Αποκάλυψη! Τη μέρα του Πολυτεχνείου! Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα δεν εκτελέστηκε ποτέ, ζει στο Μακάο και στα εβδομήντα πέντε του χρόνια λύνει τη σιωπή του από το Χονγκ Κονγκ και γκρεμίζει τα κλισέ της συμβατικής σκέψης και της μοδάτης αμφισβήτησης. Πρόκειται για μια αντι-ρομαντική, αντι-ουτοπική επανάσταση. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται το θρίλερ της διαφυγής του από τη Βολιβία με τη βοήθεια της αινιγματικής Νατάσας. Το Τάνγκο του Τσε που υπογράφεται από έναν από τους πρωταγωνιστές της 17ης Νοεμβρίου του 1973, τον Μίμη Ανδρουλάκη, είναι η ιστορία της στροφής του Γκεβάρα από την Τάνια της ρομαντικής εφόδου στον ουρανό στην Τίνα της παγκοσμιοποίησης ­ Tina από τα αρχικά τού There is no alternative. Ενας άλλος Τσε, αταξινόμητος, σε απόσταση από όλα τα ιδεολογικά ρεύματα και στη διασταύρωση όλων των δρόμων, μας αιφνιδιάζει με τη νέα σκέψη του και σχεδιάζει το πανόραμα των κοινωνιών του 21ου αιώνα.





– «Το Τάνγκο του Τσε» περιγράφει την ιδεολογική στροφή 180 μοιρών του 75χρονου πλέον Γκεβάρα,
αλλά είναι τύπος τάνγκο ο Τσε;


«Α!, όχι, δεν θα μπορούσες εύκολα να τον φανταστείς να τραγουδά ένα τάνγκο σε στιγμές μοναξιάς».


– Παραήταν ενθουσιώδης…


«Τάνγκο είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται, η πίκρα για τη ματαίωση των ονείρων, μα εκείνος ήταν η χιμαιρική και χειμαρρώδης ουτοπία για την αλλαγή του κόσμου. Τάνγκο είναι το Μπουένος Αϊρες, η μεγάλη πόλη, εκεί που συρρέουν οι ξεριζωμένοι του κόσμου, αυτή είναι η χοάνη των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, αλλά αυτός τότε είχε το μυαλό του στα πέτρινα αινίγματα των Ανδεων, στους προκολομβιανούς πολιτισμούς των Ινκας και αργότερα αποκλειστικά στην ύπαιθρο του Τρίτου Κόσμου».


– Εχει και πολιτική προέκταση αυτό. Πίστευε στην παλιά κινέζικη συνταγή «η ύπαιθρος περικυκλώνει τις πόλεις».


«Ηταν από τα μεγάλα σφάλματά του. Μην πιστέψεις όμως ότι είχε καμιά ιδιαίτερη κοινωνική ή βιωματική σχέση με τους αγρότες. Ηταν επίσης πολύ μακριά από τους «δίχως πουκάμισο» συμπατριώτες του, κρατούσε από παλιό αριστοκρατικό σόι, υποβαθμισμένο βέβαια οικονομικά».


– Το τάνγκο ήταν ο ήχος του πορνείου. Δεν σύχναζε εκεί, βέβαια, στην εφηβεία του;


«Εκοβε βιαστικές βόλτες με το ποδήλατο στα σοκάκια της Μπόκα, έριχνε κλεφτές ματιές στα «σπίτια» και στα καπνισμένα καφέ της γειτονιάς, αλλά έμενε σε απόσταση».


– Ωστόσο τον συλλαμβάνεις σε στιγμές που την πέφτει σε γυναίκες με ένα άγριο, μουρντάρικο τάνγκο.


«Τις έχει αφηγηθεί ο ίδιος».


– Η σκηνή όμως «το σώβρακο του Τσε χορεύει τάνγκο» είναι προφανώς φανταστική.


«Κάθε άλλο. Ο Τσε ήταν λέτσος. Στην μποέμικη λοιπόν περιοδεία του στη Λατινική Αμερική λέει στην παρέα του πως φορά το ίδιο σώβρακο τρεις μήνες και είναι τόσο ποτισμένο στη βρώμα και στη σκόνη που στέκεται όρθιο. Κανείς δεν τον πίστεψε. «Βάζετε στοίχημα;». «Ναι, όλα τα γεύματά σου δωρεάν» είπε ο ταβερνιάρης. Ο Τσε σηκώθηκε όρθιος, άφησε πρώτα το παντελόνι του και ύστερα το σώβρακο, που είχε γίνει χακί, και αυτό στάθηκε όρθιο. «Θα το μάθω να περπατάει» υποσχέθηκε ο ταβερνιάρης. Εγώ το έβαλα να χορεύει τάνγκο».


– Ηταν και είναι ελευθεριακός στα θέματα του σεξ.


«Είχε ξεμπερδέψει πολύ νωρίς με τον πουριτανισμό και την ηθικολογία. «Κανείς» – θα γράψει – «δεν έχει θεμελιώσει τους λόγους για τους οποίους ένας άνδρας πρέπει να ζήσει με την ίδια γυναίκα όλη του τη ζωή»».


– Ηταν πουριτανική η Αριστερά, η επανάσταση;


«Ναι, παρά τον αντιπουριτανισμό των ιδρυτών του σοσιαλισμού, ειδικά του Ενγκελς. Και στον έρωτα, όπως στην πολιτική, οι Ροβεσπιέροι θα εκτοπίζουν πάντα τους ελευθεριακούς, τους Δαντόν. Η επανάσταση μιμήθηκε τη θρησκεία. Ζήλεψε κι αυτή, πιο χαλαρά βέβαια, τον έρωτα. Ζητούσε αποκλειστικότητα. Εμμεσα όμως συνέβαλε στη σεξουαλική απελευθέρωση μέσα από τις προόδους στη χειραφέτηση των γυναικών».


– Σε όλη αυτή την άπειρη εναλλαγή ερωτικών συντρόφων του Τσε, τόσο στη νεότητά του όσο και τώρα που συμπλήρωσε τα 75 χρόνια, μπορείς να ξεχωρίσεις μια γυναίκα της ζωής του;


«Μμμ… Μόνο τη μητέρα του, τη χαρισματική Σέλια. Σε όλη του τη ζωή θα πασχίζει να βρει ανθρώπους που να τον αγαπούν όπως εκείνη τον αγάπησε. Στα δικά της μάτια απευθύνονται όλα τα κατορθώματά του ακόμη και όταν θα αρχίσει να τα υποκαθιστά με τα βλέμματα άλλων γυναικών, των συντρόφων του, όλης της ανθρωπότητας».


– Σε αυτά αναζητά τη ναρκισσιστική επιβεβαίωση! «Τι νάρκισσος!» σου λέει η Εντα της Nokia στο αεροπλάνο για το Χονγκ Κονγκ καθώς βλέπετε τις φωτογραφίες του. Μια παρένθεση όμως εδώ: Η Nokia κατέχει σημαντική θέση σ’ αυτή την περιπέτεια του Τσε».


«Ε!, μην ξεχνάς ότι ο Τζόρμα Ολίλα, ο δημιουργός της Nokia, ο άνθρωπος που την έκανε πρώτη στον κόσμο, υπήρξε ηγέτης της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Φινλανδίας».


– Ανάλογη πορεία με τον ώριμο Τσε. (γέλια) Ο ναρκισσισμός λοιπόν μπορεί να είναι τόσο κρίσιμο στοιχείο στην προσωπικότητα ενός μεγάλου επαναστάτη;


«Ο νάρκισσος, στην ακραία εκδοχή του, μπορεί να είναι Δον Ζουάν, διαστροφικός, άγιος, επαναστάτης, τρομοκράτης, φασίστας, εξουσιομανής, οτιδήποτε».


– Η αναφορά στον ναρκισσισμό του Τσε δεν είναι φυσικά μομφή.


«Οχι, ο ναρκισσισμός είναι συστατικό της επιθυμίας για ζωή και κίνητρο δημιουργίας, μέσα σε ορισμένα όρια βέβαια. Ο νάρκισσος επεξεργάζεται φαντασιωτικά τον κόσμο, τον αναδημιουργεί με επίκεντρο τον εαυτό του».


– Ο,τι κάνει και ένα παιδί στο παιχνίδι του.


«Ακριβώς, επιστρέφει στα μεθυστικά όνειρα της παιδικής μεγαλομανίας, συμπεριφέρεται στην άγρυπνη ζωή του όπως ο κοιμώμενος στο όνειρό του. Πρωταγωνιστής είναι πάντα ο ίδιος».


– Η ζωή όμως πληγώνει, δίνει σφαλιάρες, ήττες, που υπενθυμίζουν στον νάρκισσο ότι δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Ο Τσε άλλωστε δοκίμασε αρκετές ήττες.


«Ε, τότε για να επουλώσει το τραύμα του ο νάρκισσος ρίχνεται σε νέες περιπέτειες, νέους θριάμβους, νέους κινδύνους, είναι ένας απροσάρμοστος έφηβος, δεν αντέχει τη ρουτίνα της ζωής, η πραγματικότητα είναι γι’ αυτόν μόνο τόπος εξορίας».


– Πώς θα μπορούσαμε όμως να πούμε νάρκισσο τον Τσε όταν αποδέχεται τη φυγάδευσή του από τη Βολιβία και χάνεται από προσώπου γης, επιλέγει μια δεύτερη ζωή ως Moja (Μόγια) και απαρνιέται τον εαυτό του; Εκτός κι αν αποδεχθούμε την ελληνική συνταγή – τον Αχιλλέα – να κάνεις ένα μεγάλο κατόρθωμα και να φεύγεις νέος.


«Φυσικά ο ναρκισσισμός δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα στην προσωπικότητα του Τσε, ούτε τον ηθικό βολονταρισμό του. Ισχύει αυτό που λέει ο Χέμινγκγουεϊ για το παγόβουνο: το ορατό τμήμα κρύβει 7/8 αοράτου κάτω του. Είναι γεγονός όμως ότι ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα απολαμβάνει ολοζώντανος τον μεταθανάτιο θρύλο και θρίαμβό του. Γενικά η αποδοχή του θανάτου σου, η εξαφάνιση και η επανεμφάνιση, οι διαρκείς μεταμφιέσεις και παραλλαγές προσώπων και ονομάτων, η δυνατότητα να ζεις διαφορετικές ζωές, όλα αυτά προσφέρουν σπάνιες ναρκισσιστικές απολαύσεις».


– Να παρακολουθείς την κηδεία σου είναι μια ακραία ναρκισσιστική φαντασίωση. Ωστόσο υπάρχει νάρκισσος και νάρκισσος, και διερωτώμαι αν θα μπορούσε ο Τσε, αν επικρατούσε, να γινόταν Στάλιν ή Μάο.


«Οχι, ο Ερνέστο πήρε από μικρός πολλή αγάπη αλλά έμαθε και να αγαπά και έτσι ο ναρκισσισμός δεν διέστρεψε την προσωπικότητά του. Φυσικά είχε και στιγμές ακρότητας και φανατισμού».


– Κάστρο;


«Ο ναρκισσισμός του ενός δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τον ναρκισσισμό του άλλου και αυτό διέβρωσε τον αυθορμητισμό της σχέσης τους και τελικά τους χώρισε. Ο ναρκισσισμός του Τσε ήταν ευάλωτος, αυτοκαταστροφικός, του Φιντέλ εξουσιαστικός. Αλλά μη με βάζεις τώρα να κάνω κριτική στον γερασμένο, πεισματάρη, αυταρχικό και ξερόλα ναυαγό της Καραϊβικής, τον τελευταίο από τους επιζήσαντες μεγάλους επαναστάτες του 20ού αιώνα».


– Υπάρχουν πιστεύεις κάποια ψυχικά χαρακτηριστικά που οδηγούν ένα πρόσωπο να γίνει εξουσιαστής ή αντίθετα η εξουσία διαμορφώνει αυτά τα χαρακτηριστικά;


«Συμβαίνουν και τα δύο, αλλά δεν υπάρχει ένας κανόνας. Διαφορετικοί ψυχολογικοί τύποι μπορούν να μας δώσουν πρόσωπα της εξουσίας. Ο ένας μπορεί να έχει ισχυρό ναρκισσισμό, επιθυμία να γίνει ξεχωριστός, ο άλλος μπορεί να θεραπεύει με την εξουσία ένα βαθύ αίσθημα μειονεξίας. Χρειάζεται πάντα συγκεκριμένη ανάλυση, όχι ένα γενικό θεωρητικό σχήμα».


– Ας αφήσουμε στον αναγνώστη το θρίλερ της διαφυγής του από τη Βολιβία και ας σταθούμε στην πρώτη σας συνάντηση στο εστιατόριο Yang Kee του Χονγκ Κονγκ. Τι σας έκανε εντύπωση στην εμφάνιση του 75χρονου Γκεβάρα;


«Η φεγγαρίσια φαλάκρα της οικογένειάς του. Αδικα θρηνούσε ο πατέρας του ότι δεν πρόκανε ο γιος του να την αποκτήσει. Καμιά ενόχληση δεν είδα από εκείνη τη σφαίρα στην κνήμη του, καμιά γεροντίλα στο στυλ του, στην έκφραση και στη σκέψη του. Στεγνή σιλουέτα, δείγμα καλής, προσεκτικής ζωής. Δεν καπνίζει πια. Είναι αγνώριστος αλλά μένει ίδια η παλιά γκεβαρική λάμψη στις κόρες των ματιών του, ίδια η μελαγχολική τους αίσθηση, μόνο που η εκρηκτικότητα και ο βολονταρισμός έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε έναν σκεπτικισμό, σε μια κατασταλαγμένη γνώση, μια διανοητική και ηθική μετριοπάθεια».


– Βλέπεις έναν άλλον Τσε διανοητικά. Ο Τσε τού «είμαστε ρεαλιστές, ζητάμε το αδύνατο» έχει πεθάνει. Είναι ειδικός της παγκόσμιας οικονομίας, συνεργάζεται με τους πιο προωθημένους επιχειρηματίες, είναι και ο ίδιος contrarian επενδυτής – κόντρα στο ρεύμα – με palmtop στο χέρι, σου αναλύει τις προοπτικές της φούσκας των χρηματιστηρίων… Φαντάζομαι την έκπληξή σου.


«Και να σκεφθείς ότι πίστευα πάντα πώς είναι ο πιο επικίνδυνος που γέννησε η φύση για τη διεύθυνση της οικονομίας. Ο ηθικός του βολονταρισμός, η μεταφυσική του πίστη ότι όλα γίνονται στην οικονομία με την επαναστατική θέληση υπήρξε μια καταστροφή».


– Το μάνατζμεντ α λα Τσε λένε ότι το πληρώνει ακόμη η Κούβα, της οποίας υπήρξε υπουργός και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.


«Είναι πραγματικά ασύλληπτο πώς ο πιο ελευθεριακός από τους ελευθεριακούς, ο πιο αντιγραφειοκράτης από τους αντιγραφειοκράτες υιοθέτησε με πρωτοφανές πάθος και δογματικό πείσμα εκείνες τις ιδέες που οδηγούσαν σε ένα μοντέλο πιο υπερσυγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό και από το σοβιετικό».


– Δυο γυναίκες αναπαριστούν συμβολικά αυτή την ανατροπή στη σκέψη του Τσε. Από την εποχή της Τάνιας, της ουτοπίας, της εφόδου στον ουρανό… Είναι η γνωστή Τάνια, η ερωμένη του, που σκοτώθηκε στο αντάρτικο της Βολιβίας, με διπλό και τριπλό πρόσωπο, θα την παίξει ξέρεις στο σινεμά η Γουινόνα Ράιντερ… (γέλια) Η σκανδαλιάρα…


«Ναι, από την εποχή της Τάνιας περνούσε στην εποχή της Τίνας, από τα αρχικά του There is no alternative. Δεν υπάρχει η εναλλακτική λύση, η ολική στην αγορά, στην παγκοσμιοποίηση, στον καπιταλισμό, στο σημερινό στάδιο της ανθρωπότητας. Αν το συναισθανθούμε χωρίς ενοχές και υπεκφυγές θα ανακαλύψουμε τις έξυπνες, υπαρκτές εναλλακτικές λύσεις στις προκλήσεις της νέας εποχής».


– Η Τίνα είναι η νεαρή κινέζα ερωμένη του, η Τι αν Μο, ερευνήτρια της νανοτεχνολογίας. Ε! δεν έχουν και μικρή διαφορά, μόλις 43 χρόνια…


«Ε! δεν θα μπορούσες να τον φανταστείς να συζεί με μια επιζήσασα αντάρτισσα 75 χρόνων. Ο Σολομώντας υπέδειξε σαν εγγύηση μακροζωίας να κοιμάσαι με μια γυναίκα τουλάχιστον τριάντα χρόνια μικρότερη». (γέλια)


– Ενας global Τσε λοιπόν…


«Ναι, καλύτερα glocal από τον συνδυασμό του global-παγκόσμιος με το local-τοπικός».


– Ενας Τσε fast, στις υψηλές ταχύτητες της hi-tech τεχνολογίας και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.


«Οχι αποκλειστικά και μονοδιάστατα. Η ζωή μας πρέπει να έχει διαφορετικές ταχύτητες στους διαφορετικούς της τομείς. Αλλού αξία είναι η ταχύτητα – στην παραγωγή, στους υπολογισμούς, στην επικοινωνία -, αλλού πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά την αξία της βραδύτητας. Η εξοικονόμηση χρόνου που φέρνει η υψηλή τεχνολογία μάς δίνει τη δυνατότητα να χαρίσουμε περισσότερο χρόνο στον εαυτό μας, στα παιδιά μας, στην επαφή μας με τη φύση και την τέχνη».


– Slow food, slow city. Επιλεγμένη βραδύτητα στη ζωή μας. Στην πραγματικότητα ο 75χρονος Τσε από το Χονγκ Κονγκ κηρύσσει μια αντιρομαντική επανάσταση. Ο ρομαντισμός όμως δεν είναι κάτι ωραίο;


«Στις προσωπικές μας ονειροπολήσεις και στην τέχνη ναι! Οσο γόνιμος υπήρξε όμως στην τέχνη τόσο καταστροφικός ήταν στην πολιτική! Πότε όμως; Οταν θέλουμε να επιβάλλουμε στην κοινωνία ένα προϊόν της δικής μας αχαλίνωτης φαντασίας, αφανίζοντας όλα τα εμπόδια, αδιαφορώντας για το όποιο ανθρώπινο και υλικό κόστος. Αυτό στην τέχνη είναι ευπρόσδεκτο αλλά όχι στην κοινωνία και στην πολιτική, γιατί τα ανθρώπινα «υλικά» είναι διαφορετικά από τα χρώματα, το μάρμαρο, τους ήχους».


– Ωστόσο υπάρχει ένα αντι-global κίνημα.


«Πάντα, σε κάθε κύμα τεχνολογικής επανάστασης, κοινωνικής προόδου και παγκοσμιοποίησης υπήρχε ένα ρομαντικό αντιαστικό ρεύμα νοσταλγίας και κριτικής στο όνομα παλαιότερα των προκαπιταλιστικών αξιών, των «ποιμενικών ειδυλλίων», και σήμερα των παλαιών εθνικών τειχών. Ενα ρεύμα που εξιδανικεύει το παρελθόν και το προβάλλει μεσσιανικά σαν ουτοπία του μέλλοντος. Παλινόρθωση και ουτοπία μαζί σε ένα ρεύμα το οποίο επηρεάζει από την άκρα Αριστερά ως την άκρα Δεξιά, από τον εθνικισμό ως τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό».


– Για την Αριστερά τι σας είπε;


«Α, να πάψει να παριστάνει ναρκισσιστικά τη χαμένη Ατλαντίδα. Να αποτοξινωθεί από τα τελευταία κατάλοιπα της λυτρωτικής σωτηριολογίας, από ό,τι αποτελεί στη σκέψη της εκκοσμικευμένη έκφραση του χιλιασμού και του εβραϊκού βιβλικού μεσσιανισμού».


– Να απελευθερωθεί δηλαδή από τη νοσταλγία και την αναμονή των μεγάλων γεγονότων. Για το ΠαΣοΚ τι προτείνει;


(γέλια) «Προσφέρει αναλυτικά το νέο ιδεολογικό και προγραμματικό πλαίσιο για τη ριζική ανασυγκρότησή του, για να γίνουν συμβατές με τις κοινωνίες του 21ου αιώνα οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της οικολογίας».


– Ανταμ Μαρξ του Καρόλου, το γένος Σμιθ! (γέλια)


«Ναι, φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός έχουν εκλεκτική συγγένεια, είναι ανταγωνιστικά αλληλεξαρτημένα ρεύματα, σε διαρκή ανταλλαγή «ύλης», που αναδύθηκαν από τον Διαφωτισμό, τη βιομηχανική επανάσταση, την αγορά, τις κοινωνικές αντιθέσεις, την παγκοσμιοποίηση».


– Ο Μαρξ, η Αριστερά, τα κινήματα τελικά συνέβαλαν στην ανανέωση, στον εκδημοκρατισμό, στον εκπολιτισμό του καπιταλισμού;


«Καθοριστικά. Επιδιώκοντας έναν ουτοπικό σκοπό, την ανατροπή του καπιταλισμού, πέτυχαν το αντίθετο, συνέβαλαν στην ανανέωση, διεύρυνση και μακροζωία του. Τα κινήματα του ’60 είναι χαρακτηριστικά. Ο αντιαυταρχισμός, η ανυπακοή, η επίθεση στο κατεστημένο, στον πουριτανισμό και καθωσπρεπισμό, η φαντασμαγορική γιορτή, το ατημέλητο ντύσιμο μετέβαλαν σε βάθος την κοινωνία, άλλαξαν τα πολιτισμικά της πρότυπα, δημιούργησαν νέες καταναλωτικές τάσεις, αποτυπώθηκαν με εντυπωσιακό τρόπο στον περιοδικό Τύπο, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο. Ούτε ο Λάλας δεν θα υπήρχε χωρίς τη σουρεαλιστική βλασφημία του ’60». (γέλια)


– Βέβαια η αμφισβήτηση αυτή εμπορευματοποιήθηκε, έγινε νέος κομφορμισμός. Δεν σκανδαλίζει πια.


«Ναι, συνέβη ό,τι και με τη συζυγική απιστία. Εγινε κανόνας και δεν είναι πια το διεγερτικό της συζυγικής ζωής».


– Ο Τσε λοιπόν αφήνει το Μακάο όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια και έχει το κουράγιο στα 75 του, στο παρά πέντε από το τέλος, να αρχίζει έναν νέο κύκλο ζωής, να φεύγει για άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους.


«Δεν μπορεί να βάλει τη λέξη τέλος».


– Την έβαλε όμως στον δεσμό του με τη νεαρή Κινέζα.


«Ανάμεσα στον έρωτα και στον δρόμο διαλέγει πάντα το δεύτερο. Υπέγραφε πάντα στη νεότητά του σαν «βασιλιάς των δρόμων»».


– Φεύγει με πορτογαλικό διαβατήριο, φαίνεται ότι αξιοποίησε το προνόμιο που είχαν οι κάτοικοι του Μακάο προτού δοθεί πρόσφατα στην Κίνα. Δηλαδή με ευρωπαϊκό… Λες να έρθει να ζήσει στην Ελλάδα;


«Ηταν νεανικό του όνειρο, μια και είχε πάθος με τους αρχαίους πολιτισμούς. Ισως πάει στην Ιρλανδία να αναζητήσει τις ρίζες της οικογένειάς του. Ποιος ξέρει…».


– Στην Αβάνα δεν τον βλέπω, αλλά γιατί να μην επιστρέψει στη Λατινική Αμερική; Στην Αργεντινή, την πατρίδα του;


«Ή στη Βραζιλία να βοηθήσει τον Λούλα. Είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να θεραπεύσει τη Λατινική Αμερική από την παραπραγματικότητα που ζει, να την απελευθερώσει από τα φαντάσματα που την κρατούν αιχμάλωτη».


– Θα δούμε λοιπόν αν θα νικήσει το Μακόντο του Μάρκες, το Macondo ή το McOndo!


«McOndo από τον συνδυασμό των κωδικών της νέας εποχής: McDonald’s – Macintosh computers – condos. Ενα κυνικό ρεύμα της Λατινικής Αμερικής ενάντια στη λογοτεχνία του ονείρου».


– Και με τα οράματα τι θα κάνουμε;


«Α! Οποιος έχει πρόβλημα με τα οράματα να πάει στον γιατρό ή, καλύτερα, να κλειστεί σε μοναστήρι. Ετσι μου είπε ο Τσε». (γέλια)