Οταν πριν από μερικά χρόνια ο Πάπας έπεσε και έσπασε κάποιο κόκαλο, μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο της Ρώμης. Εξω από το νοσοκομείο συγκεντρώθηκαν αμέσως οι τηλεοπτικές κάμερες. Σε μια από τις ζωντανές μεταδόσεις, η φιγούρα ενός περαστικού φάνηκε πίσω από εκείνην του δημοσιογράφου που μετέδιδε (με τη γνωστή αγωνία στη φωνή) τις τελευταίες εξελίξεις. Ο περαστικός αντελήφθη ότι βρισκόταν στο τηλεοπτικό πλάνο, χάθηκε λίγο από αυτό και επανήλθε σχεδόν αμέσως μέσα στο πλάνο, αυτή τη φορά μαζί με τον γιο του. «Στάθηκαν και οι δύο δίπλα και λίγο πίσω από τον δημοσιογράφο, σε απόσταση σεβασμού για να μην ενοχλήσουν, και ο πατέρας εναπόθεσε προστατευτικά το χέρι του στον ώμο του παιδιού, όπως πόζαραν στις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες». H ιστορία αυτή, που διηγείται ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος στον Λαμπερό κόσμο των MME, είναι παράδειγμα της ανθρώπινης διάθεσης να ξεφύγει κανείς, έστω για λίγο, από την ανωνυμία του πλήθους όσο και της συμμόρφωσης πατέρα και γιου προς μια εντελώς σύγχρονη κοινωνική επιταγή την οποία ο συγγραφέας συνοψίζει ως εξής: «Φαίνομαι, άρα υπάρχω» (σελ. 20). Οι λειτουργίες της εικόνας στον σύγχρονο κόσμο αποτελούν το κύριο μοτίβο του βιβλίου του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, επί πολλά χρόνια διευθυντή της ελληνικής υπηρεσίας του BBC και δημοσιογράφου με εργασιακή εμπειρία στη Βρετανία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα.


Ο μαγικός καθρέφτης


Το βιβλίο του αποτελείται από μικρά κεφάλαια που έχουν δημοσιευθεί ως άρθρα στον ελληνικό Τύπο. Δεν πρόκειται όμως για συμπίλημα αταίριαστων κειμένων. Τα κείμενα διατρέχονται από ορισμένες κοινές θεματικές με σαφή θεωρητική αφετηρία. Κοινός στόχος των κειμένων είναι η κριτική σε θεσμούς, όπως η τηλεόραση, η μόδα και η διαφήμιση. Το βιβλίο εξετάζει μεταξύ των άλλων το δίλημμα αν τα μέσα ενημέρωσης αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα και κατά συνέπεια δεν ευθύνονται για την ασχήμια της ή αν, αντιθέτως, τα μέσα παραμορφώνουν την πραγματικότητα και άρα είναι υπεύθυνα για την ποιότητα της κοινωνίας που αυτά προβάλλουν. H απάντηση του συγγραφέα είναι διαλεκτική, καθώς, κατ’ αυτόν, μέσα και καταναλωτές των μέσων δεν είναι δύο διακριτά, σταθερά μεγέθη: «… ο μαγικός καθρέφτης των Μέσων Ενημέρωσης αντικατοπτρίζει αυτό που είμαστε, με την έννοια ότι γινόμαστε αυτό που αντικατοπτρίζει». Αλλιώς ειπωμένο, «εμείς οι ίδιοι θα σπεύσουμε να πάρουμε το σχήμα του ειδώλου μας» (σελ. 27). Οι τηλεθεατές βλέπουν στην τηλεόραση το είδωλό τους, προς το οποίο συνεχώς επιδιώκουν να μοιάσουν, αν τυχόν διαφέρουν από αυτό.


Αλλη θεματική του βιβλίου είναι ο συντηρητισμός της διαρκούς αλλαγής που επιβάλλουν η μόδα και η διαφήμιση των καταναλωτικών προϊόντων. Ως προς αυτά, «η αποθέωση της αλλαγής είναι η σύγχρονη εκδοχή του συντηρητισμού». «H καινοτομία κυριαρχεί ως αέναη επανάληψη – αυτός δεν είναι ο ορισμός της συντήρησης;» (σελ. 63). Τα νέα αγαθά ή τα παλιά, με νέο περιτύλιγμα, μας παρουσιάζονται, χάρη στη διαφήμιση, με έναν «συνδυασμό ευκολίας και κολακείας» (σελ. 60). Νέα ρούχα της μόδας, εξωτικά ταξίδια, συνεντεύξεις με πολιτικούς άνδρες (πολύ σπανιότερα γυναίκες) και σοβαρά κείμενα των περιοδικών life-style για τον σύγχρονο κόσμο φαίνονται πράγματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Ωστόσο μοιράζονται αρκετά κοινά: τίποτε δεν παρουσιάζεται περιπλεγμένο, ούτε καν η πολιτική, αφού άλλωστε ο πολιτικός μάς ανοίγει το σπίτι του και φωτογραφίζεται «με το πουκάμισο, χωρίς γραβάτα» (σελ. 59). Και τίποτε δεν πρέπει να είναι δυσάρεστο για τους καταναλωτές, οι οποίοι, χάρη στη μόδα και στη διαφήμιση, κολακεύονται να φορούν ή να φέρουν τα προϊόντα της μόδας και να δείχνουν ενημερωμένοι για τα τρέχοντα θέματα.


Διαδοχικές μεταμέλειες


Τα πρότυπα τέτοιων καταναλωτών είναι άνθρωποι, πετυχημένοι σήμερα στο επάγγελμά τους, οι οποίοι έχουν μετανοήσει για το επαναστατικό παρελθόν τους. Το τελευταίο, καλύτερο και μεγαλύτερο κείμενο του Λαμπερού κόσμου των MME αφορά έναν από αυτούς. H διαφορά αυτής της σύγχρονης μετάνοιας από την παλαιά εκδοχή της μετάνοιας (π.χ., εκείνης των αμαρτωλών που γνώρισαν τον χριστιανισμό και μετανόησαν) είναι η εξής: οι παλαιότεροι πίστεψαν σε ό,τι ίσχυε στην εποχή τους, ανακάλυψαν το λάθος τους, απέρριψαν ό,τι ίσχυε και υιοθέτησαν ένα εναλλακτικό πρότυπο ζωής.


Οι σύγχρονοί μας όμως μετανοούντες έκαναν ακριβώς το αντίστροφο. Ενώ είχαν απορρίψει ό,τι ίσχυε στην εποχή τους και είχαν υιοθετήσει, έστω φαινομενικά, ένα εναλλακτικό μοντέλο, στη συνέχεια μετανόησαν που απέρριψαν το κατεστημένο μοντέλο. Προέβησαν δηλαδή, όπως λέει ο Γιαννουλόπουλος, σε δύο «διαδοχικές μεταμέλειες», «δύο αρνήσεις» που «αθροίζονται σε μία κατάφαση» και «ισοδυναμούν με πλήρη αποδοχή» του ισχύοντος μοντέλου σκέψης, συμπεριφοράς και κοινωνικής οργάνωσης (σελ. 98-99).


Οι αναφορές του βιβλίου εκτείνονται από τον ιδεαλιστή φιλόσοφο Μπέρκλεϊ και τον Ιερό Αυγουστίνο ως τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Ζίμελ, τον Φουκό και σύγχρονους θεωρητικούς της «εικόνας». Ο συγγραφέας δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να μεταβεί από το οικείο παράδειγμα στη σύνθετη ανάλυση ούτε την ευκαιρία να σχολιάσει, με ένα μειδίαμα θα έλεγε κανείς, πρόσωπα και πράγματα της ελληνικής και της διεθνούς «βιομηχανίας» των MME. Στο βιβλίο ο σαρδόνιος σχολιασμός συνυπάρχει με τη φιλοσοφική ανάλυση, η οποία ωστόσο δεν γίνεται ποτέ δύσκαμπτη. Αυτό οφείλεται στο ότι ο Γιαννουλόπουλος προφανώς έχει σκεφθεί τα θέματά του για πολύ χρόνο και με καθαρό τρόπο. Ετσι στο κείμενό του δεν περισσεύει ούτε μία λέξη. Το βιβλίο έχει μικρό σχήμα και καλό σχεδιασμό. Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο καλύπτονται από μια φωτογραφία του Αλ. Ρατσένκο που απεικονίζει ένα παιδί με ακουστικά, προσηλωμένο στο μικρόφωνο ραδιοφωνικού σταθμού. Εξώφυλλο και οπισθόφυλλο ταιριαστά στο παιγνιώδες και προσηλωμένο περιεχόμενο του βιβλίου.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ανώτερος Ερευνητικός Εταίρος στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της London School of Economics.