Τον τελευταίο καιρό ο Νίκολας Κέιτζ είναι ο αμερικανός ηθοποιός που έχει προκαλέσει περισσότερο από κάθε άλλον το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού. Η Κεφαλλονιά, όπου γυρίζεται «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» από τον Τζον Μάντεν, έχει εδώ και έναν μήνα μετατραπεί σε μίνι στούντιο του Χόλιγουντ, ενώ ακόμη και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας συμβάλλει τα μέγιστα στην παραγωγή διαθέτοντας άντρες από τα τρία ελληνικά σώματα (Στρατός Ξηράς, Πολεμική Αεροπορία και Πολεμικό Ναυτικό). Είμαστε πεπεισμένοι ότι τουλάχιστον στη χώρα μας η καριέρα της ταινίας είναι πλέον διαγεγραμμένη. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το μάρκετινγκ του Κορέλι στην Ελλάδα ξεκίνησε μαζί με την ανακοίνωση ότι η ταινία θα γυριστεί εδώ και η επιτυχία της στη χώρα μας είναι ήδη εξασφαλισμένη, ακόμη και αν ο συγγραφέας Λουίς ντε Μπερνιέ, στο βιβλίο του οποίου βασίστηκε το σενάριο, τραβάει τα μαλλιά του όταν δει την ταινία (ελπίζουμε φυσικά να μη συμβεί κάτι τέτοιο).


Το ελληνικό τοπογραφικό στοιχείο σε διεθνείς παραγωγές ανέκαθεν είλκυε την περιέργεια του έλληνα θεατή και οι ξένες ταινίες που γυρίζονται στην Ελλάδα αποκτούσαν κυριολεκτικά την εικόνα κοσμοϊστορικών γεγονότων. Αυτή η εικόνα ορισμένες φορές ξεπερνά τα όρια της γελοιότητας, εκτός φυσικά από όσους πιστεύουν ότι το πού πίνει τον καφέ του κάθε πρωί ο Νίκολας Κέιτζ έχει πραγματικά… ειδησεογραφικό ενδιαφέρον.


Ηδη για τον «Κορέλι» έχουν γραφτεί χιλιάδες δημοσιογραφικές λέξεις και έχουν καλυφθεί δεκάδες τηλεοπτικά ρεπορτάζ, πράγμα που πολύ πιθανόν θα επαναληφθεί, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, με τη λιγότερο λαμπρή ­ από πλευράς ονομάτων ­ διεθνή συμπαραγωγή που ξεκίνησε την περασμένη Τετάρτη να γυρίζεται στη Σύμη καιη οποία θα ολοκληρωθεί (από πλευράς ελληνικών χώρων) στη Ρόδο. Πλαισιωμένη από τη Θέμιδα Μπαζάκα, τον Δημήτρη Καταλειφό, τη Δέσπω Διαμαντίδου και αρκετούς ακόμη έλληνες ηθοποιούς, η ξεπεσμένη ισπανίδα σταρ Ανχελα Μολίνα πρωταγωνιστεί σε ρόλο… ντόπιας νησιώτισσας και η ξεχασμένη, αργεντίνικης καταγωγής, Γερμανίδα Ζανίν Μέρεπφαλ τη σκηνοθετεί στην ταινία «Anna’s summer» («Το καλοκαίρι της Αννας»).


Ακόμη και η ξαφνική εμφάνιση του αμερικανού γ’ κατηγορίας ηθοποιού Ρίτσαρντ Γκρίκο στη χώρα μας προκάλεσε πριν από λίγο καιρό σε αρκετούς το ενδιαφέρον. Τι γύρευε ο Γκρίκο εδώ; Δουλειά. Σκέφτεστε τίποτα καλύτερο; Μπορεί να μην κατάφερε να κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στη μεγάλη οθόνη μετά την επιτυχία του στην τηλεοπτική σειρά «Ομάδα Δράσης 21» (όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Τζόνι Ντεπ), η νέα ταινία του όμως προβλέπεται να γυριστεί το φθινόπωρο στη χώρα μας. Πρόκειται για ένα θρίλερ που προσωρινά τιτλοφορείται «Beyond the bliss» και το οποίο θα στελεχωθεί από έλληνες και αμερικανούς συντελεστές. Το ταξίδι του Γκρίκο στην Ελλάδα διήρκεσε λίγες ημέρες για τον έλεγχο των χώρων όπου θα γίνουν τα γυρίσματα, οι τηλεοπτικές κάμερες όμως τον ακολούθησαν ακόμη και στα μπαράκια όπου γλένταγε τα βράδια. Και αυτός δεν φθάνει ούτε στο νυχάκι του τον Νίκολας Κέιτζ.


Παραδόξως οι ξένες ταινίες που γυρίζονται στην Ελλάδα, ενώ καταλήγουν εισπρακτικές επιτυχίες στη χώρα μας, πλην εξαιρέσεων, είναι κάκιστες. Γιατί; Νομίζω επειδή οι ξένοι κινηματογραφιστές, ακόμη και οι εγκυρότεροι, δεν μπορούν να αποφύγουν την πιο φανερή παγίδα: να μην κινηματογραφήσουν την Ελλάδα ως τουρίστες.


Η προβολή των ελληνικών νησιών, παραλιών, βουνών, τοπίων και λιχουδιών πήρε εντυπωσιακές διαστάσεις λ.χ. με τους «Εραστές του καλοκαιριού» («Summer lovers»), μια ασήμαντη νεανική περιπέτεια του Ράνταλ Κλάιζερ που συνέβαλε στη διαφήμιση της Σαντορίνης όπου η ταινία γυρίστηκε και η οποία υπήρξε απρόβλεπτα μεγάλη εισπρακτική επιτυχία της εποχής της (αρχές της δεκαετίας του ’80). Η Σαντορίνη έγινε αίφνης το σημείο του χάρτη όπου σακίδιο και σανδάλι πήγαιναν σύννεφο. Ως και οι έλληνες τουρίστες την ανακάλυψαν! Οταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στη Ρόδο γυριζόταν η ταινία του Τζέι Λι Τόμπσον «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», πανηγύρια ολόκληρα είχαν στηθεί για τους φιλοξενούμενους σταρ της, τον Γκρέγκορι Πεκ, τον Ντέιβιντ Νίβεν και τον Αντονι Κουίν, ενώ οι εφημερίδες της εποχής στόλιζαν τα πρωτοσέλιδά τους με ρεπορτάζ για την ταινία. Τα «Κανόνια», όχι μια σπουδαία ταινία αλλά τουλάχιστον μια ευπρόσδεκτη πολεμική περιπέτεια, ανήκουν στις εξαιρέσεις των περιπτώσεων. Εκεί όπου δεν ανήκει όμως η ταινία «Το παιδί και το δελφίνι» (1957), που επίσης γυρίστηκε σε πολλούς φυσικούς χώρους της Ελλάδας (Αθήνα, Υδρα, Παρθενώνας, Επίδαυρος). Η ανταπόκριση του Τύπου και των θεατών γι’ αυτή την ταινία δεν ήταν μικρότερη. Στο κάτω κάτω δεν είναι λίγο να βλέπεις δίπλα σου τη Σοφία Λόρεν… σφουγγαρού, στην πρώτη μάλιστα εμφάνισή της σε αμερικανική ταινία. Οσοι όμως αποπειραθούν να την ξαναδούν σήμερα θα σκάσουν στα γέλια.


Τοιουτοτρόπως δεν έχεις κάθε ημέρα στη γειτονιά σου τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ο οποίος στους «Διαρρήκτες» (1968) έκανε τον ζογκλέρ στην καρδιά της αθηναϊκής κίνησης πηδώντας σε τρόλεϊ και λεωφορεία από τα παράθυρα. Στην ίδια ταινία ο Ομάρ Σαρίφ υπήρξε ο καταδιώκτης του παίζοντας έναν κραυγαλέα φολκλόρ αστυνομικό ονόματι Αβελ Ζαχαρία. Η ρεπούμπλικα, η γκαμπαρντίνα και το κομπολογάκι το μόνο που δεν πλάθουν είναι η εικόνα ενός έλληνα μπάτσου ο οποίος, συν τοις άλλοις, ξεναγεί τον Μπελμοντό σε ελληνική ταβέρνα κάνοντάς τον κοινωνό στις λιχουδιές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας: «This we call mouzaka», «this is dolmadakia» κ.ο.κ.


Η περίπτωση του Αντονι Κουίν είναι χαρακτηριστική. Για λόγους προφανώς εμφανισιακούς ο αμερικανός, μεξικανοϊρλανδικής καταγωγής, ηθοποιός κρίθηκε ο καταλληλότερος σταρ του Χόλιγουντ για την ενσάρκωση γραφικών Ελλήνων! Εκτός από «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» θα παίξει στον οσκαρικό «Αλέξη Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου η τουριστική προβολή της Κρήτης δεν ήταν ­ ή δεν φάνηκε να είναι ­ στα άμεσα ενδιαφέροντα των δημιουργών της (κάτι που δεν θα λέγαμε όμως και για την ταινία «Τα ψάρια βγήκαν στη στεριά» του ιδίου).


Τι να πει κανείς όμως για τον «Ελληνα μεγιστάνα» («The greek tycoon»), μια από τις προχειρότερες βιογραφίες που έχουν γυριστεί ποτέ στον κινηματογράφο; Ο Αριστοτέλης Ωνάσης μετατρέπεται σε Τέο Τομάσις, ο πρόεδρος Τζον Κένεντι σε Τζέιμς Κάσιντι και η σύζυγός του Τζάκι σε Λιζ. Τα επιμελώς «σπασμένα» αγγλικά του Κουίν και η ικανότητα του Νίκου Μαστοράκη στην εκλαΐκευση (συμμετείχε στο σενάριο και στην παραγωγή) μετατρέπουν την ιστορία του πλουσιότερου Ελληνα σε προϊόν που θυμίζει σαπουνόπερα της τηλεόρασης. Ακόμη και η ομορφιά της Ελλάδας του 1977 εξουδετερώνεται από την κακογουστιά και την κακοτεχνία όσων έλαβαν μέρος σε αυτή την παρέλαση αταλαντοσύνης! Και όμως, όταν η ταινία γυριζόταν στη χώρα μας, είχε προκαλέσει την περιέργεια των πάντων, για να κινηθεί αργότερα ικανοποιητικά στα ταμεία. Οσο για τον Μαστοράκη, για λογαριασμό της εταιρείας παραγωγής του Ωmega Productions, θα ξανάρθει στην Ελλάδα για να γυρίσει χαμηλού κόστους θριλεράκια της πλάκας με αμερικανούς σταρ, σαν το «Blind date» στην Αθήνα και τον «Ανεμο του θανάτου» («The wind») στη Μονεμβασιά.


Δεν είναι όμως μόνο οι ταινίες της πλάκας που έχουν απογοητεύσει αλλά και εκείνες με τις σοβαρές προθέσεις. Ρωτήστε τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Αρβανίτη τι τράβηξε από τον αμερικανό «φιλέλληνα» σκηνοθέτη Τζόναθαν Νόσιτερ στα γυρίσματα της ταινίας «Signs and wonders» που γυρίστηκε πέρυσι στην Ελλάδα με διεθνές καστ (Σαρλότ Ράμπλινγκ, Στέλαν Σκάσγκαρντ). Ακόμη και η περίοδος της επταετούς δικτατορίας στη χώρα μας αντιμετωπίζεται με γραφικότητα από τους ξένους.


Ενα παρόμοιο παράδειγμα είναι αυτό της «Ελένης» (1984) του Πίτερ Γέιτς, μιας μεταφοράς του ομότιτλου ημιαυτοβιογραφικού μπεστ σέλερ του Νίκου Γκατζογιάννη, ο οποίος 30 χρόνια μετά το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου επέστρεψε στην Ελλάδα από την Αμερική για να εκδικηθεί τον θάνατο της μητέρας του. Η ταινία δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο αφελής στην αναπαράσταση της Ελλάδας του ’50, ενώ ιδεολογικά δεν ανήκει σε καμία εποχή. Οι πολιτικοί πρόσφυγες εμφανίζονται ως «εγκληματίες πολέμου» και η Αγγλίδα Κέιτ Νέλιγκαν στον ρόλο του τίτλου δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε άλλη ταινία. Ως και ο μακαρίτης διανοούμενος Τζον Κασσαβέτης έπεσε στην παγίδα του φολκλόρ όταν το 1982 επισκέφθηκε τα ελληνικά νησιά για να παίξει στην «Τρικυμία» του Πολ Μαζέρσκι, μια ελεύθερη τάχα μου διασκευή του σαιξπηρικού έργου, που όμως θυμίζει περισσότερο τη «Γαλάζια λίμνη» με… μεσηλίκους.


Ο κοσμογυρισμένος βρετανός πράκτορας Τζέιμς Μποντ έχει επίσης αφήσει τα ίχνη του στην Ελλάδα σε μια από τις χειρότερες περιπέτειές του. Το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων της περιπέτειας του Τζον Γκλεν «Για τα μάτια σου μόνο» («For your eyes only», 1981) έγιναν στα Μετέωρα και στην Κρήτη, όπου ο Ρότζερ Μουρ ως 007 κυνηγούσε (παρέα με την Καρόλ Μπουκέ) έναν έλληνα εγκληματία ονόματι Αριστοτέλης Κριστάτος, τον οποίον ενσάρκωνε ο βρετανός σαιξπηρικός ηθοποιός Τζούλιαν Γκλόβερ! Ο Μουρ βέβαια είχε ήδη γευθεί τις χαρές του ελληνικού καλοκαιριού και συγκεκριμένα της Ρόδου στην κάτω του μετρίου πολεμική περιπέτεια «Απόδραση στην Αθήνα», όπου έπαιξε έναν γερμανό διοικητή με χρυσή καρδιά. Η διεθνής συμπαραγωγή που γυρίστηκε από τον Τζορτζ Π. Κοσμάτο στολιζόταν από εμπορικά ονόματα της εποχής, τον Ελιοτ Γκουλντ, τον Τέλι Σαβάλας (σε ρόλο έλληνα αντιστασιακού) και την Κλαούντια Καρντινάλε, και στην Ελλάδα έσπασε ταμεία.


Για τους ευνόητους, καρτποσταλικούς, λόγους πάντως η Ρόδος και η Σύμη έχουν φιλοξενήσει αρκετά σετ ξένων παραγωγών και το δράμα κοστουμιών «Το νησί του Πασχάλη» («Pascali’s island») που γύρισε εκεί το 1988 ο Τζέιμς Ντίρντεν εικαστικά είναι μια από τις καλύτερες. Ο Ντίρντεν φωτογραφίζει υπέροχα την παλιά πόλη του νησιού όπου εκτυλίσσεται μια ερωτική ιστορία προδοσίας, με τον Μπεν Κίνγκσλεϊ ρουφιάνο των οθωμανών κατακτητών. Κάτι πέραν όμως της ευπρόσωπης φωτογραφίας, ουδέν!


Η εγγλέζα ηθοποιός Πολίν Κόλινς οφείλει τη μοναδική υποψηφιότητά της για Οσκαρ στη «Σίρλεϊ Βαλεντάιν» (1987) που γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στη Μύκονο προβάλλοντας όχι μόνο την ομορφιά του νησιού αλλά και τη φήμη ότι οι Ελληνες είναι σπουδαίοι εραστές. «Θα πάω στην Ελλάδα για το σεξ» ούρλιαζε η καταπιεσμένη λονδρέζα μικροαστή. «Σεξ για πρωινό, σεξ για μεσημεριανό, σεξ για τσάι και σεξ για βραδινό!». Βέβαια, ο άντρας με τον οποίο καταλήγει, ένας ντόπιος σερβιτόρος ονόματι Κώστας, δεν εμπνέει και τόσο ως έλλην εραστής. Τον υποδύεται επίσης άγγλος ηθοποιός, ο μαυρομάλλης Τομ Κόντι, του οποίου το τσιγκελωτό μουστάκι δεν αρκεί για να πείσει.


Οσο για την ελληνική προβολή μέσω της σχετικά πρόσφατης ιταλικής ταινίας «Μεντιτερανέο» (1991), εδώ τα σχόλια περιττεύουν. Η ταινία κέρδισε το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, έκανε τη Βάνα Μπάρμπα σταρ του CNN, το Καστελλόριζο της μόδας και τους Ελληνες υπερήφανους ακόμη μία φορά για τον τόπο τους…


Ο Γούντι Αλεν έχει παράδοση στη χρήση ελληνικών αναφορών και το επεισόδιο που υπογράφει στο τρίπτυχο των «Ιστοριών της Νέας Υόρκης» (1989) τιτλοφορείται «Oedipus Wrecks», που επί λέξη σημαίνει «Ο Οιδίπους ναυαγεί» αλλά που ταυτόχρονα αποτελεί λογοπαίγνιο με το «Oedipus Rex», τη λατινική απόδοση του «Οιδίποδα Τυράννου», η οποία χρησιμοποιείται και στην αγγλική γλώσσα. Στην ίδια ταινία όμως ένα άλλο επεισόδιο, σκηνοθετημένο από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, προκαλεί μεγαλύτερο τουριστικό ενδιαφέρον. Στο «Ζωή χωρίς τη Ζόε» («Life without Zoe») ο Κόπολα κινηματογραφεί με πορτοκαλί φίλτρα τον Παρθενώνα, όπου ο Τζιαν Κάρλο Τζανίνι στον ρόλο ενός διευθυντή ορχήστρας δίνει μια μεγαλόπρεπη συναυλία.


Αν τώρα σας πούμε ότι είναι το πιο αδύναμο κομμάτι της ταινίας, θα γίνουμε κακοί;