Στην Αχτίδα στο σκοτάδι, μια συλλογή από 22 διηγήματα σχέσεων και συναναστροφών χαραγμένων από αδέσποτη μοναξιά που σαν αστραπή σκίζει τον ταραγμένο ουρανό της καθημερινότητας, η Ερση Σωτηροπούλου συναντά τον δάσκαλό της: την πλήρη ωρίμανση. Το βλέμμα της μπορεί να πέφτει, όπως και σε προηγούμενα βιβλία της, σε ανθρώπους βιαστικούς και χαρακτήρες αδύνατους που βρίσκονται στους πρόποδες της καταστροφής, αλλά τώρα υπάρχει μια συμπόνια, υπάρχει μια διάθεση ερμηνείας. H καρτ ποστάλ των πρωταγωνιστών της με τα παζλ και την ομίχλη, παρ’ όλα τα ζιγκ ζαγκ, γίνεται πιο σαφής, εξανθρωπίζεται, αφού διαπιστώνει ότι ώσπου να χαθούν εντελώς όλα, υπάρχει μια ελπίδα να βρεθεί μια αχτίδα στο σκοτάδι, μια αχτίδα που μουρμουρίζει πως η απελπισία μπορεί να γίνει όπλο και με αυτό να «παίξει»: η εικόνα να γίνει πιο καθαρή και ο κόσμος λιγότερο σαθρός.


Στο «Βροχή στο εργοτάξιο» ο Λουκάς, που τον παράτησε η γυναίκα του στην Ανκόνα, πατέρας μιας 16χρονης κόρης, είναι επιστάτης στη διάνοιξη της Εγνατίας οδού και παρακολουθεί υπό βροχή το έργο που αργεί να αποπερατωθεί. H Εγνατία είναι ένας συμβολισμός μιας ζωής που καθυστερεί και ο Λουκάς, με τη συντροφιά μιας άλλης γυναίκας και άνθρωπος που δεν κάνει σχέδια για το μέλλον, ίσως δει τον «δρόμο» κάποια μέρα να τελειώνει. H «Στέλλα», αδύνατη, μελαχρινή, με σκουλαρίκι στη μύτη, είναι ελληνοαμερικανίδα κομμώτρια στην Καλιφόρνια, λίγο ψώνιο με το σταριλίκι και πάντα απασχολημένη με τον κόσμο του θεάματος και τον «κινηματογράφο», και θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα. Μόνο που για τη Στέλλα η Ελλάδα δεν υπάρχει ή μάλλον υπάρχει μόνο ως Ιθάκη. Και τίποτε δεν υπάρχει για να της δώσει το «ωραίο ταξίδι». Στο υπέροχο «Δεν θα βγάλεις βόλτα το σκύλο;» μητέρα και κόρη ταλαντεύονται ανάμεσα στους πόλους μητρικής και θυγατρικής αγάπης και προστατευτικότητας και στην κόντρα που ξεπηδά μέσα από αυτή τη σχέση: ενώ ένας σκύλος περιμένει να πάει τη βόλτα του, η ανήλικη κόρη, παρά το απαγορευτικό της μητέρας, πάει με την παρέα της σε κλαμπ. Ενώ η μητέρα πλέει σε μια συσσώρευση από λάθη και αναποδιές, αφού η κόρη έφυγε, το σπαγκέτι είναι λάσπη και ο σκύλος περιμένει τη βόλτα του, τα πάντα γύρω της είναι λαχανιασμένα και φωτισμένα από μια αόρατη τρυφερότητα. Στον εκπληκτικό «Εξολοθρευτή» μια γυναίκα έρχεται σε ένα νησί να γράψει ένα βιβλίο. Νοικιάζει ένα σπίτι το οποίο είναι γεμάτο κατσαρίδες και ποντίκια. Φυσικά καλεί τον εξολοθρευτή και ακολουθούν ημέρες και νύχτες υψηλού πυρετού μαγειρικής, σεξ και γραψίματος. Ο επίλογος είναι ένας θάνατος σε μια λιμνούλα από ποντικοφάρμακο. Στο βαθιά ανθρώπινο και σχεδόν αυτοβιογραφικό «Χριστούγεννα με τον Λέο» η συγγραφέας πάει χριστουγεννιάτικες διακοπές στο διαμέρισμά της. Εκεί ερημώνεται με τη συντροφιά του σκύλου, του Λέο, στον οποίο διηγείται μια σπαρακτική ιστορία για έναν γοητευτικό άντρα και μια άσχημη γυναίκα σε ένα εστιατόριο στις Συρακούσες. H αλήθεια είναι ότι η συγγραφέας διηγείται την ιστορία στον εαυτό της και ο Λέο, ο πιστός φίλος της, μισοκοιμισμένος, κάνει πως ακούει με ενδιαφέρον την αφήγηση ενώ τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου αναβοσβήνουν. Στο σκληρό «Πούπουλο στα μαλλιά» μια μητέρα κάνει περιήγηση της κόρης της στη Ρώμη των νεανικών της χρόνων. Συναντούν γνωστούς και φίλους από τα παλιά που έχουν αλλάξει, σπίτια και μαγαζιά που είναι σχεδόν αγνώριστα. Βρίσκονται σε μια κιτρινισμένη Ρώμη και μάλλον πρόκειται για μια αφηρημένη αναδρομή και μια μελαγχολική διαδρομή μέσα στις ξεθωριασμένες χαλκογραφίες του παρελθόντος.


Σε αυτό το μήκος κύματος κινούνται και τα υπόλοιπα διηγήματα: άνθρωποι ιδωμένοι από τραβηγμένα παντζούρια, που ονειρεύονται χωρίς να είναι σίγουροι τι, αφού όλα συμβαίνουν σε αργές κινήσεις και στο τέλος παραμονεύει μια διάψευση στερεωμένη με πινέζες στον τοίχο της καθημερινότητας.


Οι ήρωες της Σωτηροπούλου, με κενά μνήμης, ζουν στον κόσμο τους. Και είναι ένας κόσμος πασπαλισμένος από μοναξιά, αβεβαιότητα, ματαιότητα, αμφισβητήσεις, απουσίες και καταιγισμούς τρυφερότητας, δηλαδή ένας κόσμος με εναλλασσόμενα καρέ ζωντανής σύνδεσης με μια τηλεόραση η οποία, χωρίς να είναι χαλασμένη, σκόπιμα παίζει πότε χωρίς ήχο και πότε χωρίς εικόνα.


H Σωτηροπούλου ούτε με ξαφνιάζει ούτε με εκπλήσσει με αυτό το βιβλίο της. Είμαι μαθημένος από το προηγούμενο έργο της και η γραφή της συνιστά τέχνη και μαστοριά. Και σε τούτο το βιβλίο της εξακολουθεί να βουτά στα γνώριμα νερά της ανθρώπινης μοίρας: τη ματαιότητα της ζωής. Μέσα από τις ιστορίες της κατευθυνόμαστε σαν υπνοβάτες στο πεπρωμένο μας, για να αντικρίσουμε το γυμνό τοπίο κάποιας απροσδιόριστης εξόδου. Εκείνο που βλέπω εδώ είναι η πλήρης ωριμότητα που έφερε η τριβή με το μετέωρο και το φευγαλέο. H «Αχτίδα στο σκοτάδι» είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί σε αυτό που λέμε «ελληνικό διήγημα». Και, βέβαια, φωτίζει το τραγικό που κρύβουμε όλοι μέσα μας.


Για να συνοψίσω, θα έλεγα ότι τα διηγήματα της Σωτηροπούλου είναι καθαρές εικόνες σε ασαφή κάδρα.


Ο κ. Ντίνος Σιώτης είναι ποιητής και συνεκδότης του περιοδικού «(δε)κατα».