Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν χαρακτήρισε την ανάδυση της ιστορικής μνήμης «άλμα της τίγρης στο παρελθόν», θεωρώντας την όχι ως ένα «νεκρό τοπίο» αποτελούμενο από απολιθωμένες στιγμές, πρόσωπα και πράγματα, αλλά – και κυρίως αυτό είναι η Ιστορία – μια ζωντανή μνήμη που χαρακτηρίζει το παρόν και σχεδιάζει το μέλλον, ως αρχιτέκτονας της κίνησης. Αναδιφώντας την οικονομική ιστορία του ελλαδικού χώρου από τις πρώτες «στιγμές» του αστικού του μετασχηματισμού διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχουν ορισμένα στοιχεία του ταραχώδους και «γεμάτου» ασυνέχειες 20ού αιώνα που κατόρθωσαν να ταξιδέψουν, ενσωματώνοντας στην κίνησή τους με «φωτογραφικό» τρόπο την εξέλιξη και τις τομές της. Πρόκειται εν προκειμένω για επιχειρήσεις και προϊόντα, πίσω από τα οποία κρύβονται φυσικά οι γενιές των ανθρώπων που τα δημιούργησαν. Αλλά και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά;


Πρόσφατα λοιπόν το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) εξέδωσε με τη χορηγία της Nestlé Ελλάς ΑΕ έναν εξαίρετο τόμο με τίτλο Nestlè 100 χρόνια στην Ελλάδα. Εντελής τροφή διά τα μικράν ηλικίαν έχοντα παιδία…, όπου καταγράφεται με ντοκουμέντα – φωτογραφίες, έγγραφα και διαφημίσεις – από το πλούσιο αρχείο της εταιρείας και συμπληρώνεται από σπάνια βιβλιογραφία του ΕΛΙΑ η ιστορική διαδρομή των προϊόντων της ελβετικής εταιρείας στην Ελλάδα, από την πρώτη εμφάνισή της το 1899 ως και σήμερα.


Συγγραφείς είναι η κυρία Αργυρώ Αγγελοπούλου και ο κ. Σωτήρης Λουμίδης, εκ των μετόχων της πρώην Λουμίδης ΑΕ – Τρόφιμα Ποτά, που αρχής γενομένης το 1987 πέρασε σταδιακά στην ιδιοκτησία του πολυεθνικού ομίλου.


Ο γερμανός ιδρυτής του ελβετικού ομίλου Henri Nestlé, γεννημένος το 1814 στη Φραγκφούρτη, παρασκεύασε το 1867 στο Vevey της Ελβετίας το «γαλακτούχο άλευρο», σε μια περίοδο που η παιδική θνησιμότητα έκανε θραύση. Αυτό λοιπόν το πρωτοποριακό για την εποχή προϊόν κάνει την εμφάνισή του στη μικρή Αθήνα των 30.000 κατοίκων το 1899. Η πρώτη διαφημιστική καταχώρηση εντοπίζεται, σύμφωνα με τους ερευνητές και συγγραφείς, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 2 Φεβρουαρίου 1899, με τις περγαμηνές της τριακονταετούς επιτυχίας – «50 αμοιβαί ων 20 διπλώματα τιμής και 25 χρυσά μετάλλια, πολυάριθμα πιστοποιητικά των επισημοτέρων ιατρικών εξοχοτήτων».


Η παιδική θνησιμότητα στον ελληνικό χώρο όπως καταγράφεται στη βιβλιογραφία της εποχής είναι «καταπληκτική» και το 48,13% των περιστατικών «αφορώσι εις παιδία από γεννήσεως άχρι 10 ετών».


Η μικρή ελληνική αγορά της εποχής υπήγετο στην αρμοδιότητα των γραφείων της εταιρείας στην Τουρκία και περιφερειακός διευθυντής είχε αναλάβει ο Ελβετός Ε. Muller – αυτός ήταν που από την Κωνσταντινούπολη οργάνωσε την ελληνική αγορά του προϊόντος και ίδρυσε λίγα χρόνια αργότερα τη γενική αντιπροσωπεία της εταιρείας στην Αθήνα. Τα έτη 1912-13, με τη διεύρυνση του ελληνικού χώρου, η Nestle ιδρύει το «Γενικόν Πρακτορείον διά την Ελλάδα» με την επωνυμία «Εταιρεία Nestlé & Anglo-Swiss Condensed Milk Co., Cham & Vevey (Ελβετία)» και γενικός αντιπρόσωπος – διευθυντής τοποθετείται ο επίσης Ελβετός Α. Grendinger.


Μετά το 1914 η εταιρεία αρχίζει να δημιουργεί σταδιακά πρακτορεία στις επαρχιακές πόλεις, ξεκινώντας από τον Βόλο, τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα. Η εμπορική της δραστηριότητα αυξάνεται με αλματώδη ρυθμό ως και τα τέλη της δεκαετίας του ’20, όταν η διεθνής οικονομική κρίση πλήττει και τη χώρα μας. Απότοκο αυτής, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός των εισαγωγών.


Τη δεκαετία του ’30 την αντιπροσώπευση των προϊόντων της Nestlé αναλαμβάνει η Ανώνυμη Εταιρεία Εμπορίου ΙΝΙΣ, η οποία το 1947 κλείνει και γενικοί αντιπρόσωποι αναλαμβάνουν πλέον οι Ανδρέας Δρίτσας & Υιός – μετέπειτα Ιωάννης Δρίτσας ΑΕ – ως το 1972, οπότε δημιουργείται η θυγατρική του πολυεθνικού ομίλου Findus Hellas – Τυποποιημέναι Τροφαί ΕΠΕ. Το 1973 δημιουργείται η Nestlé Ελλάς ΑΒΕ και ως σήμερα – που η εταιρεία κατόρθωσε να σημειώσει μέσα στο 2000 πωλήσεις 102,5 δισ. δρχ., να αποκομίσει κέρδη 19,2 δισ. δρχ. και να βρεθεί μεταξύ των κορυφαίων επιχειρήσεων του κλάδου των τροφίμων – έκανε πολλές πρωτοποριακές επιλογές και κινήσεις οι οποίες διεξοδικά καταγράφονται στην έκδοση. Πρόκειται για μια μελέτη που αποτελεί τεκμήριο της ελληνικής οικονομικής ιστορίας αλλά και γοητευτική καταγραφή «φωτογραφικών στιγμών» του αιώνα που έφυγε.