achpappas@hotmail.com


«Μόλις είχαμε γυρίσει απ’ τις διακοπές, όταν η αγαπημένη μου, η Βάσω ας την πούμε, μου ανακοίνωσε ότι ήμασταν καλεσμένοι στο πάρτι μιας φίλης της. Ντύθηκα λοιπόν κι εγώ στην τρίχα, τσίλικος, και ξεκινήσαμε. Στην αρχή, όλα πήγαιναν μια χαρά. Αυτή η φίλη της «φίλης» μου και τι δεν είχε μαγειρέψει! Και με τι κέφι και μεράκι, η άτιμη! Τι μπουρεκάκια για ορεκτικά, τι παντζάρια με τζατζίκι, τι πιλάφι με μύδια, τι μπριάμι, τι ντολμαδάκια, τι σουτζουκάκια, τι τζιγεροσαρμάδες! Του πουλιού το γάλα, σας λέω. Μάλιστα δεν παρέλειψα να τη ρωτήσω πού ψωνίζει τόσο καλά υλικά: από ποιον μανάβη, ποιον μπακάλη, ποιον χασάπη. Ντερλικώσαμε λοιπόν για τα καλά και καπάκι ήρθαν και τα γλυκά. Τι καταΐφια, τι μπακλαβάδες, τι εκμέκ, τι παγωτό καϊμάκι! Κολάστηκα, σας λέω!


Δεν είχα προλάβει να καταπιώ την τελευταία μπουκιά, όταν άρχισε το γλέντι, ή μάλλον τα μπουζούκια. Και να τα ζεϊμπέκικα, και να τα χασάπικα, και να τα τσιφτετέλια, και να οι καρσιλαμάδες! Κάπου εκεί, απ’ ό,τι θυμάμαι, η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει απ’ τα χέρια μου. Ενα ντερέκι μέχρι κει πάνω, ένας νταγλαράς ονόματι Τάσος, με χαϊμαλί κρεμασμένο στον λαιμό, άρχισε να χορεύει συνέχεια με τη Βάσω. Εντωμεταξύ, εγώ, που το φόρτε μου είναι το «Strangers in the night» και το «Capri c’est fini» (άντε, και το «Let’s twist again»), έβραζα στο ζουμί μου. Και δώστου η Βάσω να λέει στον Τάσο «γεια σου ασίκη μου, γεια σου ντερμπεντέρη μου» κι εκείνος να είναι στα ντουζένια του και να κάνει όλο και καινούργια τσαλίμια.


Να μην τα πολυλογώ, η ιστορία παραλίγο να καταλήξει σε άγριο καβγά. Κάποια στιγμή είπα μέσα μου: «Νισάφι πια· τώρα θα γίνει σαματάς». Αρχισα τότε να ωρύομαι: «Ρε Καραγκιόζη, ρε χαϊβάνι, ρε παλιομπαγλαμά! Φωτιά στα μπατζάκια σου, ρε! Τουλούμι θα σε κάνω, γαμώ το φελέκι μου! Θα σε μπαγλαρώσω, ρε τσογλάνι, και θα σ’ αφήσω σακάτη. Ακούς εκεί! Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι και να μου κάνεις εσύ τέτοιο χουνέρι, παλιοταραμά! Μπρίκια νομίζεις ότι κολλάμε;». Τελοσπάντων, με βάστηξαν (ευτυχώς, γιατί, ως εκ της περιγραφής του Τάσου προκύπτει, μάλλον θα μ’ έκανε τ’ αλατιού). Δεν μ’ αρέσει να κάνω τον νταή και τον τσαμπουκά, αλλά και τέτοιο ρεζιλίκι δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Αφού σας λέω, τον πήρα χαμπάρι τον κρεμανταλά πίσω απ’ το παντζούρι, που ήταν έτοιμος να την κουτουπώσει.


Εκεί κάπου τελείωσε και η σχέση μου με τη Βάσω. «Ακου να δεις, κοπέλα μου» της είπα: «Δεν θ’ αφήσω εγώ να με φάει το μαράζι· έχει κι αλλού φουντουκιές που κάνουνε φουντούκια (αυτό είναι αντιδάνειο· έτσι, για να μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για στήλη με αντικείμενο τη γλώσσα). Ή μήπως νομίζεις ότι δεν περνάει πια η μπογιά μας;». Δεν λέω, πρώτο μπόι ο Τάσος, αλλά κι εμείς δεν είμαστε τίποτε φουκαράδες ούτε τίποτε ατζαμήδες. Ούτε έχουμε, δα, και κανένα κουσούρι. Ας περιμένει η κυρία να δει χαΐρι μ’ αυτόν τον μπουνταλά, τον χασομέρη. Να δω τι θα γίνει όταν τελειώσουν οι τσάρκες και τα πρώτα σορόπια και της μείνει ο λεγάμενος αμανάτι, όλη μέρα ξαπλωμένος στο ντιβάνι να χουζουρεύει. Καλό είναι το ραχάτι, αλλά να δούμε τι θα τρώνε. Απ’ ό,τι έμαθα, περιμένει, λέει, να τον διορίσει η νέα κατάσταση, τώρα που θ’ αρχίσουν τα ρουσφέτια.


Οσο για μένα, δεν λέω, τσατίστηκα. Την έχω λίγο άχτι τη Βάσω, αλλά, βρε αδερφέ, δεν είχα, δα, και νταλκά μαζί της. Ζορίζομαι κάπως, αλλά, πού θα πάει, θα μου περάσει. Ασε που τα ντέρτια και οι σεβντάδες δεν είναι καθόλου του στυλ μου. Σιγά μην κάτσω και σεκλετίζομαι για τον κάθε Τάσο! Ας είναι καλά το γινάτι της. Απλώς, να, τώρα που το σκέφτομαι, τσάμπα και βερεσέ το χαλάσαμε το αλισβερίσι μας με τη Βάσω.»


Y.Γ. Ολες οι λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες είναι τουρκικής προέλευσης. Οσο για τις «προεκτάσεις» του κειμένου την επόμενη Κυριακή, μαζί με άλλα (γλωσσικά) turkish delights.