Από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 ο πόλεμος καθιερώθηκε ως κρατική υπόθεση. Τα κράτη ήταν τα εμπόλεμα μέρη, αυτά διακήρυτταν την έναρξη και τη λήξη του, όριζαν τους «νόμιμους» στόχους, τα πεδία των μαχών και τον απώτερο αντικειμενικό σκοπό του. Παρά τις τεράστιες ιστορικές αλλαγές που σημειώθηκαν έκτοτε, τόσο στις κρατικές μορφές και δομές όσο και στις διεθνείς σχέσεις, για αιώνες υπήρχαν κάποιες «σταθερές» του πολέμου τις οποίες θεωρείται ευρέως ότι επεξεργάστηκε υποδειγματικά ο κλασικός στοχαστής του πολέμου Κλαούζεβιτς. Ο Χέρφριντ Μύνκλερ, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου-Βραδεμβούργου, υποστηρίζει με το καίριο βιβλίο του ότι αυτό το μοντέλο πολέμου πνέει τα λοίσθια. «Νέοι» πόλεμοι, που εμφανίζουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, διεξάγονται σε πολλά σημεία του πλανήτη.


Το τέλος δεν ήρθε


Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να συμπυκνωθούν σε τρεις αλληλένδετες γενικές θέσεις. Πρώτον, η πολεμική βία έχει εν μέρει αποκρατικοποιηθεί και κατ’ επέκταση ιδιωτικοποιηθεί. Στο μέτρο που παράγοντες όπως πολέμαρχοι που δεν έχουν αντικειμενικό σκοπό καν την κατάληψη της κρατικής εξουσίας και ιδιωτικές πολεμικές εταιρείες αναβαθμίζονται σε πρωταγωνιστές του πολέμου, ο τελευταίος παίρνει μια εν μέρει καινοφανή, εν μέρει αναπαλαιωμένη μορφή που παραπέμπει σε προ Βεστφαλίας συγκυρίες. Δεύτερον, καθώς τα κράτη δεν αντιμάχονται μόνο μεταξύ τους, η πολεμική βία έχει γίνει ασύμμετρη, με την έννοια ότι οι εχθροί δεν είναι ομοειδείς και τα πλήγματα που δέχεται το κάθε μέρος δεν είναι της ίδιας τάξεως. Τρίτον, έχουν μεταβληθεί οι μορφές της στον βαθμό που τα πολεμικά γεγονότα δεν ελέγχονται από κρατικούς τακτικούς στρατούς.


Αν προσπαθήσουμε να ορίσουμε τους νέους πολέμους με κλασικούς όρους, θα σκοντάψουμε ήδη σε ένα θεμελιώδες προαπαιτούμενο, τη διάκριση μεταξύ εμπόλεμης κατάστασης και ειρήνης. Αν αυτή προσδιοριζόταν από τη συνέχιση ή την οριστική παύση των εχθροπραξιών, αν την τελευταία ακολουθούσαν η απόσυρση των στρατευμάτων και πράξεις συνθηκολόγησης με δεσμευτικά νομικά και πολιτικά αποτελέσματα που όριζαν πέραν πάσης αμφιβολίας το τέλος του πολέμου, αυτό δεν ισχύει πλέον. Ας πούμε, ο πρόεδρος Μπους έχει προ πολλού σημάνει το τέλος του πολέμου στο Ιράκ, τον οποίο, σημειωτέον, ποτέ δεν διακήρυξε με κλασικούς όρους. Αλλά οι απώλειες των αμερικανικών στρατευμάτων όσο και μεταξύ των άμαχων Ιρακινών είναι πολλαπλάσιες από τη στιγμή της υποτιθέμενης λήξης του, τα μέτωπα της βίας εξακολουθούν να είναι απροσδιόριστα, η ίδια η διαδικασία ταυτοποίησης του αντιπάλου εγγενώς προβληματική, για να μην αναφέρουμε τίποτε για την κρατική υπόσταση του Ιράκ. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι τα εννοιολογικά εργαλεία που είχαμε στη διάθεσή μας για να κατανοήσουμε και να αναλύσουμε την κατάσταση, αν δεν είναι ακατάλληλα, είναι πάντως εντελώς ανεπαρκή. Τα όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης έχουν γίνει ασαφή και συγκεχυμένα.


Αλλωστε, ορισμένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν ενδιαφέρονται στην πραγματικότητα καν να κερδίσουν τον πόλεμο, απλούστατα επειδή δεν επιθυμούν το τέλος του. Αυτό το φαινομενικά παράδοξο εξηγείται από το γεγονός ότι συντηρούνται, αποκομίζουν οφέλη και νομιμοποιούν την εξουσία τους διά του πολέμου και της (παρα)οικονομίας του. Κυρίως στην Αφρική και στην Ασία τοπικοί φύλαρχοι-πολέμαρχοι, εκμεταλλευόμενοι τεχνολογικές εξελίξεις (μειωμένο κόστος και εύκολη πρόσβαση σε μη βαρέα όπλα), εσωτερικές πολιτικές συνθήκες (ασθενείς κρατικές δομές, διαφθορά κυβερνώσας ελίτ κτλ.) και διεθνή συγκυρία (χρήση εξωτερικών πόρων, διεθνοποίηση και διασύνδεση πτυχών του λαθρεμπορίου, του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας), είναι σε θέση να διεξάγουν μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις ελέγχοντας λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένες περιοχές.


Τέτοιου είδους εμπλοκές χαρακτηρίζονται συχνά ως «πόλεμοι χαμηλής έντασης», καθώς δεν πολεμούν μαζικά στρατεύματα με βαριά όπλα σε μεγάλες μάχες ούτε υπό στενή στρατιωτική άποψη επιτυγχάνουν εντυπωσιακές νίκες. Πρόκειται για εστίες που πότε αναζωπυρώνονται και πότε σιγοσβήνουν. Αλλά τα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου, αν αναλογιστεί κανείς ότι η διάρκεια αυτής της αποτελματωμένης κατάστασης μπορεί να μετριέται σε δεκαετίες, είναι τραγικά, ειδικά μεταξύ του άμαχου πληθυσμού. Ετσι, σε πλήρη αντίθεση με τον κλασικό πόλεμο, τα θύματα σε ποσοστό ακόμη και 80% είναι άμαχοι. Ο πλέον φονικός πόλεμος μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι εκείνος του Κονγκό, που ως σήμερα έχει στοιχίσει τη ζωή σε 3,8 εκατομμύρια ανθρώπους και όμως δεν είναι στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής.


Οπλισμένα παιδιά


Στο αξιόλογο και καλογραμμένο βιβλίο του Μύνκλερ πρέπει να προσεχθούν, μεταξύ άλλων, δύο στοιχεία. Πρώτον, η έμφαση που δίνεται στην ανάλυση των παραμέτρων της οικονομίας του πολέμου και πώς αυτή έχει αλλάξει άρδην τις τελευταίες δεκαετίες. Δεύτερον – κάτι που συχνά παραγνωρίζεται, ειδικά από όσους προτάσσουν το «συμφέρον» ως ερμηνευτικό εργαλείο των ανθρώπινων πράξεων – ότι σε συνθήκες ανομίας και ατιμωρησίας υπό συγκεκριμένες συγκυρίες εκδηλώνονται απροκάλυπτα ασυνείδητες φαντασιώσεις παντοδυναμίας με τη μορφή συστηματικών εγκληματικών πράξεων και ωμής σαδιστικής βίας. Και δυστυχώς οι πλέον επιρρεπείς είναι παιδιά και έφηβοι που στρατολογούνται μαζικά από τους σύγχρονους άρχοντες του πολέμου.