Απολογία δημοσιογράφου



«Ποιος έχει ανάγκη να επινοήσει οτιδήποτε όταν έχει μπροστά του αυτή την πραγματικότητα, τη ζούγκλα που δεν τελειώνει ποτέ;». Αυτό αναρωτήθηκε ο κολομβιανός δημοσιογράφος Χερμάν Κάστρο Καϊσέδο (Μπογκοτά, 1940) όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη ζούγκλα του Αμαζονίου. Η απάντηση ήταν ότι για να μεταφέρει αυτή την εμπειρία στους αναγνώστες του, «το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένα μπλοκ σημειώσεων, ένα μαγνητόφωνο, έναν σουγιά και λίγη Τιαμίνη (φάρμακο για να αντέξει κάποιος τα τσιμπήματα των κουνουπιών). Και κάτι ακόμη: διάθεση να σπάσω τον εθνοκεντρισμό, αυτή τη μυωπία που μας απαγορεύει να καταλάβουμε τους άλλους». Ετσι κι έγινε. Υστερα από 10 χρόνια εργασίας στην εφημερίδα «Tiempo», τη συγγραφή 11 βιβλίων, με πωλήσεις δύο εκατομμυρίων αντιτύπων, 10 εθνικά και δύο διεθνή βραβεία δημοσιογραφίας, αυτός ο ανήσυχος και μικροκαμωμένος δημοσιογράφος, παρακινημένος από την είδηση της ανακάλυψης ενός σκελετού στην κολομβιανή ζούγκλα, άρχισε την επίπονη έρευνά του. Αποτέλεσμα αυτής της τετραετούς αναζήτησης είναι το βιβλίο του «Παραδίδω την ψυχή μου στον Διάβολο», το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.


«Παραδίδω την ψυχή μου στον Διάβολο» είναι η τελευταία φράση του ημερολογίου που έγραψε ο 26χρονος Μπενχαμίν Κουμπίγιος, ο οποίος πέθανε εγκαταλειμμένος στην καρδιά της κολομβιανής ζούγκλας του Αμαζονίου. Ο συγγραφέας συνάντησε όλους τους πρωταγωνιστές αυτής της καταπληκτικής ιστορίας, άκουσε τις εκδοχές τους, στηρίχτηκε σε επίσημα έγγραφα, ερεύνησε τον τόπο όπου συνέβησαν όλα και αναπαριστά την ιστορία αυτή με τόση αλήθεια που ξεπερνά κάθε φαντασία. Η αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα κόβει την ανάσα. Και οι 31 εκδόσεις που έχει κάνει το βιβλίο αυτό στην Κολομβία το μαρτυρούν.


Εκπρόσωπος της μεγάλης σχολής των κολομβιανών δημοσιογράφων-συγγραφέων, μοιάζει ακόμη και φυσιογνωμικά


με τον Γκαρσία Μάρκες. «Σε τίποτε άλλο», μας λέει ο ίδιος,


«ο Μάρκες είναι ένα τέρας της λογοτεχνίας».


­ Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε την προσοχή σε αυτή την ιστορία;


«Μόλις διάβασα τη φράση «παραδίδω την ψυχή μου στον Διάβολο», ήξερα ότι αυτός ήταν ο τίτλος του βιβλίου μου. Θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι δεν πρόκειται για συνηθισμένη φράση. Είδα το ρεπορτάζ σε μια επαρχιακή εφημερίδα, ρεπορτάζ που συνοδευόταν από τη φωτογραφία του σκελετού. Ηταν το πτώμα ενός άντρα που ξέμεινε αποκλεισμένος στα βάθη της ζούγκλας και καθώς αργόσβηνε ένιωθε αυτό που του συνέβαινε και το πόσο υπέφερε. Ηταν για μένα αρκετό ώστε να ξεκινήσω την έρευνά μου».


­ Τι το ιδιαίτερο έχει η Κολομβία ώστε να ανθεί τόσο εκεί η δημοσιογραφία της έρευνας;


«Πιστεύω ότι οφείλεται στην ίδια τη δυναμική της χώρας, στην ένταση της ζωής. Μας ξέρουν βέβαια για την κοκαΐνη, έχουμε όμως χιλιάδες άλλα πολύ καλύτερα πράγματα να επιδείξουμε. Κάθε ιστορία που προκύπτει μοιάζει μη πραγματική. Υπάρχει λοιπόν μια ομάδα συγγραφέων που έκανε την επιλογή των βιβλίων-ρεπορτάζ, μέσα στην οποία περιλαμβάνομαι κι εγώ, αφού διαπιστώσαμε όχι λίγες φορές ότι η ζωή, η πραγματικότητα που μας περιβάλλει, υπερβαίνει κατά πολύ τη φαντασία. Διαβάζεις τους τίτλους των εφημερίδων, της Μπογκοτά για παράδειγμα, και νομίζεις καμιά φορά ότι διαβάζεις μυθιστόρημα. Οταν όμως διεισδύεις στο βάθος της κάθε ιστορίας, έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε έναν κόσμο φανταστικό».


­ Η Κολομβία είναι μία από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής με αρκετά υψηλό δείκτη επικινδυνότητας για το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Πώς μπορείτε να κάνετε τη δουλειά σας κάτω από αυτές τις συνθήκες;


«Υπάρχει δυστυχώς το πρόβλημα τελευταία με τη μαφία των ναρκωτικών, με το αντάρτικο, δεν είναι όμως τόσο επικίνδυνο όσο εννοείτε. Οπως σας είπα και προηγουμένως, κάθε χώρα παρουσιάζει χίλια πρόσωπα. Το πρόβλημα είναι ότι εδώ στην Ευρώπη το πρόσωπο που επιλέγεται για να προβληθεί είναι αυτό της διαβρωμένης Κολομβίας όπου τα πάντα είναι ένα χάος. Ενα τμήμα της, ναι, είναι χάος: αυτό του εμπορίου των ναρκωτικών και του αντάρτικου. Δείτε όμως τι γίνεται. Πριν από ένα μήνα είχαμε στην Μπογκοτά τη γιορτή του βιβλίου. Βρισκόμουν εκεί με μια ισπανίδα συγγραφέα, τη Ρόσα Μοντέρο, και βλέπαμε εκείνες τις δεκάδες χιλιάδες κόσμου που περιδιάβαινε τα περίπτερα γεμάτος ενδιαφέρον, και της είπα: Γι’ αυτόν τον κόσμο δεν μιλάει και δεν γράφει κανένας. Είναι μια χώρα αρκετά παράξενη η Κολομβία. Οι ζούγκλα του Αμαζονίου, όπου κατά κανόνα διεξάγονται οι ύποπτες επιχειρήσεις, είναι πάρα πολύ μακριά από τα αστικά κέντρα, στα οποία η ζωή κυλάει ομαλά. Νομίζω ότι γενικά τα μέσα επικοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν υποκύψει στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο καλά νέα είναι μόνο τα κακά νέα. Αυτός ο σκηνικός πλούτος της Κολομβίας είναι για μένα ένα μεγάλο πλεονέκτημα την ώρα της δουλειάς. Νομίζω ότι στην Ευρώπη θα βαριόμουν. Οταν έχεις βουνά, ποτάμια και δάση σαν αυτά της Κολομβίας, τότε το μόνο που χρειάζεσαι είναι καλή αντίληψη και εξοικείωση».


­ Οταν κάνετε ρεπορτάζ για το βιβλίο σας, έχετε σαφή τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας;


«Ασφαλώς! Σε αυτά τα βιβλία μου δεν υπάρχει ούτε μία γραμμή κατασκευασμένη, εκτός από τα κομμάτια εκείνα που συνδέουν τις συνεντεύξεις και τις υπόλοιπες μαρτυρίες μεταξύ τους. Ολα τα υπόλοιπα όμως έχουν αποδοθεί όπως ακριβώς τα είδα και μου τα διηγήθηκαν. Οταν γράφεις μια είδηση, δεν κάνεις άλλο από το να αφηγείσαι με τις ίδιες τεχνικές που η λογοτεχνία χρησιμοποιεί εδώ και 100 χρόνια. Ολα επαφίενται στην τέχνη της καλής αφήγησης. Κι όταν μπροστά στα μάτια σου έχεις μια πραγματικότητα που υπερβαίνει τη φαντασία, τότε το μόνο που χρειάζεσαι είναι ευαισθησία και ακρίβεια. Η φαντασία των δημοσιογράφων θα πρέπει να περιορίζεται σε ένα τέτοιο είδος δουλειάς, στην έρευνα πεδίου. Επειτα, καλό θα ήταν να ελέγχουν τον δραματικό χρόνο, τον ρυθμό, την αίσθηση της δομής, τους διαλόγους… Να γλιστράει ο χρόνος από τις σελίδες. Ο αναγνώστης να κρέμεται στην κυριολεξία από τις λέξεις σου. Η σωστή διαχείριση όλων αυτών των στοιχείων εγγυάται μια καλή αφήγηση. Κι αυτό όμως το παρέχει η ίδια η πραγματικότητα: αν σε κάθε παράγραφο υπάρχουν καινούργιες πληροφορίες, τότε ο ρυθμός του κειμένου παίρνει την ανιούσα».


­ Αυτό διδάσκεται;


«Δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό… Πάρτε για παράδειγμα τι συμβαίνει σήμερα στις σχολές δημοσιογραφίας. Κατ’ αρχήν τους έχουν αλλάξει ως και το όνομα… Μιμούμενοι τα βορειομερικανικά πρότυπα, τώρα πλέον λέγονται σχολές επικοινωνίας, όπου διδάσκονται τα πάντα εκτός από δημοσιογραφία! Αγνοούνται οι παραδόσεις και η ιστορία της δημοσιογραφίας της κάθε χώρας. Η δημοσιογραφία πρέπει να είναι γέννημα του πολιτισμού και όχι απλώς μίμηση αυτού που λάμπει μακριά. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το κακό με εκείνους τους δημοσιογράφους που πιστεύουν ότι με ένα ρεπορτάζ ή με ένα βιβλίο τους θα αλλάξουν τον ρου της χώρας ή της ιστορίας! Τι ματαιοδοξία!».


­ Ποια είναι η διαφορά μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας;


«Η διαφορά έγκειται στο ότι ο δημοσιογράφος παρουσιάζει τα γεγονότα και ο δημιουργός, ο συγγραφέας, ο καλλιτέχνης εν γένει τα αναπαριστά. Εγώ βρήκα το καταφύγιό μου στο ρεπορτάζ, εφόσον δεν είμαι καλλιτέχνης, δεν νιώθω ότι έχω την ικανότητα να γράψω μυθιστορήματα. Ενα παράγωγο της διαφοράς που σας ανέφερα παραπάνω είναι η δημιουργία χαρακτήρων. Εγώ δεν μπορώ να με φανταστώ να δημιουργώ δύο, πέντε, δέκα διαφορετικούς χαρακτήρες. Στο ρεπορτάζ όμως έχω τον ίδιο αριθμό, ας πούμε, χαρακτήρων και μέσω των συνεντεύξεων τους θέτω απέναντι από καταστάσεις όπως ο θάνατος, ο έρωτας και παρατηρώ τις αντιδράσεις τους, τις σκέψεις τους. Ανάλογα τώρα με αυτές, οικοδομώ σιγά σιγά το προφίλ του κάθε προσώπου. Εκεί υπεισέρχονται τα συναισθήματα του καθένα, εφόσον είμαστε άνθρωποι. Απολύτως αντικειμενικός δεν μπορεί να είναι κανένας».


­ Τι είναι αυτό που έχει κάνει τη ζούγκλα του Αμαζονίου μία από τις σταθερές παρουσίες στο έργο σας;


«Από μικρό παιδί έχω ένα τρομερό πάθος για τη ζούγκλα. Πάντοτε ήμουν ανεξάρτητος, αγαπώ την ελευθερία και αυτή η απεραντοσύνη της ζούγκλας του Αμαζονίου μού προσφέρει αυτή την ελευθερία. Επιπλέον, προέρχομαι από τον κάμπο και η αγάπη μου για τη φύση είναι απέραντη. Μου κοστίζει πολύ να βλέπω την αργή καταστροφή αυτού του παραδείσου. Για τη συγγραφή ενός προηγούμενου βιβλίου μου, «Χαμένος στην Αμαζονία», χρειάστηκε να περάσω 11 συνεχείς μήνες στη ζούγκλα, ήμουν εργένης τότε, δεν με περίμενε πίσω κανένας, και ύστερα από αυτούς τους 11 μήνες δεν ήθελα να φύγω από εκεί! Είναι μια πραγματική μαγεία!».


­ Οι Κολομβιανοί την καταλαβαίνουν τη ζούγκλα εξίσου καλά;


«Οχι, καθόλου θα έλεγα… Δείτε, η ζούγκλα είναι πάρα πολύ μακριά από τα αστικά κέντρα όπου είναι συγκεντρωμένος ο περισσότερος πληθυσμός. Οι νέοι άνθρωποι, οι διανοούμενοι τελευταία αρχίζουν να την πλησιάζουν κάπως περισσότερο. Οι περισσοτεροι όμως βάζουν τα κλάματα μόλις πάνε εκεί και το μετανιώνουν».


­ Ποιο ήταν το πιο ανυπόφορο δίλημμα που σας τέθηκε σε όλα αυτά τα χρόνια δουλειάς;


«Πολλές φορές με βασάνισε ένα βιβλίο επειδή δεν μπορούσα να βρω την κατάλληλη αφηγηματική δομή για την ανάπτυξή του. Επειτα, ανθρώπινες καταστάσεις, πολλές. Οσον αφορά το «Την ψυχή μου την αφήνω στον Διάβολο» μου πήρε τέσσερα χρόνια για να συναντήσω κάποιους αυστριακούς ανθρωπολόγους που είχαν βρεθεί στον τόπο του θανάτου του πρωταγωνιστή του βιβλίου και τρεις μήνες για να νοικιάσω ένα αεροπλάνο και να πάω στη ζούγκλα. Γενικά τις ιστορίες που διηγούμαι τις ζω πολύ έντονα. Αυτή όμως μου άλλαξε τη ζωή. Ενιωσα το πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος, πόσο ασήμαντος μπροστά στην απεραντοσύνη της ζούγκλας».


­ Πότε θα υπάρξει ειρήνη στην Κολομβία;


«Σήμερα στον κόσμο η ειρήνη κατακτάται μέσω πολιτικής διαπραγμάτευσης. Αυτό που συμβαίνει στην Κολομβία είναι ότι εξακολουθούν ακόμη να υπερισχύουν κάποιες αδιάλλακτες τάσεις. Το καθήκον της νέας κυβέρνησης, των ανταρτών και όλων των πολιτικών και κοινωνικών ομάδων είναι να βάλουν μπροστά αυτή την πολιτική διαπραγμάτευση. Ο κόσμος θέλει, βγαίνει στους δρόμους και ζητάει ειρήνη. Εγώ ελπίζω ότι αυτή η βούληση του κόσμου θα μεταφραστεί και σε πολιτική βούληση αυτών που κινούν τα νήματα της εξουσίας».


­ Η τελευταία πρωτοβουλία με τη συμμετοχή του Γκαρσία Μάρκες ως μεσολαβητή πιστεύετε ότι μπορεί να αποδώσει;


«Πρόκειται για διαδικασίες που δεν επιλύονται από τη μία μέρα στην άλλη. Η πρωτοβουλία όμως αυτή είναι ένα πρώτο βήμα, είναι τα πρώτα χαρτιά που ρίχνονται στο τραπέζι. Μια διένεξη δεκάδων ετών δεν πρόκειται να επιλυθεί σε μία εβδομάδα ή με μια πρόταση ή μεσολάβηση. Θα χρειαστούν δύο με τρία χρόνια, αρκεί να υπάρχει πάντοτε η πολιτική βούληση. Ο κόσμος δεν θέλει πια τον πόλεμο».


­ Δουλεύετε 32 χρόνια με τις λέξεις. Υπάρχουν λέξεις για τα πάντα;


«Ναι, υπάρχουν λέξεις για τα πάντα. Εξαρτάται από τις πληροφορίες που έχεις, από την παιδεία σου, αλλά νομίζω ότι οι λέξεις πάντοτε περισσεύουν».