Μια πλοκή εξαιρετικά απλή. Αμερική, αρχές του αιώνα· η συντροφική ζωή ενός ζευγαριού όπως εκτυλίσσεται στα αθώα μάτια μιας νεαρής κοπέλας ύστερα από τρεις συναντήσεις μαζί τους στη διάρκεια μιας δεκαετίας. Μια ρομαντική στάση ζωής (ως μυθοπλαστική αφετηρία) εξαιρετικά στερεότυπη: η βίαιη αποκοπή της πρωταγωνίστριας (Μάιρα Ντρίσκολ) από την ασφάλεια του πάμπλουτου θετού πατέρα της προκειμένου να ζήσει με τον αγαπημένο της. (Στάση ρομαντική που διογκώνεται ­ ακόμη ένα στερεότυπο ­ σε σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης στον κλειστό περίγυρο της πολίχνης από την οποία αποσκιρτά η Μάιρα ­ εφόσον ζει παντρεμένη πλέον με τον καλό της στη Νέα Υόρκη). Μια «απομυθοποίηση» του ρομαντικού έρωτα εξαιρετικά αναμενόμενη· το ερωτευμένο ζευγάρι δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μοίρα της τριβής και της κόπωσης που επιφυλάσσει ο συζυγικός βίος. Μια γλώσσα εξαιρετικά απλή και, τέλος, μια αφήγηση συνοπτική· το βιβλίο δεν ξεπερνά τις 100 σελίδες. Ωστόσο ­ σπεύδω να προκαταλάβω τον αναγνώστη ­ μια εξαιρετική λογοτεχνία. Λογοτεχνία μεταφρασμένη με κομψότητα από τη δόκιμη Κατερίνα Σχινά και μάλιστα ­ το πιο σημαντικό ­ με τα ίδια ανθεκτικά υλικά αισθαντικότητας και λογοτεχνικότητας που συγκροτούν το πρωτότυπο.


Δεν γνωρίζω να έχει μεταφραστεί άλλο βιβλίο της αμερικανίδας συγγραφέως Γουίλα Κάθερ (1873-1947) στην Ελλάδα. Η Κατερίνα Σχινά, που επέλεξε το έργο στα πλαίσια της νέας σειράς της «Νεφέλης» που διευθύνει η ίδια (Σελάνα – Γυναίκες συγγραφείς του κόσμου), δίνει στο εισαγωγικό της σημείωμα επαρκή στοιχεία εργοβιογραφίας. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά είναι η σαφής κριτική θέση της Γουίλα Κάθερ που συνοψίζεται στο μυθιστόρημα που ίδια αποκάλεσε «demeuble», δίχως περιττή «επίπλωση», με την πειστικότητά του να απορρέει από τη μέγιστη οικονομία της ρητορικής του.


«Ο θανάσιμος εχθρός μου» αποτελεί όντως αριστουργηματική ενσάρκωση demeuble αφήγησης. Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται με αδρές περιγραφές, αυστηρά καθηλωμένες στα όρια της συμμετοχής τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Οι χώροι, τα σπίτια, οι δρόμοι, η πόλη περιγράφονται εξίσου λιτά, στα δυσδιάκριτα σχεδόν όρια του ψυχικού ισοδύναμου των ηρώων που δρουν εντός τους. Τα απαραίτητα για την αληθοφάνεια της αφήγησης στοιχεία της πλοκής ­ παράδειγμα η επαγγελματική εξέλιξη του συζύγου της Μάιρα ­ πειθαρχούν σε μια τόσο χαμηλότονη κλίμακα ώστε η περιγραφή τους να συρρικνώνεται στα όρια της αδιαφορίας· θα έλεγε κανείς ότι η λιτή αυτή αληθοφάνεια στον κόσμο της Κάθερ έχει ως υπόδειγμα την εξίσου λιτή σε εντυπωσιακά γεγονότα κανονικότητα της καθημερινής ζωής.



Διότι, ως γνωστόν, τίποτε το εντυπωσιακό δεν συμβαίνει από μέρα σε μέρα. Το εξαιρετικό διαπιστώνεται στο μάκρος της μεγάλης διάρκειας. Αυτή είναι μια τεκμηριωμένη (ιστορική πρωτίστως) αλήθεια. Αλλά η πραγματικότητα δεν υπακούει πάντα σε παρόμοια λογικά τεκμήρια. Οι άνθρωποι βιάζονται, επιθυμούν να εξασφαλίσουν το εξαιρετικό στην καθημερινότητά τους και συχνά ­ όπως η Μάιρα Ντρίσκολ ­ εκβιάζουν την πραγματικότητα επιχειρώντας να «κατασκευάσουν» στην κυριολεξία το εξαιρετικό με τα υλικά της πενιχρής καθημερινότητας. Ανάμεσα σε μια γυναίκα αυτοκρατορική στις ανάλογες επιθυμίες της κι έναν σύζυγο που «εργάζεται» ­ με κάθε έννοια της λέξης ­ ώστε να μπορεί να τις εκπληρώσει, ο Χρόνος, ως γνωστόν, ενεργεί ως άτεγκτος καταλύτης: δεν αλλοιώνει μόνο τη ρομαντική αφετηρία του έρωτα που κάποτε τους ένωνε, αλλοιώνει ακόμη και το νόημα της ζωής τους. Οι σύζυγοι αίφνης γίνονται αντίπαλοι, όχι γιατί παύουν να αγαπούν ο ένας τον άλλον αλλά γιατί ανακαλύπτουν επιθυμίες που ξεπερνούν τα όρια της δικής τους σχέσης. Η πεζότητα της κοινής ζωής (που όμως πασχίζουν να δείχνει μεγαλειώδης) τους σύρει σε εφηβικές αντιδράσεις (ο σύζυγος παρουσιάζει τα μανικετόκουμπά του, δώρο μιας θαυμάστριάς του, ως δήθεν δώρο μιας οικογενειακής φίλης)· «εφηβικές» φαινομενικά, διότι κατ’ ουσίαν αυτές οι αντιδράσεις προδίδουν ένα βουνό ανεκπλήρωτου πόθου: για μια άλλη, διαφορετική ζωή. Σ’ αυτό το επικίνδυνο σημείο το βήμα που θα αρχίσει να μεταμορφώνει τον σύντροφο σε θανάσιμο διά βίου εχθρό διασκελίζεται με την πιο ασήμαντη αφορμή.


Δύο φορές στη μικρή αυτή νουβέλα προφέρεται η μαγική φράση που τιτλοφορεί και το βιβλίο: ο θανάσιμος εχθρός μου. Προφέρεται τελετουργικά κοντά στο τέλος του βιβλίου, εν μέσω απόλυτης δυστυχίας και οδύνης, με έναν τόνο ανατριχιαστικής (αν και λανθάνουσας) ηδονής. Μία φορά από τη θνήσκουσα ηρωίδα, μία δεύτερη ως τελετουργικό adieu, στην κατακλείδα του βιβλίου από την ίδια την αφηγήτρια.


Η τελετουργία αποτελεί οπωσδήποτε θεμελιακό εργαλείο της τεχνικής αυτού του έργου. Οι μικρές καθημερινές τελετές στις οποίες η Μάιρα Ντρίσκολ θυσιάζει, σαν σε βωμό, το νόημα της επίγειας ζωής δίνουν υπόσταση στον αυτοκρατορικό της (μείον τα αντίστοιχα πλούτη) χαρακτήρα, ενώ ταυτοχρόνως περιορίζουν θανάσιμα τα περιθώρια της συντροφικής ζωής. Η όλη τελετουργική αφήγηση της Κάθερ ­ γυμνή από τη βαρύτιμη περιγραφική επίπλωση του προγόνου της Χένρι Τζέιμς, λειτουργεί με υπαινικτικά στάσιμα και σιωπές που επιτρέπουν στον αισθαντικό αναγνώστη να ταλαντεύεται απολαυστικά μπροστά στη δεινή και πολύσημη πραγματικότητα του συζυγικού βίου. Εν τέλει αυτή η αφήγηση οικοδομεί μια πέρα για πέρα θεατρική, σχεδόν οπερετική τελετουργία· μια μαινόμενη φούγκα που ύστερα από τη βαθμιαία ανάπτυξη του μινιμαλιστικού μοτίβου της συζυγίας καταλήγει στο τέλος ­ με υπόκρουση την άρια της Casta Diva (στο επεισόδιο με την πολωνίδα σοπράνο) ­ σε μεγαλοπρεπή εξόδιο ακολουθία του έγγαμου βίου!


Η καλή λογοτεχνία έχει το προνόμιο να διαλέγεται με τον εαυτό της. Η νουβέλα της Κάθερ, θεατρική, τελετουργική, λιτή, μου θύμισε δύο θεατρικά έργα εξίσου προσεγμένα στην τελετουργική τεχνική τους. Ο λησμονημένος σήμερα Robert Bolt (συγγραφέας του γνωστού «Ανθρωπος για όλες τις εποχές») στο θεατρικό του «The Tiger and the Horse» αναπαριστά με ανάλογη προσοχή τους τριγμούς ενός συζυγικού βίου όπου το δράμα παίζεται (όπως κι εδώ) ανάμεσα σ’ έναν σύζυγο φλεγματικό μέχρι ανίας στην πειθαρχημένη αγάπη του για τη σύζυγο, ένα Αλογο δηλαδή, και σε μια σύζυγο Τίγρη στην πληθωρικότητά της. Στο βιβλίο της Κάθερ ο σύζυγος παρομοίως ομολογεί χαρακτηριστικά ότι «χίλιες φορές προτιμούσα τα νύχια της, παρά τα χάδια και τα κανακέματα οποιασδήποτε άλλης»! Οπωσδήποτε ο στίχος του Μπλέικ όπου το βιβλίο του Μπολτ παραπέμπει («Οι Τίγρεις της οργής είναι σοφότερες από τα Αλογα της μαθητείας») ζωντανεύει με αμφίσημο μεγαλείο στο βιβλίο της Κάθερ, με την Τίγρη Μάιρα Ντρίσκολ να ανέρχεται στο τέλος τον Γολγοθά της Μαθητείας. Το άλλο συγγενές βιβλίο, επίσης θεατρικό, είναι το περίφημο «Κοκτέιλ πάρτι» του Τ.Σ. Ελιοτ. Η τρίτη σκηνή της πρώτης πράξης με τον Εντουαρντ να παραπονείται ότι «θέλησες έναν πετυχημένο σύζυγο που να σου παρέχει τα αναγκαία φόντα για τις δημόσιες εμφανίσεις σου, για τις δικές σου δημόσιες εμφανίσεις» αντιγράφει κατά λέξη τη μύχια φωνή του συζύγου της Μάιρα Ντρίσκολ, ο οποίος όμως αντί να παραπονείται επιλέγει τη φλεγματική σιωπή.


Υπάρχει όμως μια τρίτη εκλεκτική συγγένεια που άφησα τελευταία. Το όνομα της πρωταγωνίστριας του «Θανάσιμου εχθρού», της Ιρλανδής την καταγωγή Μάιρα Ντρίσκολ, συμβαίνει να είναι το όνομα μιας ηρωίδας στο «Ulysses» του Τζέιμς Τζόις. Η Ντρίσκολ στο «Ulysses» (δες επεισόδια: Βόδια του Ηλιου, Κίρκη και Πηνελόπη) κάποτε εργάστηκε ως υπηρέτρια στο σπίτι των Μπλουμ· ο τελευταίος την υπερασπίζεται για μικροκλοπές που την κατηγορεί η γυναίκα του ­ η οποία τελικώς την απολύει υποψιαζόμενη ότι έχει σχέσεις μαζί του. Η τζοϊσική Ντρίσκολ είναι το αρχέτυπο της συζυγικής καχυποψίας και της επακόλουθης τριβής· η πιο εκτεταμένη αναφορά σ’ αυτήν γίνεται στον περίφημο μονόλογο της Μόλλυ Μπλουμ· οι μνήμες για τη διωγμένη υπηρέτρια δηλώνουν γυναικείο πόνο ανάμεικτο με κτητική διάθεση απέναντι στον κύριο Μπλουμ ­ αισθήματα δηλαδή εντελώς συγγενή προς εκείνα που τρέφει η Αμερικανίδα Μόλλυ (Ντρίσκολ) απέναντι στον σύζυγό της. Η συνειδησιακή ροή του λόγου της τζοϊσικής Μόλλυ, αμέσως μετά τη μνήμη της υπηρέτριας, φέρνει στο φως τη δική της (υπαρκτή) απιστία έναντι του κυρίου Μπλουμ. Η Ντρίσκολ της Κάθερ δεν θα μάθουμε αν απίστησε στον άντρα της· ωστόσο συντηρεί περίεργες «μητρικές» σχέσεις με διάφορους νεαρούς.


Αλλά και ποτέ δεν θα μάθουμε αν ο κύριος Μπλουμ έκανε πράγματι κάτι με την υπηρέτρια Ντρίσκολ. (Ούτε βεβαίως αν ο σύζυγος της Ντρίσκολ ­ στο βιβλίο της Κάθερ ­ διέπραξε κάποια ανομία με την άγνωστη που του δώρισε τα μανικετόκουμπα). Αυτό που γνωρίζουμε με ασφάλεια είναι ότι το τρίτο πρόσωπο ενσαρκώνει (πάντα) τον απαγορευμένο πόθο. Πόθο που και στα δύο ζεύγη ­ το τζοϊσικό και της Κάθερ ­ ευνουχίζεται με βιαιότητα. Απέναντι στα δύο αυτά ζεύγη όποιος αναγνώστης προσπαθήσει να αποδώσει ετυμηγορία υπέρ του ενός εκ των δύο εταίρων σαφέστατα φορτώνεται τις ενοχές της μεροληψίας. Το Οικογενειακό Δίκαιο πιθανόν να καταδικάσει τον κύριο Μπλουμ (όπως και τον δωρολήπτη σύζυγο του «Θανάσιμου εχθρού») δίχως ελαφρυντικά. Πιθανόν να καταδικάσει τις πιεστικές συζύγους. Αλλά το Οικογενειακό Δίκαιο δεν προσμετρεί ποτέ την Επιθυμία στα ακλόνητα ελαφρυντικά ούτε και την απονέκρωσή της στα καταδικαστέα αδικήματα.


Το αρχετυπικό πρόσωπο της Μαίρης Ντρίσκολ (Μάιρα στο βιβλίο της Κάθερ επί το ιρλανδικότερο ­ όπως Μάινα αντί Μίνα ­ εφόσον η συγγραφέας επανειλημμένα υπενθυμίζει την ιρλανδικότητα της ηρωίδας της, μάλιστα ο άντρας της την αποκαλεί χαϊδευτικά Μόλλυ!) πιθανότατα αποτέλεσε συνειδητή επιλογή. Είναι γνωστό ότι η ανήσυχη και ενήμερη Κάθερ είχε διαβάσει το «Ulysses», έχοντας μάλιστα διακηρύξει την αντίθεσή της προς το είδος μυθιστορήματος που εγκαινίαζε ο ιρλανδός συγγραφέας (δες εισαγωγή ελληνικής έκδοσης). Οπως και να έχει το πράγμα η ομοιότητα είναι εκπληκτική και «ξεκλειδώνει» αριστουργηματικά τον «Θανάσιμο εχθρό».


Ο κ. Αρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Κέδρος θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του «Οι ωραίες μέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου».