Οταν διαβάζεις οποιοδήποτε αφήγημα του Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα το πρώτο πράγμα που προσελκύει την προσοχή σου είναι αυτή η ποιότητα του ύφους του, αυτό το χάρισμα, ο μοναδικός του τρόπος να διηγείται ιστορίες. «Πιστεύω ότι ο Μουνιόθ Μολίνα είναι πλέον κάτι παραπάνω από συγγραφέας: είναι ένας τρόπος θέασης, ένας τρόπος γραφής» θα γράψει ένας μελετητής του έργου του. Οπως όμως θα μας πει ο ίδιος κατά τη συζήτηση που είχαμε μαζί του στο σπίτι του στο κέντρο της Μαδρίτης, αν έμενε μόνο εκεί θα ήταν απλός καλλιεργητής στυλ και όχι λογοτέχνης. Αυτό που τον ξεχωρίζει, πέρα από το στυλ, είναι η αφοσίωσή του στην πραγματικότητα, η ανησυχία του για τις ανθρώπινες συγκρούσεις. Απόδειξη αυτού είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, Πανσέληνος, το οποίο το περασμένο φθινόπωρο τιμήθηκε με το βραβείο Femina στη Γαλλία (βλ. παρουσίασή του σε άλλη σελίδα).


Εδώ και μερικές εβδομάδες ο Μολίνα ξύρισε το χαρακτηριστικό μουστάκι του, προσθέτοντας παιδικότητα στο ήδη συνεσταλμένο παρουσιαστικό του. Το νεότερο μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανικής Γλώσσας είναι ένας νηφάλιος συζητητής με ανάλαφρες χειρονομίες, σχεδόν ανεπαίσθητες. Να, τι μας είπε ο κορυφαίος ισπανός συγγραφέας.





­ Η «Πανσέληνος» είναι προϊόν κάποιας συγκεκριμένης εμπειρίας;


«Η ιστορία της Πανσελήνου προέκυψε όταν αντίκρισα μια φωτογραφία σε μια εφημερίδα πριν από δέκα χρόνια περίπου. Ηταν από τη δίκη του Ανρί Παρό, τον οποίο είχαν συλλάβει στη Σεβίλλη με 300 κιλά εκρηκτικών υλών. Τον συνέλαβαν σχεδόν συμπτωματικά και ως τη σύλληψή του οι πάντες τον θεωρούσαν γείτονα-πρότυπο. Στη φωτογραφία αυτή, ο Παρό είχε πρόσωπο αγγέλου. Τίποτε στην όψη του δεν μαρτυρούσε αυτό που ήταν. Εγραψα τότε ένα άρθρο στο οποίο υπογράμμιζα κάτι που παρατηρείται σε πολλές υποθέσεις τέτοιου τύπου: για τον γείτονα που βγαίνει πάντα και μιλάει για έναν άνθρωπο νορμάλ. Στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω νορμάλ έχει βιάσει 130 γυναίκες χωρίς κανείς να τον υποψιαστεί, αφού συμπεριφερόταν ως πρότυπο. Υπάρχει κάτι που προκαλεί σύγχυση: το πρόσωπο και τα χέρια. Στην περίπτωση του Παρό ήταν τα χέρια, που θύμιζαν άνθρωπο ο οποίος κάθε Κυριακή πάει στη θεία λειτουργία. Αν δεν ήταν από τις χειροπέδες, θα ‘λεγες ότι ο τύπος βρισκόταν στην εκκλησία».


­ Μαθαίνει κανείς να κοιτάζει;


«Εξαρτάται. Πιστεύω ότι πρόκειται για μάθηση εξαιρετικά πολύπλοκη. Μου προκάλεσε ζωηρή εντύπωση όταν πριν από μερικά χρόνια διάβασα σε ένα αμερικανικό περιοδικό ένα άρθρο του αμερικανού συγγραφέα και επιστήμονα Ολιβερ Σακς γύρω από έναν άνδρα ο οποίος είχε χάσει την όρασή του όταν ήταν επτά ή οκτώ χρόνων και την επανέκτησε στα πενήντα του, μετά από εγχείρηση. Εβλεπε τέλεια, αλλά δεν έβλεπε αφού δεν καταλάβαινε αυτό που έβλεπε. Εμείς πιστεύουμε ότι το να βλέπουμε είναι κάτι το φυσικό. Ξέρετε τι έπρεπε να κάνει για να αντιληφθεί τι είχε μπροστά στα μάτια του; Επρεπε να το αγγίξει. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί το θέαμα που προσφέρουν τα μάτια. Κόντευε να τρελαθεί. Ηθελε να γίνει ξανά τυφλός, επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει αυτό που έβλεπε».


­ Τι είναι τότε αυτό που κάνει το βλέμμα τόσο σημαντικό για την επικοινωνία μας;


«Είναι αρκετά παράδοξο αυτό, συμβαίνει το ίδιο και με τις λέξεις που είναι όργανα της αλήθειας και του ψέματος συνάμα. Είναι ακριβώς οι ίδιες λέξεις αυτές που λένε την αλήθεια και αυτές που λένε το ψέμα. Είναι ακριβώς το ίδιο βλέμμα αυτό που βλέπει τα πράγματα και αυτό που παύει να τα βλέπει. Η προσοχή είναι κάτι πολύ περίεργο. Η προσοχή του αγρότη απέναντι στο τοπίο που τον περιβάλλει είναι πολύ διαφορετική από αυτή ενός κατοίκου της πόλης. Το σκεφτόμουν αυτό μια φορά όταν ήμουν στο χωριό μου, την Ούμπεδα· ατένιζα τους ελαιόκαμπους και σκεφτόμουν ότι το θέαμα αυτό για έναν τουρίστα είναι κάτι που έχει απλώς αισθητική αξία. Εγώ ξέρω όμως τι δουλειά χρειάζεται για να έχει ο κάμπος την όψη αυτή και το βλέμμα μου υποχρεωτικά είναι διαφορετικό. Βλέπω ότι εκείνο το τοπίο δεν είναι κάτι το φυσικό, αλλά το αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας. Είναι κάτι πολύ λεπτό, αλλά μπορεί κανείς να περάσει όλη του τη ζωή μαθαίνοντας να βλέπει».


­ Πώς σχετίζονται όλα αυτά με τη γραφή;


«Η γραφή είναι αποτέλεσμα του βλέμματος και του ακούσματος. Η γραφή είναι γραφή, αλλά και κάτι παραπάνω. Αν γράφεις αλλά ούτε ακούς ούτε βλέπεις, τότε το μόνο που κάνεις είναι στυλ και όχι λογοτεχνία».


­ Τι συμβαίνει εκεί όπου το άκουσμα και το βλέμμα μετασχηματίζονται σε αφήγημα;


«Αυτό είναι ένα θέμα με στοιχεία ιδιαίτερα πολύπλοκα, φυσιολογικού χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, ο μετασχηματισμός της αντίληψης σε συνείδηση και της συνείδησης σε μνήμη και της μνήμης σε ερέθισμα για γραφή είναι μια διαδικασία ιδιαίτερα λεπτή που δεν μπορώ ασφαλώς να εξηγήσω σε όλες της τις λεπτομέρειες. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι το αφήγημα, αυτή η διάθεση να διηγηθείς μια ιστορία είναι μια μορφή να θέσεις σε τάξη την εμπειρία, να την θέσεις σε ένα πλαίσιο, να συγκρατήσεις τη ροή της και να την ταξινομήσεις. Εχουμε ανάγκη να διηγηθούμε και να μας διηγούνται. Η εμπειρία δεν πρέπει να έχει μόνο μάρτυρες, πρέπει και να μεταδοθεί κιόλας, πρέπει να γίνει κατανοητή και από τους άλλους. Για τον λόγο αυτόν, όχι μόνο υπάρχει η λογοτεχνία, αλλά και όλη η λογοτεχνία βρίθει ανθρώπων που διηγούνται πράγματα».


­ Στην «Πανσέληνο» ποιος νιώθει τελικά μεγαλύτερο φόβο, ο επιθεωρητής, ο δολοφόνος ή τα θύματά του;


«Νομίζω ότι αυτοί που νιώθουν μεγαλύτερο φόβο είναι τα θύματα. Επικρατεί αυτή τη στιγμή ένα είδος επιπολαιότητας του μεταμοντερνισμού, αυτό της εξίσωσης, όταν ισχυρίζονται ότι κατά κάποιον τρόπο το θύμα φέρει μέσα του την ενοχή. Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισε αυτή η τάση, πρόκειται όμως για μια διαδικασία μέσω της οποίας ο ένοχος μετατρέπεται σε θύμα. Σφετερίζεται την κατηγορία του θύματος. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα σημερινό: Κατά τη διάρκεια του πολέμου στα Βαλκάνια, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπου ήταν προφανές ότι η επίθεση και η επιβουλή προέρχονταν από τους Σέρβους με θύμα τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, οι Σέρβοι παρουσίασαν τους εαυτούς τους ως θύματα μιας γενοκτονίας. Στη Χώρα των Βάσκων τα τελευταία 20 χρόνια έχουν σκοτωθεί γύρω στα 1.000 αθώα άτομα, άνθρωποι άοπλοι, ειρηνικοί, που έπεσαν θύματα της τρομοκρατίας. Οι ίδιοι αυτοί τρομοκράτες που δολοφόνησαν αυτούς τους ανθρώπους παρουσιάζονται ως θύματα της ισπανικής καταπίεσης. Θέλω να πω, εμφανίζεται πολύ συχνά αυτός ο λόγος ο οποίος αντιστρέφει την πραγματικότητα μετατρέποντας το θύμα σε θύτη, γι’ αυτό και πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθεί αυτή η διάκριση: αυτοί που πραγματικά υποφέρουν είναι τα θύματα. Τα θύματα επιλέγονται ως τέτοια επειδή είναι αδύναμα. Τόσο στην Πανσέληνο όσο και στις πραγματικές περιπτώσεις στις οποίες βασίστηκα για να γράψω το μυθιστόρημα αυτό, τα θύματα είναι κοριτσάκια, επειδή είναι πιο αδύναμα. Γιατί η βία έχει κύρια θύματά της γυναίκες. Γιατί, σε φυσική δύναμη, είναι πιο αδύναμες. Η δολοφονία, η βία ή η βαναυσότητα δεν έχουν καμία αξία. Αυτή η γοητεία που ασκεί στην εποχή μας ο εγκληματικός νους μού φαίνεται μια σκέτη ανοησία».


­ Για να εξηγήσουμε τότε το έγκλημα θα πρέπει να καταφύγουμε στην ψυχολογία ή στην κοινωνιολογία;


«Αυτό το θέμα είναι πάρα πολύ λεπτό, υπάρχουν πολλές διαφορετικές περιπτώσεις. Υπάρχουν περιπτώσεις που είναι σαφώς παθολογικές. Προτού όμως καταφύγω στην παθολογία ή στην ψυχολογία, θα κατέφευγα στην ιδεολογία. Είναι αποδεδειγμένο ότι το μεγαλύτερο μέρος των βιαστών δεν μετανιώνουν ποτέ, δεν έχουν συνείδηση ότι διέπραξαν κάτι κακό. Ο βιαστής της Πανσελήνου δεν έχει συνείδηση ενοχής, όπως και ένας ναζιστής δεν είχε συνείδηση ενοχής, όπως δεν την είχε και ένας αρχαίος Ρωμαίος όταν σκότωνε έναν σκλάβο. Μήπως για παθολογικούς λόγους δεν είχε αυτή τη συνείδηση; Οχι, για ιδεολογικούς λόγους. Επειδή η ιδεολογία τους έλεγε ότι ο σκλάβος, η γυναίκα, ο Εβραίος δεν ήταν ανθρώπινα όντα».


­ Πιστεύετε ότι η μαγεία της γραφής συνίσταται ακριβώς στην ανακάλυψη της ζώνης του γκρι μεταξύ του άσπρου και του μαύρου της ανθρώπινης φύσης;


«Πιστεύω ότι η λογοτεχνία συνίσταται, πάνω απ’ όλα, στη σκιαγράφηση αποχρώσεων· με άλλα λόγια, στην αποτύπωση του ατομικού. Το δοκίμιο, η επιστημονική ανάλυση, για παράδειγμα, τείνουν στον ορισμό προτύπων, αυτού που πειραματικά μπορεί να επαναληφθεί. Αντίθετα η λογοτεχνία τείνει στη σκιαγράφηση του ατομικού, δηλαδή αυτού που δεν μπορεί να επαναληφθεί. Την ίδια όμως στιγμή αυτό έχει κάτι το καθολικό: αυτό είναι το μυστήριο που έχει η λογοτεχνία. Μυστήριο όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο. Και αυτό επειδή η λογοτεχνία ή η μουσική ή άλλες μορφές τέχνης έχουν την ικανότητα να αγγίξουν το πιο προσωπικό, το ιδιαίτερο, αυτό που παραμένει απαράλλακτο στο πέρασμα των αιώνων».


­ Ποιο θα ήταν το τέλειο μυθιστόρημα;


«Πιστεύω πως σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία η τελειότητα είναι μια δευτερεύουσα, υποδεέστερη αξία. Η τελειότητα χρειάζεται στις κατασκευές· στην τέχνη όμως, όπως έλεγε ο Νίτσε, πάντα υπάρχει ένα σημείο αμέλειας ή ατέλειας. Μια καρέκλα ή ένα τραπέζι ή ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής πρέπει να είναι τέλεια, ειδάλλως δεν χρησιμεύουν σε τίποτε· ένα τέλειο μυθιστόρημα όμως πρέπει να έχει πάντα κάτι το ατελές».


­ Τι είναι αυτό που σας κάνει να νιώθετε περισσότερο φόβο;


«Πάνω απ’ όλα είναι αυτή η αίσθηση της ευθραυστότητας που έχουμε όλοι μας για την ύπαρξή μας και για ό,τι μας περιβάλλει. Η ευκολία με την οποία τα απλά πράγματα μπορούν να καταστραφούν».