25 Οκτωβρίου 1946 στο Κέιμπριτζ, προπύργιο της αγγλοσαξονικής ακαδημαϊκής ζωής. Βράδυ με παγωνιά. Φοιτητές και καθηγητές στην αίθουσα H3 στο Κολέγιο Κινγκς προσπαθούν να ζεσταθούν από το τζάκι. H Λέσχη Ηθικής Επιστήμης του πανεπιστημίου έχει την εβδομαδιαία συνάντησή της. Προσκεκλημένος ομιλητής, ο εκ Λονδίνου προερχόμενος Καρλ Πόπερ που έχει αποκτήσει σχετική φήμη στους φιλοσοφικούς κύκλους της Βρετανίας, αλλά ακόμη δεν έχει καθιερωθεί. Παρόντες είναι μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της Λέσχης Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, στη φάση της αναγνώρισής του ως μέγιστου στοχαστή, όπως και ο σεβάσμιος Μπέρτραντ Ράσελ που έχει ήδη προ πολλού παραγάγει τα σημαντικότερα γραπτά του. Δεν περνούν μερικά λεπτά από την έναρξη της ομιλίας και ο Βίττγκενσταϊν γίνεται έξαλλος. Διακόπτει τον Πόπερ και τον επιπλήττει αυστηρά. Ξεσπά έντονη λογομαχία προς απογοήτευση του Ράσελ που δεν είναι ικανός να συγκρατήσει την οργή του παλαιού φοιτητή του. Ο τελευταίος έχει στο μεταξύ αρπάξει από το τζάκι την πυρωμένη μασιά και την ανεμίζει πάνω από τα κεφάλια των σαστισμένων ακροατών. Επειτα από λίγο αποχωρεί βροντώντας την πόρτα.


Ποια είναι τα ακριβή περιστατικά αυτής της δεκάλεπτης αντιπαράθεσης; Τι ειπώθηκε; Ηταν όντως απειλητική η ύψωση της μασιάς από τον Βίττγκενσταϊν; Ή ήταν μια ασυναίσθητη κίνηση απόδοσης έμφασης, καθώς και σε προηγούμενες συναντήσεις συνήθιζε να παίζει με τη μασιά; Πότε βγήκε από την αίθουσα; Μόλις άκουσε την απάντηση του Πόπερ όταν του ζητήθηκε να δώσει ένα παράδειγμα ηθικού κανόνα («να μην απειλούνται οι προσκεκλημένοι ομιλητές με μασιές») ή αυτή δόθηκε αφού είχε αποχωρήσει ο Βίττγκενσταϊν; Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρούν να απαντήσουν με το βιβλίο τους οι Ντέιβιντ Εντμοντς και Τζον Αϊντινάο, δημοσιογράφοι του BBC. Το επεισόδιο ήταν βέβαια γνωστό, οι εκδοχές όμως πολλές και αντικρουόμενες.


Ηφαιστειώδης ιδιοσυγκρασία


Οσοι γνώριζαν τον Βίττγκενσταϊν και την ηφαιστειώδη ιδιοσυγκρασία του πιθανότατα δεν θα ξαφνιάζονταν αν κάποιος τους διαβεβαίωνε ότι όχι μόνο είχε απειλήσει τον δύστυχο Πόπερ, αλλά του είχε ρίξει και μία κατακέφαλα. Ετσι, δεν ξέρω αν αυτά τα ερωτήματα είναι πράγματι τόσο σημαντικά όσο τα εμφανίζουν οι συγγραφείς. Διότι όποια και αν είναι η αλήθεια, δεν αλλάζει τίποτε για την ιστορία της φιλοσοφίας, της οποίας η συνάντηση αυτή δεν είναι παρά ένα ανεκδοτολογικό επεισόδιο. Ας μη γίνομαι όμως άδικος. Ο καβγάς ανάμεσα σε δύο κορυφαίους φιλοσόφους του 20ού αιώνα και το μυστήριο που τον καλύπτει είναι ένα καλό πρόσχημα για να στηθεί μια συναρπαστική αφήγηση που κινείται σε τρία παράλληλα επίπεδα: αστυνομικό, ιστορικοβιογραφικό και διανοητικό. Αστυνομικό, διότι αν και δεν έχουμε να κάνουμε με ένα έγκλημα, υπάρχουν πολλά ανοικτά ερωτήματα τα οποία οι συγγραφείς προσεγγίζουν, κατά κάποιο τρόπο, ως ντετέκτιβ, δημιουργώντας την αντίστοιχη ατμόσφαιρα. Ιστορικοβιογραφικό, διότι γίνονται εκτεταμένες αναδρομές στη ζωή των δύο διανοητών και στις συνθήκες που διαμόρφωσαν τις προσωπικότητες και τα φιλοσοφικά τους ενδιαφέροντα. Τα κοινά τους είναι πολλά και άλλες τόσες οι διαφορές. Αυστριακοί, εβραϊκής καταγωγής, με μουσικά ενδιαφέροντα, με θητεία δασκάλου σε σχολείο, ανδρώθηκαν στο μοναδικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό, περιβάλλον της Βιέννης των αρχών του 20ού αιώνα, αλλά βίωσαν (o Πόπερ πιο έντονα, ο Βίττγκενσταϊν πιο έμμεσα) και τη σταδιακή παρακμή της μετά τον πρώτο πόλεμο, το κλίμα του αντισημιτισμού και τελικά την ένωση (Anschluss) της Αυστρίας με τη Γερμανία του Χίτλερ. Είχε μια ιδιαίτερη, αν και περιφερειακή, σχέση ο καθένας με τον περίφημο «Κύκλο της Βιέννης», αλλά το φιλοσοφικό τους έργο επιτελέστηκε στην Αγγλία. H διαφορά κοινωνικοοικονομικού status μεταξύ τους ήταν τεράστια, αφού ο πατέρας του Βίττγκενσταϊν ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ευρώπης, ενώ η οικογένεια του Πόπερ ανήκε στα μεσαία στρώματα. Κάτι που είχε καίριες συνέπειες, αν δεχτούμε το βιβλίο, στον τρόπο που αντιμετώπιζαν τη ζωή (τους) και τους ανθρώπους. Αν εξαιρέσουμε ότι και οι δυο τους ήταν ισχυρογνώμονες και πίστευαν ότι με το έργο τους αλλάζουν τον ρουν της φιλοσοφίας, δύσκολα θα βρίσκαμε πιο αντικρουόμενες προσωπικότητες.


Και εδώ είναι ο πειρασμός στον οποίον μπήκαν οι Εντμοντς και Αϊντινάο και τον οποίον δεν ξεπέρασαν εντελώς αλώβητοι: να αναγάγουν το τρίτο επίπεδο αφήγησης, το διανοητικό-φιλοσοφικό, στο ιστορικοβιογραφικό. Δηλαδή, να «ερμηνεύσουν» τη διαμάχη στη συνάντηση του Κέιμπριτζ ως σύγκρουση φιλοσοφικών ρευμάτων τα οποία εκπηγάζουν από δύο μεγάλες προσωπικότητες που διαμορφώθηκαν από ιδιαίτερες συνθήκες ζωής η καθεμιά. Είναι γεγονός ότι το θέμα της διάλεξης του Πόπερ («Υπάρχουν φιλοσοφικά προβλήματα;») δεν ήταν τίποτε λιγότερο από μια προμελετημένη πρόκληση προς τον Βίττγκενσταϊν ο οποίος ακριβώς αρνούνταν την ύπαρξη φιλοσοφικών προβλημάτων, θεωρώντας πως υπάρχουν μόνο φιλοσοφικοί γρίφοι. Για αυτόν, τα περισσότερα προβλήματα που είχαν παραδοσιακά ορισθεί ως φιλοσοφικά είτε ανήκαν στη δικαιοδοσία των επιστημών είτε στερούνταν νοήματος. Στη φιλοσοφία απομένει η μελέτη των χρήσεων της γλώσσας. Ο Πόπερ επιτέθηκε σε αυτήν τη δημοφιλή τότε θεώρηση. Μόνο που αυτή η διαμάχη έχει αυτοτελή φιλοσοφική υπόσταση και δεν μπορεί να εξηγηθεί από κοινωνικοψυχολογικούς παράγοντες, πόσο μάλλον από ιδιοτροπίες του χαρακτήρα. vand@ath. forthnet.gr