαναλαμβάνει πως δεν δίνει στον εαυτό του το χαρακτηρισμό του σκηνοθέτη, ούτε θεωρεί σημαντική τη δουλειά του σκηνοθέτη, ότι είναι μόνο ηθοποιός και ότι κάνει εξ ανάγκης τον σκηνοθέτη στα έργα του, γιατί δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο ικανό να τον σκηνοθετήσει! Κάποτε, όταν αναφέρθηκε σε κάποια συζήτηση το όνομα του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη και δημιουργού τού Piccolo Teatro του Μιλάνου Giorgio Strehler, ο Μινωτής αποφάνθηκε: «Ε, είναι λίγο καλύτερος από τον Μεσσάλα!». Αλλά ποιος πραγματικά μεγάλος καλλιτέχνης υπήρξε άγγελος;


Μια μέρα, πριν αρχίσει η πρωινή πρόβα του Εμπόρου της Βενετίας, μπαίνει ο Μινωτής συγχυσμένος στη σκηνή, δίνει εντολή στον βοηθό του να αρχίσει η πρόβα χωρίς αυτόν και με φωνάζει να πάω μαζί του στο καμαρίνι του.


­ Βασούλα, το είδες; μου λέει.


­ Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μου μιλάς, του απαντώ απορημένα.


­ Ελα τώρα, μην κάνεις τη χαζή! Αφού δεν είναι δυνατόν να μην ξέρεις ότι στις πινακίδες της εισόδου του θεάτρου, το δικό σου όνομα έχει μπει πριν από το δικό μου.


Τον είδα τόσο στενοχωρημένο, που τον λυπήθηκα:


­ Αλέξη, του λέω, χωρίς να θέλω να παραστήσω την αθώα, σου ορκίζομαι ότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Ούτε ξέρω αν μπήκαν έξω τα πανό του έργου, ούτε και το πρόσεξα. Ούτε και μίλησα με κανέναν για το πώς θα μπει το δικό μου όνομα στην αφίσα. Σίγουρα είναι πρωτοβουλία της διεύθυνσης.


­ Δηλαδή, δεν θα σε πείραζε αν έμπαινε το όνομά μου πριν από το δικό σου; με ρωτάει, κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια, για να δει ποια θα είναι η αντίδρασή μου.


­ Οχι, του λέω. Αλλά, κι έτσι όπως γράφτηκε, αν το έβλεπα, πάλι δεν θα μου έκανε εντύπωση. Είναι πώς το παίρνει κανείς, Αλέξη, του λέω. Αν κρίνουμε από τα χρόνια που έχουμε οι δυο μας στο θέατρο, σίγουρα είσαι ο παλαιότερος και έχεις καθιερωθεί πρωταγωνιστής πολύ πριν βγω εγώ στο θέατρο. Αν πάλι κρίνουμε με τα δεδομένα, ότι είμαι σήμερα η μοναδική στο είδος μου πρωταγωνίστρια στο Εθνικό και, επίσης, ότι επικρατεί διεθνώς να μπαίνει το όνομα της γυναίκας πρωταγωνίστριας πριν από το όνομα του άντρα πρωταγωνιστή, έχει κι αυτό την εξήγησή του.


Ο Μινωτής δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση που του έδωσα και πήγε κατευθείαν στο γραφείο του Διευθυντή, του Αιμιλίου Χουρμούζιου.


Δεν ήμουν μπροστά στη συζήτησή τους αλλά συμπεραίνω, από όσα μου είπε ο Χουρμούζιος αργότερα, και από την ψυχρότατη στάση του Μινωτή απέναντί μου, ότι άπαξ και πάρθηκε από τη Διοίκηση η απόφαση, με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε ν’ αλλάξει.



Ετσι όμως τα πράγματα, από δω και πέρα, πήραν πολύ δυσάρεστο δρόμο. Ο Μινωτής στην αρχή δήλωσε ότι θα διακόψει τις δοκιμές του Εμπόρου της Βενετίας. Κατάλαβε όμως ότι μια τέτοια ενέργεια θα δημιουργούσε τεράστιο σκάνδαλο και ότι νομικά δεν μπορούσε να επικαλεσθεί ότι το Εθνικό είχε αθετήσει κάποιον σημαντικό όρο του συμβολαίου του, αφού τα συμβόλαια με το Εθνικό δεν αναφέρουν κανέναν όρο που να διευκρινίζει τον τρόπο προβολής του ονόματος του πρωταγωνιστή στις διαφημίσεις του Θεάτρου.


Ετσι, ο Μινωτής συνέχισε τις πρόβες, καταθέτοντας όμως ταυτόχρονα προσφυγή στην Αδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος του Ηθοποιού κατά της Διευθύνσεως του Θεάτρου. Τελικά, η απόφαση της Αδείας δεν υπήρξε ευνοϊκή για τον Μινωτή. Αντίθετα, δικαιώθηκε το Θέατρο, ότι καλώς προέταξε το όνομα της πρωταγωνίστριας. Η απόφαση αυτή στενοχώρησε πολύ τον Μινωτή, και όπως ήταν φυσικό, η οργή του ξέσπασε σ’ εμένα. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών είχε σταματήσει να μου κάνει υποδείξεις. Κι όταν ανέβηκε το έργο, δεν έπαιρνε στο τέλος της παράστασης εμένα από το χέρι στο χαιρετισμό, αλλά την Πόπη Παπαδάκη, που κρατούσε τον επεισοδιακό ρόλο της Νερίτσας. Παρόλα όσα συνέβησαν, το έργο σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία. Κι αυτό ήταν το πρωτεύον. Ολα τα άλλα με τον καιρό ξεχνιούνται, ιδιαίτερα στο θέατρο, όπου οι ηθοποιοί τσακώνονται και μονοιάζουν πολύ γρήγορα. Βέβαια, η ψυχρότητα ανάμεσα στον Μινωτή και σ’ εμένα κράτησε καιρό. Ομως, ύστερα από μερικά χρόνια, τα ξαναφτιάξαμε. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ και ο Θόδωρος, που οργάνωσε με τον Μινωτή και το Εθνικό πολλές καλλιτεχνικές περιοδείες στο εξωτερικό: στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, στην Αμερική, στη Ρωσία, στην Ιαπωνία και στην Κίνα, και αλλού. Σε όλα αυτά τα μακρινά ταξίδια συνόδευα κι εγώ τον Θόδωρο, αν και δεν έπαιρνα μέρος στις τραγωδίες που παίζονταν. Ο Μινωτής κι εγώ κάναμε στενή παρέα. Αλλωστε, είχαν περάσει κάπου δεκαπέντε χρόνια από το επεισόδιο εκείνο, και ούτε που το θυμόμασταν. Στον Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν ήταν η τελευταία φορά που παίξαμε δίπλα δίπλα ο Μινωτής κι εγώ. Στο θέατρο, ο διάλογος ανάμεσα σε δύο ηθοποιούς που έχουν ειδικευθεί στο κλασικό ρεπερτόριο και που έχουν επεξεργαστεί κατά τη μακρότατη θεατρική τους θητεία έναν ομοιογενή τρόπο εκφοράς του θεατρικού λόγου, είναι αληθινή ευτυχία!


Κάθε βράδυ που ο Μινωτής κι εγώ βρισκόμασταν στη σκηνή, ήταν σαν να μην παίζαμε για το κοινό αλλά για εμάς τους ίδιους. Είναι δύσκολο να εξηγήσω αυτό το συναίσθημα. Να έχεις απέναντί σου έναν εξίσου ικανό ή και ικανότερο από εσένα ηθοποιό, με τον οποίο πρέπει να κρατάς το διάλογο στο ίδιο ακριβώς μέτρο μ’ εκείνον. Και φυσικά, κι εκείνος μ’ εσένα. Ενας διαλογικός διαξιφισμός χωρίς αντιπαλότητα, που διατηρείται μέσα σε καθορισμένο πλαίσιο τονικής έντασης, με μαέστρο τη διαίσθηση.


Ο Φράνκι και η βασιλική οικογένεια


Γνώρισα τον Φρανκ Σινάτρα όταν τον είχε φέρει ο Θόδωρος στη δεκαετία του ’70 στην Αθήνα για δύο συναυλίες στο Ηρώδειο. Ο Σινάτρα είχε τηλεφωνήσει από το Λος Αντζελες πως θα έφτανε στην Αθήνα με το ιδιωτικό του αεροπλάνο, μαζί με άλλα 20 πρόσωπα (τα μέλη της ορχήστρας του, τους τεχνικούς του κινηματογραφικού συνεργείου που θα φιλμάριζε την περιοδεία του ανά τον κόσμο, τη γραμματέα του, τον μαύρο σεφ που θα φρόντιζε τα γεύματά του και έναν επιστήθιο φίλο του, τον πολύ Ρομανόφ του ομώνυμου κοσμικού εστιατορίου του Λος Αντζελες, που τη φήμη του την όφειλε στη συνωνυμία του με την τσαρική δυναστεία των Ρομανόφ, αλλά κυρίως στο φημισμένο φιλέτο α λα Ρομανόφ που σέρβιρε το εστιατόριό του). Ο Σινάτρα είχε ζητήσει να κρατηθεί ένα ξενοδοχείο αποκλειστικά γι’ αυτόν και τη συντροφιά του. Ενα ξενοδοχείο έξω από την Αθήνα, που να μην έχει κανέναν άλλον πελάτη. Ο Θόδωρος του έκλεισε την «Ομπέρζ», του φίλου μας Κώστα Βερνίκου, στη Βαρυμπόμπη, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το Βασιλικό Ανάκτορο του Τατοΐου. Η συμφωνία έκλεισε με τον βασικό όρο ότι δεν θα υπήρχε άλλος ένοικος στο ξενοδοχείο και πως όλοι οι κοινόχρηστοι χώροι της «Ομπέρζ» θα ήταν στην αποκλειστική χρήση του Σινάτρα και της συντροφιάς του. Ο Βερνίκος, που δεν ήταν ουσιαστικά ξενοδόχος αλλά εφοπλιστής και είχε κάνει την «Ομπέρζ» από χόμπυ, συμφώνησε με όλους τους όρους του Σινάτρα. Ομως, δεν είχε προβλέψει ότι τη μέρα ακριβώς που θα έφτανε ο Σινάτρα και η παρέα του η βασιλική οικογένεια είχε προγραμματίσει να δώσει στην «Ομπέρζ» το ανεπίσημο δείπνο των αρραβώνων της πριγκίπισσας Σοφίας με τον Δον Χουάν Κάρλος. Ο Βερνίκος, όταν πήρε το τηλεφώνημα του Αυλάρχη της Βασίλισσας Φρειδερίκης, Λελούδα, τα έχασε. Εσπευσε να εξηγήσει στον Λελούδα το πρόβλημα που υπήρχε και τελικά τον παρέπεμψε στον Θόδωρο. Ο Λελούδας διευκρίνισε ότι η βασιλική οικογένεια, όταν γευμάτιζε στην «Ομπέρζ», χρησιμοποιούσε το «πατάρι» που είναι πάνω από το μπαρ με το τζάκι, συνεπώς δεν επρόκειτο να ενοχληθεί σε τίποτα ο Σινάτρα και η συντροφιά του. Φυσικά ο Θόδωρος έδωσε τη συγκατάθεσή του για λογαριασμό του Σινάτρα, με τη βεβαιότητα ότι και αυτός θα έδειχνε κατανόηση, όταν το μάθαινε. Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, για να ανεβούν στο «πατάρι», θα έπρεπε να διασχίσουν την αίθουσα του μπαρ με το τζάκι, στην οποία ήταν στρωμένο το τραπέζι που θα δειπνούσε ο Σινάτρα με τους δικούς του, με μόνους καλεσμένους τον Θόδωρο κι εμένα. Ο Σινάτρα, που το είχε πληροφορηθεί, περίμενε να περάσουν πρώτα τα υψηλά πρόσωπα και μετά να καθήσουμε στο τραπέζι. Από εδώ και πέρα η ιστορία γίνεται πολύ νόστιμη. Είμαστε όλοι όρθιοι στο μπαρ, όταν φτάνει η βασιλική οικογένεια. Ο Θόδωρος σπεύδει να κάνει τις συστάσεις, ενώ η Σοφία ζητάει από τον Σινάτρα να της υπογράψει αυτόγραφο. Υποκλίσεις από εδώ, υποκλίσεις και χειροφιλήματα από ‘κεί. Μόλις ανέβηκε στο «πατάρι» και το τελευταίο μέλος της βασιλικής οικογένειας, μαζί και ο Δον Χουάν με τους γονείς του, που είχαν έρθει ειδικά από τη Λισαβόνα, ο Σινάτρα έδωσε εντολή στον «σεφ» του να αρχίσει το σερβίρισμα. Για την ακρίβεια, για ν’ αρχίσουμε θα ‘πρεπε να περιμένουμε τον μαύρο «σεφ» να επιστρέψει από την κουζίνα και να πάρει τη θέση του στο τραπέζι. Ο Σινάτρα με είχε τοποθετήσει δίπλα του και όλο το βράδυ επέμενε να με αποκαλεί «darling» και «darling». Τελικά, ως και την τελευταία μέρα της παραμονής του στην Αθήνα, το όνομά μου για τον Σινάτρα ήταν το «darling». Ισως του φάνηκε πιο βολικό από το «Vasso», που στα αγγλικά δεν νομίζω να υπάρχει.


Η χορογραφία μιας σχέσης


Τον Νουρέγεφ, πάλι, τον γνώρισα λίγα χρόνια πριν από τον Σινάτρα. Τον είχε φέρει ο Θόδωρος, πολύ νέο, λίγο καιρό μετά την απόδρασή του στη Δύση, για να χορέψει με τη Μαργκό Φοντέυν Ρωμαίο και Ιουλιέτα. Εκείνη η πρώτη συνάντησή μου με τον τρομερό Τάταρο παρέμεινε στα όρια ενός απεριόριστου θαυμασμού για την υπέροχη τέχνη του. Τέτοιον χορευτή ποτέ μου δεν είχα δει, ούτε είδα κανέναν άλλον που να τον πλησιάζει. Πέρασαν καμιά δεκαριά χρόνια από την πρώτη του έλευση στην Αθήνα, όταν πήγαμε με τον Θόδωρο στη Βιέννη να τον δούμε να χορεύει στην Ωραία Κοιμωμένη με το μπαλέτο της Οπερας. Σκοπός του ταξιδιού ήταν το κλείσιμο μιας συμφωνίας του Θόδωρου με τον Νουρέγεφ. Μετά την παράσταση, ο Ρούντυ μας έκανε το τραπέζι στο ξενοδοχείο «Ιμπέριαλ». Ηταν η πρώτη, ουσιαστικά, φορά που καθόμουν δίπλα του και που είχα την ευκαιρία να τον ακούσω να μιλά. Αν και το θέμα της συζήτησης ήταν η επανεμφάνισή του στο Ηρώδειο, με πολλούς μπαλετικούς όρους, πέρασα με τη συντροφιά του μιαν αξέχαστη βραδιά. Τα γαλανά του μάτια είχαν μια γλυκιά έκφραση που άλλαζε απότομα και γινόταν σκληρή και πεισματική. Φορούσε, ακόμη και την ώρα που ήμασταν στο τραπέζι, ένα πέτσινο κασκέτο. Αργότερα συνήθισα να τον βλέπω και στις φωτογραφίες του πάντοτε με αυτό το πολυφορεμένο κασκέτο. Το είχε άραγε για γούρι; Ποιος ξέρει! Το ίδιο πέτσινο γκριζοπράσινο παντελόνι, που έβλεπα να φοράει και σε κατοπινές συναντήσεις μας, τσαλακωμένο και ταλαίπωρο, όπως ταλαίπωρης εμφάνισης ήταν το πολυφορεμένο πουλόβερ και το μπουφάν του. Ομως, τέτοιες λεπτομέρειες δεν μετρούσαν για τον Νουρέγεφ. Ηταν σαν να είχε γράψει τον κόσμο στα παλιά του τα παπούτσια, που κι αυτά ήταν, επίσης, πολυφορεμένα και φρικαλέα. Από ‘κεί και πέρα, όλα τα άλλα ήταν αγγελικά και διαβολικά μαζί. Λένε πως υπήρξε σε όλη τη ζωή του υπερόπτης και ηγεμονικός, όμως εγώ δεν διέκρινα κάτι τέτοιο στη συμπεριφορά του. Σε καμιά περίπτωση, ούτε εκείνο το βράδυ, που για πρώτη φορά βρέθηκα δίπλα του, ούτε και τα επόμενα χρόνια, που οι σχέσεις μας είχαν γίνει απέραντα φιλικές. Ισως γιατί του είχαν πει ποια ήταν η καλλιτεχνική μου παρουσία στο θέατρο. Και εκείνο το βράδυ και τα πάρα πολλά άλλα που ακολούθησαν από τότε, κατά τη διάρκεια των επόμενων είκοσι χρόνων, υπήρξε, ως προς εμένα, αβρός και στο έπακρο ευγενής. Θυμάμαι κάποτε που βρεθήκαμε στο Παρίσι μαζί με την αδελφή μου, τη Χρυσάνθη, και την ξαδέλφη του Θόδωρου, την Εμμα Δοξιάδη. Είχαμε παρακολουθήσει τον Νουρέγεφ να χορεύει στη Ραϊμόντα, στο Παλαί Γκαρνιέ. Μετά την παράσταση πήγαμε στο καμαρίνι του να τον συγχαρούμε. Μολονότι τον περίμενε μια τεράστια ουρά θαυμαστές και θαυμάστριες για να τους δώσει αυτόγραφο, έδειξε πολλή ευχαρίστηση που μας έβλεπε. Ετσι μου φάνηκε τουλάχιστον. Είπα μέσα μου: «Πανέξυπνος ο Τάταρος, με όλη την κούραση από την παράσταση έχει το κουράγιο να καμώνεται πως ευχαριστήθηκε που μας είδε». Ομως, είχα άδικο. Αφού έριξε πρώτα μια ματιά γεμάτη πανικό στην… ουρά που τον περίμενε, μας είπε: «Πηγαίνετε στο «Μαξίμ». Ωσπου να φτάσετε, θα έχω τηλεφωνήσει να σας κρατήσουν τραπέζι. Αρχίστε να τρώτε και θα έρθω να σας συναντήσω μόλις γλιτώσω». Μας έκανε ένα νόημα απελπισίας δείχνοντας με την άκρη του ματιού του τον κόσμο που τον περίμενε και άρχισε να υπογράφει τα προγράμματα της παράστασης που κρατούσαν στα χέρια οι θαυμάστριές του. Στο «Μαξίμ» ο θυρωρός, μόλις άκουσε το όνομα Νουρέγεφ, μας οδήγησε στον μαιτρ κι εκείνος μας πήγε αμέσως στο τραπέζι μας. Ο Ρούντυ είχε παραγγείλει να μας προσφέρει για πρώτο πιάτο καπνιστό σολομό με συνοδεία σαμπάνιας. Ηπιαμε τη σαμπάνια, στην υγεία του Ρούντυ, φάγαμε και το σολομό, παραγγείλαμε και το κύριο πιάτο, τελειώσαμε και μ’ αυτό, και έφτασε η ώρα για το επιδόρπιο, χωρίς να έχει εμφανιστεί ο Νουρέγεφ! Εκεί που αρχίσαμε να συζητάμε πως δεν επρόκειτο να έρθει καθόλου, να ‘σου ο Νουρέγεφ! Μόλις εμφανίστηκε, σηκώθηκαν όλοι από τα τραπέζια και άρχισαν να τον χειροκροτούν. Εκείνος υποκλίθηκε με τη γνωστή του άνεση. Ομως το πέτσινο κασκέτο δεν το έβγαλε από το κεφάλι του. Μας ζήτησε συγγνώμη και παρήγγειλε κι άλλη σαμπάνια. Από ‘κεί και πέρα όλα κινήθηκαν υπέροχα. Μας τράβηξε και τις καθιερωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες ο φωτογράφος του «Μαξίμ», ενώ ο τρομερός Τάταρος, που είμαι σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή αισθανόταν σαν τον τελευταίο απόγονο της τσαρικής οικογένειας, έδειχνε πως τους είχε όλους γραμμένους στα πιο παλιά του υποδήματα. Σε μια άλλη περίπτωση, και αυτή στο Παρίσι, μας είχε προσκαλέσει στο σπίτι του (Rive Gauche, Boulevard Voltaire) ευθύς μετά το τέλος της πρεμιέρας της Σταχτοπούτας. Εκεί ο Νουρέγεφ ήταν εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ευγενέστατος, φιλικότατος, προσηνέστατος, και χωρίς το πέτσινο κασκέτο στο κεφάλι του. Ενα σπίτι που ήταν φορτωμένο παλιά τσαρική αρχοντιά, με πανάκριβους πίνακες και ανεκτίμητης αξίας φορητές εικόνες τοποθετημένες σε εικονοστάσιο, σε ειδική θέση στο πλαίσιο του γενικού διάκοσμου. Τότε ήταν που σκέφτηκα: «Οταν κάποτε ο Νουρέγεφ φύγει από τη ζωή, και φυσικά δεν θα πάρει μαζί του κανένα από τα αριστουργήματα που υπάρχουν εδώ μέσα, ποιος θα τα κληρονομήσει άραγε;». Εκείνη την ώρα δεν πήγε το μυαλό μου ότι θα έβγαιναν σε δημόσιο πλειστηριασμό.